ΚΕΦΑΛΑΙΟΜ Δ’
Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΔΡΟΜΗ
Στις άρχές του Δεκέμβρη του 1942 Ιταλικό τμήμα—ώς 2.000 άνδρες—έφυγε άπό τ’ Αγρίνιο κι’ εφτασε στο Κερασοχώρι (Κεράσοβο). Έκεΐ συναντήθηκε μ’ άλλο τμήμα άπό 1.000 άνδρες πουχε ξεκινήσει άπ’ τό Καρπενήσι. Αλλο ενα τμήμα άπό 3.000 άνδρες ξεκίνησε άπ’ τήν Αμφιλοχία (Καρβασαρά) κι’ εφτασε στο χωριό Μοναστηράκι τών Αγράφων, δπου και παρέμεινε κάμποσες μέρες.
Οί δυο πρώτες φάλαγγες άπό τό Κερασοχώρι τράβηξαν γχα τό χωριό Χρύσου. Αλλά κάπου έκεΐ κοντά στο χωριό ή εμπροσθοφυλακή κτυπήθηκε άπ’ τους άντάρτες πούερριξαν μερικούς πυροβολισμούς κι’υστέρα έφυγαν πρός τά γειτονικά βουνά. Ή μικρή αυτή παρενόχλησι είχε σκληρές συνέπειες γιά τό Χρύσου, και τ’ άλλα γειτονικά χωριά και θάχε άκόμη σκληρότερες άν δεν στράβωνε ό θεός τούς Ιταλούς. Όλόκληρο τό χωριό Χρύσου κάηκε σάν πυροτέχνημα. Πάει και τό δημοτικό Σχολείο πού είχε κτισθή μέ κληροδότημα του έθνικου εύεργέτου Άνδρ. Συγγρού, πάνε κι’ οί δυο έκκλησίες, ό Αγιος Δημήτριος και ή Αγία Παρασκευή. Έπί πλέον έλεηλάτησαν και διήρπσσαν τά πάντα, ζώα, τρόφιμα, ρουχισμό, σκεύη κ.λ.π. Εύτυχώς οί κάτοικοι του χωρίου είχαν φύγει στά βουνά και σώθηκαν, πλην του Δημ. Χει/ ά τον όποιο έξετέλεσαν στή θέσι Λογκές Χρύσου, μαζί μέ τούς Μιχάλην Τριανταφυλλόπουλον τηλεγραφητήν, Βασίλην Γκαρίλλαν ταχυδρομικόν-άνάπηρον του Αλβανικού μετώπου πού τους συνέλαβαν στό Κερασοχώρι και τους Γεώρ. Β. Γκούβαν η Σούρην άπό τό Καρπενήσι, Γεωρ. Κ. Χόντον άπό τ’ Αγραφα και Δημ. Κακαβάν άπό τους Δομνιανούς πού τούς συνέλαβαν στήν περιοχή Χρύσου.
Άπό τό Χρύσου πήγαν στό χωριό Μάραθος (Μύριοι) όπου έκαψαν ένα σπίτι και τό Σχολείο και άπό έκεϊ στό χωριό Αγραφα, όπου στις 10 Δεκεμβρίου 1942 έκαψαν τό Σχολείο και πενηντα πέντε σπίτια. Μαζύ μέ τ’ άλλα και τό άπό τριακοσίων έτών σπίτι τής οικογενείας Χρηστίδου, πού είχε χαρακτηρισθή άπ’ τό Υπουργείο Παιδείας μέ Διάταγμα, ως άρχαιολογικής άξίας.
Οί δυό αύτές φάλλαγγες γύρισαν άπ’ τον ϊδιο δρόμο και προχώρησαν ή μία γιά τό Αγρίνιο και ή άλλη για τό Καρπενήσι. Ή τελευταία αύτή πέρασε άπ’ τό χωριό Βίνιανη στις 12 Δεκεμβρίου 1942 κι’ έκαψε ένδεκα σπίτια, δέκα άχυρώνες και τό χάνι στη θέσι Λειβάδια Βίνιανη του Τζώρτζη Καροπλεσίτη. Συγχρόνως έλεηλάτησε και πήρε μαζύ της άγελάδια, γιδοπρόβατα, τρόφιμα, ρουχισμό κ.λ.π. Πέρασε άκόμη άπ’ τό χωριό Καλεσμένο κι’ έκαψε κι’ εκεί δυό σπίτια, έλεηλάτηοε και έπί πλέον συνέλαβε πολλούς άπ’ τούς κατοίκους και τούς ώδήγησε στό Καρπενήσι, δπου ύπεχρέωσε τούς περισσότερους νά πληρώσουν λύτρα και τότε τούς άφησε έλεύθερους.Τούς Παναγιώτην Κατσούδαν όμως, Κ. Γαλλήν και Χρήστον Τσουγκρήν, τούς έξετέλεσαν οί Ιταλοί παρά τό Γυμνάσιο Καρπενησίου.
ΘΕΛΗΣΕ Ο ΘΕΟΣ…
Τό τρίτο τμήμα πού είχε σταματήσει., όπως είπαμε, στο Μοναστηράκι Αγράφων γύρισε στήν Αμφιλοχία. Άλλά τό σπουδαιότερο είναι δτι καθ’ όλο τό χρόνο πού διαρκούσε ή Ιταλική αύτή έπιδρομή, άεροπλάνο παρακολουθούσε τις ένέργειές της άπό ψηλά. Και στή φάλαγγα πού είχε στρατοπεδεύσει στό Μοναστηράκι έρριξε κάποια μέρα μερικά σακκίδια. Τό £να άπό τά σακκίδια αύτά δέν τό βρήκαν οί Ιταλοί στρατιώτες δσο κι’ άν έφαγαν τόν τόπο ψάχνοντας. Βρέθηκε δμως τό δέμα αύτό άπό κάποιο τσοπανόπουλο κατά τύχην. Ειδοποιήθηκε άμέσως ό Πρόεδρος της Κοινότητος και πήγε καί τό παρέλαβε. Οταν κατόπιν τό άνοιξε καί μπόρεσαν νά μεταφράσουν τά έγγραφα πού ήταν μέσα, άνακάλυψαν μαζύ μέ τ’ άλλα καί μιά διαταγή τους στό Διοικητή της φάλαγγος, νά κάψη όλα τά χωριά τής περιοχής.
Ό Θεός θέλησε νά μή βρουν οί Ιταλοί τό σακκίδιο μέ τό τρομερό αύτό έγγραφο κι’ έτσι σώθηκαν ποιός ξέρει πόσες άνθρώπινες ύπάρξεις.
ΔΙΑ ΠΥΡΟΣ ΚΑΙ ΣΙΔΗΡΟΥ
Πρίν άκόμη προλάβη νά συνέλθη ή Ευρυτανία άπό τό σπαραγμό πού τής προξένησε όλη αύτή ή τραγωδία, ξεκίνησε άπό τό Καρπενήσι στις 18 Δεκεμβρίου 1942 νέο Ιταλικό τμήμα στρατού άπό χίλιους άνδρες μέ κατεύθυνσι προς τό Μεγάλο χωριό καί τό Μικρό χωριό. Τό τμήμα αύτό, δταν μετά τρίωρο άπό τό Καρπένήσι πορεία έφτασε στη θέσι Γαύρος, άνάμεσα στα δυό χωριά, μοιράσθηκε στα δυο. Τό ένα προχώρησε προς τό Μικρό χωριό πού άπεΐχε είκοσι λεπτά της ώρας, τό άλλο πρός τό Μεγάλο χωριό πού άπεΐχε δέκα λεπτά της ώρας. Τό πρός τό Μεγάλο χωριό έφτασε στόν προορισμό του άνενόχλητα. Τό άλλο δμως δέχτηκε πυροβολισμούς άνταρτικής όμάδος μέ άποτέλεσμα τό φόνο και τραυματισμό ως δέκα Ιταλών. Οί συνέπειες ήσαν φυσικά θλιβερές και όλέθριες. Πιάσανε πολλούς άπ’ τούς κατοίκους των δυο χωριών κι’ έγινε γενική και συστηματική λεηλασία και διαρπαγή. Μερικούς άπό δσους συνελήφθησαν τούς άφησαν πάλι, άλλά τούς άλλους τούς ώδήγησαν στόν Προυσσό και στό δρόμο τούς έδερναν, τούς διεπόμπευαν, τούς ύπέβαλλαν σ’ άληθινά μαρτύρια. Στόν Προυσσό οί Ιταλοί συνέλαβαν τον Γερμανόν Σταθογιάννην Ήγούμενον τής εκεί Ιεράς Μονής τής Παναγίας κι’ υστέρα γύρισαν πάλιν στό Καρπενήσι. Όταν στις 24 Δεκεμβρίου 1942 πέρασαν πάλι άπ’ τό Μικρό και Μεγάλο χωριό συμπλήρωσαν τή δήωσι, έκαψαν σαράντα σπίτια στό Μικρό χωριό κι’ ένδεκα στό Μεγάλο χωριό. Άπ’ τούς κρατουμένους τών δυό χωριών πού έσερναν πάντοτε μαζί των, τούς Δημήτριον Βαστάκην έφημέριον Μεγάλου χωριού και Χαρίλαον Κατσίμπαν ένωμοτάρχην τοϋ Αστυνομικού Σταθμού του ίδιου χωρίου, τούς έκαψαν ζωντανούς στό Μικρό χωριό μέσα στό σπίτι τοΰ ϊατροΟ Εύαγ. Πιστιόλη, πού τό πυρπόλησαν. Τούς Χρΐστον Μέρμηγκαν άπόστρατον άρχίατρον, του όποιου προηγουμένως έβγαλαν τό ένα μάτι, Γιάννην Καρυοφύλλην δημοδιδάσκαλον, θεόδωρον Οικονόμου έπιχειρηματίαν, ΒασΙλην Παλιούραν παντοπώλην, Γιάννην Μεσίρην άνάπηρον, Άνδρέαν Σιταράν κτηματίαν, Δημ. Δασκαλάκην, κατοίκους Μεγάλου χωρίου καί Νικόλαον Γ. Κυρίτσην έμπορον καί Χρΐστον Φλέγκαν κτηματίαν κατοίκους Μικρού χωρίου, έξετέλεσαν στό άκρο του Μικρού χωρίου στη θέσι «Νικολό», όπου καί οί τάφοι των. Ό Ηγούμενος τής Ιεράς Μονής Προυσσου Γερμανός Σταθογιάννης πού έκρατεΐτο μαζί των καί παρηκολούθησε τά άνομολόγητα μαρτύριά των καί τήν έκτέλεσί των, διηγόταν άργότερα πώς οί Μνδεκα αύτοί μάρτυρες άντιμετώπισαν τό έκτελεστικό άπόσπασμα μέ ύπερηφάνεια καί άταραξία σάν άληθινοί Ελληνες.
