Του Αντγου ε.α. Γεωργίου Αραμπατζή
Η συνθήκη ανακωχής που υπογράφηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1943 μεταξύ των Συμμάχων και της Ιταλίας, προέβλεπε, μεταξύ των άλλων, την παράδοση της Δωδεκανήσου στους Συμμάχους. Το γεγονός αυτό έδινε την ευκαιρία στους Βρετανούς, που ενδιαφέρονταν για την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου, να εξασφαλίσουν βάσεις για ενέργειές τους προς Βορρά. Εξίσου όμως ζωηρό ήταν το ενδιαφέρον και των Γερμανών για την περιοχή αυτή. Έτσι, άρχισε ένας αγώνας δρόμου μεταξύ Βρετανών και Γερμανών και αποφασιστικό ρόλο, λόγω ταχύτητας επέμβασης, έπαιξαν οι δυνάμεις αλεξιπτωτιστών και από τις δυο πλευρές.
Η ιταλική κατοχή της Δωδεκανήσου απασχολούσε τους Βρετανούς από τότε που άρχισε η αποστολή βοήθειας προς την Ελλάδα, τον Μάρτιο του 1943. Η βοήθεια αυτή θα ευοδωνόταν κατά τον καλύτερο τρόπο, αν οι Βρετανοί εξασφάλιζαν βάσεις στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου και ιδιαίτερα στα στρατηγικής σημασίας νησιά Ρόδο, Κω και Λέρο.
Η ευκαιρία για την πραγμάτωση αυτού του στόχου δεν άργησε να παρουσιαστεί. Ήταν η συνθήκη ανακωχής, που υπογράφτηκε στις 3 Σεπτεμβρίου μεταξύ των συμμάχων και της Ιταλίας, γιατί οι όροι προέβλεπαν, ανάμεσα σε άλλα, να παραδοθεί στους Συμμάχους η Δωδεκάνησος με τις εκεί στρατιωτικές βάσεις και οι Βρετανοί έπρεπε να ενεργήσουν τάχιστα. Η Ρόδος ήταν το κλειδί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, από όπου θα μπορούσε να καταληφθεί οποιοδήποτε άλλο νησί προς βορρά για την ολοκλήρωση του ναυτικού ελέγχου του Καρπάθιου πελάγους. Για τον Τσόρτσιλ «τα αεροδρόμια της Ρόδου αποτελούσαν θαυμάσιες βάσεις προώθησης μέρους της βρετανικής αεροπορίας για την προάσπιση του Αιγαίου, οπότε η κυριαρχία του από αέρος και θαλάσσης θα ήταν υπό τον έλεγχο των Συμμάχων. Ο αντίκτυπος θα μπορούσε να είναι αποφασιστικός για την Τουρκία, η οποία την εποχή εκείνη είχε συγκινηθεί από την ιταλική κατάρρευση. Αν μπορούσαμε», συνεχίζει ο Τσόρτσιλ, «να εξασφαλίσουμε το Αιγαίο και τα Δαρδανέλια, θα είχαμε εξασφαλίσει τη συντομότερη θαλάσσια οδό προς τη Ρωσία»(1). Για τον λόγο αυτό άρχισαν οι σχετικές διαβουλεύσεις μεταξύ βρετανικής και τουρκικής κυβέρνησης με θέμα την παροχή ευκολιών και αεροπορικών βάσεων της τελευταίας στις συμμαχικές δυνάμεις. Η προσπάθεια όμως αυτή των Βρετανών, οι οποίοι δε δίστασαν να θέσουν προς διαπραγμάτευση και τη μετά τον πόλεμο τύχη της Δωδεκανήσου, είχε να αντιμετωπίσει όχι μόνο τις γερμανικές απειλές αντιποίνων σε βάρος της Τουρκίας, αλλά και την αμερικανική καχυποψία έναντι του ζωηρού ενδιαφέροντος των Βρετανών για την ευρύτερη περιοχή, κάτι που προσέκρουε στις δικές τους επιδιώξεις. Οι Αμερικανοί πίστευαν ότι το ενδιαφέρον των Βρετανών αποσκοπούσε κυρίως στη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας τους στην ευρύτερη περιοχή και αυτό δεν άρεσε στην στρατιωτική και πολιτική ηγεσία τους, η οποία επιδίωκε την μεταπολεμική κυριαρχία των Η.Π.Α. στην πετρελαιοφόρο ζώνη της Μ. Ανατολής. Μέχρι το τέλος Αυγούστου, τη Δωδεκάνησο την κατείχαν τρεις μεραρχίες, μια γερμανική και δύο ιταλικές, ενώ την Κρήτη μία γερμανική και μία ιταλική. Στην ευρύτερη, δηλαδή, περιοχή του Αιγαίου υπήρχαν δύο γερμανικές και τρεις ιταλικές μεραρχίες.
Η έναρξη επομένως επιθετικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο προϋπέθετε επαρκείς δυνάμεις και μέσα. Οι απαιτήσεις αυτές προσέκρουαν στην απροθυμία των Αμερικανών να συνηγορήσουν στην ικανοποίησή τους, με το επιχείρημα ότι δεν έπρεπε να διασκορπιστούν οι συμμαχικές δυνάμεις εν όψει της επιχείρησης «Overlord», αλλά και αυτής, που βρισκόταν σε εξέλιξη στην Ιταλία.
Όταν λοιπόν ο Τσόρτσιλ στις 9 Σεπτεμβρίου έστειλε μήνυμα στο στρατηγό Ουίλσον, ανώτατο τώρα διοικητή των βρετανικών χερσαίων δυνάμεων στη Μ. Ανατολή, για άμεση ανάληψη επιθετικών πρωτοβουλιών στην περιοχή του Αιγαίου, ο Ουίλσον περιήλθε σε δυσχερή θέση. Εκείνο που μπορούσε να κάνει ήταν να χρησιμοποιήσει τμήματα της μόνης διαθέσιμης 234 ταξιαρχίας, που αποτελούσε μέρος της φρουράς στη Μάλτα, και τα ειδικά τμήματα SΒS (Special Boat Squadron: Ειδική Μοίρα Σκαφών) και LRDG (Long Range Desert Group: Τμήμα Ερήμου Μακράς Ακτίνας) εκπαιδευμένα κατάλληλα για αγώνα στο Αιγαίο. Μ’ αυτές τις δυνάμεις και μεταξύ 13ης και 17ης Σεπτεμβρίου κατέλαβε τα νησιά Κω, Λέρο, Σάμο, Λειψό, Πάτμο, Φούρνους, Ικαρία και Καστελόριζο. Για την κατάληψη όμως της Ρόδου, την οποία φρουρούσαν ισχυρές ιταλικές και γερμανικές δυνάμεις, χρειαζόταν τουλάχιστον μια μεραρχία με τα ανάλογα πλωτά μέσα για τη μεταφορά της. Όμως μια τέτοια δύναμη δεν ήταν διαθέσιμη εκείνες τις ημέρες. Ο Ουίλσον, επειδή αντιλαμβανόταν ότι χωρίς αυτό το νησί, που είχε τόση μεγάλη στρατηγική σημασία, και η θέση των άλλων νησιών της περιοχής ήταν επισφαλής, προσπάθησε να ενθαρρύνει τον Ιταλό ναύαρχο Γκαμπιόνι (Gampioni), διοικητή του νησιού και της τοπικής ιταλικής μεραρχίας, που είχε δύναμη 35.000 άντρες, να εξουδετερώσει της εκεί γερμανικές δυνάμεις μέχρι την άφιξη βρετανικών μονάδων. Το ίδιο λοιπόν βράδυ έστειλε μια τριμελή ομάδα Βρετανών με επικεφαλής τον ταγματάρχη Τζέλικο (Jellicoe), διοικητή του SBS και μέλη τον ταγματάρχη-διερμηνέα Ντόλμπεϋ (Dolbey) και έναν ασυρματιστή, η οποία έπεσε με αλεξίπτωτο στη Ρόδο, για να παραδώσει στον ναύαρχο ιδιόχειρη επιστολή του Βρετανού στρατηγού για το θέμα. Το «Χάλιφαξ», που μετέφερε τους Βρετανούς αλεξιπτωτιστές, πετώντας πάνω από το νησί δέχθηκε πυκνά πυρά, αλλά μπόρεσε να τους ρίξει και να αποχωρήσει. Οι ισχυροί όμως άνεμοι, που επικρατούσαν στην περιοχή, τους παρέσυραν και τους προσγείωσαν σε διαφορετικά σημεία και μακριά το έναν από τον άλλο. Ο Τζέλικο μετά από ώρα μπόρεσε και βρήκε τον ασυρματιστή, αλλά σε λίγο οι δύο άντρες θα περικυκλώνονταν από Ιταλούς στρατιώτες και θα οδηγούνταν με φιλικό, ευτυχώς για αυτούς, τρόπο στο αρχηγείο του ναυάρχου Γκαμπιόνι. Εκεί έκπληκτοι αλλά και χαρούμενοι είδαν και το τρίτο μέλος της ομάδας τους, ταγματάρχη Ντόλμπεϋ, με σπασμένο πόδι· το είχε σπάσει κατά την προσγείωσή του με το αλεξίπτωτο.
