18 Ιουλίου 1913: Η Ανακωχή


(Από το βιλίο «Εμπρός δια της λόγχης – 2ος Βαλκανικός Πόλεμος – Μέρος Β»)

«Η είδηση της ανακωχής έπεσε σαν βόμβα. Δεν την περιμέναμε. Ήμασταν στο δρόμο για την Σόφια, μια δυο μέρες ακόμη και θα την βλέπαμε από κοντά. Αλλά μπήκαν στη μέση οι “αξιοσέβαστες κυρίες”, οι Μεγάλες Δυνάμεις όπως τις έλεγε ο Βενιζέλος, και μας τα θαλάσσωσαν. Τι να γίνει; Δεν μπορείς και να τα βάλεις με όλο τον κόσμο … Διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι είχαμε γυρισμένα τα μάτια μας στον “κουμπάρο”. Ότι πει αυτός θα γίνει. Θέλει να αφήσουμε τα όπλα; Θα τα αφήσουμε. Θέλει να τραβήξουμε μπροστά; Φτάνει να μας κάνει ένα νόημα. Εδώ είμαστε! Θα κάνουμε ότι θέλει ο κουμπάρος! Δικοί του και στην ειρήνη και στη φωτιά. Γιατί ότι πει αυτός, θα πει πως έτσι έπρεπε να γίνει.»

Αυτά τα λόγια δεν τα λέω τώρα, τόσα χρόνια μετά τον πόλεμο. Είναι από ένα γράμμα που έστειλα στους δικούς μου, τη μέρα που μάθαμε ότι κηρύχθηκε η ανακωχή. Τα έβαλα για να δείτε πώς σκεφτόμασταν τότε. Εμείς, παρ’ όλες τις βαριές απώλειες, θέλαμε να συνεχίσουμε. Και σαν Στρατιώτες, είχαμε πίστη στον Αρχιστράτηγό μας. Και μη κάνετε το λάθος να με πείτε «φιλοβασιλικό». Δεν ξέραμε τότε από τέτοια. Δεν υπήρχε ακόμη ο απαίσιος Διχασμός. Εμείς ξέραμε τότε, ότι είχαμε έναν μεγάλο Στρατηλάτη, που πήγαινε μπροστά και τον ακολουθούσαμε, και έναν Πρωθυπουργό, που έδινε τις δικές του μάχες με εχθρούς αλλιώτικους. Και οι δυο τους κάνανε τη δουλειά τους, όσο καλύτερα γινόταν, για το συμφέρον της Πατρίδας.

Όσο για εμάς, κάναμε κι εμείς τη «δουλειά» μας. Το καθήκον μας. Και το κάναμε με πολύ πάθος. Θα σας διηγηθώ ένα περιστατικό για να καταλάβετε. Ο Ανθυπασπιστής Κωνσταντίνος Κριτσιλής, του ΙΙΙ/19 ΣΠ, τραυματίστηκε στο Πρεντέλ Χαν στις 17 Ιουλίου. Επ’ ουδενί λόγω δεν εγκατέλειπε τη μάχη, έδεσε το τραύμα του και συνέχισε. Την άλλη μέρα, νέα μάχη. Μπροστά ο Κριτσιλής στην πρώτη γραμμή. Ώσπου οι σάλπιγγες σήμαναν το «παύσατε πυρ», αφού κηρύχτηκε η ανακωχή. Το απόγευμα έγινε η ταφή των νεκρών. Ανάμεσά τους κι ο Κριτσιλής που έπεσε στην τελευταία επίθεση του πολέμου. Και πέσανε κι άλλοι πολλοί, εκεί στο Πρεντέλ Χαν. Ο Λγός Νικόλαος Κοντογούρης, ο έφεδρος Υπλγός Χαράλαμπος Παπαδημητρίου, ο Ανθγος ΠΖ Χαρίλαος Βλαχιώτης, οι έφεδροι Ανθγοί Θεόδωρος Παρλακώστας, Ιωάννης Πρεβεζάνος, Γεράσιμος Μυτάκης, Χρήστος Παπαγιαννόπουλος και ο Ανδρέας Χοϊδάς που υπέκυψε από τραύματα στο Β’ Ορεινό Χειρουργείο, ο Ανθστής ΠΖ Σεραφείμ Λούρος.