Η ΦΡΙΚΗ
Στις άρχές Ιανουαρίου του 1943 πιάστηκα, άπό τούς Ιταλούς στό Καρπενήσι κι’ ώδηγήθηκα στή Καραμπινερία τους, πού ήταν στό σπίτι του Π. Μπλέτζα. Τό ύπόγειο του σπιτιού αύτοΰ χρησίμευε γιά κρατητήριο. Πριν μέ μπάσουν μέσα μέ ήρεύνησαν οί καραμπινιέροι καί μού πήραν, δ,τι είχα καί δέν είχα άπάνω μου. Έκεΐ στό κρατητήριο, πού ήταν σωστή Σιβηρία, άντίκρυσα μόλις μπήκα μέσα τό φίλο θύμιο Κατσαβό Ταγματάρχη—τον είχαν πιάσει λίγες ώρες προτήτερα —πολεμιστή άπό’τό 1915. Είχε λάβει μέρος στήν Ούκρανική καί Μικρασιατική έκστρατεία, τραυματίστηκε κατ’ έπανάληψι καί τελευταία στον ‘Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Ό βαθμός του ήταν τό έπαθλο τών άνδραγαθημάτων του καί τών ηρωισμών του στά πεδία τών μαχών. Άλληλοκοιταχτήκαμε μέ σφιγμένη την ψυχή, χωρίς νά βγάλουμε λέξι, μόνο μέ τά μάτια μιλήσαμε κι’ είπαμε πώς σίγουρα προδόθηκε ή συνεργασία μας γιά τήν ϊδρυσι μιανής Εθνικής Όργανώσεως στήν Ευρυτανία. Δέν πρόλαβα νά γυρίσω τά μάτια μου, μέ πλησίασε ό ηγούμενος τής Μονής Προυσσοΰ Γερμανός Σταθογιάννης, πού κρατούνταν κι’ αύτός άπό πολλές μέρες και μέ άναφυλλητά άπό πόνο και συγκίνησι μέ χαιρέτισε. Δέν βάσταξα, μοΰφυγε τό πρώτο δάκρυ. Πιό πέρα σέ μιά γωνιά ήταν άλλοι τρεις κρατούμενοι ξαπλωμένοι χάμω άμίλητοι, γυμνοί σχεδόν, μέ άπλανή τά μάτια και καταφάνερα στό πρόσωαο τά σημάδια του βούρδουλα και του παιδεμού των. Τούς πλησίασα και τρόμαξα νά τούς γνωρίσω. ‘Ήταν οί Γ. Σταμούλης άπό τό Παυλόπουλο, I. Μαντέκας, άπό τήν Παπαδιά (Τέρνοβο) και Κ. Χειλάς άπό τήν Κουφάλα, δυο νέοι άνθρωποι. Άφοΰ τούς ψιθύρισα μέ άμηχανία μερικές μάταιες παρηγοριές, γύρισα τό κεφάλι κι’ έχυσα δάκρυα πικρά, γιατί σάν νά μουλεγε κάτι μέσα μου δτι κάποιο μεγάλο κακό τούς περίμενε. Αρχισε νά νυχτώνη. Οί Ιταλοί δέν έπέτρεψαν νά φέρουν οί δικοί μου τίποτε, ουτε φαγητό, ούτε κανένα σκέπασμα. Κοιμηθήκαμε—ή κουβέντα τό λέει—άπάνω σ’ ένα τομάρι βοδινό μαζί μέ τόν Κατσαβό άπό κείνα πού άρπαζαν του κοσμάκη κι3 έσφαζαν κι’ έτρωγαν οί Ιταλοί. Οταν κάποτε ξημέρωσε άνοιξαν οί καραμπινιέροι τήν πόρτα και πήραν τόν Κατσαβό. Πέρασαν ώρες πολλές δσο νά τόν ξαναφέρουν. Μοΰπε πώς σ’ όλο αύτό τό διάστημα τόν άνέκριναν, τόν άπειλουσαν και τούλεγαν νά πή τί συνεργασία έχουμε μαζί και μέ ποιούς άλλους.
Ό Κατσαβός άρνήθηκε τα πάντα. Ευτυχώς δέν είχαν τίποτε τό συγκεκριμένο στοιχείο στα χέρια τους οί Ίταλοί-
Τήν τρίτη μέρα τόν άφησαν ελεύθερο. Υστερα άπό μιά μέρα μας πήραν έμάς τούς άλλους όλους άπό τό κρατητήριο έκεΐνο καί μας μετέφεραν στό σπίτι του ιατρού Μαθέ. Έκεΐ χρησιμοποίησαν γιά κρατητήριο τό καμπινέ του ισογείου, δηλαδή £να καμαράκι μ’ ένα μικρό φεγγίτη. ΤΗταν βορεινό, κι’ άφάνταστα ύγρό, ή δέ λεκάνη του βουλωμένη. Τρέμαμε άπό τό κρύο καί λιποθυμούσαμε άπό τή βρώμα. Δέν έφταναν/ αύτά. Τις νυκτερινές δρες άνοιγαν τό κρατητήριο οί καραμπινιέροι καί πέρνανε τούς τρεις, τό Σταμούλη, τό Μαντέκα καί τό Χειλά, τούς ώδηγουσαν ατό Φρουραρχείο τους πού ήταν στήν άκρη του Καρπενησίου, τούς τσάκιζαν στό ξύλο, τούς κρεμούσαν μέ κάτω τό κεφάλι καί προτού ξημερώσει τούς ξαναφέρνανε καί τούς ρίχνανε στό κρατητήριο μισοπεθαμένους. Παρ’ όλα αύτά, ώχ! δέν έβγαζαν οί δυστυχισμένοι αύτοί άνθρωποι. Μέ στωϊκότητα άπίστευτη πού θυμίζει τήν ιστορία του Κατσαντώνη, ύπέφεραν τό μαρτύριο καί περίμεναν τό μοιραίο τέλος. ‘Εγώ ξενυχτούσα άπάνω σέ μιά καρέκλα ποΰχε τή μεγάλη καλωσύνη νά μοΰ φέρη ή κ. Ναταλία Χριστοδουλοπούλου—τής οικογενείας Άλεξ. Φαρμακίδου. Ετυχε νά έλθη μιά μέρα γιατί άντιπροσώπευε τό γαμπρό της τό γιατρό Μαθέ, τήν είχαν προσκαλέσει οί καραμπινιέροι νά συνεννοηθούν γιά μερικές έπιδιορθώσεις πού ήθελαν νά γίνουν στό σπίτι. Τής ζήτησαν μαζί μέ τ’ άλλα νά βρή τεχνίτη νά διόρθωση τή βουλωμένη λεκάνη.
Μέ τόν Ηγούμενο Γερμανό Σταθογιάννη φροντίζαμε νά δίνουμε άπό τό φαγητό που στέλνανε οί δικοί μου και στους Σταμούλη, Μαντέκα και Χειλά, που εϊχανε μπορεί νά πή κανείς πάψει νά αίσθάνωνται τήν άνάγκη του φαγητού.
Ενα μεσημέρι έκεΐ πού έπιμέναμε στό Σταμούλη νά φάη μας είπε μέ σβυσμένη φωνή. «Δέ μέ ρωτάτε μέ τί χέρια νά πιάσω νά φάω ;…» Νομίσαμε πώς ήταν πληγωμένα ή πρισμένα τά χέρια του, άλλ’ δταν τά έπιασα είδα πώς ήταν και τά δυό τσακισμένα ! !
Μετά άπό μερικές μέρες, έμένα υστέρα άπό άνακρίσεις βασανιστικές και κόντρα άνακρίσεις, μέ παρέπεμψαν στό Στρατοδικείο τους μέ διάφορες κατηγορίες. Απαλλάχτηκα δμως χάρις στις καταθέσεις κυρίως του παππά του χωρίου μου και δασκάλου μου στά πρώτα μαθητικά μου χρόνια Γιάννη Νούλα, του Διοικητού τής Ύποδιοικήσεως Χωροφυλακής Εύρυτα νιας ύπομοιράρχου κ. Τζαβέλλα και του μακαρίτη Διευθυντού του Ύπ]ματος Εθνικής Τραπέζης Π. Μαρίτσα. Μέ ύπέβαλαν δμως σέ άστυνομική έπιτήρησι κι’ υποχρεώθηκα έπί άρκετό διάστημα νά δίνω κάθε μέρα τό παρόν στήν Καραμπινερίσ. Περιττόν νά πώ, πώς δέν ήμουνα ό μόνος. Και πολλοί άλλοι Καρπενησιώτες έδιναν σάν έμένα τό παρόν, δπως οί Δημ. Καρράς και Σταύρος Λάππας δικηγόροι, πού είχαν κι’ αύτοί συλληφθή και κρατηθή πολλές μέρες.
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΤΩΝ ΑΘΛΟΙ
Κατά τά τέλη Ιανουαρίου 1943 τό Ιταλικό Σύνταγμα πού είχεν έδρα του τό Καρπενήσι, μετεστάθμευσε στό Αγρίνιο. Στό δρόμο του κει κοντά στη θέσι Πσληόλσκκα—Βοϊλάδος τουφέκισε τούς Γ. Σταμούλην, Κ. Χειλάν καί I. Μαντέκαν ττού τούς είχε πάρει μαζύ του. Μέ τά δυστυχισμένα αύτά θύματα περάσαμε μαζύ κάμποσα τραγικά ήμερόνυχτα στό κρατητήριο του Καρπενησίου καθώς θυμάται ό άναγνώστης κι’ έγινε λόγος γιά τά άπίστευτα βασανιστήρια πού δοκίμασαν. Τόν Ηγούμενο τής Μονής Προυσσου τον ώδήγησαν ώς τό Αγρίνιο, δπου υστέρα άπό κάμποσες μέρες τόν άφησαν έλεύθερο.
Στό Καρπενήσι ήλθε τότε άλλο Ιταλικό Σύν]γμα άπό τή Λαμία ν’ άντικαταστήση αύτό πού έφυγε. Μείνανε οί Ιταλοί ώς τό τέλος Απριλίου 1943, δταν έπί τέλους άπάλλαξαν όριστικά τήν Εύρυτανία άπό τήν παρουσία τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’.
ΤΑ ΑΛΛΑ ΣΑΡΚΟΒΟΡΑ ΘΗΡΙΑ….
‘Αλλά κι’ άν έφυγαν οί Ιταλοί, δέ χαρήκαμε τή λύτρωσί μας. Ζούσαμε μέ τό διαρκή φόβο και τήν άγωνία Γερμανικής έπιδρομής,—άφήνω τις άλλες δοκιμασίες μας και λαχτάρες μας άπ’ τούς άναρχικούς. Και πραγματικά στις άρχές Νοεμβρίουτοΰ 1943 έφτασαν τά νέα αυτά σαρκοβόρα και αιμοδιψή θηρία πού σκόρπιζαν γύρω των τή φρίκη και τήν άπελπισία. Προχώρησαν στήν Εύρυτανία διηρημένοι σέ δυό φάλαγγες.