Ο Γκαμπιόνι δέχθηκε καταρχάς να συνεργασθεί με τους Συμμάχους, αλλά το αίτημα των Βρετανών να εξουδετερώσει τα τοπικά γερμανικά τμήματα παρέμεινε ανικανοποίητο. Οι Ιταλοί δεν μπόρεσαν να επιβληθούν στους ολιγάριθμους μέχρι τότε συμμάχους τους Γερμανούς και, μετά από έναν ελαφρό αεροπορικό βομβαρδισμό από τη Λουφτβάφε, υποτάχθηκαν στη δύναμη των τελευταίων. Η κατάληψη του νησιού ολοκληρώθηκε με την επέμβαση της γερμανικής μεραρχίας εφόδου «Ρόδος», που υποστηρίχτηκε με τοπικά άρματα μάχης και μαχητικά αεροσκάφη κάθετης εφόρμησης, τα «Στούκας».
Με την πτώση της Ρόδου και με την Κρήτη και Κάρπαθο υπό γερμανικό έλεγχο, όχι μόνο απαγορευόταν η είσοδος των βρετανικών πολεμικών πλοίων στο Αιγαίο, αλλά χάνονταν και οι πολύτιμες αεροπορικές βάσεις των Μαριτσών και της Κάλαθου, από τις οποίες θα μπορούσαν να εξορμούν τα μαχητικά αεροσκάφη των Βρετανών, για να υποστηρίζουν τις επιχειρήσεις τους στην περιοχή του Αιγαίου και κυρίως για να διασφαλίζουν τα νησιά Κω, Λέρο και Σάμο, που είχαν στρατηγική σημασία. Τώρα μόνο οι πρόχειροι διάδρομοι στην Κω ήταν διαθέσιμοι, ενώ για επιπρόσθετη ενίσχυση προσφέρονταν τα αεροδρόμια της Κύπρου, από όπου μπορούσαν να εξορμήσουν μόνο τα δικινητήρια «Μπωφάιτερ» (B-Fighter) που διέθεταν τη σχετική εμβέλεια δράσης.
Η αεροπορική όμως υποστήριξη των νησιών αυτών προϋπέθετε ύπαρξη χερσαίων δυνάμεων και στον αγώνα δρόμου, που είχε αρχίσει μεταξύ Βρετανών και Γερμανών μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας για την κατάληψή τους, αποφασιστικό ρόλο, λόγω ταχύτητας επέμβασης, θα έπαιζαν και πάλι οι δυνάμεις αλεξιπτωτιστών.
Η Κως, που μπορούσε να χρησιμεύσει ως εφαλτήριο για την κατάληψη της Ρόδου, ήταν η πρώτη, που επέλεξαν οι Βρετανοί, για να ενισχυθεί η δύναμή της και να φθάσει στους 1.100 άντρες(1). Τη νύχτα 14/15 Σεπτεμβρίου, 120 άντρες του 1ου λόχου του 11ου τάγματος αλεξιπτωτιστών της 4ης ταξιαρχίας πέταξαν με έξι 0-47 και, με ενδιάμεσο σταθμό τη Λευκωσία, έπεσαν στη ζώνη ρίψεων λίγο έξω από την πόλη της Κω, η οποία είχε οργανωθεί από τους άντρες του Τζέλικο, που είχαν φθάσει στο νησί από τις 10 του ίδιου μήνα. Η ρίψη έγινε χωρίς απρόοπτα και οι Βρετανοί αλεξιπτωτιστές, μετά την ενθουσιώδη υποδοχή που έτυχαν από την ιταλική φρουρά, ασχολήθηκαν με την εξασφάλιση και διατήρηση του νησιού μέχρι την άφιξη και άλλων ενισχύσεων, που άρχισαν να φθάνουν από τις 17 Σεπτεμβρίου με πρώτο το 1ο τάγμα της 234 ταξιαρχίας και οχτώ μαχητικά αεροσκάφη Σπιτφάιρ. Στις 25 Σεπτεμβρίου ο λόχος των Βρετανών αλεξιπτωτιστών αποσύρθηκε στη βάση του στη Βόρεια Αφρική, για να ενσωματωθεί στη μονάδα του, η οποία ήταν τώρα προγραμματισμένη να ριφθεί στη Λέρο. Η αεραποβατική όμως αυτή επιχείρηση ματαιώθηκε και έτσι το νησί στερήθηκε από ένα αξιόμαχο τμήμα, που τόσο είχε ανάγκη.
Οι Γερμανοί είχαν ήδη αρχίσει να αντιδρούν στις ενέργειες των Βρετανών και μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου 1943 είχαν ολοκληρώσει την κατάληψη της νησιωτικής γραμμής Κρήτη-Κάσος-Κάρπαθος-Ρόδος. Στις 24 του ίδιου μήνα σε μια σύσκεψη στο στρατηγείο του Χίτλερ οι εκπρόσωποι του στρατού και του ναυτικού, επειδή φοβούνταν και για άλλες συμμαχικές αποβάσεις, πρότειναν την εκκένωση των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, εφόσον το επέτρεπαν ακόμη οι συνθήκες, τονίζοντας ότι είναι ανώφελο να απασχολούν δυνάμεις στην περιοχή, όπου είχε μεταβληθεί η κατάσταση σε βάρος τους και τη στιγμή που αυτές είναι αναγκαίες κάπου αλλού. Ο Χίτλερ αρνήθηκε. «Η στάσις των Συμμάχων μας εις τα νοτιοανατολικά όπως και της Τουρκίας», είπε, «ρυθμίζεται αποκλειστικώς και μόνο από την πεποίθησίν των εις τας δυνάμεις μας. Εγκατάλειψις των νησιών θα εδημιούργει λίαν δυσμενή εντύπωσιν»(1). Με άλλα λόγια, ο Χίτλερ εκτιμούσε προφανώς ότι ενδεχόμενη απόσυρση των γερμανικών δυνάμεων από τα νησιά αυτά θα προκαλούσε την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων και αυτό θα επιδρούσε αρνητικά στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, που ήταν σύμμαχοι της Γερμανίας. Έτσι, αποφάσισε την ολοκλήρωση κατοχής των νησιών, παρά το στρατιωτικό μειονέκτημα που δημιουργούνταν από τη διασπορά των δυνάμεών του στο δευτερεύον αυτό θέατρο επιχειρήσεων. Στο μεταξύ, είχαν αρχίσει οι εναέριες και θαλάσσιες μεταφορές βρετανικών δυνάμεων και μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, εκτός από τη Κω, είχαν ενισχυθεί η Λέρος με το μεγαλύτερο μέρος του 2ου τάγματος της 234 ταξιαρχίας, και η Σάμος με το 3ο της τάγμα.
