Οι Βούλγαροι, αφού άφησαν τη 2η Στρατιά για την πολιορκία του φρουρίου της Αδριανουπόλεως, κινήθηκαν με τις άλλες δύο κατά του όγκου του τουρκικού Στρατού. Η 3η Στρατιά επιτέθηκε κατά μέτωπο, ενώ η 1η Στρατιά προσπάθησε να υπερκεράσει το αριστερό των Τούρκων. Έτσι άρχισε η μάχη του Λουλέ Μπουργάς.
Οι Τούρκοι, αφού συγκέντρωσαν τις εφεδρείες τους στο δεξιό τους, αντιστάθηκαν σταθερά. Όμως, στις 17 Οκτωβρίου, διασπάστηκε το κέντρο της διατάξεώς τους, μετά από νυχτερινή ενέργεια βουλγαρικής μεραρχίας, με αποτέλεσμα να απειληθεί το αριστερό τους από άλλη βουλγαρική μεραρχία, και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Οι απώλειές τους έφτασαν τις 30000 άνδρες και 42 πυροβόλα.
Οι Βούλγαροι εξάλλου, έχοντας υποστεί απώλειες περίπου 15.000 άνδρες, συνέχισαν την προέλασή τους προς το Τυρολόη στις 25 Οτωβρίου. Οι Τούρκοι, επωφελούμενοι αυτής της καθυστερήσεως, ανασυγκρότησαν τις δυνάμεις τους και εγκαταστάθηκαν αμυντικά στις «Γραμμές της Τσατάλτζας», που ήταν σύστημα παλαιών οχυρώσεων του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1878. Επί της τοποθεσίας αυτής, η οποία ήταν ο τελευταίος προμαχώνας για την κάλυψη της Κωνσταντινουπόλεως, ο νέος Τούρκος αρχιστράτηγος Νιζάμ – πασάς αποφάσισε να αντιτάξει τελική άμυνα, καλυπτόμενος στα πλευρά από τον τουρκικό Στόλο.
Οι Βούλγαροι, ενεργώντας αναγκαστικά αντίθεση κατά μέτωπο από τις 4 Νοεμβρίου και μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες 6 ημερών και πολλές απώλειες, υποχρεώθηκαν, στις 9 Νοεμβρίου, να διακόψουν τον αγώνα και να συμπτυχτούν προς το Λουλέ Μπουργάς. Στις 20 Νοεμβρίου, υπογράφηκε ανακωχή μεταξύ των αντιπάλων.
Μετά την 3μηνη ανακωχή οι εχθροπραξίες επαναλήφτηκαν. Στο μεταξύ, οι τουρκικές δυνάμεις αναδιοργανώθηκαν και αναδιατάχτηκαν στις περιοχές Τσατάλτζας, Καλλιπόλεως και ακτής Μαρμαρά. Επίσης, οι βουλγαρικές δυνάμεις αναπτύχτηκαν έναντι της νέας τουρκικής διατάξεως. Τουρκικές επιθέσεις, που αναλήφθηκαν, δεν απέδωσαν, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και στις 31 Μαρτίου 1913 υπογράφηκε μονομερής ανακωχή μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας.