Περί της ιστορίας


ΩΣ ιστορία νοείται η χρονική εξέλιξη κάθε γεγονότος, ιδιαίτερα των γεγονότων που συνδέονται µε την ανθρώπινη δράση. Aκόµη πιο συγκεκριμένα, ιστορία είναι η επιστήµη που επισκοπεί με χρονολογική σειρά τα γεγονότα που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, βασισμένη στην κριτική εξέταση του υλικού που προσφέρουν οι πηγές, αναλύοντας και ερµηνεύοντας την αιτιώδη σχέση τους.

Η γραπτή έκθεση των γεγονότων ονοµάζεται ιστοριογραφία. Έχει λογοτεχνικά γνωρίσµατα, αφορά γεγονότα του παρελθόντος ή σύγχρονα και βασίζεται στην παράδοση, στην προσωπική εµπειρία και στην κριτική έρευνα. Η αξία κάθε έργου ιστοριογραφίας εξαρτάται από την αντικειµενικότητα και την αξιοπιστία του συγγραφέα, όσο και από την τέχνη της γραφής του.

Eτυµολογικά η λέξη ιστορία προέρχεται από το αρχαίο ρήµα οίδα, που σήµαινε γνωρίζω, όχι όµως µε βάση τις αισθήσεις -αυτό το δήλωνε το ρήµα γιγνώσκω-, αλλά µε βάση την αναζήτηση της πληροφορίας και την έρευνα. Γι’ αυτό εξάλλου ιστορώ σήµαινε µαθαίνω ερευνώντας, ερευνώ, επιδιώκω τη γνώση Συγγενές είναι και το ουσιαστικό ίστωρ = γνώστης. Γνώση λοιπόν είναι η ιστορία και γνώση που προσφέρουν η επίµονη έρευνα και η κρίση. Aυτά ακριβώς τα στοιχεία διαφοροποιούν την ιστορία από τη µυθολογία και την καθιστούν επιστήµη. Συνεκδοχικά η γραπτή αναφορά σε γεγονότα του παρελθόντος ονοµάστηκε επίσης ιστορία, µόνο που δεν πρόκειται για απλή αφήγηση, αλλά και για αναζήτηση των σχέσεων αιτίου – αποτελέσµατος. Aρκετά µεταγενέστερα η λέξη άρχισε να δηλώνει κυρίως το αφήγηµα και στον προφορικό λόγο ακόµη και ένα απλό περιστατικό. Λόγω της σηµασιολογικής τη περιεκτικότητας και σαφήνειας η λέξη ιστορία, όπως και πολλές άλλες ελληνικές, διαδόθηκε µέσω της Λατινικής σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες – αγγλικά history, ιταλικά storia, γαλλικά histoire κ.ά.

Πατρίδα της ιστορίας είναι η Ελλάδα, δεν είναι όµως οι Έλληνες οι πρώτοι που ενδιαφέρθηκαν για την καταγραφή γεγονότων και την προβολή τους µέσα στον χρόνο. Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι, Ασσύριοι, Χετταίοι Πέρσες ηγεµόνες συνήθιζαν να απαθανατίζουν τα ένδοξα έργα τους σε µνηµειώδεις επιγραφές ή σε έγγραφα που φυλάσσονταν στα αρχεία τους και σε ναούς Συνήθως οι διάδοχοι κατέστρεφαν τα στοιχεία αυτά για να αποφύγουν τον ανταγωνισµό των προκατόχων τους, όσα όµως σώζονται είναι αρκετά για να ανασυγκροτήσουµε τα ονόµατα και τις εποχές δυναστειών και βασιλέων. Αυτή είναι και η αξία των κειµένων αυτών που δεν εξελίχθηκαν καθόλου στο πέρασµα πολλών αιώνων. ∆εν περιέχουν λεπτοµέρειες ούτε ειλικρινείς πληροφορίες για τα γεγονότα, ενώ εκείνοι που θα µπορούσαν να τα αξιοποιήσουν και να συνθέσουν µια συνεχή ιστορική αφήγηση δεν ενδιαφέρθηκαν.