Η πρώτη αντίδραση των Γερμανών ήταν η άμεση συγκρότηση ενός αποβατικού τακτικού συγκροτήματος με βάση την 22η μεραρχία του Μύλλερ (ΜϋΙΙer) στη Κρήτη και με αποστολή την κατάληψη της Δωδεκανήσου και του Ανατολικού Αιγαίου με προτεραιότητα τα νησιά Κω, Λέρο και Σάμο. Ταυτόχρονα, η Λουφτβάφε άρχισε να συγκεντρώνει στα αεροδρόμια Δωδεκανήσου, Κρήτης και Νότιας Ελλάδας, που τα είχαν υπό τον έλεγχό τους οι Γερμανοί, μεγάλο αριθμό καταδιωκτικών και βομβαρδιστικών αεροσκαφών, που μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου έφθαναν στα 357. Ήταν η πρώτη φορά μετά το 1941, που οι Γερμανοί διέθεταν στη Μεσόγειο απόλυτη αεροπορική υπεροχή έναντι των Συμμάχων. Και ενώ η γερμανική ισχύς στον αέρα ήταν αδιαφιλονίκητη, δεν συνέβαινε το ίδιο και στη θάλασσα, όπου οι Βρετανοί διατηρούσαν τη ναυτική κυριαρχία. Ήταν επόμενο λοιπόν οι Γερμανοί να εκμεταλλευτούν το αεροπορικό τους πλεονέκτημα και να επέμβουν χρησιμοποιώντας ως δύναμη ταχείας επέμβασης τους αλεξιπτωτιστές τους. Έτσι, τη νύχτα 2/3 Οκτωβρίου έπεφτε ο 15ος λόχος της μεραρχίας «Μπράντενμπούργκερ» (Βrandenburger) των γερμανικών ειδικών δυνάμεων στο αεροδρόμιο της Αντιμάχειας, στην Κω, το οποίο φρουρούνταν από ένα βρετανικό λόχο. Η ρίψη ήταν επιτυχής και οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές ανέλαβαν δράση γρήγορα, εξουδετερώνοντας τη φρουρά του αεροδρομίου και απομονώνοντας το υπόλοιπο του βρετανικού τάγματος στο βόρειο τμήμα του νησιού. Στις 05:00ω της 3ης Οκτωβρίου το αποβατικό συγκρότημα του Μύλλερ, διαφεύγοντας τα συμμαχικά αντιτορπιλικά, πραγματοποίησε απόβαση στην Κω και σε συνεργασία με τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές μέσα σε 24 ώρες κατέλαβε το νησί, όπου συνέλαβε αιχμάλωτους γύρω στους 1.500 Βρετανούς και 3.000 Ιταλούς.
Στις 7 Οκτωβρίου τμήματα της μεραρχίας εφόδου «Ρόδος» κατέλαβαν την Κάλυμνο και την επόμενη ημέρα τη Νίσυρο, τη Λεβίδα και τη Σύμη. Στις 22 Οκτωβρίου ήλθε η σειρά της Αστυπάλαιας. O 15ος λόχος αλεξιπτωτιστών «Μπράντενμπούργκερ», που απογειώθηκε από αεροδρόμιο των Αθηνών, έπεσε στο κέντρο του νησιού γύρω στις 09:15ω(2), για να συνενωθεί με έναν ακόμη λόχο καταδρομών της «Μπράντενμπούργκερ», ο οποίος είχε καταφθάσει με υδροπλάνα, και κατέλαβαν από κοινού το νησί. Με την απώλεια των νησιών αυτών, και κυρίως της Κω, περιήλθαν στα χέρια των Γερμανών και τα αεροδρόμια στην περιοχή, που μέχρι εκείνη τη στιγμή χρησιμοποιούσαν οι Σύμμαχοι, οπότε άνοιγε για τους Γερμανούς ο δρόμος να καταλάβουν και τα υπόλοιπα νησιά προς το βορρά.
Το άλμα του Ιερού Λόχου στη Σάμο
Οι Βρετανοί, επειδή αντιλαμβάνονταν ποια τύχη θα είχαν τώρα κυρίως τα νησιά Λέρου και Σάμου, που είχαν στρατηγική σημασία, επιτάχυναν ακόμη πιο πολύ την προσπάθεια να τα ενισχύσουν και να τα διατηρήσουν και έβαλαν στον αγώνα και τμήματα του ελληνικού Ιερού Λόχου. Τον ελληνικό Ιερό Λόχο μέχρι τότε τον κρατούσαν μακριά από τα πολεμικά δρώμενα της περιοχής. Φαίνεται ότι για λόγους τήρησης των λεπτών ισορροπιών μεταξύ Βρετανίας και Ιταλίας και εξευμενισμού της Τουρκίας, η οποία είχε βλέψεις στα νησιά του Αιγαίου, η Βρετανία δεν ήθελε να προεξοφλήσει την παραχώρηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο.
Η συγκρότηση και η πολεμική δράση του Ιερού Λόχου στη Βόρεια Αφρική εξιστορείται κατά λεπτομερειακό και αυθεντικό τρόπο στο βιβλίο «Ιερός Λόχος 1942-45» του αείμνηστου αντιστράτηγου Ιωάννη Μανέτα και βέβαια δεν είναι του παρόντος η παρουσίασή τους. Για την σύνδεση όμως του αναγνώστη με τις πολεμικές επιχειρήσεις της συγκεκριμένης περιόδου στην περιοχή του Αιγαίου, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι μετά την πολεμική δράση του στην Τριπολίτιδα και στην Τυνησία, που ολοκληρώθηκε μέχρι τα μέσα Απριλίου του 1943, ο Ιερός Λόχος πήρε διαταγή στις 17 του ίδιου μήνα να επιστρέψει στην Αίγυπτο, εκεί από όπου είχε ξεκινήσει, και από τον επόμενο μήνα εντάχθηκε στις βρετανικές δυνάμεις καταδρομών υπό τον ταξίαρχο Τέρνμπουλ (Turnbull). Για να καταστεί όμως ικανός ο λόχος για εκτέλεση καταδρομικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο, έπρεπε να αναδιοργανωθεί και να υποστεί συμπληρωματική ειδική εκπαίδευση. Έτσι, μετά την ένταξή του στις βρετανικές δυνάμεις καταδρομών άρχισε με εντατικό ρυθμό την εκπαίδευση του ανανεωθέντος σε μεγάλο ποσοστό προσωπικού του, που αριθμούσε τώρα 345 άντρες. Για την επιχειρησιακή του ετοιμότητα και αποτελεσματικότητα οργάνωσε τη δύναμή του σε ομάδα διοίκησης, ένα τμήμα βάσης και τρεις λόχους κρούσης. Με το σχήμα αυτό ολοκλήρωσε την εκπαίδευση σε εξειδικευμένα αντικείμενα, όπως είναι ο ορεινός αγώνας, τα πλωτά μέσα, οι καταστροφές, οι δολιοφθορές, κ.λπ. και στο τέλος υπέστη και τη βασική εκπαίδευση αλεξιπτωτιστή.
Από τις 18 Οκτωβρίου 1943 και μετά την ολοκλήρωση του κύκλου εκπαίδευσής του, ο Ιερός Λόχος βρισκόταν συγκεντρωμένος στο στρατόπεδο Ας-Ζιμπ της Αιγύπτου, έτοιμος να αναχωρήσει για εκτέλεση αποστολής σε 24 ώρες. Οι διαταγές όμως που έφθαναν μέχρι τις 27 Οκτωβρίου, ήταν γενικές και αόριστες, γεγονός που υποχρέωσε το διοικητή του λόχου συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε να μεταβεί στο Κάιρο και να ζητήσει διευκρινήσεις από τους αρμόδιους φορείς.
