Μάχη του Μαραθώνα (12 Σεπ. 490 π.X)


Μετά την καταστολή της εξεγέρσεως των Ιώνων της Μικράς Ασίας (495 π.Χ.) ο βασιλιάς Δαρείος, άνδρας με εξαίρετα διοικητικά-οργανωτικά προσόντα και σπάνιες αρετές, αποφάσισε να αναμιχθεί ενεργά στα Ελληνικά πράγματα. Με πρόφαση την τιμωρία των Ελλήνων για την πυρπόληση των Σάρδεων, αλλά και ενσαρκωτής της οφειλόμενης ασιατικής εκδικήσεως κατά των Αθηναίων και των Ερετριέων, για τη συνδρομή τους εκείνη προς τους Ίωνες, έστειλε την άνοιξη του 492 π.Χ. κατά της Ελλάδας, ισχυρή πεζική και ναυτική δύναμη υπό το γαμπρό του στρατηγό Μαρδόνιο.Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, καθώς ο στόλος του παρέπλεε τον Άθω, ξέσπασαν θυελλώδεις βορεινοί άνεμοι και σφοδρή θαλασσοταραχή μετέτρεψε σε ναυάγια τριακόσια φοινικικά πλοία.

 Ταυτόχρονα, η πολεμική θρακική φυλή των Βρύζων με νυκτερινή ενέργεια προκάλεσε βαριές απώλειες στο Στρατό, που συνολικά έφθασαν τους 20.000 άνδρες. Μπροστά στην αναπάντεχη αυτή συμφορά, πληγωμένος και ο ίδιος ο Μαρδόνιος, υποχρεώθηκε να διακόψει την εκστρατεία και να επιστρέψει άπρακτος στην Περσία.

Χωρίς να αποθαρρυνθεί ο Δαρείος για την άτυχη έκβαση της πρώτης εκείνης εκστρατείας, διέταξε νέες σοβαρότερες προετοιμασίες. Συμβουλευόμενος τον άλλοτε τύρρανο των Αθηνών και κατόπιν πολιτικό πρόσφυγα Ιππία, γιο του Πεισιστράτου, αποφάσισε την συγκρότηση ισχυρής ναυτικής αρμάδας, ικανής να πλεύσει από τα Μικρασιατικά παράλια, δια των νήσων του Αιγαίου στον όρμο του Μαραθώνα και αφού αποβιβάσει στρατό και Ιππικό να συντρίψει τους Αθηναίους σε επιτόπου αναμέτρηση ή συνενούμενος με τους κατοίκους της περιοχής του Μαραθώνα – άλλοτε πολιτικούς οπαδούς του Πεισιστράτου και του ίδιου του Ιππία – να βαδίσει εναντίον της Αθήνας, να την πυρπολήσει και να εξανδραποδίσει τους κατοίκους της.

Αρχηγοί της επιχειρήσεως ορίσθηκαν ο Μήδος Δάτις και ο Πέρσης Αρταφέρνης, ενώ ο Ιππίας ακολουθούσε ως πολιτικοστρατιωτικός σύμβουλος και σύνδεσμος προς τους ολιγαρχικούς Αθηναίους που τυχόν θα συντάσσονταν με αυτόν, μόλις θα πληροφορούνταν την άφιξή του στον Μαραθώνα.

Με αυτές τις φιλοδοξίες οι Πέρσες αρμάτωσαν εξακόσιες τριήρεις και με τη συνοδεία περισσότερων μεταγωγικών αλλά και ιππαγωγών πλοίων ξεκίνησαν από τη Σάμο για να τιμωρήσουν όσους είχαν αρνηθεί άλλοτε να δώσουν «γη και ύδωρ», αλλά κυρίως τους Ερετριείς και πάνω από όλους τους Αθηναίους για τους γνωστούς λόγους. Προηγήθηκε η Νάξος, τους κατοίκους της οποίας εξανδραπόδισαν. Μετά κατέστρεψαν όσα νησιά βρίσκονταν στο δρομολόγιό τους, εκτός από τη Δήλο την οποία ο Δάτις σεβάστηκε ως ιερό νησί μετά από εντολή του Δαρείου. Κατόπιν κατέλαβαν τη Μύκονο, την Τήνο, την Άνδρο, την Κάρυστο και την Ερέτρια.