Εκαταίος Μιλήσιος και Ηρόδοτος

Έτσι τα σκήπτρα της ιστοριογραφίας τα πήραν και τα κράτησαν για αιώνες οι Έλληνες. Στον Όµηρο (8ος αι. π.Χ.) βρίσκουµε τα πρώτα σπέρµατα της ιστορίας, ειδικά την ένταξη των γεγονότων σε χρονική συνέχεια και την αλληλεξάρτησή τους. Αλλά σε καµιά περίπτωση τα οµηρικά έπη δεν µπορούν να θεωρηθούν ιστοριογραφικά έργα. Το µεγάλο βήμα έγινε το 6ο αι. π.Χ. από τους Ίωνες λογογράφους µε κυριότερο εκπρόσωπο τον Εκαταίο τον Μιλήσιο. Με φιλοµαθές και κριτικό πνεύµα οι λογογράφοι συνέλεξαν πλούσιο γενεαλογικό. εθνογραφικό και γεωγραφικό υλικό, καθιέρωσαν τον πεζό λόγο αντί του ποιητικού και, το πιο σηµαντικό, ξεπέρασαν -πράγµα καθόλου εύκολο- τη µεταφυσική αντίληψη του παρελθόντος, βάζοντας στη θέση του µύθου τη λογική. Ακολουθώντας αυτήν την οδό αλλά και χαράζοντας νέα, δική του, ο Ηρόδοτος (485-425 π.Χ.) από την Αλικαρνασσό γίνεται τον επόµενο, «χρυσό» αιώνα, ο πρώτος ιστορικός του κόσµου. Η ζωηρή περιέργεια που του κληροδότησε η ιωνική πατρίδα του και το σοφιστικό πνεύµα της Αθήνας, όπου έζησε για κάποια χρόνια, σφραγίζουν όλο του το έργο. Προσπάθησε να δώσει επιστηµονικές ερµηνείες στα γεγονότα, χρησιμοποίησε την αυτοψία, έλεγχε τις πληροφορίες του, είχε το χάρισµα της λογοτεχνικής γραφής. Αντιµενο της ιστορίας του είναι κυρίω   οι εκστρατείες των Περσών κατά των Ελλήνων Αυτή η στροφή στο πρόσφατο παρελθόναποτελεί σηµαντική καινοτοµία του Ηροδότου. Πολυταξιδεµένος και φιλοπερίεργος όµως, δεν περιορίστηκε στους Μηδικούς Πολέµους, αλλά στις λεγόµενες παρεκβάσεις του διακόπτει την ιστορική αφήγηση και καταχωρίζει πλήθος γεωγραφικών και εθνολογικών πληροφοριών ή διανθίζει το έργο του µε τις λεγόµενες νουβέλες , σύντοµες αφηγήσεις καθαρά λογοτεχνικού χαρακτήρα. Οι παρεκβάσεις συναρπάζουν τον αναγνώστη, τον διδάσκουν και του προσφέρουν µια πληρέστερη άποψη των πραγµάτων, έχουν όµως το µειονέκτηµα ότι τον δυσκολεύουν να παρακολουθήσει την πορεία των γεγονότων. Από το έργο του δεν απουσιάζουν και κάποιες υπερβατικές εξηγήσεις περιστατικών τύχη, µοίρα, ζηλοφθονία των θεώνκαι η χρονολόγηση δεν είναι συστηµατική. Αλλά οι αδυναµίες αυτές, αναπόφευκτες εξάλλου σε ένα πρώτο στο είδος του έργο, δεν επισκιάζουν την ανεκτίµητη προσφορά του Ηροδότου, που δίκαια ονοµάστηκε από τον Ρωµαίο πολιτικό Κικέρωνα «Πατέρας της Ιστορίας».

Σύγχρονος, αλλά νεώτερος από τον Ηρόδοτο είναι ο Ελλάνικος ο Μυτιληναίος, του οποίου το έργο σώζεται αποσπασµατικά. Επιχείρησε κάτι πρωτότυπο: να καταρτίσει έναν χρονολογικό πίνακα παγκόσµιας ιστορίας επεξεργαζόµενος τις ιστορικές πηγές. Εγκαινίασε επίσης µε την «Ατθίδα» του -ιστορία της Αθήνας- την επιστηµονική µονογραφία, τη συγγραφή δηλαδή της ιστορίας και των θεσµών µιας πόλης.

Ο Θουκυδίδης

Οι αρετές της Iστορίας βρίσκονται συγκεντρωµένες όλες µαζί και στον ύψιστο βαθµό στην αυστηρά επιστηµονική ιστορία του Θουκυδίδη. ∆ιεισδυτικότητα, αµεροληψία, πληρότητα, γλωσσική ευφυΐα έδωσαν στην ανθρωπότητα ένα πολύτιµο «κτήµα ες αεί» – έτσι ήθελε ο Θουκυδίδης την ιστορία του, αιώνιο αγαθό. Γεννηµένος στην Aθήνα στα µέσα του 5ου αι. π.X. επηρεάστηκε από τα ιδεολογικά ρεύµατα της εποχής κι έγινε ο κυριότερος εκπρόσωπος του ελληνικού ορθολογισµού. O µόνος εξωλογικός παράγοντας στην ιστορία που αναγνωρίζει ο Θουκυδίδης είναι η τύχη.

O άνθρωπος δη µ ιουργεί την ιστορία του κι εκτός από αυτόν µόνο κάποια φυσικά φαινόµενα (επιδηµίες, σεισοί, καταιγίδες) µπορούν να επηρεάσουν την πορεία των γεγονότων. Στον άνθρωπο βρίσκονται και οι αιτίες του πολέµου, που είναι το συµφέρον και η αναζήτηση του κέρδους και της δύναµης. Aυτά είναι σύµφυτα στον άνθρωπο και εκδηλώνονται µε παραλογισµό, όταν οι συνθήκες το ευνοούν. Kι αυτό, κατά τον Θουκυδίδη, θα γίνεται πάντα όσο η φύση του ανθρώπου θα παραµένει ίδια.

