Προμήνυμα ολέθρου για το Γ‘ Ράιχ
Το φθινόπωρο του 1944 ο Ερυθρός Στρατός είχε ολοκληρώσει την απελευθέρωση του πατρώου εδάφους και εισχωρούσε βαθιά στην κατεχόμενη ανατολική Ευρώπη, συγκλίνοντας προς το Ράιχ από πολλές κατευθύνσεις. Η επιμονή του Χίτλερ να κρατήσει την Ουγγαρία, οδήγησε τα στρατεύματα του σε μια άσκοπη και δαπανηρή άμυνα στη Βουδαπέστη και τους προκάλεσε μεγάλη καταστροφή όταν τελικά έπεσε αυτή η ιστορική πόλη, που δικαίως αποκαλείτο το «μαργαριτάρι του Δούναβη».
Η κατάρρευση του Γερμανικού Στρατού στο Ανατολικό Μέτωπο άρχισε αναμφίβολα τον Ιούνιο του 1944, όταν η Ομάδα Στρατιών «Κέντρο» εξολοθρεύτηκε στη Λευκορωσία, δεχόμενη έναν αιφνιδιασμό σε πρωτοφανή κλίμακα και πέφτοντας θύμα μιας από τις καλύτερα οργανωμένες επιχειρήσεις παραπλάνησης που εφάρμοσαν ποτέ οι Σοβιετικοί. Η απώλεια 25 μεραρχιών σε διάστημα λίγων εβδομάδων, δημιούργησε τεράστια κενά στη διάταξη των Γερμανών και τους υποχρέωσε να υποχωρήσουν σε βάθος προκειμένου να κερδίσουν χρόνο και να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους. Οι Σοβιετικοί εκμεταλλεύθηκαν τη νίκη και αξιοποιώντας πλήρως το αριθμητικό τους πλεονέκτημα συνέχισαν την απώθηση των στρατευμάτων κατοχής. Αφού εκκαθάρισαν τη νότια Ουκρανία προέλασαν ορμητικά πρώτα στη Ρουμανία και κατόπιν στην Ουγγαρία.
Οι μάχες υπήρξαν σφοδρές και φονικότατες. Τον Αύγουστο του 1944 η Ρουμανία αναγκάστηκε, υπό την τρομερή πίεση που της ασκούσε ο Ερυθρός Στρατός, να αλλάξει στρατόπεδο και να ταχθεί στο πλευρό των Συμμάχων, κηρύσσοντας τον πόλεμο στον Αξονα. Στα εδάφη της σημειώθηκε μια ακόμη πανωλεθρία για τα γερμανικά όπλα, όταν μέσα σε δύο εβδομάδες συνετρίβη στη Βεσσαραβία η Ομάδα Στρατιών «Νότια Ουκρανία». Για μια στιγμή φάνηκε πως τίποτα δεν θα μπορούσε να ανακόψει την πορεία του σοβιετικού οδοστρωτήρα, ο οποίος προχωρούσε ορμητικά μέσα από την Τρανσυλβανία. Ωστόσο στα μέσα Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί, σε συνεργασία με τον Ουγγρικό Στρατό (Honved), κατόρθωσαν με μεγάλες προσπάθειες να συγκροτήσουν μία δύναμη τεθωρακισμένων και να σταματήσουν τον εχθρό κοντά στο Ντεμπρετσέν της ανατολικής Ουγγαρίας. Ο όγκος των σοβιετικών δυνάμεων, σε συνδυασμό με τη χρόνια έλλειψη των Γερμανών σε πεζικό (κάτι που δεν τους επέτρεπε να διατηρούν το έδαφος το οποίο κατελάμβαναν με αντεπιθέσεις), σήμαινε πως οποιαδήποτε άμυνα που θα επιχειρούσε να οργανωθεί στις ομαλές πεδιάδες ανατολικά του ποταμού Τίσα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Επιπλέον ένα ολόκληρο σοβιετικό Μέτωπο (το 3ο Ουκρανικό, του στρατάρχη Φεντόρ Ιβάνοβιτς Τολμπούχιν) εμφανίστηκε σύντομα να φθάνει από τον Νότο μέσω ενός δρεπανοειδούς ελιγμού μέσα από τη Γιουγκοσλαβία, όπου βοήθησε τους παρτιζάνους του Τίτο να απελευθερώσουν το Βελιγράδι.
0 ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΣΤΟ «ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ ΤΟΥ ΔΟΥΝΑΒΗ»
Ευτυχώς για τους Γερμανούς και τους Ούγγρους, η σοβιετική επίθεση φάνηκε να χάνει την ορμή της στα τέλη Οκτωβρίου 1944, καθώς πλησίαζε στη Βουδαπέστη, όταν οι υπερβολικά απλωμένες γραμμές συγκοινωνιών μείωσαν την ισχύ του Ερυθρού Στρατού και τον υποχρέωσαν σε μια επιχειρησιακή παύση για να ανασυγκροτηθεί. Με τον ποταμό Δούναβη να τη χωρίζει στα δύο, η ιστορική πρωτεύουσα της Ουγγαρίας βρίσκεται σε μια άκρως στρατηγική θέση και αποτελούσε από τους μεσαιωνικούς χρόνους σπουδαίο εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο προς την Ανατολή. Η λοφώδης Βούδα, στη δυτική όχθη του Δούναβη, αποτελεί σημαντικό έδαφος από στρατιωτική άποψη, ειδικά για την αντιμετώπιση ενός επιτιθέμενου που φθάνει από τα ανατολικά. Εκεί δεσπόζει ο Λόφος του Κάστρου, όπου βρίσκεται το εντυπωσιακό βασιλικό ανάκτορο. Η Βούδα αποτελεί τον φυσικό προμαχώνα της πόλης. Αντίθετα η πυκνοκατοικημένη Πέστη, στην πεδινή ανατολική όχθη του ποταμού, υπήρξε επί αιώνες εκτεθειμένη στις διαθέσεις αναρίθμητων εισβολέων, όπως οι Μογγόλοι, οι Οθωμανοί, οι Ρώσοι και οι Ρουμάνοι.
Το «μαργαριτάρι του Δούναβη», όπως αποκαλείτο η πανέμορφη Βουδαπέστη, περιλαμβάνει τρία κέντρα: την Πέστη στην αριστερή όχθη, τη Βούδα στη δεξιά και την Οβουδα (παλαιό Βούδα) πάνω σε έναν λόφο. Η πόλη βρίσκεται στο σταυροδρόμι μιας φυσικής οδού η οποία αρχίζει από την Αδριατική και φθάνει μέχρι τον Δούναβη. Η ουγγρική πρωτεύουσα συγκροτήθηκε στα σημερινά όριά της από το 1873, με τη συνένωση της Βούδας και της Πέστης, οπότε απέκτησε και τη νέα σύνθετη ονομασία της. Η ιστορία της χάνεται στο βάθος του χρόνου, αφού η τοποθεσία αυτή ήταν κατοικημένη από την εποχή των Κελτών. Οι Ρωμαίοι αναγνώρισαν τη σπουδαιότητα της γεωγραφικής της θέσης και ίδρυσαν εκεί μια αποικία, η οποία ήκμασε κατά τους επόμενους αιώνες. Το 1241 η Πέστη καταστράφηκε από τους Μογγόλους αλλά κατά τον 15ο αιώνα, όταν η πόλη έγινε αυτοκρατορική έδρα, γνώρισε πάλι περίοδο μεγάλης ευημερίας. Μετά τη μάχη του Μόχατς (1526) την κατέλαβαν οι Τούρκοι, η οποίοι την κράτησαν μέχρι το 1686, οπότε επέστρεψε στην κυριαρχία των Αψβούργων. Τότε άρχισε η περίοδος της μεγάλης ακμής της, όταν η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία έκτισε εκεί το περίφημο βασιλικό ανάκτορο. Το 1867 η Πέστη ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ουγγρικού βασιλείου κι έτσι η δίδυμη πόλη έγινε ένα από τα μεγάλα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα.
Για τον Αδόλφο Χίτλερ η κατοχή της Βουδαπέστης ήταν θέμα ζωτικής σημασίας. Ηταν η πρωτεύουσα του τελευταίου συμμάχου που του είχε απομείνει στην Ευρώπη, αλλά και η δίοδος για την Αυστρία και τη νότια Βαυαρία. Ο Χίτλερ εξήγησε στον στρατηγό Χάιντς Γκουντέριαν, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, πως η Βουδαπέστη ήταν το προπύργιο της Βιέννης, όπως την εποχή των μογγολικών εισβολών. Επιπλέον η ευρύτερη περιοχή είχε μεγάλη οικονομική σημασία, αφού στη νοτιοδυτική Ουγγαρία βρίσκονταν οι τελευταίες πετρελαιοπηγές που είχε υπό τον έλεγχό του το Γ’ Ράιχ. Ο Γερμανός ηγέτης πίστευε πως μία ισχυρή αντεπίθεση στο ουγγρικό μέτωπο, σε συνδυασμό με την τήρηση αρραγούς άμυνας στην Πολωνία, θα μπορούσε να κρατήσει τους Σοβιετικούς εκτός ισορροπίας και να τους εμποδίσει να συγκεντρώσουν τις αναγκαίες δυνάμεις για μια προέλαση προς το Βερολίνο. Τον απασχολούσε επίσης έντονα το πρόβλημα της διατήρησης της Ουγγαρίας στον πόλεμο, καθώς με κάθε μέρα που περνούσε γινόταν όλο και πιο σαφές πως η χώρα αυτή αναζητούσε ευκαιρία για να εγκαταλείψει τη συμμαχία με τη Γερμανία. Ο Χίτλερ φοβόταν και περίμενε αυτό το ενδεχόμενο επί αρκετές εβδομάδες. Στα μέσα Οκτωβρίου η ουγγρική κυβέρνηση, υπό τον ναύαρχο Χόρτυ, έδειξε σαφή σημάδια προσχώρησης στους Συμμάχους και ο Χίτλερ έδωσε εντολή να εκτελεστεί μια καταδρομική επιχείρηση του λοχαγού των SS Οττο Σκορτσένι, με στόχο την απαγωγή του γιού του Χόρτυ. Τα εγχείρημα αυτό έγινε στις 15 του μήνα και πέτυχε, καθιστώντας τον ναύαρχο όμηρο των γερμανικών διαθέσεων.
Ο Στάλιν αντιλαμβανόταν επίσης την πρωτεύουσα της Ουγγαρίας ως ένα πολύτιμο πολιτικό έπαθλο.
Η συμμαχική διάσκεψη της Γιάλτας απείχε χρονικά μόλις τρεις μήνες και η ταχεία κατάληψη της Βουδαπέστης και της Βιέννης από τα σοβιετικά στρατεύματα θα αποτελούσε πρώτης τάξης στρατηγικό πλεονέκτημα για την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της ΕΣΣΔ μετά τη λήξη του πολέμου. Υπό αυτό το πρίσμα ο ηγέτης του Κρεμλίνου διέταξε τον στρατάρχη Ροντιόν Μαλινόφσκυ, διοικητή του 2ου Ουκρανικού Μετώπου, του οποίου οι δυνάμεις κατείχαν ένα ευρύ τόξο από τη νοτιοανατολική Σλοβακία μέχρι την κεντρική και τη βόρεια Ουγγαρία, να καταλάβει τη Βουδαπέστη «το ταχύτερο δυνατό – σε λίγες ημέρες αν είναι εφικτό».