Το θέμα της συμμετοχής ελληνικών δυνάμεων στις επιχειρήσεις του Αιγαίου απασχολούσε από καιρό τους Βρετανούς, οι οποίοι ευρισκόμενοι σε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για παροχή διευκολύνσεων, ήταν προσεκτικοί στις κινήσεις τους. Όταν όμως διαπίστωσαν τη δυσαρέσκεια των Ελλήνων κατοίκων των νησιών, των οποίων είχαν ανάγκη τη συμπαράσταση, για την απουσία ελληνικών μονάδων, άρχισαν να αναθεωρούν τις απόψεις τους. Αποτέλεσμα αυτής της αναθεώρησης της βρετανικής πολιτικής ήταν να φτάσει στις 12 Σεπτεμβρίου 1943 στη Λέρο με πλοία η πρώτη ομάδα του Ιερού Λόχου με επικεφαλής τον υπολοχαγό Εμ. Ζαχαράκη και μέλη τους ανθυπολοχαγούς Ι. Μπίσια και Αθ. Δημητριάδη, τον ενωμοτάρχη Δ. Μίχο, τον λοχία Θ. Αδάμ και τον στρατιώτη Ν. Μουρμούρη.
«Καθ’ οδόν», γράφει ο αντιστράτηγος Ι. Μανέτας «οι Ιερολοχίται επλημμυρίζοντο από εθνικήν υπερηφάνειαν. Πρώτον εις την Λεμεσόν. Εις την βρετανοκρατουμένην Κύπρον, εις την από αιώνων υπόδουλον εις ξένους κατακτητάς ελληνικήν αυτήν νήσον διεπίστωσαν με τα ίδια των τα μάτια την δύναμιν επιβιώσεως του ελληνισμού, που είχαν ακούσει εις τα θρανία. Ο ενθουσιασμός, με τον οποίο τους υπεδέχθησαν οι Κύπριοι, και το ελληνικό χρώμα της νήσου, τους έδωσαν την ικανοποίησιν ότι και αν δεν επιζούσαν του πολέμου, επάτησαν εις ελληνικά χώματα μετά την διαφυγήν των από την σκλαβωμένην Ελλάδα το 1941. Έπειτα εις το Μπουτρούμ της Τουρκίας. Εκεί είχε προσαράξει ακρωτηριασμένον από εχθρικήν νάρκην το ελληνικόν αντιτορπιλικόν «Αδρίας» και εθαύμασαν νωπόν ακόμη το ηρωικόν κατόρθωμα του πληρώματός του. Ο κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Ι. Τούμπας, μωλωπισμένος ακόμη από την πρόσκρουσιν επί της νάρκης, τους εδιηγήθη με την σεμνότητα που διακρίνει τους πολεμιστάς, το μοναδικόν εις τα ναυτικά χρονικά κατόρθωμά του. Τέλος εις την Λέρον. Εκεί οι Ιερολοχίται εδάκρυσαν από εθνικήν συγκίνησιν. Όλα τα σπίτια της πόλεως και των χωρίων της νήσου, ήσαν σημαιοστολισμένα με μεγάλας κυανόλευκους σημαίας. Η είδησις της αφίξεως των Ιερολοχιτών διεδόθη με αστραπιαία ταχύτητα, και όλοι οι κάτοικοι εξεχύθησαν εις τους δρόμους δια να τους υποδεχθούν και να αγκαλιάσουν τους Έλληνας αδελφούς των, με δάκρυα εις τα μάτια. Η σκηνή αυτή της υποδοχής εξετυλίχθη μέσα εις τους καπνούς των εχθρικών αεροπορικών βομβαρδισμών. Τόσον ακράτητος ήτο ο πόθος ενώσεως των Δώδεκανησίων»( 1).
Ο Τσιγάντες στο Κάιρο μετά τις πολύωρες συζητήσεις και διαβουλεύσεις κατόρθωσε να πείσει την αρμόδια διοίκηση δυνάμεων Αιγαίου να διατάξει την αποστολή του Ιερού Λόχου στη Σάμο, η οποία μαζί με τη Λέρο ήταν τώρα οι προφανείς κύριοι στόχοι των Γερμανών. Την ίδια ημέρα, 28η Οκτωβρίου, εκδιδόταν η εκτελεστική διαταγή. Ο Ιερός Λόχος θα μεταφερόταν ατμοπλοϊκώς και αεροπορικώς στη Σάμο για ενίσχυση της άμυνας του νησιού. Με αποβατικά πλοία 114 Ιερολοχίτες-μη αλεξιπτωτιστές θα εκτελούσαν αμφίβια απόβαση και μετά από δύο ημέρες 200 συνάδελφοί τους αλεξιπτωτιστές με μεταγωγικά 0-47 θα έπεφταν με αλεξίπτωτα. Ήταν η πρώτη φορά, που άντρες του Ιερού Λόχου θα έφθαναν στη ζώνη των επιχειρήσεων με αεραπόβαση και μάλιστα τη νύχτα.
Επικεφαλής του αποβατικού συγκροτήματος τέθηκε ο διοικητής του λόχου και των αλεξιπτωτιστών, ο αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Καλλίνσκης, ο μετέπειτα ιδρυτής των θρυλικών Λ.Ο.Κ. (Λόχων Ορεινών Καταδρομών). Η νηοπομπή με τους 114 Ιερολοχίτες αναχώρησε στις 28 Οκτωβρίου και ο διοικητής τους, απασχολημένος ακόμη στο Κάιρο με τη διευθέτηση των λεπτομερειών της αποστολής του, δεν κατόρθωσε να απεμπλακεί έγκαιρα από τις γραφειοκρατικές διαδικασίες των τυπικών Βρετανών και να ενσωματωθεί με το τμήμα του, που αναχώρησε τελικά στην καθορισμένη ώρα με τον υποδιοικητή του λόχου αντισυνταγματάρχη Μεσσηνόπουλο Φώτιο. Ο Τσιγάντες όμως δεν μπορούσε να διανοηθεί τον εαυτό του μακριά από αυτό το σημαντικό εγχείρημα για τη μονάδα του, αλλά και για ολόκληρο τον ελληνισμό των νησιών του Αιγαίου. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό πήρε αμέσως την απόφαση να ακολουθήσει τους αλεξιπτωτιστές και να ριφθεί μαζί τους, παρότι δεν είχε υποστεί τη σχετική εκπαίδευση αλεξιπτωτιστή. Μια επί τροχάδην επίδειξη του τρόπου προσαρμογής του αλεξιπτώτου και των κινήσεων του σώματός του κατά την πτώση και κυρίως κατά την προσγείωση ήταν αρκετή, για να επιβιβασθεί στο αεροσκάφος με το τμήμα του Ανδρέα Καλλίνσκη. Ήταν μια ενέργεια γενναιότητας και τόλμης, που ανέδειξε για ακόμη μια φορά τις ηγετικές αρετές του συνταγματάρχη Τσιγάντε. Το παράδειγμά του ακολούθησε και ο αντισυνταγματάρχης Τρύφωνας Τριανταφυλλάκος, επικεφαλής του τμήματος Ιερολοχιτών της δεύτερης διαδρομής. Έπεσε και αυτός χωρίς να υποστεί τη βασική εκπαίδευση αλεξιπτωτιστή. Τα δύο αυτά παραδείγματα, από τα ελάχιστα που έχουν συμβεί σε παγκόσμια κλίμακα, εξέπληξαν τους Βρετανούς, επιβεβαιώνοντας για ακόμη μια φορά τη λαμπρή παράδοση του Ιερού Λόχου. Στο μεταξύ, η νηοπομπή των 114 ιερολοχιτών του αντισυνταγματάρχη Μεσσηνόπουλου πλέοντας στη θαλάσσια περιοχή της Ρόδου δεν μπόρεσε να αποφύγει τις σφοδρές επιδρομές γερμανικών καταδιωκτικών, που τώρα κυριαρχούσαν στον αέρα, και υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, όπου το τμήμα επιβιβάσθηκε σε άλλο αντιτορπιλικό και έφθασε στη Σάμο τις επόμενες μέρες.