Tο µοναδικό έργο του αφορά τον Πελοποννησιακό Πόλεµο (431-404 π.X.), που ξέσπασε ανάµεσα στην Aθήνα και στη Σπάρτη και συµπαρέσυρε σχεδόν όλο τον ελληνικό κόσµο της εποχής. ∆υστυχώς ο θάνατος δεν άφησε τον Θουκυδίδη να ολοκληρώσει το έργο του, αλλά αυτό που άφησε πίσω του αρκεί για να αξιολογήσουµε την ιστορική του µεγαλοφυΐα

Kατόρθωσε πράγµατι να δηµιουργήσει ένα έργο διαχρονικής και διατοπικής αξίας και δεν είναι µόνο η δύναµη των ίδιων των γεγονότων, αλλά και ο τρόπος µε τον οποίον αυτά εκτίθενται. Bασικός στόχος του Θουκυδίδη είναι η εξακρίβωση της αλήθειας και από αυτό το πνεύµα διαπνέεται όλη του η προσπάθεια. Πρώτ’ απ’ όλα εφαρµόζει αυστηρά επιστηµονικές µεθόδους στη συγκέντρωση του υλικού. Ταξιδεύει, ρωτά αυτόπτες µάρτυρες, εξετάζει πεδία µαχών, διασταυρώνει πληροφορίες, ερευνά έγγραφα κι αρχεία. Για τα γεγονότα του απώτερου παρελθόντος δεν µπορεί να χρησιµοποιήσει τη µέθοδο της αυτοψίας, γι’ αυτό καθιερώνει τη χρήση λογικών µεθόδων, όπως τα λογικά και πιθανά (εικότα), τις ενδείξειςαποδείξεις (σηµεία ή µαρτύρια) και τα συµπεράσµατα της έρευνας (τεκµήρια).

H οξύνοια και το επιστηµονικό πνεύµα του Θουκυδίδη φαίνονται και στο ότι αναζητά τα πραγµατικά αίτια των γεγονότων και τα διαχωρίζει από τις αφορµές. Xρησιµοποιεί όλους τους απαραίτητους χρονικούς και τοπικούς προσδιορισµούς, ξεφεύγει από το κυρίως θέµα του µόνο όταν είναι αναγκαίο και αρέσκεται να προβάλλει τα γεγονότα κατά αντιθετικά ζεύγη. Tη µέθοδο της αντίθεσης χρησιµοποιεί και στις δηµηγορίες, που καλύπτουν το 1/5 του έργου του. H παράθεση σε πρώτο πρόσωπο των λόγων που εκφωνήθηκαν πριν και κατά τη διάρκεια του πολέµου από διάφορα πρόσωπα δεν προσδίδουν απλώς ζωντάνια και α µ εσότητα στο κείµενο. Φωτίζουν το ήθος και την προσωπικότητα των πρωταγωνιστών του πολέου, παρουσιάζουν τα κίνητρα και τους στόχους των επιλογών τους. Γι’ αυτό και ο Θουκυδίδης δεν ενδιαφέρεται να καταγράψει αυτολεξεί τα λόγια των οµιλητών -αυτό ήταν άλλωστε αδύνατο- κρατά την ουσία και την εµπλουτίζει µε στοιχεία που διασαφηνίζουν τον χαρακτήρα του αγορητή. Tο σύστηµα χρονολόγησης που εφάρµοσε ο Θουκυδίδης µαρτυρεί επίσης την επιστηµονική συνέπειά του. Oι χρονολογικοί κώδικες που ίσχυαν τότε βασίζονταν στη θητεία βασιλέων, ιερέων, αρχόντων κ.λπ. και υστερούσαν, γιατί από τη µια ήταν διαφορετικοί σε κάθε περιοχή της Eλλάδας και από την άλλη δεν συµπληρώνονταν µε ειδικότερους προσδιορισµούς. Bασισµένος σε αυτά τα συστήµατα, ο Θουκυδίδης καθορίζει την έναρξη του πολέµου, αλλά προχωρεί και πιο πέρα χωρίζει κάθε έτος του πολέµου και µας ενηµερώνει κάθε φορά που αρχίζει το επόµενο έτος του πολέµου. H γλώσσα τέλος του Θουκυδίδη δίνει στο έργο του και λογοτεχνική αξία. Aξιοποίησε, χάρη στη βαθιά γνώση του και τη φαντασία του, την αττική διάλεκτο δίνοντάς της άλλοτε ύφος λιτό και σαφές και άλλοτε πυκνό και δυσνόητο.

Ξενοφών Θεόπομπος Πολύβιος

H ιστορία του Θουκυδίδη σταµατά απότοµα το 411 π.X. Tα υπόλοιπα επτά χρόνια του πολέµου αναλαµβάνει να εξιστορήσει ο Ξενοφών, επίσης Aθηναίος (430-354 π.X.), στο έργο του «Ελληνικά». Tα γεγονότα που περιγράφει ξεπερνούν το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέµου και φτάνουν ως το 362 π.X. Tο έργο του έχει γλαφυρό ύφος και ζωντανές περιγραφές, του λείπει όµως η βαθιά έρευνα και η διεισδυτική µατιά. Σε αντίθεση µε τον Hρόδοτο και τον Θουκυδίδη, έγραψε πολλά έργα. Eκτός από τα «Eλληνικά» συνέγραψε τα έργα «Κύρου ανάβαση», «Κύρου παιδεία» και «Aγησίλαος» καθώς και άλλα, φιλοσοφικά, πολιτικά ή πρακτικά.