Ο Μαλινόφσκυ ζήτησε μία μικρή ανάπαυλα πέντε ημερών για να ανασυγκροτήσει τις καταπονημένες στρατιές του, οι οποίες προέλαυναν ασταμάτητα από τον Ιούλιο και είχαν διασχίσει μαχόμενες τη Ρουμανία, την Τρανσυλβανία και τη νότια Ουγγαρία. Το λογικό αυτό αίτημα απορρίφθηκε από τον Στάλιν, ο οποίος απάντησε στον στρατάρχη με απότομο τρόπο: «Σε διατάζω κατηγορηματικά να αρχίσεις την επίθεση στη Βουδαπέστη αύριο». Ετσι ο Μαλινόφσκυ κινήθηκε πάλι επιθετικά την 1η Νοεμβρίου από το Κεσκεμέτ της κεντρικής Ουγγαρίας, με αρκετές από τις στρατιές του να μην έχουν αναπληρώσει ακόμη τα κενά τους, να μην έχουν ολοκληρώσει τις επισκευές των οχημάτων τους και να τους λείπουν τα εφόδια. Επειτα από μία εβδομάδα σκληρών μαχών τα στρατεύματα του 2ου Ουκρανικού Μετώπου κατόρθωσαν να προελάσουν άλλα 110 km, φθάνοντας μέχρι τα ανατολικά προάστια της Βουδαπέστης. Ο αντιστράτηγος Μαξιμίλιαν Φρέτερ-Πίκο, που διοικούσε τη γερμανική 6η Στρατιά, έθεσε υπό τις διαταγές του όλα τα υπολείμματα της ουγγρικής 3ης Στρατιάς τα οποία υποχώρησαν από τον ποταμό Τίσα και απαγκιστρώθηκε για να λάβει θέσεις στην περιοχή ανάμεσα στη Βούδα και στη λίμνη Μπάλατον (τη μεγαλύτερη λίμνη της κεντρικής Ευρώπης, με έκταση 673 τετραγωνικών χιλιομέτρων αλλά μέγιστο βάθος μόλις 11 μέτρων).
Η μαζική και μη αναμενόμενη άφιξη των λασπωμένων Τ-34 κοντά στις πόλεις Βεκσές και Σοροκσάρ, σε απόσταση μόλις 22 km από την ουγγρική πρωτεύουσα, προκάλεσε ένα κύμα πανικού στον άμαχο πληθυσμό αλλά και στη φρουρά που είχε επιφορτισθεί με την υπεράσπισή της. Η σοβιετική επίθεση, όμως, δεν είχε την ορμή που χρειαζόταν για να φέρει σε πέρας την αποστολή της και εξασθένησε μόλις έφθασε σε απόσταση αναπνοής από τον στόχο της. Αν και η σοβιετική 7η Στρατιά Φρουράς βρέθηκε στον Δούναβη βόρεια και νότια της Βουδαπέστης, απέτυχε να την καταλάβει, επειδή τα εξασθενημένα Σώματά της (το 2ο και το 4ο Μηχανοκίνητο Σώμα Φρουράς) προσέκρουσαν στις δυνάμεις που συγκέντρωσαν βιαστικά εκεί οι Γερμανοί μεταφέροντάς τις σχεδόν από κάθε τομέα του Ανατολικού Μετώπου.
Η Βουδαπέστη εκείνη την εποχή είχε πληθυσμό που υπερέβαινε το 1.000.000. Ενα μέρος του είχε φροντίσει να αναζητήσει καταφύγιο σε άλλες επαρχίες στα δυτικά, όμως η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων επέλεξε να παραμείνει στις εστίες της και να αγνοήσει τον πόλεμο. Ηλπιζαν ίσως πως στη χειρότερη περίπτωση οι Σοβιετικοί θα κατελάμβαναν γρήγορα τη Βουδαπέστη και θα συνέχιζαν τον δρόμο τους. Ηταν προτιμότερο και ασφαλέστερο να ζει κάποιος σε μια μεγαλούπολη όπου ο κατακτητής θα φρόντιζε να επιβάλει την τάξη και να εφοδιάσει τον πληθυσμό με τρόφιμα, από ότι να φύγει και να αναζητήσει μια αβέβαιη τύχη στην ύπαιθρο.
Ο Μαλινόφσκυ σχεδίαζε να εκτοξεύσει νέα επίθεση στις 11 Νοεμβρίου. Για τον σκοπό αυτό συγκέντρωσε στην περιοχή του Σεγκλέντ το 6ο Μηχανοκίνητο Σώμα Φρουράς, το 23ο Τεθωρακισμένο (ΤΘ) Σώμα και το Συγκρότημα Μηχανοκίνητου Ιππικού «Πλίεφ» (4ο Σώμα Φρουράς, 4ο Μηχανοκίνητο Σώμα Φρουράς και 6ο Σώμα Ιππικού). Η προέλαση δεν εξελίχθηκε με την ταχύτητα που επιθυμούσαν οι Σοβιετικοί, καθώς διάφορα γερμανικά συγκροτήματα μάχης, που προέρχονταν από την 1η, τη 13η, την 23η και την 24η Μεραρχία Πάντσερ, συνεπικουρούμενα από τα θηριώδη άρματα Koemigstiger της 503 και της 509 Επιλαρχίας Βαρέων Αρμάτων, προέβαλαν σημαντικά εμπόδια στον δρόμο της και την έφθειραν αισθητά.
Επειτα από τον αρχικό πανικό, ακολούθησε μια περίοδος παράξενης γαλήνης. Η ζωή στη Βουδαπέστη επέστρεψε στους κανονικούς της ρυθμούς. Τα καταστήματα άνοιξαν πάλι, οι κάτοικοι προετοιμάζονταν να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα και οι κινηματογράφοι γέμιζαν ασφυκτικά. Ο Γερμανός πολεμικός ανταποκριτής Βέρνερ Χάνεμαν σημείωνε εντυπωσιασμένος: «Η Βουδαπέστη είναι μοναδική περίπτωση ανάμεσα σε όλες τις πόλεις του μετώπου!… Μπροστά στα φημισμένα ξενοδοχεία αποσπάσματα εργατών ετοιμάζουν οδοφράγματα, αλλά νωρίς το απόγευμα οι κάτοικοι τριγυρνούν στα καφέ και αργότερα στα μπαρ για ένα καλό ποτό – κι όλα αυτά ενώ σοβιετικά αεροσκάφη ρίχνουν βόμβες και φωτοβολίδες και το σοβιετικό πυροβολικό κερνά τις δικές του οβίδες».
Ενα άλλο γεγονός που καθιστούσε τη Βουδαπέστη αρκετά διαφορετική από τις υπόλοιπες πόλεις οι οποίες είχαν περιέλθει στους Γερμανούς, ήταν ότι εκεί εξακολουθούσε να υπάρχει μία πολυάριθμη εβραϊκή κοινότητα. Η πολιτική των Ούγγρων έναντι των Εβραίων ήταν πολύ πιο ήπια από ότι σε άλλες χώρες του Αξονα κι έτσι, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τη χώρα τον Μάρτιο του 1944, υπήρχε ακόμη μεγάλος αριθμός Εβραίων ο οποίος ζούσε υπό ανεκτές συνθήκες. Ολα αυτά θα άλλαζαν άρδην. Στις αρχές Δεκεμβρίου οι μισοί από τους 140.000 Εβραίους της πόλης συγκεντρώθηκαν από την ουγγρική στρατιωτική αστυνομία υπό την επίβλεψη της Gestapo και οδηγήθηκαν σε ένα ειδικά διαμορφωμένο γκέτο στην κεντρική Πέστη. Οσοι ξέφυγαν από αυτή τη σαρωτική επιχείρηση, ζούσαν σαν τρωγλοδύτες, κρυμμένοι και κυνηγημένοι από τις αρχές.
Η ΚΥΚΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Στο μεταξύ ο Χίτλερ αντικατέστησε τον Φρίσνερ με τον στρατηγό Οττο Βέλερ στη διοίκηση της δεινά δοκιμαζόμενης Ομάδας Στρατιών «Νότος» και απάλλαξε τον Φρέτερ-Πίκο από τα καθήκοντά του, ορίζοντας τον αντιστράτηγο Χέρμαν Μπαλκ διοικητή ενός συγκροτήματος που περιελάμβανε τη γερμανική 6η Στρατιά και την ουγγρική 2η Στρατιά. Επειτα από μία μικρή ανάπαυλα και βοηθούμενοι από μια έξοχα σχεδιασμένη επιχείρηση παραπλάνησης η οποία περιελάμβανε εικονικές εκπομπές ασυρμάτου και αλλαγμένα εμβλήματα μονάδων και σχηματισμών, οι Σοβιετικοί επανέλαβαν στις 19 Δεκεμβρίου την προσπάθειά τους να εισέλθουν στην πόλη, εκτοξεύοντας μία επίθεση με δύο αιχμές εναντίον της βιαστικά οργανωμένης αμυντικής γραμμής «Magarethe».
Η γραμμή αυτή εκτεινόταν σε υπερβολικά μεγάλο μήκος, από τη λίμνη Μπάλατον στο προγεφύρωμα της Πέστης και κατόπιν βόρεια, κατά μήκος του Δούναβη, ως τη Σλοβακία. Το 2ο Ουκρανικό Μέτωπο διέθετε εκείνη την εποχή 625.000 άνδρες και γυναίκες (στον αριθμό αυτό συμπεριλαμβανόταν κι ένα ρουμανικό σώμα στρατού), 750 άρματα και 1.100 αεροσκάφη και αρχικά κτύπησε προς τα δυτικά, Θορείως της καμπής του Δούναβη. Την ίδια ώρα το 3ο Ουκρανικό Μέτωπο, με 450.000 άνδρες και γυναίκες, εξόρμησε από ένα προγεφύρωμα που διατηρούσε επί του Δούναβη με την 57η Στρατιά και την 4η Στρατιά Φρουράς, δηλαδή δυνάμεις διπλάσιες από εκείνες τις οποίες ανέμεναν οι Γερμανοί. Εννέα σοβιετικές μεραρχίες πεζικού, υποστηριζόμενες από δύο ευκίνητα σώματα, διέσπασαν με χαρακτηριστική ευκολία τη λεπτή αμυντική διάταξη των Γερμανών και στις 4 Δεκεμβρίου είχαν καταφέρει ήδη να εισχωρήσουν 6αθιά στα μετόπισθέν της, στον άξονα Πεκς – Καποσβάρ – λίμνη Μπάλατον.
Ακολούθησε μία ολιγοήμερη ανάπαυλα, κατά την οποία ο Μαλινόφσκυ προώθησε στο μέτωπο την κύρια δύναμη κρούσης του: την 6η ΤΘ Στρατιά Φρουράς του στρατηγού Κραβτσένκο, η οποία διέθετε το 5ο ΤΘ Σώμα Φρουράς και το 9ο Μηχανοκίνητο Σώμα Φρουράς, μαζί με πλήθος μικρότερων μονάδων υποστήριξης. Ο σχηματισμός αυτός κτύπησε στις 5 Δεκεμβρίου από κοινού με το Συγκρότημα «Πλίεφ» (ένα σύνολο άνω των 500 αρμάτων) και τρεις ημέρες αργότερα έφθασε σε απόσταση βολής από την πόλη Εστεργκομ. Με παρόμοια ορμή κέρδιζε έδαφος και η νότια δύναμη κατά της Βουδαπέστης, αφού η 46η Στρατιά και η 4η Στρατιά Φρουράς κατέλαβαν το Βαλ στις 21 του μήνα και τη στρατηγικής σημασίας πόλη Ζεκεσφεχέρβαρ στις 23. Ο ελιγμός αυτός εξασφάλισε την κάλυψη του αριστερού πλευρού του Τολμπούχιν, καθώς οι τεθωρακισμένες προφυλακές του (18ο ΤΘ Σώμα) έστρεφαν προς Βορρά για να κυκλώσουν τη Βουδαπέστη. Στις 24 Δεκεμβρίου κατάφεραν να κόψουν, στην τοποθεσία Μπίσκε, τον αυτοκινητόδρομο που συνέδεε τη Βουδαπέστη με τη Βιέννη και συνέχισαν να κινούνται προς Βορρά.