 Στο μεταξύ οι Αθηναίοι που παρακολουθούσαν την πορεία του Περσικού στόλου, υποδέχθηκαν το άγγελμα της αποβάσεως στο Μαραθώνα, έτοιμοι ηθικά, διοικητικά και στρατιωτικά. Είχαν μόλις πριν από ένα μήνα ολοκληρώσει μέσα στις νόμιμες ημερομηνίες τις δημοκρατικές αρχαιρεσίες των «ενιαυσίων αρχόντων» από τις οποίες είχε αναδειχθεί «επώνυμος άρχων» ο Φάνιππος και πολέμαρχος ο Καλλίμαχος ο Αφιδναίος. Μεταξύ των δέκα στρατηγών εκτός από το Μιλτιάδη και τον Αριστείδη, ήταν και ο Στησίλαος του Θρασύλου και ο Θεμιστοκλής του Νεοκλή (σύμφωνα με τον Πλούταρχο). Επίσης, με κλήρο όπως όριζαν οι Νόμοι, είχε ορισθεί και η σειρά της Πρυτανείας των Φυλών με πρώτη την Αιαντίδα. Με το άγγελμα της αποβάσεως των Περσών στο Μαραθώνα, η Βουλή και ο Δήμος ψήφισαν χωρίς καθυστέρηση την έξοδο του στρατού. Παράλληλα, οι στρατηγοί, ενώ ακόμα βρίσκονταν στην πόλη, έστειλαν στη Σπάρτη τον ταχυδρόμο Φειδιππίδη για βοήθεια. Κατόπιν, δέκα χιλιάδες βαριά οπλισμένοι Αθηναίοι – χίλιοι από κάθε φυλή – ακολουθούμενοι από ισάριθμους υπηρέτες «ψιλούς», ξεκίνησαν και ακολουθώντας τις διαβάσεις του Πεντελικού, πέρασαν μετά από σύντονη πορεία στην πεδιάδα του Μαραθώνα.

 Περιγραφή του Πεδίου της Μάχης

Η πεδιάδα του Μαραθώνα, όπου έγινε η ομώνυμη μάχη, είναι παραλιακή, επίπεδη, σε σχήμα ημισελήνου, με μήκος εννέα περίπου χιλιόμετρα και μέσο πλάτος τρία χιλιόμετρα. Στο βόρειο άκρο ορίζεται από το ακρωτήριο του Μαραθώνα «Κυνός Ουρά» και στα νότια από το ακρωτήριο του Αγίου Ανδρέα. Περίκλειστη από υψώματα των ορεινών όγκων Πάρνηθας και Πεντελικού (Δρακονέρα-Σταυροκοράκι-Κοτρώνι-Αγριλίκι) επικοινωνεί με την ενδοχώρα με τις παρακάτω οδεύσεις:

  1. Τη μεταξύ του όρους Σταυροκοράκι και ΜεγάλουΈλους προς Κάτω Σούλι (Τρικόρινθος) και Ραμνούντα.
  2. Τη μεταξύ του όρους Αγριλίκι και του όρους Κοτρώνι προς Βράνα-Σταμάτα.
  3. Τη μεταξύ του όρους Κοτρώνι και του όρους Σταυροκοράκι προς Μαραθώνα-Οινόη-Σταμάτα.
  4. Τον παραλιακό δρόμο από Προβάλινθο-Άγιο Ανδρέα-Πικέρμι-Παλλήνη-Σταυρό.

Στο ανατολικό μέρος της πεδιάδας, νότια της Δρακονέρας και σε αρκετή έκταση, από τα ανατολικά προς τα δυτικά, υπήρχε εκείνη την εποχή βάλτος με έλη και άλλος μικρότερος στο δυτικό τμήμα, ανατολικά της Προβαλίνθου. Στο μέσο περίπου και δυτικά από το μεγάλο έλος, έρεε ο χείμαρρος Χάραδρος και βορειοδυτικά του μεγάλου έλους υπήρχε η νεροπηγή Μακαρία που χρωστούσε το όνομά της στη μυθολογική κόρη του ήρωα Ηρακλή.

Ο Κόλπος του Μαραθώνα ομαλός, αβαθής και αμμώδης επιτρέπει άνετη προσόρμιση σε οποιοδήποτε σημείο της παραλίας. Η χερσόνησος «Κυνός Ουρά» προφυλάσσει από τη σφοδρότητα των ανατολικών ανέμων και κάνει ασφαλέστερο το αγκυροβόλιο στο κοντινό της χερσονήσου δυτικό τμήμα του κόλπου.

Τέλος, η πεδιάδα σε όλη την έκτασή της διακόπτεται από μικρές, αθέατες κυρίως χαραδρώσεις-παγίδες, οι οποίες δυσχεραίνουν κατά τη διεξαγωγή του αγώνα τους ελιγμούς και την τήρηση των οργανικών δεσμών των τμημάτων, καθώς και επίσης την επέλαση Ιππικού και την ανεμπόδιστη κυκλοφορία μεταγωγικών.

 Δυνάμεις και Διάταξη των Περσών

Μετά την άλωση της Ερέτριας, ο περσικός στόλος δηλαδή πληρώματα φοινικικά και βίαια στρατολογημένοι Ίωνες και Αιολείς, κατέπλευσε στο Μαραθώνα γεμάτος από Πέρσες, Σάκες, Μήδους, Λυδούς, Κάρες, Λυκίους, Κίλικες, Αιγυπτίους, Ασσυρίους, Αιθίοπες κτλ. και άρχισε την απόβαση. Το περσικό ιππικό είχε 1.000 περίπου ιππείς.