Σε ένα άλλο επεισόδιο, την τελευταία μέρα, ένας Λόχος είχε κυκλωθεί από πολυάριθμους εχθρούς. Σαν φάνηκαν Στρατιώτες με λευκές σημαίες, που τις φέρνανε να τις στήσουν για την ανακωχή που κηρύχθηκε στο μεταξύ, οι μαχητές παρεξηγήθηκαν:

«Λευκή σημαία; Τι πάει να πει αυτό; Δεν παραδινόμαστε εμείς κύριε Λοχαγέ. Προτιμούμε να σκοτωθούμε εδώ πέρα. Δεν σηκώνουμε λευκή σημαία!» Είχαν νομίσει ότι πρόκειται για παράδοση και όρμησαν να σκίσουν τις σημαίες!

Στις 18 Ιουλίου, ο Λόχος μας ήταν πάνω στο 1378, στις «προφυλακές μάχης» του Τάγματος. Ο καιρός ήταν βροχερός και ψυχρός αλλά αυτό δεν με πείραζε. Ένοιωθα ότι η βροχή ξέπλενε το αιματοβαμένο χώμα και ότι το κρύο περιόριζε τα φαντάσματα των τόσων σκοτωμένων. Αλλά η μεγάλη μας απορία ήταν πώς εξαφανίστηκαν οι Βούλγαροι … Οι περίπολοί μας δεν βρήκαν ούτε έναν στις θέσεις που κατείχαν την προηγούμενη μέρα.

«Συνάδελφοι, φινίρανε οι μπαρτζολίες! Ελάτε μωρέ αδέρφια να σας φιλήσω!»

«Τι τρέχει μωρέ Αντώνιο;»

«Μωρέ φινίρανε σας λέω. Οι περίπολοι δεν βρήκαν ούτε ψυχή …»

«Καλά μωρέ Αντώνιο, και δεν ακούσαμε τίποτα;»

«Όσκε ψυχούλα μου … δεν είναι σαν εμάς αυτοί φαίνεται …»

Δεν είχε άδικο ο Αντώνιο ο σαλπιγκτής μας … Θυμήθηκα τη φασαρία που κάναμε εμείς τότε που περνούσαμε το Δρίσκο, με το τσιγαράκι στο στόμα και χαλώντας τον κόσμο με τις φωνές μας και μου φαινόταν αδιανόητο. Χαθήκαν οι αρκουδιαρέοι και δεν ακούσαμε ούτε ένα κρότο; Φύγανε τόσα Συντάγματα και δεν άναψαν ούτε ένα τσιγάρο; Α πα πα, αλλιώτικοι άνθρωποι …

«Έγινε ανακωχή ψυχούλα μου … έχουμε ανακωχή πέντε μερώνε …» έλεγε τραγουδιστά ο Αντώνιο και το χαμόγελο έφτανε ως τ’ αυτιά του.

«Και πού τόμαθες μωρέ Αντώνιο;»

«Μου τόπε η “Μαρίκα” του Λοχαγού. Αυτός έχει πάντα φορματσιόνι σωστά.»

Πράγματι, σε λίγο ήρθε ο Λοχαγός και διέταξε να παραταχθεί ο Λόχος, για να διαβάσει με κάθε επισημότητα την Ημερήσια Διαταγή, που έλεγε για την ανακωχή! Το τι ακολούθησε, δύσκολα μπορεί να περιγραφεί. Ζητωκραυγές, πυροβολισμοί στον αέρα, αγκαλιές, φιλιά, χοροί … Τα υψώματα και οι χαράδρες του Χάρου, που μέχρι χθες αντιλαλούσαν κανονιές και βογγητά, θαρρείς και συμμερίζονταν τη χαρά μας. Ως και η βροχή σταμάτησε κι ακούστηκαν ξανά κελαηδήματα …