Τα Χριστούγεννα του 1944 τα τραμ σταμάτησαν να κινούνται στη Βουδαπέστη και αμέσως κυκλοφόρησε η φήμη πως οι Σοβιετικοί βρίσκονταν στον σταθμό Μπουνταγκιόνγκιε. Ουγγρικά αποσπάσματα που έσπευσαν να εξακριβώσουν τον λόγο της διακοπής της κίνησης, δέχθηκαν πυρά ελαφρών όπλων στην περιοχή του νοσοκομείου Γιάνος. Τότε έγινε σαφές πως ο εχθρός είχε κατορθώσει με κάποιον τρόπο να διεισδύσει στην πόλη από την «πίσω πόρτα» και να βρεθεί σε απόσταση μόλις τριών χιλιομέτρων από το βασιλικό ανάκτορο. Ηδη τις πρώτες πρωινές ώρες σοβιετικά μηχανοκίνητα αναγνωριστικά αποσπάσματα προωθούντο αθόρυβα προς τη Βούδα και οι βετεράνοι της 8ης Μεραρχίας Ιππικού των SS «Florian Geyer», που βρίσκονταν στο Βεκσές, έλαβαν εντολή να διακόψουν τη χριστουγεννιάτικη γιορτή τους και να σπεύσουν στα δυτικά προάστια.
Η επαφή των αντιπάλων είχε αρχικά τη μορφή αψιμαχιών, καθώς και οι δύο πλευρές ενέπλεκαν τμηματικά τις δυνάμεις τους στον αγώνα. Σύντομα οι συμπλοκές γενικεύτηκαν από σπίτι σε σπίτι, από λόφο σε λόφο και από δρόμο σε δρόμο, με τους Γερμανούς και τους Σοβιετικούς να προσπαθούν να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν πλεονεκτικότερες τακτικές θέσεις. Μη διαθέτοντας αρκετές δυνάμεις για να εκμεταλλευθούν την τολμηρή τους διείσδυση, οι Σοβιετικοί σύντομα καθηλώθηκαν. Ωστόσο πρόλαβαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους δεσπόζουσες θέσεις στον λόφο της Σουαβίας και στο νοσοκομείο Γιάνος. Από τη δική τους πλευρά οι γερμανο-ουγγρικές δυνάμεις μόλις που απέφυγαν την απώλεια ολόκληρης της τοποθεσίας της Βούδα, πράγμα που θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο για τον κύριο όγκο των δυνάμεων του Αξονα οι οποίες μάχονταν ακόμη ανατολικά του Δούναβη, στην Πέστη. Το μεσημέρι της 26ης Δεκεμβρίου τα προωθημένα αποσπάσματα του σοβιετικού 18ου ΤΘ Σώματος, που αποτελούσαν τις προφυλακές της 46ης Στρατιάς, ολοκλήρωσαν αυτή τη λαμπρή διπλή υπερκέραση κατορθώνοντας να συναντηθούν με τις δυνάμεις του Μαλινόφσκυ στην πόλη Εστεργκομ, στην καμπή του Δούναβη, όπου κυρίευσαν μία αποθήκη ανεφοδιασμού με 300.000 μερίδες τροφίμων και 4501 πυρομαχικών. Η Βουδαπέστη είχε εγκλωβιστεί πλέον μεταξύ δύο ισχυρών σοβιετικών Μετώπων και άρχιζε η τελευταία πράξη του δράματος.
Μέσα στην πόλη είχε παγιδευτεί το IX Ορεινό Σώμα των SS, υπό τον αντιστράτηγο Καρλ φον Πφέφερ- Βίλντενμπρουχ, έναν πρώην αξιωματικό της αστυνομίας που είχε σταλεί στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας τον Σεπτέμβριο του 1944. Η φρουρά της πόλης αποτελείτο από 70.000 Γερμανούς και Ούγγρους στρατιώτες, των οποίων η ποιότητα ήταν από άριστη ως κάτω του μέτριου. Πυρήνας της ήταν η Μεραρχία Πάντσερ «Feldherrnhalle», η αποδυναμωμένη 13η Μεραρχία Πάντσερ, η 8η Μεραρχία Ιππικού των SS «Florian Geyer», η πρόσφατα συγκροτηθείσα 22η Μεραρχία Ιππικού των SS «Maria Theresa» και στοιχεία της 4ης Μεραρχίας Γρεναδιέρων Πάντσερ SS «Polizei» και της 271 Μεραρχίας Λαϊκών Γρεναδιέρων. Υπήρχαν ακόμη αξιόλογες ουγγρικές δυνάμεις, όπως η 10η Μεραρχία Πεζικού, τμήματα της 1ης Μεραρχίας Αρμάτων, κάποιες μονάδες τεθωρακισμένων ουσάρων και ένα επίλεκτο τάγμα πυροβόλων εφόδου με μερικά ελαφρά Turan αλλά και τα βαρύτερα Zrinyi, τα οποία είχαν χαμηλή σιλουέτα και πυροβόλο των 105 mm. Μικρότερης μαχητικής αξίας και αξιοπιστίας ήταν η πρόσφατα στρατολογημένη 12η Μεραρχία Πεζικού με 6.000 άνδρες. Οι Ούγγροι παρέτασσαν επίσης μεγάλο αριθμό μικρότερων παραστρατιωτικών μονάδων, όπως εκείνες των φασιστών, το 1ο και το 2ο Τάγμα Εφόδου του Πολυτεχνείου, επανδρωμένα με αντι-μπολσε6ίκους φοιτητές, το σκληροτράχηλο τάγμα «Vannay», αρκετές αστυνομικές δυνάμεις και μία ισχυρή αντιαεροπορική άμυνα με 144 πυροβόλα κάθε διαμετρήματος.
Αρκετά άρματα, αυτοκινούμενα οβιδοβόλα και πυροβόλα εφόδου παρείχαν στην πολιορκημένη φρουρά ικανοποιητική ισχύ πυρός και επάρκεια σε τεθωρακισμένα, τουλάχιστον όσο υπήρχαν ακόμη καύσιμα για να κινηθούν. Ο αρχηγός του επιτελείου του IX Ορεινού Σώματος των SS, ο ικανός συνταγματάρχης Ούσα φον Λίντεναου, έγραψε αργότερα: «Ο αριθμός και η σύνθεση των στρατευμάτων που είχαμε στη διάθεσή μας αποδείχθηκαν από την αρχή ακατάλληλα για την άμυνα μιας μεγάλης πόλης όπως η Βουδαπέστη. Σε τι θα μπορούσαν να ωφελήσουν οι μονάδες αρμάτων, αντιαρματικού πυροβολικού και ιππικού μέσα σε έναν οικιστικό λαβύρινθο; Το επιτελείο μας δεν είχε ανεξάρτητες υπηρεσίες διαβιβάσεων και ήμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε τις δημόσιες τηλεφωνικές γραμμές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καλούμε μερικές φορές κάποιον αριθμό και στην άλλη άκρη της γραμμής να απαντά κάποιος Ρώσος».
Η ΦΡΟΥΡΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ΤΟ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Παραβλέποντας τις έντονες αντιρρήσεις του Γκουντέριαν, ο Χίτλερ διέταξε στις 24 Δεκεμβρίου τον αντιστράτηγο των SS Χέρμπερτ Γκίλε να προετοιμάσει άμεσα το ισχυρό IV Σώμα Πάντσερ SS που διοικούσε και το οποίο βρισκόταν στην περιοχή της Βαρσοβίας και, αφού το μεταφέρει στην Ουγγαρία, να αναλάβει με αυτό μια αντεπίθεση για τον απεγκλωβισμό της φρουράς της Βουδαπέστης. Με τον τρόπο αυτό ξεκίνησε μία δυσανάλογη ανάπτυξη γερμανικών τεθωρακισμένων δυνάμεων στο μέτωπο της Ουγγαρίας, σε μια εποχή που τα σύννεφα μιας νέας κολοσσιαίας επίθεσης των Σοβιετικών συσσωρεύονταν πάνω από την Πολωνία και απειλούσαν να πνίξουν το Ράιχ με κατακλυσμό. Την ίδια περίοδο οι Δυτικοί Σύμμαχοι είχαν αποκρούσει οριστικά την αντεπίθεση στις Αρδέννες και ετοιμάζονταν να περάσουν τον Ρήνο και να εφορμήσουν στην καρδιά της Γερμανίας. Μέχρι τον Μάρτιο του 1945 έξι επίλεκτες μεραρχίες πάντσερ των Waffen SS και το ένα τέταρτο των μεραρχιών πάντσερ του Γερμανικού Στρατού θα μεταφέρονταν στην Ουγγαρία, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σώσουν τα τελευταία πετρελαϊκά αποθέματα του Ράιχ.
Η πρώτη εβδομάδα της πολιορκίας της ουγγρικής πρωτεύουσας σημαδεύτηκε από μια σειρά ασυντόνιστων επιθέσεων τις οποίες εξαπέλυσαν οι Σοβιετικοί από διάφορες κατευθύνσεις, ενώ οι αμυνόμενοι συσπειρώθηκαν σε μικρότερη έκταση στην Πέστη και σταθεροποίησαν τις θέσεις τους στη Βούδα. Για να συγκροτήσει τη σοβιετική 46η Στρατιά η Μεραρχία «Florian Geyer» ανέπτυξε τα τρία συντάγματά της σε ένα ημικύκλιο, από την ανυψωμένη αποβάθρα του σιδηροδρόμου νότια του λόφου Γκέλερτ μέχρι την περιοχή απέναντι στη νήσο Μαργκίτ, η οποία αποτελούσε ένα πάρκο μήκους 1.000 m στο μέσο του Δούναβη. Κομβικά σημεία όπως ο λόφος του Αετού, το κοιμητήριο Φαρκασρέτι, ο λόφος της Σουαβίας και ο λόφος του Ρόδου μετατράπηκαν σε ισχυρούς προμαχώνες της άμυνας, ανάμεσα στους οποίους ενεργούσε ένα ετερόκλητο μίγμα από ουγγρικές και γερμανικές μονάδες. Η βράχυνση του θύλακα της Πέστης χρησιμέυσε επίσης στην απελευθέρωση αρκετών εφεδρειών, που μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε άλλους τομείς.
Στις 29 Δεκεμβρίου ο στρατάρχης Μαλινόφσκυ, ο οποίος ανυπομονούσε να ολοκληρώσει την κατάληψη της Βουδαπέστης και να συνεχίσει την προέλασή του προς τη Βιέννη, έστειλε δύο αξιωματικούς, τον Μίκλος Στάινμετς και τον Ιλια Οσταπένκο, υπό την κάλυψη λευκής σημαίας, να ζητήσουν από την ηγεσία της φρουράς να παραδοθεί για να αποφευχθεί η άσκοπη αιματοχυσία. Οι Γερμανοί απέρριψαν αμέσως την πρόταση. Κατά την επιστροφή τους στις φιλίες γραμμές οι δύο αγγελιοφόροι σκοτώθηκαν από την έκρηξη μιας νάρκης και ένα αδέσποτο βλήμα όλμου. Οι Σοβιετικοί έσπευσαν να κατηγορήσουν τους Γερμανούς πως παραβίασαν τα έθιμα του πολέμου σκοτώνοντας τους απεσταλμένους και επιστράτευσαν την προπαγανδιστική τους μηχανή για την εκμετάλλευση του θέματος και για να εμφυσήσουν μίσος για τον εχθρό στα σοβιετικά στρατεύματα, ώστε να πολεμούν γενναία και να μη δείχνουν έλεος.