Σύγχρονοι σχεδόν του Ξενοφώντα είναι ο Θεόποµπος ο Χίος και ο Έφορος ο Ευ µαίος. Tο αποσπασµατικό σωζόµενο έργο τους αφορά κυρίως στις εξελίξεις στην Eλλάδα και τοπικές ιστορίες, αλλά παράλληλα σηµειώνεται και µια στροφή προς την παγκόσµια ιστορία. Aπό τα ελληνιστικά χρόνια το ενδιαφέρον για την ιστορική µέθοδο υποχωρεί, τα έργα που γράφονται έχουν σκοπό περισσότερο να τέρψουν παρά να διαφωτίσουν. Eξαίρεση αποτελεί ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης (203-120 π.X.), που ασχολήθηκε µε τις κατακτήσεις των Pωµαίων. Θεωρεί σκοπό της ιστορίας την εύρεση της αλήθειας και µε διορατικότητα προβλέπει το τέλος της Pωµαϊκής Aυτοκρατορίας, που θα ακολουθήσει αναπόφευκτα τον κανόνα «ακµή – παρακµή».

O ∆ιόδωρος ο Σικελιώτης και ο Στράβων είναι οι τελευταίοι αξιόλογοι -σε σχέση µε την εποχή τους- ιστορικοί συγγραφείς των προχριστιανικών χρόνων. Πρέπει να φτάσουµε στον 2ο αι. µ.X. για να συναντήσουµε τον επόµενο σηµαντικό ιστοριογράφο, τον Aρριανό από τη Nικοµήδεια της Bιθυνίας.Έγραψε διάφορα έργα κι όχι µόνο ιστορικά, αλλά αυτό που έχει τη µεγαλύτερη αξία είναι το «Aλεξάνδρου Aνάβαση», για τη συγγραφή του οποίου χρησιµοποίησε έργα προγενέστερων συγγραφέων. Xάρη στην αντικειµενικότητα και την ακρίβειά του, είναι για µας η βασικότερη πηγή γνώσης για την εκστρατεία του Mεγάλου Aλεξάνδρου, αν και το έργο του έχει κάποιες ελλείψεις. Oι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν απλώς οι πρώτοι ιστορικοί, αλλά και οι πρώτοι ιστοριοδίφες. Tο ενδιαφέρον για παλιά ιστορικά έργα και η αξιοποίησή τους εγκαινιάστηκαν από τον Aριστοτέλη τον 4ο αι. π.X. που έτσι έγινε ο εµπνευστής µιας πλούσιας φιλολογικής και ιστοριοδιφικής έρευνας. Στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου και στην Πέργαµο της Mικράς Aσίας εγκαταστάθηκαν οι πιο σηµαντικοί λόγιοι της ελληνιστικής εποχής, οι οποίοι µελέτησαν και ερµήνευσαν ιστορικούς, όπως τον Hρόδοτο και τον Θουκυδίδη. Στους Aλεξανδρινούς φιλολόγους οφείλεται και ο χωρισµός της ιστορίας του Ηροδότου σε εννέα βιβλία µε τα ονόµατα των Μουσών. Xίλιοι περίπου Έλληνες επιδόθηκαν κατά την αρχαιότητα στη συγγραφή ιστορικών έργων. Tα περισσότερα από αυτά χάθηκαν ήδη από τα αρχαία χρόνια και οι συγγραφείς τους είναι για µας απλά ονόµατα. Tο ίδιο συµβαίνει και µε τα έργα των Λατίνων ιστορικών, όπως του Λίβιου και του Τάκιτου. Tο κυριότερο µειονέκτηµα της ρωµαϊκής ιστοριογραφίας είναι το υποκειµενικό στοιχείο, γεγονός που οφείλεται στο ότι η συγγραφή ιστορίας ήταν ασχολία κυρίως της συγκλητικής τάξης. Oι Pωµαίοι όµως συγγραφείς έδωσαν περισσότερο ιστορική µορφή στη βιογραφία, που µέχρι τότε περιελάµβανε µαζί πραγµατικά και φανταστικά περιστατικά. (Tο βιογραφικό είδος καλλιέργησε και ο Έλληνας Πλούταρχος τον 2ο αι., αλλά ο ίδιος δεν ήθελε να θεωρείται ιστορικός).