Μετακινηθήκαμε σε νέες θέσεις, στο τελευταίο ύψωμα της Τζουμαγιάς. Από κει βλέπαμε καθαρά κάτι λευκά σπιτάκια, που ήταν οι Μεθοριακοί Σταθμοί των παλαιών συνόρων της Βουλγαρίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στις 5 μ.μ., πλησίασαν τους διπλοσκοπούς μας τρεις έφιπποι με λευκή σημαία. Ήταν ένας Ταγματάρχης, μεγαλοπρεπής και ξανθογένης, ένας νεαρός Υπολοχαγός με κατεβασμένα τα γαλανά μάτια του, που μάλλον ήταν γιατρός, και ένας σαλπιγκτής με τόσο ηλίθιο ύφος, που δεν θύμιζε σε τίποτα τον δικό μας τον Αντώνιο. Μίλησαν στους σκοπούς Βουλγάρικα, αλλά αυτοί πέρα από «ντόμπερ βέτσερ» και «ντα» δεν ξέραν άλλη λέξη. Ευτυχώς οι Βούλγαροι ξέρανε λίγα Γαλλικά. Και οι δυο Αξιωματικοί τους γούρλωσαν τα μάτια, σαν τους απάντησαν σε άπταιστα Γαλλικά οι σκοποί μας.

«Ομιλείτε Γαλλικά;»

«Ολίγα κύριε Ταγματάρχα …»

«Φωνάξτε παρακαλώ τον επί κεφαλής Αξιωματικό σας»

Προτού τον φωνάξουν, ήρθε προς συνάντησή τους ο Υπολοχαγός Χαράλαμπος Νικολόπουλος, με 10 άνδρες της 1ης Διμοιρίας. Άρχισαν να συζητούν στα Γαλλικά και ο Βούλγαρος συνέχισε να γουρλώνει τα μάτια, βλέποντας απλούς Στρατιώτες να κάνουν τη μετάφραση. Πού να ήξερε ότι οι 10 Στρατιώτες που είχε μαζί του ο Νικολόπουλος ήταν 4 ομογενείς από το Παρίσι και 6 από την Αίγυπτο, που είχαν τα Γαλλικά για δεύτερη γλώσσα τους … Ο Λοχαγός μας κοίταζε τον Βούλγαρο με την υπερηφάνεια του νικητή, και απαντούσε κι αυτός με τα μάτια … Ο Βούλγαρος πρότεινε να ορίσουμε «ζώνη ανακωχής», έχοντας φέρει μαζί του και ακόντια με σημαίες. Ο Νικολόπουλος απάντησε ότι δεν έχει τέτοιες εντολές και κανονίστηκε νέα συνάντηση για την επόμενη μέρα την ίδια ώρα. Το επόμενο πρωί ήρθε ο Διοικητής του Συντάγματος, ο Ανχης κ. Κ. Τριαντάκης, μαζί με τον Επιτελάρχη του τον Τχη Χατζηανέστη και τον κύριο Κοκκίδη, για να κανονίσουν τις λεπτομέρειες προφανώς. Και το απόγευμα ξαναήρθαν οι Βούλγαροι και ορίστηκε η ουδέτερη ζώνη. Όχι ότι ηρεμήσαμε, αλλά σταμάτησαν οι μάχες και το μεγάλο μακελειό.

Ανάμεσα στις δύο άσπρες γραμμές που όριζαν οι σημαίες σε όλο το μήκος του μετώπου, εκτεινόταν η «νεκρή ζώνη». Και την επόμενη μέρα, καθώς ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό και ο υδράργυρος σκαρφάλωνε στους 37 βαθμούς, οι δυο πλευρές ασχολήθηκαν με την ταφή των νεκρών τους. Αντί για μάνλιχερ κρατούν τώρα φτυάρια και αξίνες. Η «νεκρή ζώνη» γέμισε από αγγαρείες, από τη μια φαντάροι και τσολιάδες, από την άλλη οι Βούλγαροι με τις πράσινες στολές και τα μαύρα καλπάκια τους. Οι νεκροί είναι ανακατεμένοι και έτσι ανακατεύονται και οι αγγαρείες. Όταν σταματούν κάθε τόσο να ξαποστάσουν, ανταλλάσσουν άγριες ματιές και θαρρείς πως θα ξαναρχίσουν τον πόλεμο.

Ένας Εύζωνος έβγαλε την καπνοσακούλα του να στρίψει τσιγάρο. Απέναντι ο Βούλγαρος φαντάρος τον κοιτάζει λαίμαργα …

«Ουρέ δόλιε, χαρμάν’ς είσι;» και του προτείνει την σακούλα. Όλοι σωπαίνουν και καθώς ο Βούλγαρος απλώνει το χέρι του χαμογελώντας, δέχεται μια καμτσικιά στο πρόσωπο από έναν Επιλοχία. Ο Εύζωνος αγριεύει:

«Γιατί τον βαράς ουρέ ζαγάρ;»

Και μεμιάς σηκώνεται και ορμά στον Βούλγαρο Επιλοχία χτυπώντας τον με τις γροθιές. Τρομαγμένοι Αξιωματικοί, με σφυρίχτρες και φωνές, μαζεύουν τους αγριεμένους φαντάρους, πριν γενικευθεί η συμπλοκή.