Στην Πέστη οι Σοβιετικοί συνέχισαν να ασκούν πίεση επιτιθέμενοι μέσα από τα ανατολικά προάστια κατά μήκος πολλών δρόμων, κυρίως από τα βορειοανατολικά και τα νοτιοανατολικά. Τα τμήματα εφόδου υποστηρίζονταν από αυτοκινούμενα πυροβόλα και πολλά άρματα, μεταξύ των οποίων ήταν και μεγάλος αριθμός Sherman αμερικανικής κατασκευής, και σταδιακά άρχισαν να διασπούν τις προκεχωρημένες θέσεις του Αξονα. Οι Γερμανοί και οι Ούγγροι προτιμούσαν να εμπλακούν σε μάχες εγγύτερα στο πυκνοδομημένο κέντρο της πόλης κι έτσι αρκέστηκαν να παραχωρήσουν αργά έδαφος στα προάστια, προκαλώντας στον εχθρό όσο περισσότερες απώλειες μπορούσαν. Μέχρι την Πρωτοχρονιά του 1945 οι υπερασπιστές της Πέστης είχαν συμπτυχθεί σε μια εσωτερική περίμετρο που απείχε οκτώ περίπου χιλιόμετρα από τον ποταμό, ενώ οι αμυντικές γραμμές στη Βούδα παρέμεναν απαραβίαστες.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ «KONRAD»
Οι Γερμανοί, φυσικά, δεν είχαν πάψει από την ημέρα που κυκλώθηκε η Βουδαπέστη να αναζητούν τρόπο για την απαλλαγή της από τον κλοιό. Οι επιλογές στις οποίες κατέληξε η ανώτατη διοίκηση, έπειτα από ενδελεχή μελέτη της κατάστασης, ήταν δύο: ένα κτύπημα από τον Βορρά ή από τον Νότο. Η πρώτη επιλογή θα κατέληγε σε ταχεία αλλά δυσχερή επίθεση διά μέσου λοφώδους και δασώδους εδάφους κατευθείαν προς την ουγγρική πρωτεύουσα. Η δεύτερη ήταν πιο ελκυστική, διότι οι γερμανικές δυνάμεις που θα εξορμούσαν μεταξύ των λιμνών Μπάλατον και Βελέντσε, θα μπορούσαν να καταλάβουν το Ζεκεσφεχέρβαρ και κατόπιν να στραφούν βόρεια προς τη Βουδαπέστη περνώντας μέσα από εξαιρετικά ομαλό έδαφος. Μία επιτυχής αντεπίθεση σε αυτή την περιοχή όχι μόνο θα έλυε την πολιορκία της Βουδαπέστης, αλλά θα έκοβε στα δύο το 3ο Ουκρανικό Μέτωπο. Η γερμανική ανώτατη διοίκηση όμως ενεργούσε υπό πίεση χρόνου κι έτσι επέλεξε τελικά το κτύπημα από τον Βορρά, εξαπολύοντας την επιχείρηση «Konrad». Αιχμή του δόρατος θα ήταν το IV Σώμα Πάντσερ SS του Γκίλε, το οποίο υπήχθη στην 6η Στρατιά του Ομάδας Μπαλκ.
Η Πρωτοχρονιά του 1945 βρήκε τις προφυλακές των μεραρχιών του νεοαφιχθέντος IV Σώματος Πάντσερ SS να προχωρούν σε φάλαγγες, χωρίς να έχει προηγηθεί προπαρασκευή πυροβολικού. Επρόκειτο για δύο από τις καλύτερες μεραρχίες των Γερμανών, την 3η Μεραρχία Γρεναδιέρων Πάντσερ SS «Totenkopf» και την 5η Μεραρχία Γρεναδιέρων Πάντσερ SS «Wiking». Της κίνησης αυτής προηγήθηκε η βίαιη διάβαση του Δούναβη, οκτώ χιλιόμετρα δυτικά του Εστεργκομ, από στοιχεία της 96ης Μεραρχίας Πεζικού, η οποία αιφνιδίασε το 31ο Σώμα Φρουράς. Το κτύπημα που καταφέρθηκε με περισσότερα από 250 πάντσερ, συνέλαβε τη σοβιετική 4η Στρατιά Φρουράς υπερβολικά απλωμένη κοντά στην Τάτα. Παράλληλα οι Γερμανοί οργάνωσαν έναν αντιπερισπασμό νοτιότερα, κοντά στο Ζεκεσφεχέρβαρ, κτυπώντας με την 1η και την 23η Μεραρχία Πάντσερ. Αυτή η κρούση δεν ενόχλησε ιδιαίτερα το 3ο Ουκρανικό Μέτωπο, το οποίο διέθετε στην περιοχή δύο μηχανοκίνητα σώματα (1ο Φρουράς και 7ο Φρουράς).
Αν και η κίνηση του Σώματος του Γκίλε από την Πολωνία στην Ουγγαρία δεν είχε διαφύγει από την προσοχή των σοβιετικών υπηρεσιών πληροφοριών, τα ίχνη των δύο επίλεκτων μεραρχιών είχαν χαθεί επί αρκετές ημέρες, επειδή οι σχηματισμοί των Waffen SS χρησιμοποιούσαν διαφορετικές τεχνικές ασφάλειας στις ασύρματες επικοινωνίες από ότι οι υπόλοιπες γερμανικές δυνάμεις. Η αποτυχία του Ερυθρού Στρατού να αντιληφθεί εγκαίρως πού ακριβώς είχαν μεταφερθεί οι επικίνδυνες αυτές μεραρχίες, έμελλε να στοιχίσει ακριβά στις μονάδες της πρώτης γραμμής.
Ο στρατηγός Γκουντέριαν αναφέρει: «Ο Χίτλερ περίμενε με μεγάλες προσδοκίες αυτή την επίθεση. Εγώ, αντιθέτως, ήμουν πολύ σκεπτικός διότι ο χρόνος προπαρασκευής των μονάδων υπήρξε σύντομος αλλά και διότι ούτε οι άνδρες ούτε η ηγεσία τους διέθεταν πλέον την παλαιό τους ορμή». Παρόλα αυτά η επίθεση προκάλεσε στους Σοβιετικούς αρκετά προβλήματα. Ενισχύσεις στάλθηκαν επειγόντως στο κλονισμένο 31ο Σώμα και το 18ο ΤΘ Σώμα κινήθηκε μέσα από χιονισμένους δρόμους για να κλείσει το ρήγμα που είχαν ανοίξει οι μεραρχίες των SS. Στις 3 Ιανουάριου ο Τολμπούχιν, ο οποίος είχε την ευθύνη για τον εξωτερικό δακτύλιο κύκλωσης της Βουδαπέστης, υποχρεώθηκε να παραδεχθεί πως αντιμετώπιζε σοβαρή απειλή από τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά. Πίστευε όμως ακόμη (λανθασμένα) πως ο αντιπερισπασμός του I Σώματος Ιππικού στον Νότο αντιπροσώπευε την κύρια κρούση.
Αυτό έδωσε την ευκαιρία στις τεθωρακισμένες αιχμές του Γκίλε να προελάσουν σε διάστημα τριών ημερών σε βάθος ως και 48 km πάνω σε ανώμαλο έδαφος, καλύπτοντας τη μισή απόσταση που τις χώριζε από την πολιορκημένη πόλη. Αντιδρώντας σε αυτόν τον κίνδυνο ο Τολμπούχιν μετακίνησε αμέσως τέσσερα σώματα (1ο Μηχανοκίνητο Φρουράς, 7ο Μηχανοκίνητο Φρουράς, 5ο Ιππικού και 21ο), δύναμης 15-25.000 ανδρών το καθένα, από το Ζεκεσφεχέρβαρ προς Βορρά για να στυλώσει την άμυνά του. Αυτή η επείγουσα αναδιάταξη των σοβιετικών δυνάμεων μόλις και μετά βίας κατόρθωσε να αναχαιτίσει τους Γερμανούς, ακινητοποιώντας τους τελικά στο Μπίσκε, 29 km από τη Βουδαπέστη, αφού πρώτα οι σοβιετικές μονάδες υπέστησαν σκληρά πλήγματα από τους βετεράνους του Γκίλε. Σε μια περίπτωση ένα συγκρότημα μάχης της «Wiking», υπό τον αντισυνταγματάρχη των SS Φριτς Ντάργκες, κατέστρεψε σε μία και μόνη ενέδρα 30 σοβιετικά άρματα!
Διαπιστώνοντας την ακινητοποίηση του IV Σώματος Πάντσερ SS ο Βέλερ διέταξε τον Μπαλκ να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση από τον Νότο, εμπλέκοντας εκεί, εκτός από τις δύο μεραρχίες πάντσερ (1η και 23η), και την 4η Ταξιαρχία Ιππικού. Το σοβιετικό 20ό Σώμα Φρουράς και το 7ο Μηχανοκίνητο Σώμα Φρουράς υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν έδαφος, αλλά η γερμανική προέλαση ανακόπηκε τελικά στη δεύτερη γραμμή άμυνας.
Ενώ διεξαγόταν η απέλπιδα μάχη για τη σωτηρία της φρουράς της πόλης, η 6η ΤΘ Στρατιά Φρουράς, που αποτελούσε τον κύριο σχηματισμό κρούσης του 2ου Ουκρανικού Μετώπου με περισσότερα από 250 άρματα, κατέφερε ένα νέο κτύπημα κατά των γερμανο-ουγγρικών θέσεων στο Εστεργκομ (στις 6 Ιανουάριου) και πέτυχε να ανοίξει ένα ρήγμα πλάτους 16 km. Ο ελιγμός αυτός ήταν άριστα υπολογισμένος από χρονική και ψυχολογική άποψη και μέσα σε τρεις μέρες η 6η ΤΘ Στρατιά Φρουράς κατόρθωσε να διεισδύσει σε βάθος 80 km, φθάνοντας μέχρι τον σιδηροδρομικό κόμβο του Κομάρομ, ο οποίος αποτελούσε το ζωτικότερο κέντρο ανεφοδιασμού των δυνάμεων του Αξονα στο μέτωπο της Ουγγαρίας. Στις 8 του μήνα η σοβιετική προέλαση σταμάτησε εκεί και η διάταξη μάχης των αντιπάλων φαινόταν στον χάρτη ως προϊόν μιας εξαιρετικά συμμετρικής δράσης των δύο επιθέσεων, της γερμανικής προς τα ανατολικά και της σοβιετικής προς τα δυτικά.
Ο Γκουντέριαν είναι σαφής στα απομνημονεύματά του, αναφερόμενος στους λόγους αποτυχίας της πρώτης φάσης της επιχείρησης «Konrad»: «Κατά το διάστημα 5-8 Ιανουάριου 1945 επισκέφθηκα τον στρατηγό Βέλερ, τον στρατηγό Μπαλκ και τον στρατηγό των SS Γκίλε. Συζήτησα μαζί τους το θέμα της συνέχισης των επιχειρήσεων στην Ουγγαρία και ζήτησα να πληροφορηθώ τους λόγους αποτυχίας της επίθεσης … Η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι μετά την αρχική επιτυχία τη νύκτα της 1ης Ιανουάριου, δεν έγινε εκμετάλλευσή της για να επιτευχθεί με κάθε θυσία η διάσπαση του εχθρικού μετώπου. Δεν διαθέταμε πλέον τα στρατεύματα και τους ηγήτορες του 1940, αλλιώς θα είχαμε ίσως πετύχει».