Ή μία άπό τις φάλαγγες αυτές ξεκίνησε άπό τό Αγρίνιο κι’ έφτασε στόν Αγιο Βλάση. ‘Αλλά οί κάτοικοι τής παληάς αύτής Εύρυτανικής πολίχνης έιίμησαν τήν πολεμική τους παράδοσι. Και δπως στήν Έπανάστασι τοΰ 1821 έδωκαν μέ τόν Καραϊσκάκη και τόν Πεσλή τήν ένδοξη μάχη τής Κορομηλιάς και χτύπησαν τούς Τούρκους, έτσι και τώρα έπρόταξαν τά στήθη τους στόν άγριο κατακτητή: Στό χωριό ήταν λίγοι άντάρτες τοΰ ΕΑΜ—οί άλλοι είχαν περάσει στό Βάλτο νά χτυπήσουν τις άνταρτικές όμάδες τοΰ Στρατηγοΰ Ζέρβα.
‘Αλλά μαζί μέ τούς λίγους αύτούς άντάρτες μπήκαν στή γραμμή τής μάχης και οί βετεράνοι τών παλαιοτέρων ένδόξων πολέμων μας—τοΰ Μπιζανιοΰ και τοΰ Σαρανταπόρου, τής Κρέσνας και τής Τζουμαγιάς και τής ‘Αλμυράς έρήμου. Χτύπησαν τούς Γερμανούς έξω άπ’ τό χωριό πέρα άπ’ τόν Αϊ—Γιάννη. Δέν λογάριασαν οϋτε τά τάνκς οΰτε τό πυροβολικό τους. Τούς κράτησαν 3—4 ωρες. Σκότωσαν μερικούς. Και θά τούς κρατούσαν περισσότερο άν δέν τούς άπειλοΰσαν μέ μιά πλάγια κίνησι, μέ ύπερφαλάγγισι. Εχασαν δύο νεκρούς. Τόν Εύριπίδη Μάλαινο, έναν έξηντάρη γεμάτο πατριωτική φλόγα πού πολέμησε όρθιος καί κάποιο Ιταλό βαθμοφόρο πού βρέθηκε μαζύ των, άπ’ αύτούς πού είχαν σκορπίσει στά χωριά μετά τή συνθηκολόγησι τής Ιταλίας. Οί Γερμανοί περιέργως δέν κατέστρεψαν τότε τόν Αγιο Βλάση—’ίσως γιατί άναγνώρισαν δτι τούς χτύπησαν άντρίκια καί χωρίς μπαμπεσιά. Εκαψαν μόνο τέσσερα σπίτια πού ήταν καταλύματα άνταρτών. Καί σκότωσαν τόν τσοπάνη Κ. Σκάνδαλο γιατί του φώναξαν νά πάη κοντά των κι’ αυτός δοκίμασε νά φύγη. Βρέθηκε άκόμα σκοτωμένος στήν άκρη του χωριού—στό Λαπατόρεμα—κι’ ό Φίλιππας Καραμούζης ένας γέρος έπάνω άπό έβδομήντα χρονών.
Στή Χούνη, τό πρώτο χωριό πού άπάντησαν μετά τόν Αγιο Βλάση, έκαμαν περισσότερα. Σκότωσαν μαζί μέ τ’ άλλα, 4—5 γέρους, τό Σπύρο Μανώλη—πατέρα του έπιθεωρητου Μέσης έκπαιδεύσεως, Γεωρ. Εμμανουήλ—που είχε έπάνω άπό όγδόντα χρόνια καί ήταν έπί πλέον τυφλός, τό γέροντα δάσκαλο Κώστα Πολύχρονη, τόν έπίσης γέροντα καί μονόφθαλμο Λ. Κούρτη καί τόν ύπέργηρο Β. Παπαϊωάννου. Σκότωσαν άκόμα στόν Άγαλιανό ένα καλό παλληκάρι τόν ύλοτόμο Τσινιά, πού τόν είχαν πάρει γιά όδηγό καί τόν ύπέβαλαν σέ βασανιστήρια γιά νά προδώσητούς άντάρτες. Αυτός άποφασισμένος δπως ήταν νά μή βγάλη λέξι άπό τό στόμα του άποπειράθηκε νά τούς ξεφύγη καθώς προχωρούσαν γιά νά γλυτώση άπ’ τά μαρτύρια. Τόν έπυροβόλησαν και τον σκότωσαν.
Τό Γερμανικό αύτό τμήμα έφτασε ώς τό Μαραθιά, δπου έκαψε τέσσερα σπίτια, όπως έκαψε και μερικά σπίτια στά Σίδηρα. Είναι περιττόν νά προστεθή πώς δ,τι εύρισκαν μπροστά των οί Γερμανοί, άγροτικά προϊόντα, ζωα, άκόμη και έπιπλα τ’ άρπαζαν ή τά έκαιγαν.
Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΥ
Ή άλλη φάλαγξ ξεκίνησε άπό τή Λαμία, έφτασε στό Καρπενήσι και άπ’ έκεΐ τμήματά της προχώρησαν έως τό Κρίκελλο, τό Μεγάλο χωριό και τό Καλεσμένο. Οί περισσότεροι άπ’ τούς κατοίκους, σάν άοπλοι πού ήταν, μόλις έπληροφορήθηκαν τήν κίνησι τών φαλάγγων αυτών πρός τήν Εύρυτανία, έτράπησαν πρός τά όρη και έζησαν έκεΐ πολλές μέρες ύπό βροχήν και δριμύ ψύχος, νηστικοί και σέ κακά χάλια. Οί Γερμανοί πού μας ήλθαν άπό τή Λαμία ώργίασαν και αύτοί κυριολεκτικώς. Στό Κρίκελλο διήρπασαν δ,τι είχε άπομείνει άπό τούς Ιταλούς και συνέλαβαν τό Γιώργο Τραγή πού έχει άπό τότε έξαφανισθή. Στό Μεγάλο χωριό, Μικρό χωριό και Κλαψί έκαναν έπίσης διαρπαγές και συνέλαβαν τούς Χρΐστον Σιαμανήν άπό τό Μεγάλο χώριό, Δημήτριον Τζαμάραν άπό τό Κλαψί κι’ ένα καλόγηρο τής Μονής Προυσσου, τό Νικόδημο, τούς όποιους και έξετέλεσαν στό Καρπενήσι. Στό χωριό Καλεσμένο έκαμαν έπίσης διαρπσγές και στό χωριό Λάσπη σ’ άκόμη μεγαλείτερη έκτασι, άρκεϊ ν’ άναφέρω πώς πήραν όλα σχεδόν τά γελάδια τών κατοίκων και τά μετέφεραν στή Λαμία. Όλόκληρα έπίσης ποίμνια άπό πρόβατα καί γίδια διήρπασαν στήν περιφέρεια τής Μυρίκης καθώς καί σ’ όλη τήν περιφέρεια άπό τή Ράχη έως τό Καρπενήσι πού ήταν γεμάτη άπό σκηνίτες κτηνοτρόφους. Στή Ράχη συνέλαβαν τόν σκηνίτη Σεραφ. Γαλανό μέ τά δυό παιδιά του, τόν Παναγιώτη καί τόν Κώστα καί τούς έξετέλεσαν στό Καρπενήσι.
Άλλά πρό πάντων στό Καρπενήσι. έδρασαν μέ άκόμη μεγαλύτερη μανία. Έλεηλάτησαν κάμποσα σπίτια καί τήν άγορά. Διήρπασαν έβδομήντα χιλιάδες όκάδες άλευρα του Ερυθρού Σταυρού,τά φόρτωσαν στ’ αύτοκίνητα καί τά μετέφεραν στή Λαμία. Άνετίναξαν τό Γυμνάσιο, τά τρία τουριστικά ξενοδοχεία «Τυμφρηστό», «Εύρώπη» καί «Νέα Υόρκη» κι’ έκαψαν δεκαεπτά άκόμη σπίτια κι’ όλόκληρη σχεδόν τήν άγορά. Σκότωσαν τό σωφέρ Νικ. Τσουκαλά καί τό κοριτσάκι του βιβλιοπώλη Κ. Κοτοπούλη, τή Ρωξάνη. Τό πειό άποτρόπαιο άπ’ όλα τους τά κατορθώματα κατά τήν έπιδρομή αύτή του Νοεμβρίου 1943 ήταν ό μαρτυρικός θάνατος του Ί. Ψιλλοπούλου μαζύ μέ τή γυναίκα του καί τό κοριτσάκι τους τή Ντία, ένδεκα μόλις χρονών. Τούς έκαψαν ζωντανούς μέσα στό σπίτι τους πού τό έπυρπόλησαν. Αύτοί οί δυστυχισμένοι δέν ήθελαν νά βγουν έξω μέ τήν άφελή σκέψι πώς οί Γερμανοί στό τέλος δέν θάβαζαν φωτιά στό σπίτι τους γιά νά μή τούς κάψουν μέσα ζωντανούς, κι’έτσι τήν έπαθαν.
Στό τέλος του ιδίου μηνός Νοεμβρίου τοΰ 1943 ξεκίνησε άπό τήν Καρδίτσα Γερμανικό άπόσπασμα τό όποιο προχώρησε στήν Ευρυτανία κι’ έφτασε ώς τό χωριό Καρύτσα Δολόπων, δπου σκόρπισε τήν καταστροφή και τό θάνατο. Συνέλαβε τόν Πρόεδρο τοϋ χωριου Ηλία Τσιλίκα και τόν έξετέλεσε. Εκαψε όλα τά σπίτια έκτος άπό τέσσερα, σ’ ένα άπό τά όποια έγκατέλειψε μιά βόμβα ή όποια έσκασε κι’ έσκότωσε τή Σταυρούλα Κοντοχρήστου είκοσι χρονών και τόν άδελφό της Χαράλαμπο Κοντοχρήστο δεκαέξη χρονών.
Η ΧΑΡΙΣΤΙΚΗ ΒΟΛΗ
Βουτηγμένη στό πένθος ή Ευρυτανία, άπογυμνωμένη, έξακολουθουσε νά βρίσκεται σ’ άποκλεισμό, καθώς έμπαινε ό χειμώνας του 1943 1944. Κατάπινε τά δάκρυά της έγκαρτερούσα στήν πείνα της και τήν κατάντια της. ‘Αλλά ζοϋσε άκόμη μέ τό διαρκή έφιάλτη καινούργιων καταστροφών. Και οί φόβοι της άπεδείχθη πώς δέν ήσαν άδικαιολόγητοι.