Πρώιμη χριστιανική ιστοριογραφία

Tην ίδια σχεδόν εποχή δηµιουργούνται νέα δεδοµένα για την ιστοριογραφία µε την εξάπλωση του χριστιανισµού. H αφετηρία της διαφοροποίησης από τους Έλληνες και Pωµαίους ιστορικούς βρίσκεται ήδη στην Παλαιά ∆ιαθήκη. Για τους Eβραίους, η ιστορική µνήµη ήταν θρησκευτικό καθήκον, γιατί έτσι αποµνηµόνευαν την πραγµατοποίηση του σχεδίου που είχε καθορίσει ο Θεός για τον περιούσιο λαό του. Για πρώτη λοιπόν φορά, ιστορία και θρησκεία ενώνονται στον γραπτό λόγο, αλλά αυτό που προκύπτει δεν έχει σκοπό να εξυπηρετήσει την επιστήµη, αλλά να παρουσιάσει µία και µόνο εκδοχή όσων έπρεπε να γνωρίζουν οι Iουδαίοι. Mε ανάλογο πνεύµα είναι γραµµένη τον 1ο αι. µ.X. και η Kαινή ∆ιαθήκη και το µόνο κείµενό της που µπορεί να θεωρηθεί καθαρά ιστορικό είναι οι «Πράξεις των Aποστόλων».

Mεσολαβεί κενό σχεδόν τριών αιώνων µέχρι να ξανασυναντήσουµε έργο χριστιανικής ιστοριογραφίας. O Eυσέβιος (4ος αι.) υπήρξε ο σηµαντικότερος χριστιανός ιστορικός της εποχής του. H «Eκκλησιαστική Iστορία» του επιχειρεί να τεκµηριώσει την εξέλιξη που οδήγησε στον θρίαµβο του χριστιανισµού. O συγγραφέας παρέχει άφθονες πληροφορίες, χρησιµοποιεί κριτικά τις πηγές του, δηλώνει όµως ότι απευθύνεται περισσότερο στους σύγχρονούς του παρά στους µεταγενέστερους, πράγµα που τον διαφοροποιεί από τους αρχαίους ιστορικούς. O ιερός Aυγουστίνος, ο µεγαλύτερος πατέρας της ∆υτικής Eκκλησίας, ασχολήθηκε επίσης µε την Iστορία. Σκοπός του έργου του «Πολιτεία του Θεού» είναι να δείξει την αποσύνθεση των µη χριστιανικών κοινωνιών. Oι χριστιανοί συγγραφείς ενδιαφέρθηκαν και για το βιογραφικό είδος µε σκοπό να φρονηµατίσουν τους αναγνώστες τους. Tο µειονέκτη µ α των περισσότερων είναι η µ εροληψία, επίτευγµα όµως δικό τους είναι η καθιέρωση παγκόσιου συστή µ ατος χρονολόγησης ε ορόσηµο τη γέννηση του Xριστού. Στο ίδιο κλίµα συνεχίζεται, αν και ε µεγάλα κενά, η συγγραφή ιστορίας στη ∆ύση ως τον 11ο αι. Όλοι οι ιστοριογράφοι ήταν άνθρωποι της Eκκλησίας και απευθύνονταν σε ένα κοινό πιο ακαλλιέργητο από αυτούς. Tα είδη µε τα οποία ασχολήθηκαν ήταν κυρίως βίοι αγίων και χρονικά µε πολλά λαογραφικά στοιχεία και κοντόφθαλµη θεώρηση των γεγονότων. O καλύτερος ιστορικός της περιόδου είναι ο Aγγλοσάξονας µοναχός Bέδας, στον οποίο οφείλεται µια ήπια αναβίωση της ιστορίας τον 8ο και 9ο αι. Mε την είσοδο στη δεύτερη χιλιετία, η ιστοριογραφία παύει να είναι ασχολία µόνο ιερέων και µοναχών, ενώ από τον 13ο αι. εµφανίζεται ένα νέο είδος ιστορικών έργων τα οποία συνοψίζουν όλα τα σπουδαία γεγονότα και κάθε κλάδο της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Βυζαντινή ιστοριογραφία

Aντίθετα µε τη ∆ύση, στη Bυζαντινή Aυτοκρατορία οι συγγραφείς ιστορίας κινήθηκαν σε υψηλό επίπεδο. Oι πρωιµότεροι από αυτούς άντλησαν πολλά από τον Πολύβιο και τον Πλούταρχο, ενώ ο Θουκυδίδης και ο Hρόδοτος άσκησαν ουσιαστικές επιδράσεις στους ιστορικούς του 15ου αι. Eκτός από τα λαϊκά χρονικά που γράφτηκαν στην καθοµιλουµένη, υπάρχει και πλήθος λόγιων ιστορικών έργων που συνέγραψαν πολιτικοί, υψηλά ιστάµενοι αξιωµατούχοι και ανώτατοι κληρικοί. Aν και οι συγγραφείς αυτοί είχαν πρόσβαση σε σπουδαίες πηγές πληροφόρησης, συχνά ασχολούνταν µε ασήµαντα κουτσοµπολιά και είχαν φανατικές προκαταλήψεις, πλήττοντας έτσι την αξιοπιστία των έργων τους.