Ο πεισματάρης στρατηγός Γκίλε ωστόσο ήταν αποφασισμένος να μην εγκαταλείψει πρόωρα την προσπάθεια απεγκλωβισμού της Βουδαπέστης. Διέταξε τη Μεραρχία «Wiking» να απαγκιστρωθεί από το μέτωπο και τρεις ημέρες αργότερα αυτή εμφανίστηκε νότια του Εστεργκομ, στο αριστερό πλευρό της 96ης Μεραρχίας Πεζικού, κοντά στην καμπή του Δούναβη. Υπό καταρρακτώδη βροχή οι βετεράνοι της «Wiking» επιτέθηκαν και πάλι, έκαμψαν την αντίσταση του 2ου Μηχανοκίνητου Σώματος Φρουράς και προχώρησαν προς τη Βουδαπέστη ακολουθώντας τους στενούς δρόμους των βουνών Πίλις. Στις 12 Ιανουάριου ένα σύνταγμα της Μεραρχίας, που αποτελείτο από Σκανδιναβούς εθελοντές, εισήλθε στο Πιλισεντκερέστ, μόλις 18 km από τη βόρεια Βούδα. Από τα υψώματα Ντομπόγκοκο οι στρατιώτες των Waffen SS μπορούσαν να διακρίνουν τα κωδωνοστάσια των εκκλησιών της Βουδαπέστης μέσα από την πρωινή ομίχλη. Δεν μπόρεσαν όμως να προχωρήσουν περισσότερο. Η «Wiking» είχε επιμηκύνει επικίνδυνα τις γραμμές της και διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο από πιθανή σοβιετική αντεπίθεση. Ετσι διατάχθηκε σύντομα από τον Βέλερ να αναδιπλωθεί, προς μεγάλη απογοήτευση των ανδρών των SS που πίστευαν ότι την επομένη θα κατάφερναν να σώσουν τους παγιδευμένους συναδέλφους τους.
ΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ
Ολο αυτό το διάστημα στη Βουδαπέστη επικρατούσε ενθουσιασμός και διάχυτη αισιοδοξία. Ο ήχος της μάχης ακουγόταν από μακριά και τα στρατεύματα του Μπαλκ άκουγαν τις σειρήνες της πόλης που προειδοποιούσαν για αεροπορική επιδρομή. Τις νύκτες οι πολιορκημένοι και οι δυνάμεις σωτηρίας επικοινωνούσαν με τη χρήση φωτοβολίδων. Υπακούοντας στην εντολή του Χίτλερ για τη μέχρις εσχάτων διατήρηση της πόλης, οι υπερασπιστές της δεν επιχείρησαν κάποια έξοδο, κάτι που ίσως θα πετύχαινε εκείνη την περίοδο, δεδομένου ότι το IV Σώμα SS είχε φθάσει τόσο κοντά τους. Ωστόσο η κατάσταση σταδιακά χειροτέρευε, αφού οι Σοβιετικοί ενεργούσαν μεν για τον περιορισμό της διαμέτρου του εξωτερικού κλοιού, αλλά δεν παρέλειπαν να ασκούν ασφυκτική πίεση και στο εσωτερικό του. Διαθέτοντας τρία σώματα στρατού, υποστηριζόμενα από άφθονο πυροβολικό, τεθωρακισμένα, αυτοκινούμενα πυροβόλα και μονάδες μηχανικού, οι Σοβιετικοί ταλαιπωρούσαν και έφθειραν ακατάπαυστα τους πολιορκημένους.
Ενας Γερμανός πολεμικός ανταποκριτής έγραφε εκείνες τις μέρες: «Ο ουρανός αντανακλά κόκκινες και βιολετί λάμψεις πάνω από την ουγγρική πρωτεύουσα. Ερποντας πίσω από οδοφράγματα και πολεμώντας με άφθαστο πείσμα από κελάρι σε κελάρι, άνδρες των SS, γρεναδιέροι των πάντσερ, Ούγγροι αλεξιπτωτιστές και γερμανικά άρματα αποκρούουν τις μονάδες εφόδου των Σοβιετικών ξανά και ξανά. Κάθε μαχητής της Βουδαπέστης γνωρίζει καλά τη σημασία αυτής της μάχης … και η γερμανική φρουρά αμύνεται με φανατική γενναιότητα. Καθημερινά επιφέρει τρομερές απώλειες στους Σοβιετικούς. Η καρτερία της δεν πάει χαμένη. Δίνει στη γερμανική ανώτατη διοίκηση πολύτιμο χρόνο ώστε να λάβει τα μέτρα της στο ουγγρικό θέατρο πολέμου».
Οσοι από τους κατοίκους της Βουδαπέστης είχαν παραμείνει σε αυτή, γνώριζαν μια φρικτή ζωή στερήσεων και τρόμου, στριμωγμένοι μέσα σε υπονόμους και υπόγεια. Αρκετά νοσοκομεία εξακολουθούσαν να λειτουργούν παρέχοντας πρώτες βοήθειες στα θύματα των βομβαρδισμών και των μαχών. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από τις 27 Δεκεμβρίου, όταν χάθηκε το κύριο αεροδρόμιο της πόλης. Μόνο η φρουρά χρειαζόταν για τη συντήρησή της 801 εφοδίων ημερησίους και οι Γερμανοί κατέβαλαν κάθε προσπάθεια για να τη διατηρήσουν ζωντανή. Ενας ιππόδρομος στην Πέστη μετατράπηκε σε αυτοσχέδιο διάδρομο απο-προσγείωσης, όπου τα αξιόπιστα Ju 52 μετέφεραν καθημερινά τρόφιμα, πυρομαχικά, καύσιμα και ιατροφαρμακευτικό υλικό και κατά την επιστροφή απομάκρυναν τους βαρύτερα τραυματισμένους- μεταξύ αυτών και τον γιο του στρατάρχη Βίλχελμ Κάιτελ. Οταν οι Σοβιετικοί κατέλαβαν τον ιππόδρομο στις 9 Ιανουάριου, οι Γερμανοί μετέτρεψαν σε αεροδρόμιο το Βέρμετσο, ένα πάρκο μήκους 800 m κάτω από τον λόφο του Κάστρου. Σε αυτό όμως δεν μπορούσαν να προσγειωθούν παρά μόνο ανεμοπλάνα, τα οποία χειρίζονταν με εκπληκτική επιδεξιότητα μερικοί απίστευτα τολμηροί νεαροί της Χιτλερικής Νεολαίας, που προέρχονταν από διάφορες λέσχες ανεμοπορίας της Γερμανίας.
Οι Γερμανοί προσπάθησαν να ανεφοδιάσουν τη Βουδαπέστη και μέσω του Δούναβη. Επειδή ο ποταμός αυτός κυλά από Βορρά προς Νότο, οι αρχικές προσπάθειες έγιναν με διάφορες φορτηγίδες που αφέθηκαν από την περιοχή του Εστεργκομ, όσο αυτή ήταν σε γερμανικά χέρια. Σε μια περίπτωση μία φορτηγίδα η οποία μετέφερε 4001 πυρομαχικών «κόλλησε» σε μια αμμώδη περιοχή 24 km περίπου βόρεια της πόλης, αλλά οι Γερμανοί κατόρθωσαν να μεταφέρουν το φορτίο της στον προορισμό του υπό την κάλυψη του σκότους και της ομίχλης. Στα μέσα Ιανουάριου οι Σοβιετικοί έκοψαν τελείως αυτή τη ζωτική ποτάμια αρτηρία, η οποία ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να βοηθήσει για πολύ ακόμη τη φρουρά. Σύντομα ο Δούναβης πάγωσε και κάθε κίνηση πλωτού μέσου σε αυτόν ήταν πλέον αδύνατη.
Οι παγιδευμένοι στη Βουδαπέστη στο μεταξύ τρέφονταν κυρίως με κρέας αλόγων και αραιές σούπες. Αν και πολλά από τα άλογα του ιππικού είχαν μεταφερθεί έξω από την πόλη πριν ολοκληρωθεί ο σοβιετικός κλοιός, 20.000 περίπου είχαν παραμείνει εκεί και χρησιμοποιήθηκαν ως πηγή κρέατος για τη φρουρά. Πολλοί εύποροι κάτοικοι της ουγγρικής πρωτεύουσας διέθεταν κελάρια γεμάτα με κάθε είδους τρόφιμα και ποτά και οι χώροι αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενα φοβερών μαχών μεταξύ των δύο αντιπάλων. Οι Γερμανοί συχνά επέτρεπαν στους Σοβιετικούς να κυριεύσουν κάποιον τέτοιο χώρο και αφού περίμεναν όλη τη νύκτα, εκτόξευαν την επίθεσή τους τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν ήταν σίγουρο πως ο εχθρός θα ήταν εξουδετερωμένος από τη μέθη. Η δίψα ήταν μία από τις χειρότερες δοκιμασίες και αρκετοί (κυρίως άμαχοι) ήταν εκείνοι που έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να πάρουν λίγο νερό από τον Δούναβη. Οι ουγγρικές δυνάμεις αντεπεξέρχονταν καλύτερα από τις γερμανικές, διότι είχαν την αμέριστη υποστήριξη του πληθυσμού που τις εφόδιαζε με τρόφιμα. Εξαίρεση αποτελούσε η Μεραρχία Ιππικού «Florian Geyer», επειδή περιελάμβανε στις τάξεις της πολλούς άνδρες γερμανικής καταγωγής αλλά ουγγρικής υπηκοότητας.
Με την πάροδο των εβδομάδων οι αντιμαχόμενοι συνειδητοποίησαν πως η πολιορκία της Βουδαπέστης εξελισσόταν σε ένα δεύτερο Στάλινγκραντ και ο ψυχολογικός πόλεμος γνώρισε μεγάλη ένταση. Οι Σοβιετικοί πάσχιζαν να κάμψουν το ηθικό των εγκλωβισμένων με εκπομπές που μεταδίδονταν από μεγάφωνα και με ρίψεις προπαγανδιστικών φυλλαδίων. To IV Σώμα Πάντσερ SS έστελνε στη φρουρά ενθαρρυντικά μηνύματα του τύπου «Κρατηθείτε! Ερχόμαστε!», ενώ οι Σοβιετικοί διαλαλούσαν από τα μεγάφωνά τους «Ο Γκίλε έρχεται αλλά θα τον σκοτώσουμε» και «τα μαύρα κοράκια έρχονται πετώντας από το Στάλινγκραντ». Τα γερμανικά στρατεύματα επηρεάζονταν ελάχιστα από αυτού του είδους τις ψυχολογικές επιχειρήσεις, αλλά δεν συνέβαινε το ίδιο με τους Ούγγρους στρατιώτες, που λιποτακτούσαν κατά εκατοντάδες.
Σαν να μην έφθαναν οι υπόλοιπες δοκιμασίες της πολιορκημένης Βουδαπέστης, ο χειμώνας του 1944-45 αποδείχθηκε ασυνήθιστα δριμύς. Οσοι από τους μαχητές μπορούσαν να προστατευθούν μέσα σε κτίρια ήταν αρκετά τυχεροί. Ομως εκείνοι που επάνδρωναν θέσεις στην ύπαιθρο υπέφεραν. Το μαρτύριό τους γινόταν ακόμη μεγαλύτερο από την εκτεταμένη δράση των Σοβιετικών ελεύθερων σκοπευτών, οι οποίοι καθήλωναν τους δύστυχους στρατιώτες επί ώρες. Υπήρχε ακόμη ο διαρκής φόβος από τη δράση σοβιετικών καταδρομικών μονάδων, που διείσδυαν επιδέξια στην πόλη για να συλλέξουν πληροφορίες, να συλλάβουν αιχμαλώτους ή να σκοτώσουν υψηλόβαθμους αξιωματικούς.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μιας εξαμελούς ομάδας Σοβιετικών πεζοναυτών, οι οποίοι κατάφεραν να περάσουν πολλές εκατοντάδες μέτρα στα μετόπισθεν των Γερμανών στον τομέα του βασιλικού ανακτόρου της Βούδα. Κινήθηκαν έρποντας μέσα από έναν σωλήνα αποχέτευσης και αφού απήγαγαν έναν Γερμανό αξιωματικό, τον μετέφεραν στις γραμμές τους από την ίδια διαδρομή!