Τόν Αύγουστο του 1944 δέχτηκε τήν τελειωτική, τή χαριστική πρέπει νά πούμε βολή. Οί Οδννοι πού καταλάβαιναν πλέον πώς ήσαν χαμένοι και γρήγορα 0άφευγαν άπό τήν Ελλάδα, άντί νά γίνουν κάπως έφεκτικώτεροι, εΐχαν άντιθέτως άποθηριωθή, εισέβαλαν καί πάλιν στήν Εύρυτανία στις 9 Αύγούστου 1944 μέ τρεις φάλαγγες στρατού πού συνεποσουντο σέ 4.000 5.000 άνδρες. Οί δύο άπό τις φάλανγες αύτές ένισχυμένες καί μέ δυνάμεις τών Ταγμάτων άσφαλείας ξεκίνησαν άπό τό Αγρίνιο. Ή μία άκολούθησε τό δρόμο του Κεφαλοβρύσου, έφτασε στόν Προυσσό Εύρυτανίας καί άπ’ έκεΐ ένα τμήμα της έως τό χωριό Δερμάτι. Ή άλλη άκολούθησε τό δρόμο Άγιου Βλασίου Σιδήρων τής Εύρυτανιας έφτασε στήν Επισκοπή καί άπ’ έκεΐ προχώρησε στή Δυτική καί Ανατολική Φραγκίστα καί τέλος στή Βίνιανη. Ή τρίτη φάλαγξ ήταν μηχανοκίνητη καί ξεκίνησε άπό τή Λαμία. Οταν έφτασε στή ‘Ράχη, (δπου τά δρια Φθιώτιδος Ευρυτανίας), τμήμα της προχώρησε πρός τό Κρίκελλο καί άλλο άπό πεζούς γιά τό χωριό Μυρίκη. Τέλος ό κύριος όγκος της πέρασε άπό τά χωριό Λάσπη καί κατέληξε στό Καρπενήσι. ‘Από τό Καρπενήσι τμήματα διάφορα έπέδραμαν σ’ όλα τά γύρω χωριά, Γοργιανάδες, Κορυσχάδες, Βουτύρου, Νόστιμον, Μικρό χωριό, Μεγάλο χωριό, Κλαψί, Μιάρα, Μυρίκη καί Καλεσμένον.
Οί κάτοικοι μόλις τήν τελευταία στιγμή έμαθαν πώς οί Γερμανικές δυνάμεις έχουν πλησιάσει στά δρια τής Εύρυτανίας. Επεκράτησε στά χωριά καί στό Καρπενήσι άφάνταστη σύγχυσι, γιατί ουτε τόν καιρό, άλλά τό σπουδαιότερο, ουτε καί τά μέσα είχαν πλέον ν’ άδειάσουν τά σπίτια των, νά μεταφέρουν καί άποκρύψουν τά πράγματά των. Κι’ αύτό γιατί οί άντάρτες πού είχαν έγκαίρως πληροφορηθή τήν έπικειμένη έπιδρομή είχαν έπιτάξει όλα τά φορτηγά ζώα γιά τις άνάγκες τους καί Ιδίως γιά τή μετακίνησί τους πρός τήν άπομακρυσμένη όρεινή περιοχή τών Αγράφων. Τι νά έκαναν λοιπόν ; ‘Ετοποθετουσαν τά πράγματά των μέσα σέ πρόχειρους λάκκους πού τούς άνοιγαν στις αύλές καί τούς κήπους. Αλλοι καθώς είπαμε τάφηναν έξω άπό τά σπίτια τους. Ετσι έγκατέλειψαν οί περισσότεροι τά πάντα στή τύχη καί σκόρπισαν στά γύρω βουνά γιά νά σώσουν τή ζωή τους. Οί Γερμανοί φυσικά δέν άφησαν λίθον επί λίθου. Σκότωσαν ή καί έκαψαν ζωντανούς δσους βρήκαν μπροστά των, έλεηλάτησαν καί διήρπασαν, έκαψαν καί άνετίναξαν έκκλησίες, μοναστήρια, σχολεία, σπίτια, όλόκληρο τό Καρπενήσι, όλόκληρα χωριά, κατέστρεψαν, ισοπέδωσαν τά πάντα. Εσπειραν δπου πέρασαν άλάτι. Φανήκανε άντάξιοι τών παλαιών προγόνων τους, τών Αλαμανών πού τό όνομά τους είχε προκαλέσει τέτοια φρίκη ώστε νά διαιωνισθή ή άνάμνησίς τους μέχρι τής έποχής μας καί νά λέμε γιά τις πολύ κακές γυναίκες* «αύτή άμα σέ περιλάβη είναι ικανή νά σέ άλαμανίση*.
ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟ
Ακούστε τώρα καί τό συνοπτικό άπολογισμό τής τελευταίας αύτής έπιδρομής τών Γερμανών στήν Εύρυτανία.
Στό Κρίκελλο σκότωσαν τήν Αγγελική ‘Αλεξ. Συγγούνη κι’ έκαψαν άπάνω άπό έκατό σπίτια καί τριάντα άχυρώνες.
Τή Δομνίστα, πού είναι άπέναντι άπό τό Κρίκελλο, τήν κανονιοβόλησαν κι’ έκτος άπό τις άλλες ζημιές πού προξένησαν, σκότωσαν τόν Νικ. I. Παπαδημητρίου καί τραυμάτισαν τις δυό θυγατέρες τοΰ Γεωργ. Αγγελή, τή Νίτσα I. Πανάγου, τήν Αναστασία χήρα ‘Ανδρ. Παπαγεωργίου, τά δυό παιδιά τοΰ ‘ΑΘ. Σταμάτη καί τή Λούλα Ήλ. Παπαγεωργίου.
Στή Μυρίκη έκαψαν ζωντανό τόν Αλέξη I. Παπαδόπουλο έκατοχρονίτη καί σκότωσαν τό Γιάννη Λ. Σακκά έβδομήντα χρονών καί τήν Αλεξάνδρα χήρα Εύαγ. Καντλή έξήντα χρονών. Κατώρθωοαν νά διαφύγουν ώς έκ θαύματος άπό τά χέρια των σχεδόν οί Εύθύμιος Κ. Χινόπωρος καί Γιάννης Γ. Βούλγαρης. Εκαψαν έξ άλλου έξήντα σπίτια, έκατό άχυρώνες μ’ όλο τό περιεχόμενο τους κι’ όλες τις θημωνιές τής πρώιμης έσοόείας. Εβαλαν φωτιά καί στήν ένοριακή Εκκλησία «Αγιος Γεώργιος» άλλ’ εύτυχώς σταμάτησε ή πυρκαϊά καί σώθηκε.
ΤΗταν γραφτό τό άγαπημένο μου χωριό Μυρίκη,. πού άπέχει μιάμιση ώρα άπό τό Καρπενήσι, νά ρημωθή γιά δεύτερη φορά. Τό είχαν κάψει στήν Έπανάστασι του 1821, όπως καί άλλα γειτονικά χωριά, οί Τούρκοι. Ώνομάζονταν τότε «Μικρό—Καστράκι» καί είχε πάνω άπό διακόσιες οικογένειες πού ζούσαν άπό τήν κτηνοτροφία καί τή μετανάστευσι στή Βλαχία καί τήν Κωνσταντινούπολη Υστερα άπό τήν πρώτη καταστροφή πολύ λίγες άπό τις άρχικές οικογένειες πήγαν καί πάλι νά έγκατασταθουν στό χωριό. Οί περισσότερες άπό τις σημερινές οικογένειες προέρχονται κυρίως άπό βλαχοποιμένες σκηνίτες. Στά πρώτα χρόνια μετά τήν άπελευθέρωσι πήρε τόνομα Μύρίση, πού του τόδωκε ό τότε Δεσπότης, πού σέ κάποια έπίσκεψί του στό χωριό ε’ίχε καταμαγευτή άπό τά ώμορφα καί πυκνά έλατοδάση πού τό στεφάνωναν καί τό περιτριγύριζαν, άπό τά πάμπολλα όπωροφόρα δένδρα καί πρό πάντων τις μοσχομηλιές κι’ άπ’ τις άφθονες μυρικιές (άγριοτριανταφυλλιές) πού στόλιζαν τις πλαγιές. Άπό ολο αύτό τό φυσικό κόσμο έβγαινερ:ένα έξαίσιο μεθυστικό άρωμα κι’ έτσι ό Δεσπότης ένεπνεύσθη τό ποιητικό όνομα Μυρίση, πού τό διετήρησε τό χωριό μου ώς τά τελευταία χρόνια. Μέ Διάταγμα του 1927 μετωνομάσθηκε σέ Μυρίκη, άπό τ’ δνομα που σημαίνει ευώδης θάμνος (άγριοτριανταφυλλιά).
Στή Μιάρα, πού κάθε χρόνο στις 29 Αύγούστου τελείται μιά άπό τις ώραιότερες καί πολυπληθέστερες θρησκευτικές πανηγύρεις, έκαψαν οί Γερμανοί τή νεόκτιστη έκκλησία «Αγιος Ιωάννης». Ή εικόνα της είναι θαυματουργός καί οί κάτοικοι τή διέσωσαν. Οταν έφευγαν είχαν τήν πρόνοια νά τήν πάρουν μαζί των. Εκαψαν όλα τά σπίτια, έκτός άπό πέντε, τις άχυρώνες καί τις θημωνιές. Κάηκαν άκόμη καί οί περισσότερες άπό τις άφθονες μωρηές πού στόλιζαν τό ώμορφο αύτό χωριουδάκι.
Στή Λάσπη σκότωσαν τόν Γιάννη Σιαφάκα ή Μακαρέζο, όγδόντα χρονών, καί τήν Παρασκευή χήρα Κ. Μαυροειδή, έκαψαν τήν έπιβλητική ένοριακή έκκλησία «Αγιος Νικόλαος», τό Δημοτικό Σχολείο (άπό τά κτίρια πού κτίσθηκαν μέ τό κληροδότημα του Μεγάλου Εθνικού Εύεργέτου ‘Ανδρ. Συγγρού) καί όλα τά σπίτια του χωριού, έκατόν πενήντα καί πλέον, δπως καί όλες τις άχυρώνες, Τά πάντα δηλαδή μεταβλήθηκαν σέ στάχτη καί έρείπια.
Στό Κλαψί, όπου τό άρχαΐον Κάλλιον, έκαψαν όγδόντα σπίτια—τά περισσότερα άπ’ αύτά άνήκαν σέ φιλοπροόδους μετανάστες κι’ ήσαν κτισμένα μέτή σύγχρονη τέχνη—κι’ άρκετές άχυρώνες.
Στό Μεγάλο Χωριό έκαψαν ζωντανή μέσα ατό σπίτι της τή Μαρία χήρα Κ. Σκοτίδα, όγδόντα χρονών, κι’ όγδονταπέντε σπίτια—πολλά άπ’ αύτά ήσαν μεγάλα καί συγχρονισμένα—τριάντα περίπου άχυρώνες κι’ όλόκληρη τήν άγορά, καθώς καί τό κοινοτικό κατάστημα.