Με τη βεβαιότητα που έδινε η αριθμητική υπεροχή, το ανομοιογενές εκείνο έμψυχο δυναμικό, παρουσίαζε υψηλό ηθικό, στηριζόμενο κυρίως στο μέχρι τότε αήττητο του Πέρση, του Σάκα και του Μήδου οπλίτη και στη άγνοια εναντίον ποιού στρατού εκστράτευε αυτή τη φορά. Το περσικό πεζικό υστερούσε σε τακτική και ο οπλισμός του για αγώνα σώματος με σώμα ήταν πολύ κατώτερος του αθηναϊκού. Η πανοπλία ενός Αθηναίου οπλίτη περιλάμβανε τη μεταλλική ασπίδα, το χάλκινο κράνος, το θώρακα (αποτελούμενο από δύο χάλκινα μέρη, ένα για το στήθος και την κοιλιά και ένα για την προστασία της πλάτης), το μακρύ ξύλινο δόρυ, με σιδερένιες τις άκρες (αιχμή και σαυρωτήρα) και το κοντό αμφίστομο ξίφος που τοποθετημένο σε κολεό, κρεμόταν από τον ώμο με αορτήρα.

 Απέναντι στον Αθηναίο οπλίτη ο Πέρσης παρουσιαζόταν με λεπτό λεπιδωτό θώρακα από σίδερο και στον ώμο είχε αναρτημένη μικρή ξύλινη ασπίδα «το γέρρο», όπως λεγόταν. Από τον ώμο, επίσης, αναρτούσε τόξο και μεγάλη φαρέτρα γεμάτη καλαμένια βέλη. Ακόμα, στο δεξιό μέρος της ζώνης έφερε μάχαιρα και στο χέρι κρατούσε μικρό ακόντιο. Τέλος, στο κεφάλι φορούσε την κυρβασία, ένα κάλυμμα υφασμάτινο ή δερμάτινο, το οποίο όμως άφηνε ουσιαστικά απροστάτευτο το κεφάλι και στα πιο ήπια χτυπήματα.

 Εκεί που υπερτερούσε το περσικό πεζικό ήταν στο εκηβόλο όπλο δηλαδή το τόξο, με το οποίο μπορούσε να χτυπήσει από απόσταση μέχρι και 150 μέτρα και με την πυκνότητα και ταχυβολία του να προκαλεί σημαντικές απώλειες, αποδιοργανώνοντας τον επερχόμενο αντίπαλο, πριν φθάσει σε αγώνα σώματος με σώμα.

Δυνάμεις και Διάταξη των Ελλήνων

Οι Αθηναίοι έφθασαν στην παλιά πόλη του Μαραθώνα τις πρωινές ώρες της επόμενης μέρας της αποβάσεως και στρατοπέδευσαν στο βορειοδυτικό τμήμα της πεδιάδας, κοντά στο τέμενος του Ηρακλή. Δύο ή τρεις μέρες αργότερα, αναφέρθηκε από τους ημεροσκόπους της Πάρνηθας, ότι από εκεί και τη Δεκέλεια φάνηκαν να έρχονται χίλιοι Πλαταιείς με τον Αείμνηστο, σε βοήθεια των Ελλήνων.

Μόλις στρατοπέδευσαν Αθηναίοι και Πλαταιείς, οι Πέρσες που κατείχαν το ανατολικό τμήμα της πεδιάδας, προώθησαν το πεζικό τους δυτικά του χειμάρρου Χάραδρου, και με το ιππικό μπροστά παρατάχθηκαν και ετοιμάσθηκαν για μάχη. Οι Αθηναίοι όμως δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση αυτή, αλλά οχυρωμένοι στο ξύλινο περιτείχισμα που κατασκεύασαν με σύσταση του Μιλτιάδη, γυμνάζονταν και ταυτόχρονα προστατεύονταν από τυχόν αιφνιδιαστική εχθρική ενέργεια. Την πέμπτη μέρα από την άφιξή τους στο Μαραθώνα, έφερε ο Φειδιππίδης την απάντηση των Σπαρτιατών, η οποία έλεγε ότι σύμφωνα με τα θρησκευτικά τους έθιμα, δεν μπορούσαν να εκστρατεύσουν πριν από την πανσέληνο αλλά μετά, (η σελήνη τη στιγμή της αναφοράς εκείνης ήταν 9 ημερών) θα προσέτρεχαν αμέσως σε βοήθεια. Μετά την απάντηση των Σπαρτιατών ο Μιλτιάδης πρότεινε στο συμβούλιο των στρατηγών την άμεση δράση. Πέντε από τους 10 στρατηγούς με εμπνευστή τον ίδιο, ψήφισαν να δοθεί αμέσως η μάχη. Οι άλλοι πέντε όμως στρατηγοί υποστήριξαν ότι θα ήταν φρονιμότερο να περιμένουν και την άφιξη των Σπαρτιατών. Μπροστά σ’ αυτή την ισοψηφία, ο Μιλτιάδης κατέφυγε στον πολέμαρχο Καλλίμαχο που σύμφωνα με το νόμο σε περιπτώσεις ισοψηφίας είχε δικαίωμα ψήφου στο συμβούλιο των στρατηγών. Με λόγια ζεστά, πατριωτικά και τονίζοντας μεταξύ άλλων ο Μιλτιάδης πως η ελευθερία της Αθήνας εξαρτιόταν πλέον από εκείνον, πέτυχε να προσεταιρισθεί τον Καλλίμαχο και να γείρει έτσι την πλάστιγγα υπέρ των απόψεών του. Κατόπιν, σύμφωνα με πρόταση του συνετού Αριστείδη, όλοι οι στρατηγοί παραχώρησαν τη μέρα της στρατηγίας τους στο Μιλτιάδη, δείγμα παραδοχής της ανωτερότητάς του στην πολεμική τέχνη και της γνώσης του γύρω από την τακτική των Περσών, με τους οποίους είχε γνωρισθεί καλά από την εποχή που ήταν κυβερνήτης της Θρακικής χερσονήσου.