«Θα σι μάθου ιγώ, να γένεις άνθρωπους παλιόσκυλου» μονολογεί ο Εύζωνος και δείχνει ακόμη τις γροθιές του στον Επιλοχία, που απομακρύνεται γεμάτος αίματα.

Παραπέρα, σε μια χιλιομπαλωμένη σκηνή, ένας Συνταγματάρχης με κάτασπρα μουστάκια, γράφει την αναφορά του και ξεσπάει σε κλάματα. Τον βλέπει από το άνοιγμα της σκηνής ο Εύζωνος σκοπός και απορεί:

«Ουρέ, κλαίν’ και τα θηρία;»

Το κλάμα του Συνταγματάρχη συνεχίζεται. Μιλάει μονάχος του:

«Πάει ο Γιάννης μου, πάει κι ο Γιώργος, πάνε τα παιδιά μου … Τι θα πω στις μάνες και τις γυναίκες τους;»

Ο Συνταγματάρχης που κλαίει είναι ο Παπαδόπουλος, ο σκληρός Διοικητής του 1ου Ευζωνικού Συντάγματος. Προσπαθεί να γράψει την αναφορά του, και συνάμα μνημονεύει τους ήρωες Βελισσαίου και Κολοκοτρώνη και τους τόσους Ευζώνους του που έμειναν στο 1378. Δεν του απόμεινε ούτε ένας Διοικητής. Τα υπολείματα των Ταγμάτων του διοικούν Ανθυπολοχαγοί, τους Λόχους διοικούν Υπαξιωματικοί και τις Διμοιρίες απλοί Εύζωνοι.

Λίγα χιλιόμετρα παραπάνω, κλαίει και ο Βούλγαρος Στρατηγός Ιβανώφ. Αλλά δεν θρηνεί για τις απώλειές του. Θρηνεί από λύσσα για το όνειρο που έσβησε. Οι Επιτελείς του τον πιέζουν να εκμεταλλευθούν την ανακωχή για βελτίωση των θέσεών τους. Αγριεύει και τους δείχνει το τηλεγράφημα του Αρχιστρατήγου τους, του Σαβώφ:

«… Δια την πιστήν τήρησιν της ανακωχής έχει εγγυηθεί η τιμή του Τσάρου και της Βουλγαρίας …»

Η τελευταία παράγραφος της Διαταγής, που την υπέκλεψαν οι τηλεγραφητές της Μεραρχίας μας, έχει κοινοποιηθεί σε όλο το στράτευμα και όλοι μαζί τραγουδούσαμε δυνατά, να μας ακούν και οι απέναντι:

«Η τιμή, τιμή δεν έχει

Και χαρά του που την έχει …»

Να γελάσει κάθε πικραμένος, ακόμη και οι ψαράδες της Καβάλας, για την τιμή του Τσάρου, που τους χρωστάει ακόμη τις 65 οκάδες ψάρια που είχε αγοράσει βερεσέ …

Ξέρετε τι μου έχει μείνει στη μνήμη έντονα; Ότι παρ’ όλο που αυτά σήμαιναν ότι τελείωσε ο πόλεμος, ότι θα γυρίσουμε σπίτια μας ζωντανοί, ότι θα γυρίσω κι εγώ να τελειώσω τις σπουδές μου, υπήρχε μια γεύση περίεργη στο στόμα. Σαν να μας κόψανε στο φαγητό επάνω που άνοιγε η όρεξη. Έτσι νοιώθαμε.

Μην ψάξετε αν είχαμε δίκιο ή άδικο που νοιώθαμε έτσι. Δεν έχει σημασία. Απλά, έτσι αισθανόμασταν. Σαν να αφήσαμε τη δουλειά στη μέση.

Εμπρός δια της Λόγχης – Η μεγάλη εξόρμηση (1912-1913) Σαραντόπουλος Φώτης


Discover more from Θεματα Στρατιωτικης Ιστοριας

Subscribe to get the latest posts to your email.