Στό Μικρό χωριό έκαψαν όγδόντα σπίτια, άπό τά καλύτερα καί μεγαλείτερα—άληθινό καμάρι του χωριού—πού χάρις στό φιλοπρόοδο πνεύμα τών ξενητεμένων κατοίκων, βρίσκονταν σέ άρκετη άκμή, κι’ έτσι ύστερα άπ’ δσα διέπραξαν οί Ιταλοί τό Δεκέμβριο του 1942 συμπληρώθηκε ή καταστροφή. Τό Μικρό χωριό ήταν ένα σωστό στολίδι στήν περιοχή τής όνομαστής Ποταμιάς, τήν έφάμιλλη σέ όμορφιά καί φυσικό πλοΰτα γιά να μή πούμε κι’ άνώτερη κι’ άπ’ αύτά τά θεσσαλικά Τέμπη.
Στό Νόστιμο έκαψαν πενήντα περίπου σπίτια κι’ άρκετές άχυρώνες.
Στό Βουτύρου σκότωσαν τό συνταξιούχο δημοδιδάσκσλο Χαράλ. Παπαθανασίου έκατό χρονών γέροντα, πού άποτελοΰσε λσμπρό παράδειγμα στοργικού πατέρα γιατί κατώρθωσε μέ τό γλίσχρο μισθό νά δώση στήν κοινωνία τέσσερις έκλεκτούς επιστήμονας γυιούς. Σκότωσαν έπίσης τή Μαρία Φιλ. Κοντογιάννη όγδόντα χρονών κι’ έκαψαν καί στό ώμορφο αύτό χωριό τής Ποταμιάς έξήντα καί πλέον σπίτια.
Ανέβηκαν καί στή Μονή Κουμάσια δπου έκαψαν καί άνετίναξαν τήν έκκλησία καί τά κελλιά.
Στις Γοργιανάδες σκότωσαν τή Βασιλική χήρα Άνδρ. Ρικοπούλου όγδόντα χρονών πού είχε καταφύγει έκεΐ άπό τό Καρπενήσι γιά νά σωθή κι’ έκαψαν τό Σχολείο, σαρανταπέντε σπίτια καί τις άχυρώνες.
Στό χωριό Κορυσχάδες έκαψαν τό σπίτι μόνο του συμπαθεστάτου δημοδιδασκάλου Παντελή Κσναβοΰ. θά άπορήαητε βέβαια πώς φέρθηκαν στό χωριό αυτό μέ άσυνήθιστη έπιείκεια. Μιά μικρή ιστορία δίνει τήν έξήγησι. Πρό ένός έτους είχε καταφύγει στούς άντάρτες ένας Γερμανός στρατιώτης, προσποιούμενος πώς ήταν άντιχιτλερικός. Οί άντάρτες έδωκαν πίστι καί τόν προσέλαβαν στό σώμα τους καί τόν χρησιμοποιούσαν, ώς έκ τής ειδικότητος πού δήλωσε ότι είχε, στό συνεργείο κατασκευής καί έπισκευής όπλισμοΰ πού λειτουργούσε στις Κορυσχάδες. Δούλευε άφοσιωμένα καί μέ έξαιρετική άπόδοσι, έβριζε τό χιτλερικό καθεστώς κι’ έτσι κανείς δέν τόν ύποπτευότανε. Αλλωστε μέ τόν ϊδιο τρόπο εϊχανε μπή καί πολλοί άλλοι στις τάξεις τών άνταρτών τοΰ ΕΑΜ, Γερμανοί, Ιταλοί, Βούλγαροι καί δέν ξέρω άπό ποιές άλλες φυλές, πού παρουσιάζονταν ώς έχθροί τοΰ φασισμού καί φίλοι τής έλευθερίας. Κάποτε ό Γερμανός αύτός άρρώστησε γιά κάμποσο διάστημα καί οί κάτοικοι τοΰ χωριοΰ πού διακρίνονται γιά τή φιλοξενία τους — δπως καί όλοι κατά κανόνα οί Εύρυτάνες — ιόν περιποιήθηκαν έως δτου έγινε τελείως καλά. Οταν έγινε γνωστό στό χωριό, δτι βάδιζε πρός τό Καρπενήσι Γερμανική φάλαγξ έφυγε κι’ αύτός μαζύ μ’ άλλους τοΰ συνεργείου πρός τό έπάνω άπό τις Κορυσχάδες βουνό. Παραδόξως δμως δταν τμήματα τής φάλαγγος ένεφανίσθησαν στήν περιοχή έκείνη καί σέ άπόστασι όχι μεγαλείτερη τών τριών τετάρτων τής ώρας, άπό τό βουνό στό όποιο είχε καταφύγει, έξηφανίσθη καί δέν χωρεί καμμιά άμφιβολία δτι πήγε στή φάλαγγα. Τό πιθανότερο λοιπόν είναι δτι έπρόκειτο περί κατασκόπου Γερμανοΰ Αξιωματικου, ό όποιος θέλησε νά προστατεύση τό χωριό καί υπέδειξε νά καή μόνο τό σπίτι του Καναβοΰ, γιατί καθώς λέγεται είχε λόγους νά είναι δυσαρεστημένος άπ’ αύτόν. Πρέπει δμως νά προσθέσουμε δτι δέν άφησε νά καή τό υπόλοιπο χωριό, όχι τόσο άπό ευγνωμοσύνη πρός τούς κατοίκους, δσο άπό ύπέρμετρο έγωϊσμό.Γιά ν’ άποδείξη δτι ήταν κατάσκοπος καί δτι σάν τέτοιος, ήξερε νά έξυπηρετεΐ τήν πατρίδα του.
Στό Καλεσμένο γλύτωσε ό συνοικισμός Μοναστηράκι στόν όποΐο δέν πήγαν, στούς δυό άλλους δμως συνοικισμούς έκαψαν άπάνω άπό έξήντα σπίτια καί λεηλάτησαν ό,τι βρήκαν.
Ο ΧΑΛΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΥ
Καί τώρα άς μιλήσουμε γιά τό Καρπενήσι τήν πρωτεύουσα τής Εύρυτανίας, δπου οί καταραμένοι αύτοί Γερμανό Ούννοι δέν άφησαν τίποτε δρθιο. ‘Από τά χίλια περίπου σπίτια καί άλλα κτίρια πού είχαν άπομείνει μετά τήν προηγούμενη έπιδρομή τοΰ Νοεμβρίου 1943, μόνον όκτώ (8) ! διεσώθησαν. Ολα τά άλλα κάηκαν ή άνατινάχθηκαν. Έπί τέσσαρες ήμέρες (10—13 Αύγούστου τοΰ 1944) ειδικά συνεργεία τους έκαιγαν κι’ άνατίναζαν τά κτίρια κι’ έρευνοΰσαν γιά ν’ άρπάζουν ή νά καταστρέφουν, πάν δ,τι είχε κρυβή σε λάκκους ή σέ άλλες κρύπτες. Μέ μιά λέξι τό Καρπενήσι μεταβλήθηκε σέ μιά άληθινή Πομπηία. Οσοι τών κατοίκων δέν μπόρεσαν νά φύγουν ή ένόμισαν δτι δέν έπρεπε νά έγκαταλείψουν τά σπίτια των, βρήκαν οικτρό θάι/ατο. Ό άείμνηστος Αλέξανδρος Φαρμάκης (Φαρμακίδης), άπόστρατος άρχίατρος ένενήντα χρονών, ό όποιος έπί τεσσαρακονταετία όλόκληρη προσέφερε μέ άνιδιοτέλεια τις υπηρεσίες του καί τις γνώσεις του σέ κάθε φτωχό, καθώς καί ή σύζυγος του Ανδρομάχη Άλεξ. Φαρμάκη όγδόντα χρονών κάηκαν ζωντανοί μέσα στό σπίτι των. Ό Άνδρ. Κουσόπουλος, άπόστρατος άξιωματικός άπό του 1895, έκατό χρονών, κάηκε κι’ αύτός ζωντανός. Επίσης ή Ελένη χήρα Άθ. Λιάπη, όγδόντα χρονών καί ή Αγγελική Γιαταγάνα όγδόντα χρονών κάηκαν ζωντανές. Οί Άναστ. ‘Ράτζος όγδόντα χρονών, Γεωρ. Τσαβαλιάς πενήντα χρονών, Μάρθα χήρα Γεωρ. Κλειτσάκη έβδομήντα χρονών, Φωτεινή χήρα Άνδρ. Μαμαλιου έβδομήντα χρονών καί Δημ. Γκούβας τριάντα χρονών έφονεύθησαν.
ΚΕΦΑΛΑ10Ν ΣΤ’.
Η ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ
Άπό τό άλλο μέρος ή φάλαγξ που ξεκίνησε άπό τό Αγρίνιο κι’ έπέδραμε στό δήμο Άρακυνθίων, έκαψε στόν Προυσσό πέντε σπίτια, στήν Καστανιά δύο και στόν Ασπρόπυργο (Άνδράνοβα), τρία. Συγχρόνως έκαμε καί διαρπαγές σέ μικρή δμως κλίμακα. Άλλά τί τό όφελος ! Ή καταστροφή πού έπροξένησε στήν Ιστορική Μονή Προυσσού είναι άπό τις φοβερότερες.
Εκαψε όλα τά μεγαλοπρεπή κτίρια πού χρησίμευαν γιά ξενώνες, στις χιλιάδες τών προσκυνητών πού συνέρρεαν κάθε χρόνο, άπ’ όλα τά μέρη, όλα τά άλλα βοηθητικά κτίρια, μαζί μέ όλατά ύπάρχοντά των, έπιπλα καί παντός είδους άντικείμενα. Άπό τήν ιστορική βιβλιοθήκη τής Μονής καί τά σπάνια καί ιστορικής άξίας κειμήλιά της τίποτε δέν περιεσώθη—έκτός άπ’ τό ιερό έκκλησάκι τής Παναγίας τό κτισμένο μέσα στό βράχο. Άλλά έδώ άλλάζει άρκετά ή σκηνογραφία καί πρέπει να μιλήσουμε μέ περισσότερες λεπτομέρειες.
Ό Προυσσός—πατρίδα του Αναστασίου Άγαθίδου πού διεκρίθη κατόπιν μεταξύ τών Ελλήνων τοΰ Λονδίνου καί χρημάτισε διδάσκαλος τοΰ άειμνήστου Χαριλάου Τρικούπη, πατρίδα άκόμα τοΰ Κώστα Γουβέλη, τοΰ Στρατηγοΰ καί τοΰ Γεωρ. Κονδύλη, πού ξεκίνησε άπό λοχίας τών ευζώνων κι’ έγινε Στρατηγός, Πρωθυπουργός κι’ Άντιβασιλεύς—είναι μιά άξιόλογη κωμόπολη τής Εύρυτανίας—έρχεται πρώτη στόν πληθυσμό μετά τό Καρπενήσι. Άλλά ή δόξα της— ή μεγάλη δόξα της—είναι άλλη. Εχει τήν όμώνυμη Μονή, δπου φυλάσσεται ή θαυματουργός Είκών τής Θεοτόκου. Ή Μονή κτίστηκε στήν έποχή του Θεοφίλου του είκονομάχου, τό 840 άπάνω κάτω μ.χ. καθώς υπολογίζουν οί ιστορικοί της. Υπάρχει δηλαδή άπό χίλια έκατό χρόνια. Καί θεμελιώθηκε όχι κατά τρόπο συνηθισμένο άλλά μ’ένα μεγάλο θαύμα.