Στο μεταξύ ο Μιλτιάδης παρόλο πού είχε την έγκριση του συνόλου των στρατηγών και του Πολέμαρχου, αντί να προχωρήσει στην αναμέτρηση με τους Πέρσες, την οποία επιδίωκε, την ανέβαλλε συνεχώς, μέχρι που έφθασε η μέρα της νόμιμης στρατηγίας του. Όλες αυτές τις μέρες μελετούσε προσεκτικά τις κινήσεις και τη διάταξη του περσικού στρατού. Είχε να αντιμετωπίσει και να επιλύσει προβλήματα όπως, η αριθμητική υπεροχή του εχθρού σε πεζικό, η πυκνότητα των εχθρικών τοξευμάτων και η παρουσία ισχυρής ιππικής δυνάμεως.

Σχέδια Περσών

Οι Πέρσες που αποβιβάσθηκαν στο Μαραθώνα υπολογίζονται από τους πιο έγκριτους ιστορικούς σε 44.000-55.000 άνδρες πεζικού και 1.000 ιππείς.

Το σχέδιο του Δάτι, στηριγμένο στην αριθμητική υπεροχή σε πεζικό, στη μονοπώληση της παρουσίας και κυριαρχίας της ιππικής του δυνάμεως στην πεδιάδα, αλλά και στη δυνατότητα εκτελέσεως στρατηγικών ελιγμών με το στόλο ή συνδυασμένων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων αντιπερισπασμού, προέβλεπε τη συντριβή του αθηναϊκού στρατού στη βουνόκλειστη πεδιάδα του Μαραθώνα και κατόπιν από την ξηρά και τη θάλασσα, ενισχυόμενος και από το Διάκριο, όπως διαβεβαίωνε ο Ιππίας, θα ενεργούσε κατά των Αθηνών για την πυρπόλησή τους και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων.

Οι Πέρσες παρατάχθηκαν σε μέτωπο 1.600 μέτρων, δυτικά του ποταμού Χάραδρου, παράλληλα με την ακτή και 200 περίπου μέτρα ανατολικά του Τύμβου, στηρίζοντας το αριστερό τους στο Μικρό Έλος και το δεξιό τους στα μεσημβρινά κράσπεδα του όρους Σταυροκοράκι. Δεξιά των Περσών ήταν Αιγύπτιοι-Σύροι-Αιθίοπες, Κάρες κτλ., αριστερά τους ήταν οι Μήδοι και το κέντρο κατείχαν Πέρσες και Σάκες, κατανεμημένοι ομοιόμορφα σε βάθος 40-50 ζυγών, ενώ απείχαν από την αθηναϊκή παράταξη περίπου 1.500 μέτρα.

Σχέδια Ελλήνων

Το Σχέδιο και η Ιδέα ενέργειας των Αθηναίων γέννημα της μεγαλοφυΐας του Μιλτιάδη, προέκυψε μετά από βασανιστική μελέτη, σύγκριση, διασταύρωση και συνεκτίμηση στοιχείων και πραγμάτων, όπως χώρου, μέσων, αναλογιών σε συσχετισμό με την ποιότητα, τις αρετές και την τακτική του αντιπάλου, τις οποίες γνώριζε πολύ καλά από το παρελθόν ο Μιλτιάδης.