Όλοι σχεδόν ασχολήθηκαν µε την εποχή τους ή το πρόσφατο παρελθόν, όπως ο Προκόπιος (6ος αι.), που έγραψε για την ανάκτηση από τον Iουστινιανό τµηµάτων της Aφρικής και της Iταλίας, ή ο Mιχαήλ Ψελλός (11ος αι.), πολύτιµη πηγή για τα παρασκήνια της βυζαντινής αυλής. Ένα από τα γοητευτικότερα ιστορικά έργα της βυζαντινής περιόδου είναι η «Aλεξιάδα» της Άννας Kομνηνής (11ος – 12ος αι.). Mε πρότυπα τα κλασικά έργα της αρχαίας ελληνικής ιστοριογραφίας, της ποίησης και της φιλοσοφίας, συνέγραψε τη βιογραφία του πατέρα της και αυτοκράτορα Aλεξίου A’.

Παρά την εγκωµιαστική της διάθεση και τη χρονολογική σύγχυση, το έργο της έχει πλήθος πληροφοριών για την παλινόρθωση της βυζαντινής ισχύος, τη συνάντηση της ∆ύσης µε το Bυζάντιο στην Πρώτη Σταυροφορία, τους πολέµους µε τους Nορµανδούς και τα φύλα της στέπας από τον Bορρά και την Aνατολή, ώστε να αποτελεί για µας την κύρια πηγή γνώσης εκείνης της εποχής. Oι Bυζαντινοί ιστοριογράφοι δηµιούργησαν σηµαντικά έργα ακόµη και στους τελευταίους αιώνες παρακµής της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας. O Νικήτας Aκομινάτος, µας δίνει µια εκπληκτική µαρτυρία ενός αυτόπτη για την πολιορκία και την άλωση της Kωνσταντινούπολης από τους Λατίνους της ∆’ Σταυροφορίας (1202-1204) και ο Γεώργιος Aκροπολίτης φτάνει µέχρι την ανάκτησή της από τους Bυζαντινούς το 1261. Σηµαντική είναι και η αυτοβιογραφία του αυτοκράτορα Iωάννη ΣΤ’.

H Aυτοκρατορία και η ιστοριογραφία του Bυζαντίου έσβησαν µε τον ίδιο τρόπο, την άλωση της Πόλης από τους Tούρκους το 1453, που περιγράφεται στα έργα τριών ιστορικών. H περιγραφή του Γεώργιου Σφραντζή είναι η πιο πιστή και συναισθηµατικά φορτισµένη. O Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, βαθιά επηρεασµένος από τον Hρόδοτο, ασχολείται περισσότερο µε τη δηµιουργία του τουρκικού κράτους και παρεµβάλλει πλατιές παρεκβάσεις για γειτονικούς λαούς. Tέλος, ο Ίμβριος Κριτόβουλος στην περιγραφή του για την Άλωση προβάλλει ως κεντρικό ήρωα τον Mωάµεθ τον Πορθητή και ακολουθεί τα πρότυπα του Θουκυδίδη. H προσφορά των Bυζαντινών λογίων, που δηµιούργησαν χωρίς διακοπή για δέκα αιώνες, δεν περιορίστηκε στη συγγραφή ιστορίας- διαφύλαξαν τα κείµενα αρχαίων Eλλήνων ιστορικών και µε την εγκατάστασή τους στην Iταλία, γύρω στο 1400, συνέβαλαν αποφασιστικά στη γέννηση της νέας ιστοριογραφίας, που εγκαινιάστηκε µε την Aναγέννηση.

Η ιστοριογραφία της Aναγέννησης

O Oυµανισµός επέφερε ποικίλες αλλαγές στην αντιµετώπιση της Iστορίας, δεν κατόρθωσε όµως να τη µεταµορφώσει σε συστηµατικό επιστηµονικό κλάδο. Aυτό έγινε µόνο κατά τον 19ο αι. και µέχρι τότε ακόµη και σπουδαίοι επιστήµονες, όπως ο Kαρτέσιος, α µ φισβητούσαν τη γνωστική αξία της ιστορίας, ίσως γιατί δεν σηµειώθηκε στον τοµέα αυτό θεαατική πρόοδος, όπως στα µαθηµατικά, στην αστρονο µ ία και στη φυσική. Στους ιστοριογράφους της Aναγέννησης οφείλουµε πρώτ’ απ’ όλα τον επιστηονικό έλεγχο εγγράφων και την αποκάλυψη της πλαστότητας πολλών από αυτά. O Iταλός Βάλα, για παράδειγµα, απέδειξε ότι η Donatio του Κωνσταντίνου, που παραχωρούσε κοσµική εξουσία στους πάπες, ήταν νόθο κείµενο του 8ου αι.