Είχε φτάσει στήν Ελλάδα άπό τήν Προΰσσα τής Μικράς Ασίας ό γυιός ένός μεγάλου άρχοντα του τόπου έκείνου μέ τή θαυματουργό εικόνα—έργο κατά τήν παράδοσι του Αποστόλου Λουκά, πού ζωγράφισε έβδομήντα τό όλο εικόνες τής θεομήτορος. Ό θεοσεβής αύτός νέος πήρε τήν εικόνα άπ’ τή Μητρόπολι τής Προύσσης καί κατέφυγε στή Καλλίπολι γιά νά τή σώση. Άλλά έκεΐ ή εικόνα χάθηκε. Τί νά κάμη τότε ; άποφάσισε νά μή έπιστρέψη στή Προυσσα καί κατέληξε στή Νέα Πάτρα—τή σημερινή Υπάτη. Έκεΐ έφτασε κάποτε στ’ αύτιά του, πώς στ’ άπρόσιτα βράχια τής Εύρυτανίας βρέθηκε άπ’ τούς τσοπάνους μιά σπουδαία εικόνα τής Θεοτόκου. Χωρίς νά χάση καιρό ξεκίνησε νά πάη νά έξακριβώση τό πράγμα. Κι’ άπό μονοπάτι σέ μονοπάτι καί κρημνό σέ κρημνό, έφθασε κάποτε έκεΐ πού είναι σήμερα ό Προυσσός. Στήν κορφή ένός φοβερού βαράθρου σέ μιά μικρή σπηλιά εΐχε πραγματικά βρεθή ή Εικόνα. Τήν άνεγνώρισε άμέσως, τήν παρέλαβε μαζύ μέ τόν ύπηρέτη πού τόν συνώδευε κι’ έφυγε πάλι γιά τήν Υπάτη. Άλλά έκεΐ πού κοιμήθηκε στό δρόμο, χάθηκε γιά δεύτερη φορά ή εικόνα.
Εβαλε στό νου του τότε πώς οί ποιμένες πού τήν είχαν βρή, πήγαν και του τήν κλέψανε τή νύχτα καί ξεκίνησε πάλι γιά τήν Εύρυτανία. Οταν όμως έφτασε στά σύνορά της, άκουσε μιά φωνή νά τοΰ λέη πώς ή εικόνα βρίσκεται στήν ίδια θέσι πού άνακαλύφτηκε τήν πρώτη φορά καί νά πάη κι’ αύτός νά μείνη έκεΐ. Υπάκουσε στή μυστηριώδη αύτή φωνή κι’ δταν έφτασε κάποτε στή σπηλιά, έκάρησαν κι’ αύτός κι’ ό ύπηρέτης του μοναχοί, κι’ ό ένας ώνομάστηκε Διονύσιος κι’ ό άλλος Τιμόθεος. Αύτοί οί δύο ήσαν οί πρώτοι ίδρυταί τής Μονής Προυσσοΰ. Ή Μονή άναπτύχτηκε, άπόχτησε κτίρια κτισμένα άπάνω στούς βράχους, έγινε ξακουστή σ’ όλη τήν περιφέρεια γιά τά θαύματα τής θεομήτορος. Στά χρόνια τής σκλαβιάς, κατά τήν έποχή τής Τουρκοκρατίας ήταν ένα άπό τά κρυφά σχολεία τής έλληνικής νεολαίας, πού έξελίχτηκε μάλιστα καί σ’ άνώτερο εκπαιδευτήριο. Στήν έπανάστασι ήταν τό καταφύγιο τοΰ Καραϊσκάκη. Καί κάθε χρόνο στις 23 Αύγούστου γιορτάζεται ή Χάρι Της καί φτάνουν στόν Προυσσό χιλιάδες πιστοί άπ’ όλα τά μέρη τής Ελλάδος. Τελευταία έδώ καί είκοσι χρόνια είχε άποκτήσει ένα μεγαλοπρεπέστατο κτίριο μέ πλήθος άπό κελιά γιά τούς ξένους προσκυνητάς.
ΑΝΤΑΡΤΟΦΩΛΗΑ
Οί άντάρτες μολαταΰτατοΰ Βελουχιώτη τή βρήκαν κατάλληλη γιά στρατόπεδο συγκεντρώσεως τών όμήρων των. Κρατούσαν έκεΐ πολύ κόσμο καί μαζύ μ’ άλλους καί έβδομήντα Εύέλπιδες. Στρατοπεδάρχης ήταν ένας παληός καί φανατικός κομμουνιστής άπ’ τό Καρπενήσι, ό καπετάν Αγησίλαος. Ο καπετάνιος αύτός, θεωρούνταν ένα άπό τά άκαμπτα κι’ άδυσώπητα όργανα τοΰ άγώνα τοΰ ΕΑΜ. Καί μιά μέρα έλαβε τήν τρομερή διαταγή νά έκτελέση τούς έβδομήντα Εύέλπιδας. Τί θάκανε ; Οί σύντροφοι του περίμεναν πώς θάβρισκαν δουλειά. Άλλά αύτός διέψευσε τις προσδοκίες τους. Πήρε τούς έβδομήντα εύέλπιδες—τούς ώδήγησε σ’ ένα άπόμερο μονοπάτι—τά καϋμένα αύτά παιδιά πίστεψαν πώς είχεν έλθει ή τελευταία τους ώρα !—καί άπ’έκεΐ τούς έδιωξε—τούς φυγάδεψε—καί τούς έσωσε.
Οί Γερμανοί, άκολουθώντας τό σύστημά τους, έπρεπε δταν έφτασαν στόν Προυσσό, νά σκοτώσουν έκείνους πού θάβρισκαν στό δρόμο τους καί νά τά κάψουν όλα, δπως έκαμαν παντοΰ. Μολαταΰτα ό Προυσσός καί τό Μοναστήρι του άποτέλεσαν έξαίρεσι καί δέν μεταβλήθηκαν σέ τόπο Γολγοθά.Αρκετοί άπό τούς κακοίκους έμειναν στό χωριό τους κι’ ύποδέχτηκαν τούς Γερμανούς καί τούς περιποιήθηκαν. Κανένας δέν έπαθε. Κάηκαν πέντε σπίτια άνταρτών. Καί δέν σημειώθηκαν παρά μερικές μικρολεηλασίες.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΕ ΑΡΜ !
Υστερα οί Γερμανοί πήγαν στό Μοναστήρι. Ό Διοικητής είπε στούς κατοίκους πού μαζεύτηκαν γιά νά τόν παρακαλέσουν γιά τή Μεγαλόχαρη, πώς είχε ρητή διαταγή νά κάψη τό Μοναστήρι καί δέν μπορούσε νά κάμη άλλοιώς. Τούς έπέτρεψε δμως νά βγάλουν τή θαυματουργό εικόνα άπ’ τό εκκλησάκι της, ποΰταν κτισμένο μέσα στό βράχο γιά νά μή πάθη, άν καί δέν θάβαζε, δπως είπε, φωτιά στήν έκκλησία. Τούς έπέτρεψε άκόμη νά πάρουν καί δ,τι άλλα πολύτιμα ύπήρχαν στήν έκκλησία. Κι’ δταν οί κάτοικοι παρέλαβαν τήν εικόνα καί τήν μετέφεραν, αύτός διέταξε ένα άπόσπασμα πού ήταν παραταγμένο άπέξω στήν έκκλησία καί παρουσίασε δπλα στή Μεγαλόχαρη. Κι’ άκόμη τήν ώρα πού περνούσε ή θαυματουργός εικόνα μπροστά του τόν είδαν μερικοί νά χύνη δάκρυα.
Παρόμοιες έκδηλώσεις μεγαλοψυχίας καί ψυχικής εύγενείας τών Γερμανών δέν έχουμε νά σημειώσουμε πολλές. Ούτε λίγες ϊσως. Πρόκειται για μιά έξαίρεσι έξαιρέσεων ; Γιά μιά άπλή καί τυχαία σύμπτωσι ; Γιά ένα περιστατικό πού πρέπει ν’άποδοθή στήν έξυπνάδα τών κατοίκων ; Η μήπως. … Η μήπως στή θεία χάρι—τή χάρι τής θεομήτορος στήν προκειμένη περίπτωσι—πού μπορεί κι’ αύτά τά άγρια θηρία νά τά ήμερώση ; Μήπως τό ϊδιο δέν συνέβη καί μέ τούς Ιταλούς κατά τήν έπιδρομή του Δεκεμβρίου του 1942 ;
Καθένας άς σκεφθή δπως θέλει. Έμεΐς στό βιβλίο αύτό δέν κάνουμε καμμιά προπαγάνδα, ουτε θρησκευτική ουτε κανενός άλλου είδους. Αναφέρουμε τά περιστατικά δπως άκριβώς συνέβησαν. Ό άναγνώστης άς βγάλη τά συμπεράσματά του.
ΤΕΦΡΑ ΚΑΙ ΕΡΕΙΠΙΑ
Καί τέλος οί Γερμανοί πού εισέβαλαν άπό τόν Αγιο Βλάση στήν Εύρυτανία έκαμαν τέρατα καί σημεία Μόλις βγήκαν άπό τό Αγρίνιο άρχισαν νά καίουν καί νά σφάζουν.
Στό χωριό τή Σαργιάδα, έκτος άπό τά σπίτια πού έπυρπόλησαν, έκαψαν ζωντανή μιά γυναίκα καί τό άνηψάκι της, γιατί ό δυστυχισμένος ό άνδρας της—Π Γουρνάρη τό λένε καί είναι άπ’ τούς καλύτερους νοικοκυραίους του χωριού—μυρίστηκε πώς έπωφθαλμιούσαν αέ άνηθίκους σκοπούς τά κορίτσια του, τά φυγάδευσε κι’ υστέρα κρύφτηκε κι’ ό ϊδιος.
Στόν Κυπάρισσο (Τέροβα) βρήκαν μονάχα ένα γέροντα, τό θ. Ζαφείρη, πού πλησίαζε τά ένενήντσ. Ή μορφή του μέ τήν κάτασπρη γενειάδα του, θύμιζε βυζαντινή άγιογραφία. Τίποτε άπ’ αύτά δμως δέν σταμάτησε τά θηρία του βορρά. Τόν τοποθέτησαν άπάνω στά ξύλα, τόν σκέπασαν μέ πλάκες καί τόν έκαψαν ζωντανό.