Για να εξισώσει το μήκος της παρατάξεως του με εκείνης των Περσών, ώστε να αποφύγει με κάθε τρόπο την υπερκέραση από το Ιππικό και για να εξοικονομήσει δυνάμεις, αποβλέποντας στην εξουδετέρωση των αρίστων του περσικού στρατού, ο Μιλτιάδης παρέταξε το στράτευμά του σε μέτωπο 1.600 μέτρων περίπου με δεξιό στήριγμα τους βορεινούς πρόποδες του όρους Αγριλίκι και αριστερό τα μεσημβρινά άκρα του όρους Σταυροκοράκι όπως παρακάτω:

  1. Δεξιό Κέρας: Απέναντι από το αριστερό των Περσών (Μήδοι) σε μέτωπο 500 μέτρων, τάχθηκαν 4 φυλές (125 μέτρα η κάθε μία) σε βάθος οκτώ ζυγών και πρώτη κατά σειρά τάξεως την Αιαντίδα φυλή με τον Πολέμαρχο Καλλίμαχο, «τιμής ένεκεν», γιατί κάθε Πολέμαρχος καταλάμβανε τιμητικά και ηγούνταν στο άκρο δεξιό της αθηναϊκής παρατάξεως, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους.
  2. Κέντρο: Απέναντι από το Περσικό Κέντρο (Πέρσες, Σάκες) σε μέτωπο 500 μέτρων, τάχθηκαν δύο φυλές (250 μέτρα η κάθε μία) σε βάθος τεσσάρων ζυγών, η Λεοντίδα με το Θεμιστοκλή και Αντιοχίδα με τον Αριστείδη.
  3. Αριστερό Κέρας:Απέναντι από το Δεξιό των Περσών (Αιγύπτιοι, Αιθίοπες, Σύροι, Κάρες κτλ.) σε μέτωπο 625 μ. περίπου, τάχθηκαν τέσσερις φυλές και 1.000 Πλαταιείς του Αειμνήστου (125 μ. η καθεμιά), σε βάθος οκτώ ζυγών και τελευταία στην τάξη την Οινηίδα Φυλή, όπου και ο Μιλτιάδης, ενώ το άκρο αριστερό παραχωρήθηκε τιμητικά στους Πλαταιείς.

Ολόκληρο τον ελιγμό του και την προσδοκώμενη νίκη, στήριζε ο Μιλτιάδης στην κατανομή των δυνάμεων όπως την περιγράψαμε παραπάνω, ενώ έλαβε σοβαρά υπόψη του την απειλή από τα εχθρικά τοξεύματα και γι’ αυτό το σκοπό είχε γυμνάσει τους οπλίτες του στο ξύλινο περιτείχισμα για πολλές ημέρες, στη νέα τακτική της δρομαίας εφόδου.

Με βάση τα πιο πάνω και με δεδομένη τη μη συμμετοχή τελικά της περσικής ιππικής δυνάμεως, που φορτώθηκε στα πλοία των Περσών, ίσως για να χρησιμοποιηθεί σε επιχείρηση αντιπερισπασμού, η ιδέα ενέργειας του Μιλτιάδη διατυπώθηκε ως εξής:

  1. Προέλαση για τη λήψη της επαφής, χωρίς χαλάρωση των δεσμών, βαθμιαία αυξανόμενη, εξελισσόμενη τελικά σε δρομαία έφοδο, στα τελευταία 150 μ., με σκοπό να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες από τα τοξεύματα του εχθρού.
  2. Με την έναρξη του «εκ του συστάδην αγώνα», τακτική υποχώρηση του ασθενούς αλλά ελαστικού Κέντρου, για τον εφελκυσμό του έναντι Περσικού Κέντρου, προς την κατεύθυνση των νοτιοδυτικών καταπτώσεων του όρους Κοτρώνι και το ξύλινο περιτείχισμα δίπλα στο Ηράκλειο Τέμενος.
  3. Ισχυρή ορμητική κρούση με το Δεξιό και Αριστερό κατά των αντίστοιχων εχθρικών ακραίων πτερύγων για την πλήρη διάσπαση των οργανικών τους δεσμών και απώθηση, χωρίς όμως να ακολουθήσει τη νίκη μεγάλης εκτάσεως καταδίωξη. Κατόπιν με επιτόπου αναστροφή (δηλαδή ο τελευταίος ζυγός γίνεται πρώτος και ο πρώτος τελευταίος) ταχεία συνένωση των δύο αυτών νικηφόρων άκρων και με ενιαία διοίκηση και παράταξη βάθους οκτώ ζυγών, άμεση προσβολή των νώτων του διώκοντος την Αντιοχίδα και Λεοντίδα Φυλή, Περσικού Κέντρου, για την πλήρη αποδιοργάνωση και εξόντωσή του. Μετά, με το σύνολο των δυνάμεων συνεχής καταδίωξη του εχθρού που υποχωρεί άτακτα, για την παρεμπόδιση επιβιβάσεως στα πλοία και πυρπόληση του στόλου του.
  4. Μετά την αναμενόμενη, όπως παραπάνω, νίκη, ετοιμότητα ταχείας κινήσεως με όλες τις δυνάμεις εκτός Αντιοχίδας Φυλής, για την προάσπιση κάθε μέρους της Αττικής, που μπορούσε τυχόν να απειληθεί με απόβαση, από τον εχθρικό στόλο που έφευγε.
  5. Σε περίπτωση διαπιστώσεως απόπειρας πλεύσεως του εχθρικού στόλου προς το Φάληρο ή άλλο λιμάνι της Αττικής, θα δίνονταν σήματα με αντανάκλαση του ηλιακού φωτός πάνω στις ασπίδες, από ταγμένους γι’ αυτό το σκοπό ημεροσκόπους, από τα υψώματα Πεντελικού και Πάρνηθας. Τέλος, η περισυλλογή λαφύρων και φρούρηση των αιχμαλώτων, μετά τη μάχη, προβλεπόταν να γίνει από την Αντιοχίδα Φυλή, που θα παρέμενε στο πεδίο μάχης, μέχρι νεότερης διαταγής.