Οι 200 Ιερολοχίτες αλεξιπτωτιστές προγραμματίσθηκε να ριφθούν ανά 100, σε δύο διαδρομές κοντά στο Βαθύ, και μαζί με τα τοπικά βρετανικά τμήματα, θα αναλάμβαναν την ασφάλεια του νησιού συνεπικουρούμενοι και από τους Ιταλούς, εφόσον βέβαια διαπιστωνόταν η φιλική τους διάθεση. Περί τις 4 μ.μ. της 30ης Οκτωβρίου άρχισε να επιβιβάζεται το πρώτο κύμα των εκατό Ιερολοχιτών και μισή ώρα αργότερα απογειωνόταν το επικεφαλής αεροσκάφος του Χρ. Τσιγάντε από το στρατιωτικό αεροδρόμιο του Καΐρου. Σε λίγο, όλα τα αεροσκάφη του αεροπορικού σμήνους βρίσκονταν στον αέρα και έπαιρναν κατεύθυνση προς βορρά για τον τελικό τους προορισμό, το ιστορικό νησί του Πυθαγόρα. Εκεί, στη Βλαμαρή Αγ. Κυριακής(1), 2-3 χιλιόμετρα ανατολικά της πρωτεύουσας του νησιού, τους περίμενε ο Βρετανός ταγματάρχης Ντουνγκ (Dung), που με τη βοήθεια ενός ιταλικού τμήματος οργάνωσε και επισήμανε τη ζώνη ρίψεων. Η πτήση της εναέριας φάλαγγας διήρκεσε περί τις 4½ ώρες και έγινε χωρίς απρόοπτα. Οι Ιταλοί υποδέχθηκαν τους Έλληνες αλεξιπτωτιστές ως φίλους και συμμάχους και ο κίνδυνος να χτυπηθούν τα αεροσκάφη τους είχε εκλείψει.
Στις 21:55ω είχε φθάσει στη ζώνη το πρώτο αεροσκάφος και άρχισε να ρίχνει τους αλεξιπτωτιστές του. Tο παράδειγμά του ακολούθησαν και τα υπόλοιπα και σε λίγα λεπτά είχαν «αδειάσει» όλα το πολύτιμο φορτίο τους και έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής για τη βάση τους. Οι Ιερολοχίτες αλεξιπτωτιστές πέφτοντας μέσα στο σκοτάδι διέκριναν από ψηλά τις φωτιές, που είχαν ανάψει οι οργανωτές της ζώνης ρίψεων και προσπαθούσαν με κατάλληλους χειρισμούς στα αλεξίπτωτά τους να τις πλησιάσουν, αλλά οι δυνατοί άνεμοι τους απέτρεπαν και οι περισσότεροι διασκορπίστηκαν και προσγειώθηκαν κακήν-κακώς πάνω στις διαχωριστικές και ανισόπεδες πεζούλες των αγρών. Οι άντρες σε ποσοστό 12% τραυματίστηκαν όχι όμως και ο Τσιγάντες, ο οποίος, προς μεγάλη έκπληξη των Ιερολοχιτών, προσγειώθηκε ομαλά και ήταν έτοιμος καθ’ όλα να αναλάβει τη διοίκηση του λόχου για εκτέλεση της αποστολής του.
Την επόμενη ημέρα, 31η Οκτωβρίου και την ίδια περίπου ώρα, όπως και στην πρώτη διαδρομή, απογειώνονταν με τα ίδια αεροσκάφη οι άλλοι εκατό Ιερολοχίτες με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Τρύφωνα Τριανταφυλλάκο, για να ριφθούν την ίδια ώρα με τις ίδιες καιρικές συνθήκες στην ίδια ζώνη ρίψεων, αλλά με οργανωτές τώρα Ιερολοχίτες του πρώτου κύματος. Υπήρξαν και εδώ μικροτραυματισμοί, αλλά σε μικρότερο ποσοστό, 7%. Μ’ αυτόν τον τρόπο ολοκληρώθηκε το ιστορικό αυτό άλμα του Ιερού Λόχου και δε θα πραγματοποιούνταν άλλο, μέχρι την παρούσα τουλάχιστον στιγμή, από ελληνικό στρατιωτικό τμήμα.
Μετά την προσγείωση και του δεύτερου τμήματος ο Τσιγάντες συγκέντρωσε τους 200 αλεξιπτωτιστές του και με ιταλικά φορτηγά, που είχε επιστρατεύσει ο Ντουνγκ, τους μετέφερε στο χωριό Μυτιληνιοί, όπου και εγκατέστησε το σταθμό διοίκησής του. Την επόμενη ημέρα, 1η Νοεμβρίου, έφθασαν στο λιμάνι της Σάμου και οι 114 Ιερολοχίτες του Μεσσηνόπουλου. Από την 1η έως την 15η Νοεμβρίου ο Ιερός Λόχος αποτέλεσε το βασικό πυρήνα της άμυνας του νησιού. Ένα τμήμα του παρέμεινε στο Καρλόβασι, μέχρι τις 17 Νοεμβρίου για επιτήρηση των βορείων ακτών του.
«Η άμυνα της νήσου», γράφει ο στρατηγός Ι. Μανέτας «είχε καλώς μελετηθή και το έδαφος άριστα οργανωθή υπό της ιταλικής μεραρχίας «Κούνεο», η οποία περιελάμβανε δύο συντάγματα πεζικού, ένα σύνταγμα πυροβολικού, τέσσερας ελαφράς αντιαεροπορικάς πυροβολαρχίας, δύο τάγματα φασιστών και λοιπούς σχηματισμούς με σύνολον δυνάμεως 11.000 ανδρών. Εις την άμυναν εναντίον αλεξιπτωτιστών συμμετείχαν και 1.200 αντάρται ένοπλοι, οι οποίοι, παρά τας αρχικάς αντιδράσεις των, υπήκουον προθύμως εις τας διαταγάς των Ιερολοχιτών διοικητών τμημάτων. Η δύναμις των Βρετανών ανήρχετο εις 700 άνδρας, το πλείστον των οποίων ανήκεν εις το τρίτον τάγμα της 234ης ταξιαρχίας του συνταγματάρχου Τάρλετον»(1). Το μεσημέρι της 17ης Νοεμβρίου οι κυριότερες πόλεις του νησιού δέχθηκαν επί τετράωρο σφοδρό βομβαρδισμό από εχθρικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη, με ιδιαίτερη έμφαση το Τηγάνι (Πυθαγόρειο) και το Βαθύ. Περί τις 23:00ω της ίδιας ημέρας μπήκε στο λιμάνι του Βαθέος μια γερμανική τορπιλάκατος, που καλούσε με τηλεβόα τη φρουρά να παραδοθεί για να μην επεκταθούν οι βομβαρδισμοί και στα χωριά του νησιού. Την επόμενη ημέρα, 18η Νοεμβρίου, δόθηκε από το στρατηγείο Μ. Ανατολής η διαταγή εκκένωσης του νησιού και στις 19 Νοεμβρίου ο Ιερός Λόχος αναχώρησε με ελληνικά ιστιοφόρα για την Τουρκία και από εκεί επέστρεψε σιδηροδρομικώς στη Μ. Ανατολή.