Γέμισαν άκόμα οί Γερμανοί τόν τόπο άπό νάρκες καί σκοτώθηκαν πολλοί.
Στόν Αγιο Βλάση έκαψαν όλα τά σπίτια, δέν έμεινε λιθάρι άπάνω σέ λιθάρι, ουτε Εκκλησιά, οϋτε Σχολείο, ουτε τίποτε.
Ή Γερμανική αύτή φάλαγξ έφτασε ώς τή Βίνιανη, σκορπίζοντας τή φρίκη καί τόν όλεθρο. Εκαψε τά Σιδηρά, τό Μαυριά, δπου σκότωσε τήν Καλλιρρόη Β. Καλογερά έξήντα χρονών, τό Παληοχώρι, τό Χαράτσι καί τόν Αη Γιώργη. Τό ιστορικό Σοβολάκου (ό σημερινός Ψηλόβραχος) καί ό ‘Αγαλιανός σώθηκαν κατά περίεργο τρόπο, πού θυμίζει τις κωμικές παρενθέσεις στά δράματα τού Σαίξπηρ. Τόν Ψηλόβραχο πήγαν νά τόν κάψουν δυο Γερμανοί σίρατιώτες. Διέκριναν όμως μακρυά δυό ώπλισμένους χωρικούς πού τούς πέρασαν γιά άντάρτες έμπροσθοφυλακής σώματος. Τούς πυροβόλησαν καί έτράπησαν εις φυγήν. Άπό τό άλλο μέρος οί άντάρτες πυροβόλησαν κι’ έτράπησαν κι’ αύτοί εις φυγήν. Αύτός δέ ό άμφοτεροβαρής πανικός έσωσε τό χωριό καθώς καί τόν Άγαλιανό, πού θάρχότανε άμέσως ύστερα ή σειρά του,
Πρέπει νά σημειώσω έδώ άκόμη δτι σέ πολλά χωριά οί κάτοικοι δταν έφευγαν προνοούσαν κι’ έβγαζαν τά πράγματά τους άπό τά σπίτια, έστω κι’ άν δέν πρόφταιναν νά τά κρύψουν, μέ τήν έλπίδα πώς οί Γερμανοί θάκαιγαν τά σπίτια καί θά λυποΰνταν τά πράγματα. Άλλά ή έλπίδα τους αύτή πού στηρίζονταν στά άνθρώπινα αισθήματα τών Γερμανών, δέν βγήκε ποτέ σχεδόν σωστή, γιατί οί Γερμανοί δέν είχαν άνθρώπινα αισθήματα.
Άπ’ έκεΐ, στήν Επισκοπή, έκαψε πάνω άπό σαράντα σπίτια.
Στή Δυτική Φραγκίστα—πού ήταν κι’ αύτή ένα άπό τά ώμορφότερα καί πλουσιώτερα χωριά τής Εύρυτανίας—έκαψε όλα σχεδόν τά σπίτια, πάνω άπό έκατόν πενήντα καί τό σχολείο.
Στήν Ανατολική Φραγκίστα, άπό τά καλύτερα καί πλουσιώτερα κι’ αύτή, χωριά τής Εύρυτανίας, έκαψε πάνω άπό όγδόντα σπίτια, τήν ένοριακή έκκλησία «Αγιοι Απόστολοι» καί τό Σχολείο, (κτίστηκε μέ κληροδότημα του Άθ. Παπαδοπούλου πού ήταν ντόπιος καί είχε ζήσει καί πλουτίσει στήν Κων)πολι κι’ είχε άφήσει όλη τή μεγάλη του περιουσία γιά άγαθοεργούς σκοπούς).
Στή Βίνιανη, χωριό άληθινά ύπέροχο—οπως τά περισσότερα χωριά τής Εύρυτανίας χάρις στούς πολιτισμένους μετανάστες τους—έκαψε άπό τά άπομείναντα άπ’ τούς Ιταλούς πού έπέδραμαν τό Δεκέμ βριο του 1942, σαρανταπέντε σπίτια, τό Σχολείο καί δώδεκα άχυρώνες.
Σ’ όλα τά χωριά πού άναφέραμε οί Γερμανοί άνακάλυψαν δσα πράγματα είχαν κρύψει οί κάτοικοι καί άλλα έκαψαν, κατέστρεψαν, άλλα—τά πολυτιμότερα τά κουβάλησαν μαζί τους στή Λαμία καί στό Αγρίνιο. Ετσι λοιπόν τό πολυτραγουδημένο Καρπενήσι καί τά ώμορφότερα χωριά τής Εύρυτανίας πού ήταν τό στόλισμά της καί τό καμάρι της, μέ τά ώμορφα, τά πλούσια καί χαριτωμένα σπίτια τους καί τό μαγευτικό φυσικό τους περιβάλλον, είναι τώρα σωροί άπό στάχτη καί ερείπια. Οί μόχθοι καί οί ιδρώτες γενεών όλοκλήρων έξανεμίστηκαν.
ΕΠΗΡΑΝ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
Ή έπιδρομή αύτή, του Αύγούστου 1944 τών Γερμανών βάσταξε 8-10 μέρες. Ολο αύτό τό διάστημα οί κάτοικοι τής Εύρυτανίας βρήκαν καταφύγιο στά γύρω βουνά, χωρίς νά μπορέσουν οί περισσότεροι νά πάρουν μαζύ τους ουτε άκόμα καί τό άπαραίτητο ψωμί. Οσοι πάλι έτυχε να έχουν άλεύρι καί τό πήραν μαζί τους, δέν τολμούσαν ν’ άνάψουν φωτιά γιά νά ψήσουν ψωμί ή κάποιο πρόχειρο φαγητό άπ’ τό φόβο νά μή τούς καταλάβουν οί Γερμανοί καί τούς κτυπήσουν μέ τό πυροβολικό τους, τούς ολμους καί τά πολυβόλα, πού δούλευαν νύχτα μέρα. Υστερα άπό τή δεύτερη, τήν τρίτη τό πολύ μέρα, άρχισε φυσικά νά τόν θερίζει τόν κόσμο ή πείνα. Σ’ όλα τά πρόσωπα ήταν ζωγραφισμένη ή άπελπισία. Ό φόβος, ή κούρασι, ή άϋπνία, οί στερήσεις έξουθένωναν καί τούς πιο δυνατούς. Προ πάντων τά μικρά παιδιά σου ράγιζαν τήν καρδιά. Εμοιαζεν όλος αύτός ό κόσμος, μάλλον μέ φαντάσματα πού ξεπήδησαν άπό κανένα κοιμητήριο.
Εκτός άπ’ αύτά, οί διαρκείς μετακινήσεις τούς σκόρπισαν κι’ είχε χάσει ή μάννα τό παιδί καί τό παιδί τή μάννα. Πολλές φορές μέλη τής ϊδιας οικογενείας άκολουθούσαν διαφορετικές κατευθύνσεις καί δέρνονταν παντέρημα μέσα σέ πλαγιές, σέ χαράδρες καί σέ δάση μέ συντροφιά τούς λύκους καί τά τσακάλια. Οσοι πάλι είχαν γιδοπρόβατα, τ’ άφησαν στήν τύχη τους κι’ έτσι άδέσποτα πολλά χάθηκαν καί τό πιό χειρότερο, κατάστρεψαν ένα μεγάλο μέρος άπ’τήν όψιμη καλλιέργεια.
Ήταν εύτύχημα πού σ’ όλο αύτό τό διάστημα καί γιά πολλές μέρες μετά τήν έπιδρομή, έπεκράτησε καλοκαιρία, γιατί άλλοιώς τά θύματα θά ήταν πολύ περισσότερα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ’.
ΑΙΩΝΙΑ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Σάν έφυγαν οί γερμανικές φάλαγγες οί κάτοικοι γύριζαν στά ρημαγμένα χωριά, στό Καρπενήσι, κι’ άντίκρυζαν μέ βουβό πόνο τά έρείπια. Τά σπίτια τους καί τό κάθε τι πού είχαν, μέ τά όποΐα τούς συνέδεαν άναμνήσεις, κόποι, οικονομίες, χαρές, λύπες, όλόκληρη ζωή, είχαν γίνει πειά στάχτη. Στόν Αγιο Βλάση ένας άληθινά χριστιανός, ό γερο-Στράτος ό Χασανιάς δταν άντίκρυσε τά έρείπια τής έκκλτισίας τοΰ Κάτω Αγιου Βλάση έπεσε κάτω άπό συγκοπή καί ξεψύχησε.
Πολλοί περισσότεροι άπό δέκα χιλιάδες άνθρωποι είχαν καταδικασθή νά ζήσουν πειά άστεγοι, γυμνοί, ξυπόλυτοι καί νηστικοί, σάν άληθινοί τρωγλοδύτες. Τό κρΰο δέν τούς άφηνε πουθενά νά σταθοΰν. Οί άρρώστειες άρχισαν νά πριονίζουν άλύπητα τήν ΰπαρξί τους—ποΰ νά βροΰν γιατρούς καί φάρμακα;
Ή βάσιμη έλπίδα πώς θά συντριβή πειά διά παντός ή μεγάλη δύναμις τοΰ Γερμανού κατακτητοΰ, μπροστά στήν άκαμπτη δύναμι τών Συμμάχων, μπροστά στόν άκατάβλητο ήρωϊσμό τών Αγγλων, στή χειμαρρώδη προέλασι τών Ρώσσων καί στή μοναδική όρμή τής περίλαμπρης Αμερικανικής Δημοκρατίας— στόν Κολοσσό αυτόν ισχύος καί Τιτάνα φιλελευθέρου πνεύματος—καί πώς ή Ελλάδα γλήγορα θά έλευθερώνονταν, κρατοϋσε άσβεοτο τό κανδύλι τής ζωής, τής βυθισμένης στό πένθος και τή δυστυχία και τήν άποκαρτέρησι Ευρυτανίας. Δύο στρατιωτικές άποστολές μία Αγγλική καί μία Αμερικανική έφτασαν υστέρα άπό λίγες μέρες κι’ έδωκαν «χείρα βοηθείας».
Οί Εύρυτανες χρεωστούμε αιώνια εύγνωμοσύνη στούς μεγάλους μας συμμάχους, τούς Αμερικανούς καί τούς Αγγλους. Χωρίς τή βοήθειά τους ένα σωρό κόσμος θά ύπέκυπτε. Εφεραν προ πάντων μέ τά άεροπλάνα τους φάρμακα. Καί διέθεσαν πολλές λίρες γιά νά προμηθευτούμε σιτάρι, έργαλεΐα ύλοτομίας κ.λ.π. Ιδρυσαν παιδικά συσσίτια καί προσωρινό νοσοκομείο, στό χωριό Μουζήλου κι’ άργότερα στό Μαραθιά καθώς καί ιατρεία.