 Διεξαγωγή της Μάχης

Την 9η προς 10η ημέρα από την είσοδο του αθηναϊκού στρατού στην πεδιάδα και ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή η παρουσία του Περσικού Ιππικού αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που είχε να επιλύσει ο Μιλτιάδης, έφθασαν στις προφυλακές αυτόμολοι Ίωνες και ανέφεραν πως από την αυγή είχε αρχίσει η επιβίβαση του Ιππικού στα πλοία.

Ήταν φανερή η πρόθεση των Περσών να συγκρατήσουν εκεί τον αθηναϊκό Στρατό και, πιστεύοντας πως θα εύρισκαν ανυπεράσπιστη την Αθήνα, αποφάσισαν αιφνιδιαστικά να ενεργήσουν απόβαση από την κατεύθυνση του Φαλήρου για την κατάληψή της. Ο Μιλτιάδης εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία της απουσίας του Ιππικού από την πεδιάδα και χωρίς καθυστέρηση συγκέντρωσε και παρέταξε το στράτευμα. Κατόπιν, περιερχόμενος τις γραμμές των κατάφρακτων Αθηναίων και Πλαταιέων, έδινε τις τελευταίες ενθαρρυντικές συμβουλές σε εκείνους που τον ατένιζαν με θαυμασμό και εμπιστοσύνη, τονίζοντας ιδιαίτερα πως μόνο η δρομαία έφοδος, στην οποία τους είχε εκπαιδεύσει, μπορούσε να τους προστατεύσει από τα εχθρικά τοξεύματα και να τους φέρει σώους με τις καλύτερες προϋποθέσεις μπροστά από την εχθρική παράταξη για να συνεχίσουν τον αγώνα εκ του συστάδην.

Κατόπιν, μόλις η καθιερωμένη από τον Πολέμαρχο θυσία φάνηκε αίσια και δόθηκε από τον Αρχιστράτηγο Μιλτιάδη το σύνθημα για την έναρξη, αντήχησε ο πολεμικός παιάνας, σήμαναν οι σάλπιγγες, προτάθηκαν οι ασπίδες και η φάλαγγα εξόρμησε σαν χείμαρρος, κατατρώγοντας το διάστημα των οκτώ σταδίων (8×185=1.480 μέτρα) που τη χώριζαν από τον εχθρό με απόλυτη τάξη και αυστηρή τήρηση των οργανικών δεσμών.

 Βλέποντας τους οι Πέρσες να επέρχονται δρομαίοι χωρίς ιππικό και χωρίς τοξότες, νόμισαν στην αρχή πως τους είχε καταλάβει τρέλλα, και από τη μιά τους θαύμαζαν από την άλλη όμως τους λυπόντουσαν, γιατί κατά την άποψή τους, τους περίμενε αφανισμός. Έτσι, αρχικά απόρησαν με τον ταχύ βηματισμό, στη συνέχεια θορυβήθηκαν με την προοδευτική επιτάχυνση και τέλος όταν ο ταχύς βηματισμός είχε εξελιχθεί σε ορμητικό κύμα και λαιλαπώδη έφοδο, το θαυμασμό τους διαδέχθηκε ταραχή, σύγχυση και φόβος. Κατόπιν χιλιάδες βέλη σκέπασαν τον πρωινό ουρανό, χωρίς όμως να προκαλέσουν σοβαρές απώλειες, ακριβώς λόγω της ταχύτητας με την οποία διανύθηκε η κρίσιμη απόσταση και επειδή πολλά από τα βέλη προσέκρουσαν στο χαλκό της θωρακίσεως και το μέταλλο των ασπίδων των ανδρών που επέλαυναν.

 Η Μάχη στο Μαραθώνα διήρκεσε πολύ και έγινε με πείσμα και σφοδρότητα και από τα δύο μέρη. Στην αρχή οι οπλίτες της αριστερής και δεξιάς πτέρυγας με τους Μιλτιάδη και Καλλίμαχο ήταν λιγότεροι, υπερτερούσαν όμως σε ηθικό, πολεμική τέχνη και οπλισμό. Έσπασαν την πεισματώδη αντίσταση των ακραίων εχθρικών πτερύγων, έκαμψαν τους πρώτους ζυγούς, ανέτρεψαν αυτούς που ακολουθούσαν πίσω και τελικά, αφού κατέσφαξαν όσους αντιστέκονταν, τους υποχρέωσαν σε άτακτη φυγή προς την παραλία, χωρίς όμως και να τους καταδιώξουν για αρκετό χρονικό διάστημα, όπως είχε αρχικά αποφασισθεί στη σχεδίαση.