Έτσι καθορίστηκαν και τα κριτήρια για τη διαπίστωση της γνησιότητας των εγγράφων (γραφική ύλη, σχήµα γραµµάτων, σφραγίδες κ.ά.) και ιδρύθηκε η επιστήµη της Παλαιογραφίας. Παράλληλα οι Ουµανιστές εργάστηκαν και για την αποκατάσταση της Καινής ∆ιαθήκης και αρχαίων ιστορικών κειµένων που είχαν «κακοποιηθεί» από µεσαιωνικές αντιγραφές. Υπολογίζεται ότι στο διάστηµα 1460-1700 τυπώθηκαν στην Ευρώπη τουλάχιστον 2.500.000 αντίτυπα 17 κορυφαίων αρχαίων ιστορικών. Αυτό δείχνει πως υπήρχε και ένα αρκετά ευρύ αναγνωστικό κοινό µε ενδιαφέρον για την αρχαία ιστορία. Αυτό από µια άποψη ήταν και αρνητικό, γιατί βλέποντας οι µονάρχες την απήχηση της ιστορίας, υποπτεύονταν και λογόκριναν τα ιστορικά έργα που δηµοσιεύονταν, µε αποτέλεσµα ο φόβος να πλήττει την αντικειµενικότητα των ιστοριογράφων της εποχής. Νεωτερισµός της περιόδου είναι η έρευνα των αφετηριών θεσµών, πόλεων και λαών Σχεδόν παντού στη ∆υτική και την Κεντρική Ευρώπη οι ντόπιοι συγγραφείς εκπόνησαν περιγραφές και ιστορίες των πατρίδων τους, γεµάτες από πατριωτικό φρόνηµα αλλά και µε σκοπό την αποµυθοποίηση παραδόσεων που αποµακρύνονταν από την πραγ µ ατικότητα. Η προβολή άλλωστε των λογικών αιτίων των γεγονότων είναι ένα από τα πιο ώρια χαρακτηριστικά της καλύτερης ουµανιστικής ιστοριογραφίας. Η µεταρρύθµιση του Λουθήρου τον 16ο αι. έδωσε επίσης µια αναπάντεχη ώθηση στην ιστοριογραφία. Τόσο οι Προτεστάντες όσο και οι Καθολικοί επιστράτευσαν την ιστορία για να υπερασπίσουν την ορθότητα των θέσεών τους. Αν και χρησι µ οποίησαν άφθονες παραποµπές και ακριβή παραθέµατα, προκειµένου να εξασφαλίσουν αδιαφισβήτητη υπεροχή, τα τεράστια συµπιλήµατα που εκπόνησαν στερούνται, όπως είναι φυσικό, αµεροληψίας

∆ιαφωτισμός και ιστορία

Ο ∆ιαφωτισµός δεν πρόσφερε ιστορικά έργα αξίας, καθώς οι ερευνητές δεν είχαν ακόµη την ικανότητα να συλλάβουν τη σκέψη περασµένων εποχών και έτσι να τις καταλάβουν πραγµατικά. Όµως, σ’ αυτόν οφείλουµε κάποιες ανανεωτικές αντιλήψεις για την Iστορία, οι οποίες επηρεάζουν την ιστοριογραφία µέχρι σήµερα. Τον 18ο αι. εµφανίστηκαν οι αντιρρητικοί ιστοριογράφοι, οι οποίοι έκριναν κάθε αυθεντία της εποχής και παρουσίαζαν απόψεις που για την εποχή τους ήταν απαράδεκτες, αν και όχι πάντα λανθασµένες. Οι ιστορικοί αυτοί αντιµετωπίστηκαν µε διώξεις και µόνο η Μεγάλη Βρετανία, η Ελβετία, η Ολλανδία και τµή µ ατα της Γερµανίας ενθάρρυναν τη δηµοσίευση τέτοιων νεωτεριστικών έργων. Πολύτιµο επίτευγα των διανοουµένων του 18ου αι. ήταν επίσης ότι αντιλήφθηκαν πως κάθε κοινωνία συνέχεται από µια εσωτερική ενότητα και ότι διατύπωσαν τη θεωρία ότι διάφοροι τοµείς της κοινωνικής δράσης είναι στενά συνδεδε ό ένοι µεταξύ τους. Παράλληλα το ενδιαφέρον στράφηκε και προς τις άλλες ηπείρους, έξω απ την Ευρώπη, µε προτίµηση στα θέ µ ατα που συνδέονταν µε την πρόοδο του πολιτισµού. Τέλος η θεωρία του Σκωτσέζου Άνταµ Σιθ ότι είναι δυνατή για την ανθρωπότητα η αδιάκοπη πρόοδος έδωσε ένα καινούργιο νόηµα στη σπουδή ολόκληρη της ιστορικής πορείας του ανθρώπου. Η ιστορία όµως εξακολουθούσε ακόµα να θεωρείται δευτερεύουσα επιστήµη -από µερικούς ούτε καν αυτό- και σπάνια µόνο συνδέθηκε µε τα πανεπιστήµια.

Η ιστοριογραφία στον 19ο και στον 20ό αι.

Τη θέση που της άρµοζε έδωσαν στην ιστορία οι Γερ µ ανοί τον 19ο αι., µε αφορµή κυρίως την αντίδραση κατά της Γαλλικής Επανάστασης και λόγω ιας πρόσκαιρης κατάκτησης της χώρας τους από τον Ναπολέοντα. Η συστηµατική διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία και στα πανεπιστήµια έγινε θέµα εθνικής σηµασίας και από τη Γερµανία η αντίληψη αυτή διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη. Για πρώτη φορά τα περισσότερα ιστορικά βιβλία ήταν έργα επαγγελµατιών ιστορικών και η έκφραση ανεξάρτητων ή ανορθόδοξων ιδεών αδέσµευτη. Οι ίδιες οι κυβερνήσεις της Ευρώπης άρχισαν να βλέπουν θετικά την ιστοριογραφία και σ’ αυτό το κλίµα δηµιουργήθηκαν τα πρώτα δηµόσια αρχεία, που µπορούσαν να ερευνηθούν ελεύθερα από τους ιστορικούς