Η κατάληψη της Λέρου
Οι Γερμανοί μετά την κατάληψη της Κω στις 3 Οκτωβρίου άρχισαν να θέτουν σε εφαρμογή τα σχέδια των επόμενων επιθετικών τους ενεργειών και τέθηκε σε άμεση προτεραιότητα, όπως ήταν φυσικό, η κατάληψη της Λέρου, ενός άλλου νησιού της Δωδεκανήσου με μεγάλη στρατηγική αξία. Στις 17 Οκτωβρίου το στρατηγείο της Μ. Ανατολής πληροφορούσε τη βρετανική ανώτατη διοίκηση Αιγαίου για συγκέντρωση στο λιμάνι του Πειραιά πολλών αποβατικών σκαφών με 4.000 Γερμανούς και με ετοιμότητα απόπλου για εισβολή στη Λέρο. Μέχρι τότε είχαν προηγηθεί και άλλες αποστολές νηοπομπών για κατάληψη του νησιού, αλλά προσέκρουαν στα βρετανικά αντιτορπιλικά και υποβρύχια και τα σχέδιά τους ανατρέπονταν. Η τελευταία όμως γερμανική ναυτική αρμάδα στο λιμάνι του Πειραιά έδειχνε πως ήταν πιο ισχυρή και αποφασισμένη για όλα.
Η Λέρος είναι ένα από τα βορειότερα νησιά της Δωδεκανήσου και έχει επίμηκες και «σπονδυλοειδές» σχήμα με τρεις «σπονδύλους», που συνδέονται μεταξύ τους με στενές εδαφικές λωρίδες και δημιουργούν τρεις θαυμάσιους όρμους: του Λακκίου και της Γούρνας στις δυτικές ακτές, και των Αλίντων στις ανατολικές, οι οποίοι έτσι αναδεικνύουν το νησί σε βάση σπουδαίας στρατηγικής σημασίας.
Οι τελευταίες πληροφορίες των Βρετανών για επικείμενη γερμανική επίθεση στη Λέρο τους οδήγησε σε επιπρόσθετη ενίσχυσή της και μέχρι τις 5 Νοεμβρίου υπήρχαν στο νησί τρία τάγματα υπό τον ταξίαρχο Τίνλεϋ (Τinley) το καθένα εγκατεστημένο αμυντικά σε ένα από τα διαμορφούμενα από τους όρμους ξεχωριστά διαμερίσματα. Το 4ο τάγμα Μπαφς (The Buffs) εγκατεστημένο στο βόρειο διαμέρισμα, το 2ο τάγμα Ρόαγιαλ Αϊρις Φυζίλιρς (Royal Irish Fusiliers) στο κεντρικό και το 1ο Κινγκς Οουν (King’s Own) στο νότιο. Για την ενίσχυσή τους τοποθετήθηκαν μια πυροβολαρχία των 25 λιβρών και τμήματα μηχανικού, διαβιβάσεων και υγειονομικού. Τα τάγματα αυτά είχαν δεινοπαθήσει στη Μάλτα αναμένοντας νυχθημερόν τη ρίψη Γερμανών ή Ιταλών αλεξιπτωτιστών και ήταν το πεπρωμένο τους να δεχθούν από τον αέρα την εισβολή των Γερμανών αλεξιπτωτιστών όχι στη Μάλτα, αλλά στη Λέρο, και να ηττηθούν. Η τοπική ιταλική φρουρά με δύναμη 5.000 άντρες, επάνδρωνε κυρίως τα επάκτια και αντιαεροπορικά της πυροβόλα, ενώ τα αποσπάσματα της SBS και της LRDG, με συνολική δύναμη 100 άντρες, ήταν εγκατεστημένα στο μέσον του νησιού για αντιμετώπιση ενδεχόμενης ρίψης αλεξιπτωτιστών. Γενικά η αμυντική δομή της Λέρου παρουσίαζε πολλά κενά. Οι θέσεις των πυροβόλων ήταν ακάλυπτες, η παραλλαγή τους ελλιπής και τα περισσότερα πυροβόλα παλιά και μικρού βεληνεκούς. Το απόθεμα των πυρομαχικών των αντιαεροπορικών όπλων είχε μειωθεί αισθητά μετά από τις συνεχείς αεροπορικές επιδρομές της Λουφτβάφε, οι δε ενσύρματες επικοινωνίες υπολειτουργούσαν, επειδή οι γερμανικοί βομβαρδισμοί είχαν αποκόψει τις τηλεφωνικές γραμμές. Πέρα από αυτά, και οι σχέσεις του Ιταλού διοικητή του νησιού, ναυάρχου Μασκέρπα (Mascherpa), με τον Βρετανό ταξίαρχο Τίνλεϋ δεν ήταν οι καλύτερες και ούτε υπήρχε προοπτική βελτίωσής τους, με συνέπεια ο Ιταλός ναύαρχος να παραμείνει στο περιθώριο των αποφάσεων και την ευθύνη ασφάλειας του νησιού να αναλάβουν οι Βρετανοί. Η εξαμελής ομάδα Ιερολοχιτών του υπολοχαγού Εμ. Ζαχαράκη φθάνοντας στη Λέρο στις 12 Σεπτεμβρίου εντάχθηκε στα βρετανικά τμήματα SBS και LRDG και ανέλαβε αμέσως δράση. Συγκρότησε με τους Βρετανούς κομάντος ολιγομελείς περιπόλους, με αποστολή να εντοπίσουν και να συλλάβουν κατασκόπους, που ήταν εγκατεστημένοι στα πολυπληθή ξερονήσια και στα υπόλοιπα γερμανoκρατούμενα νησιά της Δωδεκανήσου και έδιναν έγκυρες και ακριβείς πληροφορίες στη γερμανική αεροπορία για τις κινήσεις του συμμαχικού στόλου, καθιστώντας τον έτσι εύκολη λεία στη Λουφτβάφε. Το απόγευμα της 11ης Νοεμβρίου μια από αυτές τις περιπόλους, στην οποία ανήκε και ο υπολοχαγός Στέφανος Καζούλης, (ένας θαυμάσιος Έλληνας μαχητής, Αλεξανδρινός στην καταγωγή, που υπηρετούσε στον αγγλικό στρατό), αναχώρησε από τη Λέρο για την Πάτμο. Η περίπολος αυτή πλέοντας τη νύχτα προς το Γκιουμουσλούκ (Gumushluk) των τουρκικών ακτών αντιλήφθηκε σε απόσταση ενός μιλίου τις σκιές μικρών αποβατικών πλοίων, που έπλεαν προς τη Λέρο. Ήταν τα αποβατικά σκάφη με τους 4.000 Γερμανούς, που ήταν συγκεντρωμένα στο λιμάνι του Πειραιά από τις 27 Οκτωβρίου.
Το σχέδιο ενεργείας των Γερμανών προέβλεπε κατάληψη του νησιού σε τέσσερις φάσεις: εξουδετέρωση του αμυντικού συστήματος του εχθρού με αεροπορικούς βομβαρδισμούς, αποβάσεις κατά μήκος των ακτών και αεραποβάσεις στο κέντρο του νησιού, δημιουργία αρχικών προγεφυρωμάτων και διεύρυνσή τους, συνένωση όλων των γερμανικών τμημάτων και εξαπόλυση επιθέσεων προς όλες τις κατευθύνσεις για ολοκλήρωση της κατάληψής του.