Η χρήση του δαιδαλώδους συγκροτήματος υπονόμων όμως δεν ήταν πάντα προς όφελος των Σοβιετικών. Ιδιαίτερα επίφοβο για τους πολιορκητές ήταν το ουγγρικό επίλεκτο παραστρατιωτικό τάγμα «Vannay», οι άνδρες του οποίου ήταν κυρίως πρώην δημοτικοί υπάλληλοι, οι οποίοι γνώριζαν καλά το σύστημα των υπονόμων. Οι μαχητές αυτοί εμφανίζονταν σαν φαντάσματα στα υπόγεια διαφόρων σπιτιών, όπου συνέλεγαν πληροφορίες από πολίτες σχετικά με τις κινήσεις των Σοβιετικών. Οι τακτικές που εφάρμοζαν για να ελιχθούν με ασφάλεια στο υπόγειο πεδίο μάχης, ήταν ιδιαίτερα ευφάνταστες. Οταν ήθελαν να διαπιστώσουν αν ο εχθρός καραδοκούσε πίσω από μία γωνία του υπονόμου, έριχναν μπροστά ένα μπαλάκι του τένις ποτισμένο με ούρα και άφηναν ελεύθερο έναν σκύλο για να το αρπάξει μέσα από τα λύματα και να τους το επιστρέφει. Αν ο σκύλος γάβγιζε ή δεχόταν πυρά, γνώριζαν ότι τους περίμενε ο εχθρός. Το τάγμα «Vannay» αποδείχθηκε τόσο ικανό στις καταδρομικές ενέργειες, ώστε σε μια περίπτωση διείσδυσε πολύ πίσω από τις σοβιετικές γραμμές και κατόρθωσε να εξοντώσει δεκάδες Ούγγρους αυτόμολους, οι οποίοι ασκούσαν προπαγάνδα από τα μεγάφωνα για λογαριασμό των Σοβιετικών.
Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΠΕΣΤΗΣ
Στις 11 Ιανουάριου ο Μαλινόφσκυ, πιεζόμενος από τον Στάλιν που είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του με τον αργό ρυθμό της μάχης, διέταξε αναδιάταξη των σοβιετικών δυνάμεων για την ανάληψη της τελικής εφόδου κατά της Βουδαπέστης. Συγκροτήθηκε επίσης ένα ειδικό απόσπασμα εφόδου υπό τον υποστράτηγο Ιβάν Αφόνιν (διοικητή του 18ου Σώματος Φρουράς), οπλισμένο με φλογοβόλα και βαρέα όπλα πεζικού, το οποίο διέθετε στις τάξεις του και αρκετούς σκαπανείς. Οι μεραρχίες πεζικού ανέλαβαν να κτυπήσουν σε τομείς εύρους μόλις 400 ως 800 μέτρων και πίσω τους συγκεντρώθηκε μία ισχυρή δύναμη πυροβολικού με πολλά όπλα των 122 mm, των 152 mm και των 203 mm. Το γερμανικό τμήμα που φρουρούσε το νησί Κσέπελ, το βιομηχανικό κέντρο της Βουδαπέστης, απωθήθηκε έπειτα από λυσσώδη αγώνα σώμα με σώμα. Ετσι η φρουρά στερήθηκε τα πυρομαχικά που εξακολουθούσε να λαμβάνει από τα εργοστάσια τα οποία βρίσκονταν εκεί.
Η πίεση πάνω στην Πέστη αυξήθηκε και στις 12 Ιανουάριου οι Σοβιετικοί κατέλαβαν την πλατεία Μιλένιουμ και το πάρκο Βαροσλίγκετ. Η ορμή τους ήταν πλέον μεγάλη και σύντομα προσπέρασαν τα εντυπωσιακά κτίρια των ξένων πρεσβειών και τις υπέροχες οικίες της λεωφόρου Αντρασι. Στις 14 Ιανουάριου ουγγρικά στρατεύματα με υποστήριξη πυροβόλων εφόδου διεξήγαγαν σκληρή μάχη απέναντι στο ρουμανικό 7ο Σώμα Στρατού του στρατηγού Νικολάε Σόβα, για τον έλεγχο του Ανατολικού Σιδηροδρομικού Σταθμού. Ενώ σε άλλες περιπτώσεις η απόδοση των ουγγρικών τμημάτων κυμαινόταν από μέτρια ως πολύ κακή, όταν βρέθηκαν αντιμέτωπα με τους Ρουμάνους, τον παραδοσιακό τους εχθρό, αγωνίστηκαν με φοβερό πείσμα. Η μάχη στον σταθμό διήρκεσε δύο εφιαλτικές ημέρες. Στο τέλος οι Ρουμάνοι επικράτησαν αλλά έχοντας χάσει 11.000 άνδρες! Στις 16 Ιανουάριου οι Σοβιετικοί πέτυχαν να κυριεύσουν τον Δυτικό Σιδηροδρομικό Σταθμό και βρέθηκαν πλέον σε απόσταση αναπνοής από τις γέφυρες του Δούναβη, απειλώντας να κόψουν την πολιορκημένη φρουρά στα δύο. Μπροστά στο ενδεχόμενο να χαθεί άδοξα ολόκληρη η φρουρά της Πέστης, ο Χίτλερ συγκατατέθηκε να εγκαταλειφθεί αυτό το τμήμα της πόλης και η άμυνα να επικεντρωθεί στη Βούδα.
Στις 16 Ιανουάριου ο φύρερ έφθασε στο Βερολίνο. Ο Γκουντέριαν άκουσε με ανακούφιση ότι η επίθεση στη Δύση είχε λήξει και πως σημαντικές γερμανικές δυνάμεις θα απελευθερώνονταν για να μετακινηθούν στο Ανατολικό Μέτωπο. Ο ίδιος ομολόγησε: «Είχα ήδη στον νου μου σχέδιο για τη χρησιμοποίηση των εφεδρειών αυτών. Ηθελα να τις μετακινήσω αμέσους προς τον ποταμό Οντερ και αν ήταν δυνατό πέρα από αυτόν και με επίθεση κατά των πλευρών της σοβιετικής αιχμής να μειώσω την ορμή της. Οταν όμως ρώτησα τον Γιόντλτι διαταγές είχε δώσει ο Χίτλερ, μου είπε ότι η 6η Στρατιά Πάντσερ θα μετεκινείτο στην Ουγγαρία! Εγινα έξω φρενών και δεν παρέλειψα να πω στον Γιόντλ τη γνώμη μου, στην οποία όμως αυτός απάντησε με ένα σήκωμα των ώμων». Ο Χίτλερ αιτιολόγησε την απόφασή του να επιτεθεί εκ νέου στην Ουγγαρία, λέγοντας πως επεδίωκε να απωθήσει τους Σοβιετικούς πέρα από τον Δούναβη και να απελευθερώσει τη Βουδαπέστη. Τόνισε επίσης για άλλη μια φορά τη σημασία των ουγγρικών πετρελαιοπηγών και διυλιστηρίων, λέγοντας στον Γκουντέριαν: «Αν δεν έχετε βενζίνη, τότε τα άρματα δεν θα μπορούν πλέον να κινηθούν και τα αεροπλάνα να απογειωθούν. Αυτό πρέπει να το ομολογήσετε. Οι στρατηγοί μου όμως δεν έχουν ιδέα από πολεμική οικονομία!». Δύο ημέρες αργότερα τα σοβιετικά στρατεύματα εισχώρησαν στο ιστορικό κέντρο της Βουδαπέστης.
Στις 17 Ιανουάριου η κρεμαστή γέφυρα και η γέφυρα της Ελισάβετ πλημμύρισαν από στρατεύματα και αμάχους που υποχωρούσαν προς τα δυτικά και τα σοβιετικά αεροσκάφη δεν άφησαν αυτή την ευκαιρία να χαθεί. Τα μαχητικά Shturmovik πέταξαν χαμηλά για να πολυβολήσουν το πλήθος, ενώ τα αντιαεροπορικά πυροβόλα έβαλαν καταιγιστικά από τα υψώματα της Βούδα για να τα εμποδίσουν. Οι βολές αυτές ενόχλησαν ελάχιστα τους Σοβιετικούς πιλότους, αλλά είχαν ως αποτέλεσμα να προκληθούν σοβαρές ζημιές στις προσόψεις των κτιρίων της Πέστης (ιδιαίτερα σε εκείνο του κοινοβουλίου) που έβλεπαν προς τον ποταμό. Ο πόλεμος όμως δεν σεβόταν τις καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του αντιστράτηγου Ι6άν Χίντι, ανώτατου διοικητή των ουγγρικών στρατευμάτων στην πόλη, οι Γερμανοί ανατίναξαν τις δύο παραπάνω γέφυρες τα ξημερώματα της 18ης Ιανουάριου.
0 ΓΚΙΛΕ ΚΤΥΠΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΤΟ
Ενώ η Πέστη έπεφτε με δραματικό τρόπο, οι Γερμανοί απαγκίστρωναν πάλι το IV Σώμα Πάντσερ SS από τον βόρειο τομέα και το μετέφεραν στον Νότο σιδηροδρομικούς για μια νέα προσπάθεια. Εχοντας αποτύχει στην επίθεση από τον Βορρά, θα δοκίμαζαν να καταφέρουν κτύπημα από άλλη κατεύθυνση. Στόχος τους αυτή τη φορά (όπως διέταξε ο Χίτλερ) ήταν όχι μόνο να απεγκλωβίσουν τη φρουρά της Βουδαπέστης, αλλά και να εκμηδενίσουν την 4η Στρατιά Φρουράς και την 46η Στρατιά.
Οι συνήθως προσεκτικοί Σοβιετικοί απέτυχαν πάλι να αντιληφθούν εγκαίρως αυτή την αναδιάταξη κι έτσι αιφνιδιάστηκαν απόλυτα όταν δέχθηκαν την επίθεση τεσσάρων μεραρχιών πάντσερ, μεταξύ των οποίων ήταν και εκείνες του έμπειρου III Σώματος Πάντσερ. Βορείως της λίμνης Βελέντσε οι Σοβιετικοί στρατιώτες πολέμησαν με θάρρος και οι επιτιθέμενοι καθηλώθηκαν από νωρίς. Δεν συνέβη το ίδιο νοτίως του Ζεκεσφεχέρβαρ, όπου το σοβιετικό 135 Σώμα κατελήφθη ανυποψίαστο και διαλύθηκε, δημιουργώντας ένα κενό πλάτους 24 km στις γραμμές του Ερυθρού Στρατού. Τα γερμανικά άρματα προχώρησαν μέσα από το ρήγμα κερδίζοντας 20 km την πρώτη ημέρα. Μέχρι τις 20 Ιανουάριου οι προφυλακές του III Σώματος Πάντσερ είχαν σφηνωθεί σε βάθος 112 km πίσω από τις σοβιετικές γραμμές, φθάνοντας στον Δούναβη κοντά στο Ντουναπεντέλε. Η 1η Μεραρχία Πάντσερ, ενισχυμένη με πεζικό από το ουγγρικό Σύνταγμα SS «Ney», ανακατέλαβε το Ζεκεσφεχέρβαρ στις 23 του μήνα, απειλώντας με εξάρθρωση ολόκληρη τη σοβιετική αμυντική διάταξη.
Αυτή ήταν η τελευταία σοβαρή επιχειρησιακή κρίση που πέρασαν οι σοβιετικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσα σε πέντε ημέρες η γερμανική κρούση είχε κατορθώσει να κόψει στα δύο το 3ο Ουκρανικό Μέτωπο και να το καθηλώσει με την πλάτη στον Δούναβη. Οι προφυλακές των μεραρχιών πάντσερ απείχαν ελάχιστα από τα κύρια κέντρα ανεφοδιασμού των Σοβιετικών και αρκούσε ένα άλμα για να φθάσουν στη Βουδαπέστη. Προς στιγμή ο Τολμπούχιν φοβήθηκε τόσο τον κίνδυνο που διαγραφόταν στα μετόπισθέν του, ώστε έδωσε εντολή στο επιτελείο του να εξετάσει το ενδεχόμενο υποχώρησης στην ανατολική όχθη του ποταμού, κάτι το οποίο θα σήμαινε τον απεγκλωβισμό της φρουράς στην πόλη. Ο Στάλιν αρχικά δίστασε, αλλά αμέσως μετά διέταξε το 3ο Ουκρανικό Μέτωπο να κρατήσει με κάθε θυσία τις θέσεις του.