Την ίδια στιγμή, το Κέντρο των Αθηναίων στην επιτυχία του υποχωρητικού ελιγμού, του οποίου είχε βασισθεί ολόκληρο το σχέδιο, συμπτυσσόταν με τάξη, μαχόμενο και παρασύροντας τους διώκτες του στην κατεύθυνση του Ηρακλείου. Βλέποντας την αίσια αυτή εξέλιξη ο Μιλτιάδης, διέταξε την αναστροφή των νικητριών πτερύγων και την άμεση συνένωσή τους στο χώρο που άφησαν οι Πέρσες και οι Σάκες του Περσικού Κέντρου, ώστε με αμιγή παράταξη να πληγεί αυτό από τα νώτα με τη βοήθεια και των μέχρι εκείνη τη στιγμή διωκόμενων Αθηναίων της Λεοντίδας και της Αντιοχίδας Φυλής. Η σύγκρουση που επακολούθησε υπήρξε σφοδρή και αποφασιστική για την έκβαση της μάχης του Μαραθώνα. Οι Πέρσες μετά από πεισματώδη αντίσταση τράπηκαν σε φυγή προς τα πλοία, ενώ όσοι εμποδίσθηκαν τράπηκαν προς τα έλη και αποδεκατίσθηκαν. Η καταδίωξη στην τελευταία φάση, εξελίχθηκε σε νέο αγώνα στην παραλία, όπου οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να πυρπολήσουν τα πλοία ή να τα αιχμαλωτίσουν και οι Πέρσες αγωνίζονταν έντρομοι να σώσουν τη ζωή τους.

 Αποτελέσματα

Στην τελευταία αναμέτρηση, έπεσε γενναία μαχόμενος ο πολέμαρχος Καλλίμαχος και ο στρατηγός Στησίλαος του Θρασύλου. Εκεί, επίσης έπεσε και ο Κυναίγειρος του Ευφορίωνος, αδελφός του ποιητή Αισχύλου, ο οποίος επίσης έλαβε μέρος στη μάχη εκείνη και του έκοψαν με τσεκούρι το χέρι όταν προσπαθούσε να συγκρατήσει ένα περσικό πλοίο.

Την είδηση στην Αθήνα έφερε τραυματισμένος οπλίτης[2] , ο οποίος διέτρεξε την απόσταση Μαραθώνας – Αθήνα, περίπου 40 χλμ, φέροντας τον οπλισμό του. Μόλις έφτασε στην αγορά ανήγγειλε «Χαίρετε, νενικήκαμεν» και ξεψύχησε. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος καθιερώθηκε ο γνωστός, ανά την Οικουμένη «Μαραθώνιος Δρόμος», άθλημα των Ολυμπιακών Αγώνων (42.185 μέτρα).

 Στη μάχη του Μαραθώνα έπεσαν 192 Αθηναίοι, 11 Πλαταιείς και αριθμός δούλων, οι οποίοι για πρώτη φορά πολέμησαν. Για τη θυσία των παραπάνω τους οποίους οι Αθηναίοι έθαψαν με μεγάλες τιμές σε 3 ξεχωριστούς ομαδικούς τάφους (τύμβους) στήθηκαν μαρμάρινες στήλες, μία για κάθε φυλή, με τα ονόματα των πεσόντων, ενώ ο ποιητής Σιμωνίδης ο Κείος, αφιέρωσε στη μνήμη τους το ακόλουθο επίγραμμα:

     « Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν »

Μετά τη μάχη με διαταγή του Μιλτιάδη, έμεινε στο Μαραθώνα ο Αριστείδης με την Αντιοχίδα Φυλή για τη φύλαξη των αιχμαλώτων και των λαφύρων και ο ίδιος επικεφαλής του υπόλοιπου στρατού αναχώρησε αμέσως για το Φάληρο, διότι ειδοποιήθηκε από τους ημεροσκόπους του Πεντελικού όρους (με λάμπουσα στις ηλιακές ακτίνες ασπίδα) ότι ο περσικός στόλος απέπλευσε με κατεύθυνση την Αθήνα.

Στη συνέχεια ο αθηναϊκός στρατός έφτασε στο Κυνόσαργες, τη στιγμή που οι Πέρσες αρμένιζαν ανοικτά του Φαλήρου. Όταν όμως οι Πέρσες βεβαιώθηκαν ότι οι Αθηναίοι ήταν πάλι έτοιμοι για αναμέτρηση, αποθαρύνθηκαν και απέπλευσαν πίσω στη Ασία. Από τους Πέρσες έπεσαν στη μάχη του Μαραθώνα 6.400 άνδρες, μεταξύ των οποίων και ο Δάτις, ενώ είναι άγνωστος ο αριθμός των αιχμαλώτων για την ύπαρξη των οποίων γράφει ο Πλούταρχος. Εξάλλου οι Πέρσες έχασαν 7 πλοία τα οποία αιχμαλώτισαν οι Αθηναίοι.