Η από θαλάσσης εισβολή θα άρχιζε στις 03:30ω της 12ης Νοεμβρίου από δύο αποβατικά τακτικά συγκροτήματα: το δυτικό, επιπέδου τάγματος, στον κόλπο της Γούρνας και το ανατολικό και ισχυρότερο, επιπέδου συντάγματος μείον, στον κόλπο Αλίντων και στους εκατέρωθεν όρμους. Η από αέρος έφοδος, με ρίψη αλεξιπτωτιστών, θα εκτοξεύονταν με το πρώτο φως της ίδιας ημέρας στην περιοχή του υψώματος Ράχη, με σκοπό την αποκοπή του νησιού στα δύο και την συνένωση του ανατολικού με το δυτικό προγεφύρωμα. Το δυτικό συγκρότημα του λοχαγού Άσσοφ (Aschoff), λίγο πριν χαράξει και ενώ έπλεε στα ανοιχτά των νοτιοδυτικών ακτών του νησιού, δέχθηκε πολλαπλά πλήγματα από τις ιταλικές πυροβολαρχίες του υψώματος Σκουμπάρδα και αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να επιστρέψει στην Κάλυμνο. Η πρώιμη αυτή αποτυχία έθεσε σε άμεσο κίνδυνο το σχέδιο και έτσι αναβλήθηκε η ρίψη των αλεξιπτωτιστών, που είχε προγραμματιστεί να γίνει με το πρώτο φως της ημέρας. Το ανατολικό όμως συγκρότημα του ταγματάρχη φον Ζάλντερν (von Saldern), μετά την απόβασή του στον όρμο Κρυφού, κατόρθωσε να γαντζωθεί στις πλαγιές του υψώματος Κλειδί, το οποίο και κατέλαβε μετά από σκληρή μάχη. Νοτιότερα τα τρία αποβατικά σκάφη, που μετέφεραν τον 1ο λόχο αμφίβιων καταδρομών «Μπράντενμπούργκερ», πλησίασαν με ταχύτητα τη βραχώδη ακτή Άσπρη Πούντα στις υπώρειες του υψώματος Πιτύκι και αποβίβασαν τους άντρες τους, χωρίς να γίνουν αντιληπτά από την τοπική πυροβολαρχία. Οι αμφίβιοι καταδρομείς εκμεταλλευόμενοι το απυρόβλητο των νεκρών γωνιών των απότομων βράχων της ακτής μπόρεσαν να σκαρφαλώσουν γρήγορα στην πλαγιά και να εξουδετερώσουν δύο από τα τέσσερα πυροβόλα της πυροβολαρχίας. Ακολούθησε άγρια μάχη σώμα με σώμα στην προσπάθεια των Γερμανών να σταθεροποιηθούν και να συνεχίσουν την προώθησή τους προς το εσωτερικό του νησιού. Η άφιξη όμως βρετανικών ενισχύσεων ανέκοψε τόσο την κίνηση των αμφίβιων καταδρομέων όσο και την προσπάθεια του ανατολικού συγκροτήματος του φον Ζάλντερν και οι Γερμανοί με αποτυχημένη και την προσπάθεια του δυτικού συγκροτήματος δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να πραγματοποιήσουν τη ρίψη του Ι/2 τάγματος αλεξιπτωτιστών, που είχε αναβληθεί.
Μια ώρα πριν από την άφιξη των μεταγωγικών αεροσκαφών η περιοχή ρίψεων σφυροκοπούνταν από τη Λουφτβάφε με προφανή σκοπό την εξουδετέρωση των πιθανών αντιστάσεων των Βρετανών. Στις 13:45ω της 12ης Νοεμβρίου 1943 ο ουρανός πάνω από το ύψωμα Ράχη γέμισε από Γιούνκερ-52, που από χαμηλό ύψος και ανά τριάδες άρχισαν να αφήνουν τους αλεξιπτωτιστές τους. Πρώτος έφυγε ο διοικητής τους λοχαγός Κύνε (Küne) και μετά ακολούθησαν οι 600 άντρες του. Η ρίψη τους ήταν απρόσκοπτη και παρά τα σποραδικά πυρά των αντρών του 4ου Μπαφς από τα γύρω υψώματα και των Βρετανών κομάντος, που δεν ανέμεναν να πέσουν αλεξιπτωτιστές πάνω στις βραχώδεις και απότομες πλαγιές του νησιού και μάλιστα το καταμεσήμερο, ανέκτησαν ταχέως τους οργανικούς τους δεσμούς και άρχισαν να απαντούν στα πυρά των Συμμάχων καλυμμένοι στις διάφορες πτυχές του εδάφους και μέσα στους κρατήρες, που είχαν δημιουργήσει οι βόμβες των γερμανικών βομβαρδιστικών. Οι Βρετανοί κομάντος και οι Ιερολοχίτες του Ζαχαράκη κατανεμημένοι σε μικρές ομάδες των 5-6 αντρών και εμποτισμένοι από το επιθετικό πνεύμα δεν αρκέστηκαν σε αγώνα χαρακωμάτων, αλλά τηρώντας την παράδοση των κομάντος διέσχισαν τη ζώνη ρίψεων και αντιμετώπισαν τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές σώμα με σώμα. Από την ηρωική αυτή εξόρμηση οι απώλειές τους ήταν μεγάλες. Από τους Ιερολοχίτες ο ενωμοτάρχης Δημήτριος Μίχος τραυματίστηκε βαριά στην ωμοπλάτη, αλλά διασώθηκε. Ο υπολοχαγός Ζαχαράκης τραυματισμένος και αυτός με διαμπερές τραύμα στο πόδι, συνέχισε τον αγώνα(1). Η αντεπίθεση όμως αυτή των κομάντος δεν κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι εξοπλισμένοι τώρα και με ομαδικά όπλα καθώς και με επαρκή πυρομαχικά, που έπεσαν σε κιβώτια με αλεξίπτωτα, συνέχισαν με μεγαλύτερη ορμητικότητα το χερσαίο αγώνα τους. Ο 1ος λόχος κατέλαβε τον Αγ. Γερμανό, ένα χιλιόμετρο περίπου βορειοδυτικά του υψώματος Ράχη, αποκόπτοντας την κεντρική οδό Λέρος-Παρθένι. Ο 3ος λόχος προωθήθηκε προς τα βορειοανατολικά, ενώ οι 2ος και 4ος κατευθύνθηκαν προς το Μεροβίγλι, απωθώντας δύο βρετανικούς λόχους και διευρύνοντας το αεροπρογεφύρωμα στο κέντρο του νησιού. Με αυτή την ενέργεια οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές όχι μόνο αιφνιδίασαν τον αντίπαλο, αλλά και χώρισαν το νησί στα δύο, αποδιοργανώνοντας έτσι το συντονισμό των ενεργειών του Τίνλεϋ. Το 4ο τάγμα των Μπαφς ξεκομμένο τώρα στο βορρά και αδυνατώντας να ενισχυθεί διεξήγε έναν αγώνα συνεχούς φθοράς, ενώ και το ίδιο το Μεροβίγλι, όπου ήταν η έδρα της βρετανικής ταξιαρχίας, απειλούνταν άμεσα από τους προωθημένους πλέον αλεξιπτωτιστές, που επιδίωκαν μέσα στη νύχτα να συνδέσουν και τα τρία γερμανικά προγεφυρώματα και να οδηγήσουν έτσι το γερμανικό σχέδιο στην τελική φάση ολοκλήρωσής του. Μέχρι εκείνη την ώρα το τακτικό συγκρότημα του φον Ζάλντερν κατείχε τη γραμμή Βίγλα-Κλειδί και Παναγιές-Κόλπος Αλίντων και οι αμφίβιοι καταδρομείς, αγκιστρωμένοι στο ύψωμα Πιτύκι, κρατούσαν τις δύο χαμηλότερες θέσεις πυροβόλων. Το δυτικό συγκρότημα του Άσσοφ μετά την αποτυχία του στον κόλπο της Γούρνας πήρε διαταγή να μεταφερθεί στην ανατολική Λέρο για ενίσχυση των εκεί επιθετικών προσπαθειών των Γερμανών.