‘Αλλά Πώς μπορεί νά λείψη άπ’ τόν τόπο μας τό άλλά; Πρέπει νά τό όμολογήσουμε ; γιά ντροπή μας, βέβαια, μά νά τό όμολογήσουμε, γιατί δέν ώφελεΐ σέ τίποτε νά κρυβόμαστε άπ’ τόν έαυτό μας—οι άλλοι μας ξέρουν πολύ καλά. Οί λίρες πού έδωκαν οί άποστολές γιά τό σιτάρι καί τά έργαλεΐα, έκαμαν οί περισσότερες φτερά. Τίποτε σοβαρό δέν έγινε. Κι’ ό κόσμος μέσα στό κρύο καί τά χιόνια έμεινε 5οτΐ5 Ιει βεΐΐθ έίιοίΐε, καθώς λένε οί Γάλλοι—μέ μπάτσες στρώματα καί σκέπασμα τόν ούρανό κατά τό δημοτικό μας τραγούδι.
Γι’ αύτό άπό τις πρώτες μέρες τοΰ χειμώνα 1944— 1945 δσοι δέν είχανε ποΰ τήν κεφαλήν κλΐναι, σχημάτισαν καραβάνια πού ξεχύθηκαν στή Λαμία, στό Αγρίνιο, στήν ‘Αθήνα. Γνωστοί νοικοκυραίοι, οικογένειες παληές καί σεβάσμιες κατάντησαν σάν άθίγγανοι πού χτυπάνε τις ξένες πόρτες και ζητάνε σε πολιτείες και σέ χωριά βοήθεια.’Αλλά οί ξένες πόρτες δέν άνοίγουν εύκολα «δταν ή χρεία τις κρουταλεΐ», καθώς τό λέει κι’ ό έθνικός μας ποιητής. Τό Εύρυτανικό δράμα συνεχίζεται. Τό Κράτος δέν μπόρεσε νά κάμη εως τώρα τίποτε τό άξιόλογο. Κι’ άν έλειπε ό Ερυθρός Σταυρός κι’ άν έλειπαν άκόμα—δοκιμάζω μεγάλη ευτυχία πού μου δίνεται ή ευκαιρία νά τό διακηρύξω έδώ—οί Εύρυτάνες της Αμερικής και γενικά οί Ελληνες τής Αμερικής» πού έδωκαν τό σύνθημα τής συνεισφοράς γιά τή βοήθεια πού μάς ήρθε άπ’ έξω και στάθηκαν άπ’ τήν άρχή ώςτό τέλος άκούραστη και άνεξάντλητη πηγή τής βοήθειας πού μάς έρχονταν άπ’ εξω, ή Ευρυτανία δέν θά υπήρχε ‘ίσως πειά, θ’ άποτελοΟσε σήμερα μιά άπλή γεωγραφική έκφρασι.
Βέβαια πολλά άπ’ δσα έχουν σταλή δέν έφτασαν στόν προορισμό τους. Εκείνοι πού έβαλαν βέβηλο χέρι σέ πράγματα ή σέ χρήματα, πού προορίζονταν ή προορίζονται ν’ άνακουφίσουν μιά τέτοια δυστυχία θά έχουν τήν κατάρα του θεού και τής Πατρίδος — κατάρα τήν όποια θ’ άπαγγείλη κι’ ή φωνή του νόμου κι’ ή φωνή των τάφων — και θά εμπνέουν ένόσω ζουν, τον άποτροπιασμό σέ κάθε τίμιο Εύρυτάνα—σέ κάθε τίμιο άνθρωπο.
Οπωσδήποτε ή Ευρυτανία ζή — ύπάρχει. Τά τέκνα της θά δείξουν και στά έργα τής ειρήνης τήν ϊδια άοάμαστη καρτερία, τήν ϊδια κι’ άπαράλλακτη ήρωϊκή διάθεσι πού έδειξαν και στήν ώρα του κινδύνου, στό Μέτωπο κι’ υστέρα στούς σκοτεινούς χρόνους τής δοκιμασίας.
ΚΑΛΛΙΤΕΡΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ .. .
Εντολοδόχοι τών τριακοσίων του Λεωνίδα και τών τριακοσίων του Μάρκου Μπότσαρη και συνεχισταί της ιστορίας αυτών, οι άπαράμιλλοι τσολιάδες της Ευρυτανίας ώρμησαν τόν Όκτώβριο του 1940 στό άκουσμα του Εθνικού της Πατρίδος σαλπίσματος προς τό θάνατο. Ή Ελλάδα μας, ή αιώνια αυτή κοιτίδα του πολιτισμού άπό την όποία πανύψηλο έβλάστησε τό δένδρο της έλευθερίας διεκήρυξε στόν κόσμο όλόκληρο δτι «θέλει νά ζήση και θά ζήση». Κι’ έπεσαν μέχρι τά τέλη Απριλίου του 1941 στόν έξάμηνο άνισο άγώνα της Ελλάδος τών έπτά έκατομμυρίων και τών Ίταλο Γερμανο-Βουλγάρων τών έκατόν πενήντα έκατομμυρίων δεκάδες χιλιάδες Ελληνες, οί όποιοι προσέφεραν έαυτούς ολοκαύτωμα στόν ιερό βωμό τοΰ προς τήν Πατρίδα, Ελευθερία, και τόν πολιτισμό καθήκοντος. Δεν ηύτύχησαν οί άθάνατοι αυτοί ήρωες νά ϊδουν τόν ήλιο της τελειωτικής νίκης και έλευθερίας άνατέλλοντα και διαλύοντα, τά πυκνά και έρεβώδη της σκλαβιάς νέφη και τις σιδηρένιες άλυσίδες του τυραννικοί) ζυγου θραυόμενες. Εσπειραν πρώτοι μέ τό αίμα των τόν γλυκύ τής έλευθερίας σπόρο, άλλά δεν επέζησαν νά ϊδουν τούς θαλερούς καρπούς των, άναβλαστάνοντας και τό φοίνικα άπό τή στάχτη άναγεννώμενο. Μαζί μέ τούς τελευταίους πεσόντας ήρωϊκώς Ελληνας πολεμιστάς, πέφτει, ύποδουλώνεται μπροστά στήν κτηνώδη υπεροχή, ισχύ και βία τών Ουνων όλόκληρη ή Ελλάδα. Γονατίσαμε κάτω άπό τό βάναυσο πέλμα τών χειρότερων βαρβάρων τυράννων, άπ’ όσους άναφέρει ή παγκόσμια ιστορία. Ή ζοφερή νύχτα τής δουλείας σκέπασε όλόκληρη τήν Ελληνική γή. Σφαγαί, τουφεκισμοί, λιμοί, διωγμοί, στρατόπεδα καί κάθε είδους ταπεινώσεις κι’ έξευτελισμοί, ήσαν ή τροφή του Ελληνικού λαοΰ πού ύποδουλώθηκε. Κάτω άπό τό σκότος δμως τής δουλείας έφεγγε άκοίμητο τό έλληνικό πνεύμα, ή έλληνική ψυχή. Εζη μέ τή πίστι δτι «πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς, πάλι δικά μας θάναι». Καί στήν πραγματοποίησι τοΰ ώραίου τούτου ίδανικοΰ, άκατάβλητος ό Ελληνικός λαός, συγκέντρωσε όλες τις προσπάθειές του καί συνέχισε τόν άγώνα άντιστάσεως κατά τών κατακτητών, ένα άγώνα τραχύ καί σκληρό. Στό έρεβος τής δουλείας καί τής κάθε είδους πρ οπαγάνδας καί τρομοκρατίας, έβλεπε μέ τά μάτια τής ψυχής του, όλόφωτο τόν πολιτικό άστέρα τής νίκης. Τό φλογερό αίσθημα, τήν άσβεστη δίψα γιά τήν άπόκτησι τής έλευθερίας ένεσάρκωνε καί πάλι, στό παλλόμενο άπό πατριωτισμό θούριο τοΰ Ρήγα:
«Καλύτερα μιας ώρας έλεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά καί φυλακή».
Βροντοφώνησε ό Ελληνικός λαός στά πέρατα τής οικουμένης, τό έρρέτω ή Ελλάδα σέ συντρίμματα καί τέφρα παρά νά καταντήση ζώσα σ’ έξουθένωσι. Παρά νά κύπτη δειλή καί νά σφογγίζη τις Γερμανοϊταλοβουλγαρικές λόγχες γιά ν’ άποπλύνη αύτές, άπό αίμα έλληνικό. Παρά νά κρατή ταπεινή ίκέτις τά κράσπεδα τοΰ μανδύα τοΰ Γερμανοΰ δεσπότου, δούλη, εύτελής κι’ άνελεύθερη, δούλη τών δούλων αύτοΰ Ιταλών καί Βουλγάρων. Δέν θά έκυπτε ουτε θά κύψη ποτέ ή Ελλάς σ’ έκεΐνους πού χλευάζουν τήν ισοπολιτεία καί δίκαιοσύνη Σ’έκείνους πού λείχουν τά χείλη των λαίμαργα, γιά τόν καταβροχθισμό παντός ο,τι λέγεται δίκαιο καί έλευθερία. Δικαιοσύνη άνάμεσα στούς λαούς ζητεί ή Ελλάς καί ύπέρ τής δικαιοσύνης θά μάχεται πάντοτε. Σέ τέτοιους άγώνες ούδέποτε πτοήθηκε άπό τούς καπνούς τών πυροβόλων καί τις λάμψεις τών λογχών. Άνάμεσα στούς καπνούς άναγεννήθηκε πάντοτε καί ή λάμψι τών λογχών ύπήρξε τό άκτινωτόν αύτής. Άνάμεσα στούς καπνούς καί τις λόγχες πέρασε, ύψουμένη, πίπτουσα κι’ άνεγειρομένη, πάντοτε παλαίουσα, πάντοτε άδάμαστη, ήρωϊκή, μικροτέρα στή δύναμι τών όπλων, ύπερτέρα στή δύναμι τής ψυχής, σ’ εύγένεια ιδέας. Σέ φαράγγια, σέ βουνά, σ’ αιθέρες καί σέ θάλασσες άκούστηκαν πάντοτε παιάνες νικών καί θριάμβωνΤό σύνολο της είναι πνεύμα, θάμβος, ήρωϊσμός, τόνος γλυκύς στήν όλη άρμονία τοΰ κόσμου. Ή γέννησί της αύγή προόδου τής άνθρωπότητος, ό μακραίων βίος της πάλη ύπέρ τοΰ άγαθοΰ, ύπέρ τοΰ καλοΰ, ύπέρ τοΰ δικαίου. Καί τά συντρίμματα τών πτώσεών της, πολιτισμού άστέρες κι’ αύτά. Γέννημά της ό πολιτισμός, γέννημα καί θρέμμα της ή έλευθερία. Τρόπαια ήρωϊσμών τά βουνά της, κάτοπτρον θριάμβων τά πελάγη της. Καί τών δασών της ή μουσική καί τών κυμάτων της ό φλοίσβος, ύμνος πρός τήν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ καί τή ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.
39.003233
21.713769