Οταν έγινε αντιληπτή η έκταση του διαγραφόμενου κινδύνου, τα σοβιετικά αντίμετρα ήταν ακαριαία και αποτελεσματικά, φανερώνοντας για μια ακόμη φορά τον αριστοτεχνικό τρόπο με τον οποίο ο στρατάρχης Μαλινόφσκυ μπορούσε να αναδιατάσσει τις δυνάμεις του. Το 5ο Σώμα Ιππικού Φρουράς, που προετοιμαζόταν για την εκκαθάριση της Βούδα, κατευθύνθηκε προς Νότο. Αφού κάλυψε 104 km σε 24 ώρες, έφθασε στις νέες θέσεις του στην πόλη Μπαράσκα κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, για να αντιμετωπίσει μαζί με τις υπόλοιπες σοβιετικές δυνάμεις τη νέα κρούση των Γερμανών, η οποία εκδηλώθηκε στις 24 Ιανουάριου. Ταυτόχρονα το 1ο Μηχανοκίνητο Σώμα Φρουράς και το 18ο ΤΘ Σώμα έλαβαν διαταγή να κατευθυνθούν προς το ρήγμα και το 30ό Σώμα Φρουράς μαζί με το 133 Σώμα, που παρέμενε σε εφεδρεία, αναπτύχθηκαν νότια του Ντουναπεντέλε για να περιορίσουν τον θύλακα τον οποίο είχαν δημιουργήσει οι Γερμανοί.
Τα πάντσερ δεν είχαν εξαντλήσει ακόμη την ορμή τους. Μέσα σε χιονοθύελλες και υπό θερμοκρασίες που σπάνια ανέβαιναν πάνω από τους -5 βαθμούς Κελσίου, πλησίασαν τα νότια όρια του θύλακα της Βούδα σε απόσταση 21 km. Η φρουρά κατόρθωσε να έλθει σε επαφή ασυρμάτου με τις επιτιθέμενες μονάδες, στέλνοντάς τους το ακόλουθο μήνυμα: «Θερμές ευχές για την επιτυχία σας και την απελευθέρωσή μας. Δέκα χιλιάδες τραυματίες μας σας περιμένουν». Η μάχη ήταν τρομερή και οι Γερμανοί είχαν το πλεονέκτημα της υποστήριξης από τα Koenigstiger της 509 Επιλαρχίας Βαρέων Αρμάτων. Σε μία συμπλοκή, αυτά τα μεγαθήρια κατέστρεψαν μέσα σε 20 λεπτά 15 σοβιετικά άρματα και 50 αντιαρματικά πυροβόλα! Ο Πφέφερ-Βίλντενμπρουχ ζήτησε και πάλι την άδεια να επιχειρήσει έξοδο, αλλά ο Χίτλερ διέταξε τη φρουρά να παραμείνει εκεί όπου βρισκόταν.
Αντιμέτωπη με νέους σοβιετικούς σχηματισμούς και έχοντας χάσει αρκετή από τη μαχητική της ισχύ λόγω απωλειών και φθορών, η γερμανική αιχμή υποχρεώθηκε να αναστείλει την προέλασή της. Το βράδυ της 25ης Ιανουάριου ο Γκίλε ανέφερε ότι στο Σώμα του είχαν απομείνει μόνο πέντε άρματα PzKpfw III και IV, 27 Panther και 11 Tiger και Koenigstiger. Οταν οι Γερμανοί πέρασαν την Μπαράσκα, ο Μαλινόφσκυ τους σταμάτησε οριστικά ρίχνοντας εναντίον τους το ξεκούραστο 23ο ΤΘ Σώμα και το 104 Σώμα. Ταυτόχρονα τα γερμανικά αναγνωριστικά αποσπάσματα που κάλυπταν το νότιο πλευρό του θύλακα, ανέφεραν σοβαρές ενδείξεις για επιθετικές προετοιμασίες από μέρους των τριών σοβιετικών σωμάτων τα οποία βρίσκονταν εκεί. Στις 27 Ιανουάριου η γερμανική επίθεση ανεστάλη και η απόφαση αυτή σφράγισε την τύχη της Βουδαπέστης.
Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ
Η είδηση για την αποτυχία της προσπάθειας διάσπασης του κλοιού από έξω, όπως ήταν φυσικό καταβαράθρωσε το ηθικό των πολιορκημένων. Ωστόσο δεν μείωσε τη μαχητική τους ικανότητα. Η φρουρά είχε εμπλακεί πλέον σε έναν αγώνα φθοράς, από τον οποίο δεν μπορούσε να επιβιώσει. Δύο ολόκληρα σοβιετικά σώματα στρατού ασκούσαν συνεχή πίεση στους αμυνόμενους στην περιοχή Κέλενφολντ της νότιας Βούδα. Το συγκρότημα μάχης του λοχαγού των SS Κούρτ Πόρτουγκαλ, απέκρουε τη μία έφοδο μετά την άλλη στον λόφο Αετός. Λίγο πιο κάτω, στο κοιμητήριο Φαρκασρέτι, Γερμανοί και Σοβιετικοί στρατιώτες εμπλέκονταν σε μία θανάσιμη πάλη μέσα σε ένα μακάβριο περιβάλλον. Η μάχη ήταν επίσης σφοδρή στον λόφο της Σουαβίας, τον οποίο ανακατέλαβαν Ούγγροι στρατιώτες και μαχητές των SS και τον κράτησαν μέχρι τις 6 Φεβρουάριου. Κοντά σε αυτό το σημείο ένα απόσπασμα Ούγγρων φοιτητών αγωνίστηκε γενναία για να κρατήσει τον λόφο του Ρόδου. Οι νεαροί διέθεταν την υποστήριξη αρκετών γερμανικών αυτοκινούμενων πυροβόλων Hummel των 150 mm. Κατά τη διάρκεια πυρών από αυτά τα όπλα τραυματίστηκε σοβαρά και ο στρατηγός Αφόνιν. Παράλληλα ένα μικτό απόσπασμα Ούγγρων και Γερμανών αμυνόταν σθεναρά στη νήσο Μάργκιτ (όπου είχαν σκαφθεί χαρακώματα) και είχε ματαιώσει τις προσπάθειες των Σοβιετικών να το υπερφαλαγγίσουν με αποδοτικές ενέργειες στα νώτα και στα πλευρά του. Οι πολιορκημένοι κρατούσαν το Μάργκιτ με τέτοιο πείσμα επειδή αυτό αποτελούσε τον τελευταίο χώρο που προσφερόταν για ρίψεις εφοδίων από τον αέρα, αλλά και διότι από εκεί πραγματοποιούσαν τα ανεμοπλάνα κάθοδο για τελική προσέγγιση στον διάδρομο του Βέρμετσο.
Μετά την αποτυχία της επίθεσης του Μπαλκ, οι ημερήσιες μερίδες τροφής για τους πολιορκημένους της Βουδαπέστης μειώθηκαν σε λίγο κρέας αλόγου, 150 γραμμάρια ψωμί και λιωμένο χιόνι για την καταπολέμηση της δίψας. Οι περισσότεροι έπασχαν από διάρροια και υπέφεραν από ψείρες. Υπήρχε μεγάλος φόβος εκδήλωσης επιδημίας τύφου, λόγω των κακών συνθηκών υγιεινής στα νοσοκομεία και στις κατακόμβες του λόφου του Κάστρου, όπου συνωστίζονταν χιλιάδες πολίτες για να σωθούν από την ανταλλαγή των πυρών.
Διαισθανόμενοι την κρίσιμη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η φρουρά, οι Σοβιετικοί ενέτειναν τις επιθέσεις τους στο κοιμητήριο Φαρκασρέτι και στον λόφο της Σουαβίας και πέτυχαν να απωθήσουν τους εξαντλημένους υπερασπιστές τους προς τη συνοικία Ταμπόν, ανάμεσα στον λόφο του Κάστρου και στον λόφο Γκέλερτ. Στις 6 Φεβρουάριου, έπειτα από έξι εβδομάδες μαχών, ο Ερυθρός Στρατός κατέλαβε τον λόφο του Αετού με επίθεση από τρεις κατευθύνσεις. Η απώλεια αυτής της δεσπόζουσας τοποθεσίας έφερε την άμυνα σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Τοποθετώντας εκεί παρατηρητές πυροβολικού οι Σοβιετικοί μπορούσαν να κατευθύνουν με ακρίβεια τις οβίδες τους εναντίον των υπόλοιπων οχυρών αλλά και του διαδρόμου στο Βέρμετσο, τη στιγμή που το γερμανικό πυροβολικό δεν μπορούσε να απαντήσει λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Η φρουρά της Βουδαπέστης συμπιέστηκε προς τον Δούναβη, σε έναν θύλακα μήκους 2.400 m και πλάτους 700 m.
Αν και είχε καταστεί σαφές πως δεν υπήρχε καμία ελπίδα σωτηρίας, οι Γερμανοί και οι Ούγγροι υπερασπιστές της πόλης εξακολούθησαν να μάχονται με λύσσα επί έξι ημέρες. Η μάχη στο βασιλικό ανάκτορο διεξήχθη από όροφο σε όροφο και από δωμάτιο σε δωμάτιο. Στον Δυτικό Σιδηροδρομικό Σταθμό οι αμυνόμενοι συγκρότησαν ένα κύμα σοβιετικού πεζικού και αρμάτων επί δύο ημέρες. Στις 10 Φεβρουάριου η επίλεκτη 83η Ταξιαρχία Πεζοναυτών κυρίευσε με έφοδο τον λόφο Γκέλερτ, περνώντας μέσα από την ελβετική και την ιαπωνική συνοικία. Η ανταλλαγή πυρών συνεχίστηκε και ανάμεσα στις εξοχικές επαύλεις. Σοβιετικά αποσπάσματα διείσδυσαν μέχρι τον ορθόδοξο ναό στη συνοικία Ταμπόν. Είχε φθάσει το αποκορύφωμα του δράματος. Με τους Σοβιετικούς στρατιώτες να απέχουν μόνο 10 λεπτά από το στρατηγείο του κάτω από το βασιλικό ανάκτορο, ο στρατηγός Πφέφερ-Βίλντενμπρουχ αποφάσισε να παρακούσει τις εντολές του Χίτλερ και να επιχειρήσει έξοδο τη νύκτα της 11ης Φεβρουάριου.
Εκείνο το βράδυ στις 20.00, ενώ ο Στάλιν δειπνούσε με τον Αμερικανό πρόεδρο Ρούζβελτ και τον Βρετανό πρωθυπουργό Τσώρτσιλ στη Γιάλτα, η φρουρά της Βουδαπέστης (περίπου 30.000 άνδρες κατανεμημένοι σε τρία κύματα εφόδου) διακινδύνευε τα πάντα προκειμένου να σωθούν έστω και λίγοι από τους άνδρες της. Η κίνησή της μέσα στην πυκνή ομίχλη αιφνιδίασε τους Σοβιετικούς και οι πολιορκημένοι κατάφεραν να διεισδύσουν στις εχθρικές γραμμές σε μεγάλο βάθος στον τομέα της πλατείας Σένα και του Βέρμετσο, χρησιμοποιώντας στην εμπροσθοφυλακή άνδρες που μιλούσαν καλά ρωσικά. Οι άνδρες του Ερυθρού Στρατού όμως συνήλθαν γρήγορα από το σοκ και άνοιξαν πυρ, καταστρέφοντας τα τελευταία τεθωρακισμένα οχήματα που διέθεταν οι πολιορκημένοι και σκοτώνοντας αρκετούς από αυτούς. Η φρουρά έμοιαζε να μην επηρεάζεται από το καταιγιστικό πυρ που δεχόταν και κινούμενη ορμητικά πέρασε μέσα από τις σοβιετικές θέσεις. Χειρότερη μοίρα περίμενε το δεύτερο και το τρίτο κύμα εφόδου, επειδή οι Σοβιετικοί χρησιμοποίησαν εναντίον του το βαρύ πυροβολικό τους.
Παρόλα αυτά 10.000 περίπου στρατιώτες κατόρθωσαν να διαφύγουν από τον άμεσο κλοιό γύρω από την πόλη, σε μια από τις ηρωικότερες εξόδους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Σοβιετικοί οργάνωσαν αποσπάσματα καταδίωξης για να εξοντώσουν αυτούς τους άνδρες και γρήγορα έκλεισαν τις οδούς διαφυγής. Τους κατεδίωξαν ανελέητα με οχήματα και σκύλους και σκότωσαν τους περισσότερους από αυτούς. Η Luftwaffe παρείχε όση υποστήριξη μπορούσε αλλά μόνο 785 επιζώντες, σε ολιγομελείς ομάδες, έφθασαν τελικά στις γερμανικές γραμμές.
Η Βουδαπέστη ήταν σχεδόν κατεστραμμένη, με τους δρόμους της γεμάτους από ερείπια, πτώματα και αχρηστευμένο πολεμικό υλικό κάθε είδους. Τρεις Γερμανοί μέραρχοι (της 8ης SS, της 22ης SS και της 13ης Πάντσερ) συγκαταλέγονταν στους νεκρούς. Ο Πφέφερ-Βίλντενμπρουχ και το επιτελείο του δεν κατάφεραν να διασωθούν. Οι Σοβιετικοί τους συνέλαβαν αμέσως μόλις βγήκαν από την άκρη ενός αγωγού λυμάτων δυτικά της Βούδα. Λίγο αργότερα, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, ο Μαλινόφσκυ είπε στον Γερμανό διοικητή: «Αν δεν είχα ρητή εντολή από τον ίδιο τον Στάλιν, θα σε κρεμούσα στην κεντρική πλατεία της Βουδαπέστης για όλα τα προβλήματα που μου προκάλεσες».
Η ΕΜΜΟΝΗ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ ΜΕ ΤΗΝ ΟΥΓΓΑΡΙΑ
Στις 14 Φεβρουάριου η μάχη της Βουδαπέστης είχε τελειώσει. Στη ρημαγμένη πόλη οι νικητές Σοβιετικοί επιδόθηκαν σε ένα όργιο λεηλασίας και εκδίκησης, σκοτώνοντας περισσότερους από 2.000 τραυματίες όταν πυρπόλησαν το βασιλικό ανάκτορο και γέμισαν με καπνό τα υπόγειά του. Εκατοντάδες νεαροί Ούγγροι επιστρατεύθηκαν για να στήσουν νέες πλωτές γέφυρες στον Δούναβη για να περάσουν οι μονάδες του Ερυθρού Στρατού. Ενα από τα γνωστότερα θύματα μεταξύ των αμάχων ήταν και ο Σουηδός διπλωμάτης Ραούλ Βάλενμπεργκ, ο οποίος είχε διαδραματίσει καθοριστικό μεσολαβητικό ρόλο για τη σωτηρία χιλιάδων Ούγγρων Εβραίων από τους Γερμανούς. Οι Σοβιετικοί τον μετέφεραν στο στρατηγείο του Μαλινόφσκυ στο Ντεμπρετσέν και από εκεί και πέρα τα ίχνη του χάθηκαν. Η τύχη του δραστήριου διπλωμάτη παραμένει ένα από τα μυστήρια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο πληθυσμός της ουγγρικής πρωτεύουσας θρήνησε 40.000 περίπου θύματα σε εκείνη την πολιορκία και οι Γερμανοί έχασαν πέντε μεραρχίες. Το τίμημα που πλήρωσε ο Ερυθρός Στρατός για την κατάληψη της πόλης ήταν ιδιαίτερα βαρύ: οι συνολικές του απώλειες κατά το διάστημα 29 Οκτωβρίου -13 Φεβρουάριου εκτιμώνται σε 80.026 νεκρούς και αγνοούμενους και 240.056 τραυματίες! Η επική αντίσταση της φρουράς της Βουδαπέστης είχε σοβαρό αντίκτυπο στη γενικότερη εξέλιξη του πολέμου, αφού μαγνήτισε την προσοχή του Χίτλερ και τον ώθησε να αναλώσει εκεί τις τελευταίες πολύτιμες τεθωρακισμένες εφεδρείες του. Οι μάχες γύρω από τη λίμνη Μπάλατον και άλλες περιοχές της Ουγγαρίας θα διαρκούσαν μέχρι τον Μάρτιο του 1945, με τρομερές θυσίες από τις επίλεκτες μεραρχίες των Waffen SS αλλά και από τους Σοβιετικούς. Παρά το βάρος που έριξε ο Χίτλερ στην υπεράσπιση αυτής της χώρας, η άνιση αναμέτρηση δεν θα μπορούσε παρά να καταλήξει σε βάρος του. Η Ουγγαρία υπήρξε σημαντικός παράγοντας και για τη συμφορά που βρήκε τις γερμανικές δυνάμεις σε άλλα μέτωπα και για την καταστροφή των Γερμανών στον Βορρά, όπου ο Ερυθρός Στρατός προχώρησε σαν θύελλα από τον Βιστούλα μέχρι τον ποταμό Οντερ, ανοίγοντας δρόμο προς το Βερολίνο.
ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΙΣΤΡΑΤΗΓΟ ΓΚΙΛΕ
Ο Χέρμπερτ Οττο Γκίλε γεννήθηκε στο Γκαντερσχάιμ στις 8 Μαρτίου 1897. Ετσι ήταν κατάλληλος για επιστράτευση κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε υπηρέτησε στο πυροβολικό του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Στρατού κερδίζοντας τους Σιδηρούς Σταυρούς Α’ και Β’ Τάξης για ανδραγαθία. Η περίοδος της ειρήνης που ακολούθησε, αποδείχθηκε δυσκολότερη για την επιβίωση του νεαρού Γκίλε. Ετσι το 1934 κατατάχθηκε στα SS. Ανέβηκε αργά και με σκληρή εργασία τα σκαλιά της ιεραρχίας, από διοίκηση διμοιρίας σε διοίκηση λόχου και κατόπιν τάγματος στο Σύνταγμα SS «Germania». Την άνοιξη του 1939 ήταν ήδη αντισυνταγματάρχης των SS και βοήθησε στη σύσταση του πρώτου συντάγματος πυροβολικού γι’ αυτά τα στρατεύματα. Μάλιστα ορίστηκε διοικητής της μίας από τις μοίρες του. Υπό αυτή την ιδιότητα συμμετείχε στις εκστρατείες στην Πολωνία και στη Γαλλία.
Το άστρο του Γκίλε άρχισε να ακτινοβολεί μετά τη γερμανική επίθεση στην ΕΣΣΔ. Τότε ανέλαβε διοικητής του συντάγματος πυροβολικού της πολυεθνικής 5ης Μεραρχίας SS «Wiking», του οποίου ηγήθηκε υποδειγματικά σε αμέτρητες σκληρές μάχες στον νότιο τομέα του Ανατολικού Μετώπου. Κατά τη θερινή εκστρατεία του 1942 το σύνταγμά του έφθασε μέχρι τον ποταμό Τερέκ του Καυκάσου. Τον Οκτώβριο εκείνου του έτους ο Γκίλε παρασημοφορήθηκε με τον Σταυρό των Ιπποτών. Οι ανώτεροι του αναγνώριζαν πλέον τα ηγετικά του προσόντα. Τον Μάρτιο του 1943 ανέλαβε τη διοίκηση της «Wiking», η οποία είχε αναβαθμιστεί σε μεραρχία γρεναδιέρων πάντσερ. Στα στιβαρά χέρια του Γκίλε ο συγκεκριμένος σχηματισμός αποδείχθηκε ορμητικός στην επίθεση και ακλόνητος στην άμυνα. Τον Οκτώβριο του 1943 η «Wiking» έγινε η πρώτη μη αμιγώς γερμανική μεραρχία των Waffen SS που αναβαθμίστηκε σε μεραρχία πάντσερ. Την 1η Νοεμβρίου 1943 ο Γκίλε τιμήθηκε με τα Φύλλα Δρυός στον Σταυρό των Ιπποτών.
Η σκληρότερη δοκιμασία για τον Γκίλε ήλθε τον Ιανουάριο του 1944, όταν η «Wiking» ήταν ανάμεσα στις έξι γερμανικές μεραρχίες που κυκλώθηκαν από τους Σοβιετικούς στον θύλακα του Τσερκάσι. Ο θύλακας συμπιέστηκε τόσο πολύ ώστε δεν κάλυπτε περισσότερα από 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα, και ο Χίτλερ έδωσε την άδεια στις κυκλωμένες δυνάμεις να επιχειρήσουν έξοδο. Η «Wiking» ηγήθηκε της προσπάθειας, κατορθώνοντας να σώσει 34.000 από τους 55.000 κυκλωμένους στρατιώτες- κατόρθωμα για το οποίο ο Γκίλε έλαβε τα Ξίφη στον Σταυρό των Ιπποτών.
Την άνοιξη του 1944 ο Γκίλε ανέλαβε τη σχεδόν ανέφικτη αποστολή να υπερασπιστεί την ουκρανική πόλη Κόβελ απέναντι σε τέσσερις σοβιετικές στρατιές. Σημείωσε τέτοια επιτυχία ώστε τιμήθηκε από τον ευγνώμονα Χίτλερ με τα Διαμάντια στον Σταυρό των Ιπποτών, στις 19 Απριλίου 1944. Αμέσως μετά ανέλαβε καθήκοντα διοικητή του νεοσύστατου IV Σώματος Πάντσερ SS, στο οποίο υπήχθησαν η 3η και η 5η Μεραρχία Πάντσερ SS («Totenkopf» και «Wiking»). Αφού διεξήγαγε σφοδρές μάχες επιβράδυνσης των Σοβιετικών στην περιοχή της Βαρσοβίας, προήχθη στις 9 Νοεμβρίου 1944 σε αντιστράτηγο και στάλθηκε στην Ουγγαρία για να άρει την πολιορκία της Βουδαπέστης. Επειτα από τις σφοδρότατες μάχες εκεί και στην Αυστρία, συνελήφθη από τους Αμερικανούς τον Μάιο του 1945. Μετά τον πόλεμο ο Γκίλε έζησε μακριά από τη δημοσιότητα, υπό συνθήκες μεγάλης ανέχειας, αλλά φρόντιζε να διατηρεί πάντα επαφή με παλαιούς συμπολεμιστές του. Απεβίωσε από καρδιακή προσβολή στις 26 Δεκεμβρίου 1966.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Τ. Bomba & Perello: HITLER’S ARMY, Combined Books, 1996.
- R. Cartier: ΙΣΤΟΡΙΑ TOY ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, Εκδόσεις Πάπυρος, 1964.
- Erickson: THE ROAD TO BERLIN, Yale University Press, 1999.
- Glantz: WHEN TITANS CLASHED, University Press of Kansas, 1995.
- H. Guderian: ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ, Εκδόσεις Χιωτέλλη, 2006.
- Mitscham: CRUMBLING EMPIRE, Praeger, 2001.
- Seaton: THE RUSSO-GERMAN WAR, Presidio, 1993.
- Shukman: STALIN’S GENERALS, Grove Press, 1993.
- Ungvary: THE SIEGE OF BUDAPEST, Yale University Press, 2005.
- P. Zwack: THE SIEGE OF BUDAPEST, «Military History Quarterly», Winter 1999.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Β. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Περιοδικό “ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΥΧΟΣ 121, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2006