Η διοίκηση των γερμανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, επειδή διαισθανόταν την κρισιμότητα του αγώνα σε εκείνο το χρονικό σημείο, έθεσε σε άμεση ετοιμότητα τα μεσάνυχτα 12/13 Νοεμβρίου τον 15ο λόχο «Μπράντερμπούργκερ». Ο λόχος αυτός μαζί με τους 40 αλεξιπτωτιστές του Ι/2 τάγματος, που δεν είχαν ριφθεί την προηγούμενη ημέρα, έπεφτε τη 05:45ω της 13ης Νοεμβρίου στην ίδια ζώνη ρίψεων. Τώρα όμως τα Γιούνκερ-52 λόγω ισχυρών ανέμων δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την συνοχή τους και διασκόρπισαν τους 200 αλεξιπτωτιστές τους, οι οποίοι έρμαια πλέον των φουσκωμένων θόλων των αλεξιπτώτων τους, που τους έσερναν πάνω στα βράχια και στους χαμηλούς τοίχους των παρυφών του υψώματος Ράχη, υπέστησαν πολλούς και σοβαρούς τραυματισμούς, πριν απελευθερωθούν από τα αλεξίπτωτά τους. Τρία Γιούνκερ-52 χτυπήθηκαν από τα πυρά των αντιαεροπορικών πυροβόλων και, όπως απομακρύνονταν προς τον κόλπο της Γούρνας, άδειασαν βιαστικά πριν συντριβούν στη θάλασσα τους αλεξιπτωτιστές τους, από τους οποίους οι περισσότεροι πνίγηκαν στα βαθιά νερά του κόλπου. Οι απώλειες του 15ου λόχου ανήλθαν στο 1/3 της δύναμής του. Παρόλα αυτά, ο λόχος ενίσχυσε σημαντικά το Ι/2 τάγμα του Κύνε και συνέβαλε αποφασιστικά στον αγώνα για την κατάληψη του νησιού.
Τις επόμενες δύο ημέρες οι Βρετανοί προσπαθούσαν με αντεπιθέσεις να απωθήσουν τον εχθρό από τα ζωτικά εδάφη, που είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή καταλάβει, με ιδιαίτερη έμφαση στα εκατέρωθεν του κόλπου Αλίντων υψώματα, και οι Γερμανοί ενίσχυσαν τις δυνάμεις τους, για να κρατήσουν και προωθήσουν τις θέσεις τους, χωρίς σαφή επικράτηση της μιας ή της άλλης πλευράς. Τα κενά όμως της άμυνας του νησιού σε συνδυασμό με τις ασυντόνιστες βρετανικές αντεπιθέσεις κατά των Γερμανών, αλλά και το ανηλεές και αποτελεσματικό σφυροκόπημα από τα Στούκας, τόσο των αμυνόμενων τμημάτων όσο και των βρετανικών καταδρομικών και αντιτορπιλικών, που περιπολούσαν στην περιοχή και υποστήριζαν τα μαχόμενα βρετανικά τμήματα στο νησί, ήταν αυτά που θα αποσαφήνιζαν τα πράγματα και θα έγερναν σιγά-σιγά την πλάστιγγα προς το μέρος των Γερμανών.
Μέχρι το βράδυ της 15ης Νοεμβρίου οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τα ζωτικά υψώματα βόρεια και νότια του κόλπου Αλίντων, είχαν πετύχει την ενοποίηση όλων των προγεφυρωμάτων και περιέσφιγγαν το Μεροβίγλι με πρωταγωνιστές και πάλι τους αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι πίεζαν ήδη το στρατηγείο του Τίνλεϋ από τις 13 Νοεμβρίου. Περί της 4 π.μ. της 16ης Νοεμβρίου ο φον Ζάλντερν εξαπέλυσε την επίθεσή του κατά του στρατηγείου και ο Βρετανός ταξίαρχος κινητοποίησε όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του, για να τους αναχαιτίσει, αλλά προσωρινά. Οι αντοχές των αμυντικών γραμμών είχαν υπερβεί τα όριά τους και στις 07:25ω έστελνε στο Κάιρο σήμα, στο οποίο περιέγραφε την κρισιμότητα της κατάστασης. Στις 15:00ω της ίδιας ημέρας εκτοξεύτηκε νέα γερμανική επίθεση κατά του Μεροβιγλίου και μια ώρα αργότερα η βρετανική διοίκηση της Λέρου υπέβαλε αίτηση προς το Κάιρο για εκκένωση του νησιού τη νύχτα 17/18 Νοεμβρίου. Στις 17:30ω και μετά από άγρια μάχη υψωνόταν η γερμανική σημαία στο βρετανικό στρατηγείο, που δήλωνε ότι το νησί είχε παραδοθεί. Έτσι, με την απόβαση των γερμανικών τμημάτων στη Σάμο, στις 21 Νοεμβρίου, έπεφτε και τυπικά η αυλαία σ’ αυτό το θέατρο των επιχειρήσεων.
Οι γερμανικές απώλειες στη μάχη της Λέρου ανήλθαν σε 246 νεκρούς, 677 τραυματίες και 162 αγνοούμενους. Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονταν και 70 νεκροί και 98 τραυματίες αλεξιπτωτιστές. Οι Βρετανοί είχαν 200 νεκρούς και 280 τραυματίες.
Η μάχη της Λέρου, όπως εξελίχθηκε, ανέδειξε για μια ακόμη φορά τον καταλυτικό ρόλο της αεροπορικής υπεροχής, χωρίς την απόκτηση της οποίας οι Γερμανοί δε θα αποτολμούσαν, όπως συνέβη και στην Κρήτη το 1941, να κάνουν επιχειρήσεις στο Ανατολικό Αιγαίο. Το δεύτερο κυρίαρχο στοιχείο σ’ αυτές τις επιχειρήσεις ήταν η επιτυχής χρησιμοποίηση, και από τις δύο πλευρές, των αλεξιπτωτιστών και ιδιαίτερα η χωρίς προηγούμενο ρίψη των Γερμανών αλεξιπτωτιστών στις βραχώδεις και ανώμαλες πλαγιές του υψώματος Ράχη της Λέρου. Το εγχείρημα εκείνο ήταν μια τακτική αντίληψη, η οποία μαζί με αυτήν των ανορθόδοξων αποβάσεων, που έκαναν από τη θάλασσα τα τακτικά συγκροτήματα του Μύλλερ στις βραχώδεις και απότομες ακτές της Άσπρης Πούντας και του Πιτυκίου του νησιού, εναρμονίζεται με την ιδιομορφία των νησιών του Αιγαίου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μανέτας, Ιωάννης: Ιερός Λόχος 1942-1945, εκδόσεις Λογοθέτης, Αθήναι
- Μαστοράκος Μάνος: Αιγαίο 1943, εκδόσεις «Δούρειος Ίππος» Αθήνα
- Βλαχοσταθόπουλος Αναστάσιος: Ιερός Λόχος 1942-45, εκδόσεις «Ελεύθερη Σκέψις» Αθήνα 2006.
- 4- Οικονομάκος Μιχαήλ: Από την Αφρική στον Έβρο, εκδόσεις «Ελεύθερη Σκέψις» Αθήνα 1979.
- Φωτόπουλος Χρήστος: Υποστράτηγος Χριστόδουλος Τσιγάντες 1897-1970, εκδόσεις ΓΕΣ/7°ΕΓ, Αθήνα 2002.
- Κερτεμελίδης Πρόδρομος: Ιερός Λόχος και Δωδεκάνησα, περιοδικό «Επάλξεις» Νο 51, τεύχος Μαρτίου – Απριλίου 2001.
- Τσόρτσιλ Ουίστον: Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, εκδόσεις Παγκόσμιος Οργανισμός Χρήστος Γιοβάνης.
- Schenk Peter: Πόλεμος στο Αιγαίο 1941-45, εκδόσεις «Eurobooks» Αθήνα 2008.
- Περιοδικό «Πόλεμος & Ιστορία» Μάρτιος 2000, τεύχος 28.
Discover more from Θεματα Στρατιωτικης Ιστοριας
Subscribe to get the latest posts to your email.