Αλλά η ελεύθερη ιστορική έρευνα απειλήθηκε σύντοµα, από τις αρχές του 20ού αι. Πρώτα στη Ρωσία η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων απέκλεισε από τη σχολική διδασκαλία την πριν από το 1917 ιστορία. Η θέση αυτή αναθεωρήθηκε αργότερα, αλλά και πάλι σε όλες τις κοµµουνιστικές χώρες η ιστοριογραφία ασχολούνταν αποκλειστικά µε την οικονοµική ιστορία και τους ταξικούς αγώνες Τα καθεστώτα επίσης της Ιταλίας και της Γερµανίας είχαν καταστροφικές συνέπειες για την ιστοριογραφία των χωρών αυτών και η εξυγίανση επήλθε σιγά σιγά µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο µε επίκουρο και την αρχαιολογία. Σή µ ερα πια οι ευρωπαϊκές αντιλήψεις για την ιστορία έχουν εξαπλωθεί σε όλες τις ηπείρους. Στην Αερική ήδη από το 18ο αι. η παραγωγή ιστορικών έργων ξεπέρασε αυτή οποιουδήποτε έθνους της Ευρώπης και η ιστορική έρευνα αναδιοργανώθηκε από Αµερικανούς που είχαν σπουδάσει στη Γερµανία Ακόµη και η µουσουλµανική ιστοριογραφία, αποµονωµένη από τις µη µουσουλµανικές επιδράσεις, γνώρισε ουσιαστικές αλλαγές από τον 19ο αι. λόγω της επιβλητικής παρουσίας του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισµού. Τελευταία, µόλις τον 20ό αι., δέχτηκε την επιρροή της νεώτερης ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας και η Κίνα, που είχε όµως ήδη προσφέρει ιστορικά έργα µε τολµηρό κριτικό πνεύµα και γνήσια ιστορική αίσθηση

Η ιστορία µέσα από την περιπετειώδη πορεία της στους αιώνες έχει πια καταξιωθεί, αν και κάποιοι αµφισβητούν ακόµη την επιστηµονική της υπόσταση. Κι όµως δεν υπάρχει καµιά διαφορά ανάµεσα σ’ ένα φυσικό επιστήµονα και σ’ έναν ιστορικό – εκτός από το ότι ο τελευταίος πρέπει να είναι ταυτόχρονα και λογοτέχνης. Και οι δύο µελετούν τον άνθρωπο και το περιβάλλον του, την επίδραση του ανθρώπου πάνω στο περιβάλλον και το αντίστροφο και οι δύο θέτουν αδιάκοπα το ερώτηµα «Γιατί;» και η απάντηση που ψάχνουν είναι µόνο η αλήθεια.


Discover more from Θεματα Στρατιωτικης Ιστοριας

Subscribe to get the latest posts to your email.

2 σκέψεις σχετικά με το “Περί της ιστορίας

  1. Ονομάζομαι Ελένη Γρίβα του Κων/νου . Σήμερα τυχαία είδα το άρθρο σας https://stratistoria.wordpress.com/2015/06/06/1974-eldyk-dead/ διάβασα προσεκτικά και με σεβασμό τον κατάλογο των πεσόντων και αγνοουμένων μας της ΕΔΥΚ. Με μεγάλη έκπληξη είδα ότι δεν αναγράφεται το όνομα του του αδελφού μου Δεκανέα (ΕΜ) Γρίβα Χρήστου του Κων/νου του Λόχου Διοικήσεως της ΕΛΔΥΚ : ο οποίος γεννήθηκε στη Πάτρα Νομού Αχαΐας  το 1953, και εξαφανίσθηκε μαχόμενος εναντίον των Τούρκων εντός  του Στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ στη Λευκωσία Κύπρου στις 16 Αυγούστου 1974. Μπορείτε να μου πείτε, σας παρακαλώ γιατί έγινε αυτή η παράληψη και από που πήρατε την κατάσταση των Ηρώων (Αδήλωτων Αιχμαλώτων – Πεσόντων και Αγνοουμένων ) μας ;

    • Κυρία Γρίβα, κατανοώ την δίκαιη αναστάτωση που σας προκάλεσε η μη αναφορά του αδερφού σας στο άρθρο https://stratistoria.wordpress.com/2015/06/06/1974-eldyk-dead/ . . Τα ονόματα προέρχονται απο διάφορες πηγές. Η επίσημη πηγή είναι πάντα η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, και εκεί θα πρέπει να γίνεται η επιβεβαίωση. Πρόσθεσα τον ήρωα αδερφό σας καθως μετά απο διασταύρωση διαπίστωσα οτι ειναι αγνοούμενος εκτοτε. Εαν έχετε στοιχεία και απο άλλους αγνοούμενους με χαρά να τα συγκεντρώσω και να τα παρουσιάσω εδώ.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.