Διαπιστώσεις – Συμπεράσματα

Η νίκη στο Μαραθώνα, σταθμός για την ανθρωπότητα που απαλλάχθηκε τότε από τη μάστιγα της ασιατικής βαρβαρότητας, τιμάται στους νεότερους χρόνους παγκόσμια με την επανάληψη του άθλου του τραυματισμένου οπλίτη, που πάνοπλος διέτρεξε την απόσταση Αθήνα Μαραθώνα για να φέρει το άγγελμα της νίκης στους συμπατριώτες του.

Αναμφισβήτητα, κορυφαία υπήρξε η παρουσία του Μιλτιάδη στο Μαραθώνα. Η ακτινοβολία της προσωπικότητάς του και η αναγνωρισμένη ανωτερότητά του στα πολεμικά θέματα, τον έκαναν ίνδαλμα και ηγετική φυσιογνωμία, μεταξύ των συμμαχητών του στρατηγών, αξιωματικών και οπλιτών, ώστε από αυτό το γεγονός να προκύπτει σαφώς η αρχή της εμπιστοσύνης στον ηγήτορα. Στη μάχη του Μαραθώνα εμφανίζονται οι πιο κάτω Αρχές του Πολέμου:

  1. Οικονομία Δυνάμεων
  2. Συγκέντρωση δυνάμεων
  3. Επιθετικό πνεύμα
  4. Γνώση του χαρακτήρα του αντιπάλου

Επίσης κρίνεται ως ιδιαίτερης σημασίας η εφαρμογή του επιθετικού ελιγμού του Μιλτιάδη, που μπορεί να διατυπωθεί ως «διπλή δια των ακραίων πτερύγων υπερκέραση και κύκλωση». Ο ελιγμός αυτός επαναλήφθηκε αργότερα από τον Αννίβα στις Κάννες, τον Μπλύχερ στο Βατερλώ, τον Μόλτκε στο Σεντάν, τον Χίντεμπουργκ και τον Λούντεντορφ στις Ματζουριανές λίμνες, τον Αϊζενχάουερ στη μάχη της Γαλλίας κτλ.

 Οι Πέρσες δεν γνώριζαν εναντίον ποιών ανδρών εκστράτευαν. Το μόνο για το οποίο ήταν βέβαιοι, ήταν ότι θα πολεμούσαν με κατώτερο αριθμητικά εχθρό. Με ηγέτες έναν Πέρση και ένα Μήδο, όλο εκείνο το μωσαϊκό εθνών που ακολουθούσε, υπάκουε στους «επί πάσι»[3] που το έσπρωχναν προς τα εμπρός ραβδιζόμενο, χωρίς ιδανικά, χωρίς ηθικά ερείσματα, χωρίς συναίσθηση του καθήκοντος, χωρίς σεβασμό, πίστη και εμπιστοσύνη στις ικανότητες του αρχιστράτηγου. Απέναντι στο ασιάτη επιδρομέα, οι Αθηναίοι με συνείδηση σφυρηλατημένη πάνω στο νομοθετικό έργο του Σόλωνα και του Κλεισθένη, είχαν πλήρη επίγνωση του αγαθού της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Είχαν παρακολουθήσει στο πρόσφατο παρελθόν το έργο του Φρυνίχου «Μιλήτου άλωσις», γνώριζαν καλά συνεπώς τι θα σήμαινε ήττα και γι’ αυτό, υπερήφανοι, αλύγιστοι, με επίγνωση της ανάγκης της θυσίας, βάδιζαν με τους ήχους των σαλπίγγων και τη μελωδία του πολεμικού παιάνα προς τον εχθρό, αδιαφορώντας για τα ποσοτικά ή υλικά μεγέθη του αντιπάλου.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Σύμφωνα με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 295-6, η μάχη έγινε στις 13 ή 14 Αυγούστου 490 π.Χ.

[2] Το όνομα του Μαραθωνομάχου είναι άγνωστο. Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει τίποτε. Κατά τον Πλούταρχο πρόκειται για τον Ευκλέα ή το Θέρσιππο.

[3] Στον τελευταίο ζυγό κάθε τάξεως οι Πέρσες τοποθετούσαν τους ανδρειότατους. Αυτοί θεωρούνταν φόβητρο των δειλών και κολαστές των απροθύμων (Ξενοφ. «Κύρου Παιδεία», ΣΤ, ΙΙΙ, 25).


Discover more from Θεματα Στρατιωτικης Ιστοριας

Subscribe to get the latest posts to your email.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.