1913 | Η μεγάλη μάχη στο ύψωμα 1378, 12-14 Ιουλίου 1913


Υψοδείκτης 1378. Είκοσι (20) χλμ Βορειοανατολικά ΣΙΜΙΤΛΗ (Симитли) (Симитли) και 15 χλμ Βορειοδυτικά του ΡΑΖΛΟΓΚ (Raslog), στις Νότιες υπώρειες των ΡΙΛΑ ΠΛΑΝΙΝΑ (Rila Planina) .

Το πρωί της 11ης Ιουλίου, βαδίζαμε προς το Ουράνοβο υπό βροχή, λες και ήταν φθινόπωρο. Κατά το απόγευμα, το βουλγαρικό Πυροβολικό που υποχωρούσε μας έριξε και μερικές οβίδες αλλά … δεν τις πήραμε και πολύ στα σοβαρά! Στις πρώτες μάχες, νομίζαμε ότι όλες οι οβίδες θα έσκαγαν δίπλα μας. Αλλά τώρα, μπορούσαμε να υπολογίζουμε από το σφύριγμα την απόσταση του σημείου πτώσης: «100 μέτρα αριστερά … 200 μέτρα μπροστά …»

Πιο πολύ μας απασχολούσε η βροχή, που δεν σταμάτησε σχεδόν καθόλου, ούτε και το βράδυ που καταυλιστήκαμε σε μια χαράδρα. Όλη νύχτα προσπαθούσαμε να μη γλυστρίσουμε στο βρεγμένο χώμα. Το επόμενο πρωί, άκουσα τον Εύζωνο το Δούκα, να ρωτάει ποιος θέλει καφέ! Νόμιζα ότι αστειευόταν, αλλά αυτός ο μπαγάσας είχε στον μάρσιπο [2] και καφέ και ζάχαρη και καμινέτο! Μας έφτιαξε μπόλικο και βουτούσαμε κι ένα ξεροκόμματο ψωμί. Και όχι μόνο εγελάσαμε την πείνα μας, καθώς ήμασταν νηστικοί σχεδόν 24 ώρες, αλλά μου φάνηκε σαν το καλύτερο γλυκό, το ξεροκόμματο βουτηγμένο στο γλυκό καφέ.

«Εσύ βρε Ζήση αδικείσαι. Αφού μπορείς να γλυκάνεις έτσι το ξερό το ψωμί, εσύ πρέπει να γίνεις ζαχαροπλάστης!»

«Μη μου φουσκών’ς τα μυαλά κυρ Λουχία, γιατ’ δι θέλου κι πουλύ … Άμαν τελέψει ου πόλεμους, σκέφτουμι να παρατήσου τα γίδια κι του χουριό κι να κατέβου στην πόλ’ να σιάχνου καταΐφια και σουρόπια κι κρέμ’ς, να γλιύφουν ούλοι τα δάχτυλάτ’ς! Θάχου δικόμ’ μαγαζί, να ’ρχεσι να σι φιλεύου …»

«Και πώς θα το λες το μαγαζί σου Ζήση, για να ξέρω πώς να σε βρω;»

«Άρτιμις θα λέγετι … Κι άμα με ζητήξεις, ούλη η Αθήνα θα μ’ έχει μάθ’.»

Στις 12 Ιουλίου, η Μεραρχία εξέδωσε Διαταγή, με την οποία γνωστοποιούσε ότι είχε ανακοπεί η προέλαση του Τμήματος Στρατιάς Δαμιανού και ότι δεξιά, η 7η Μεραρχία καταδίωκε τον εχθρό προς τη Τζουμαγιά. Οι Μεραρχίες του κέντρου θα κατελάμβαναν τη γραμμή Κρίσκοβα – Ουράνοβο και η δική μας, η 6η, θα χτυπούσε τον εχθρό από αριστερά στο Ουράνοβο. Οι πληροφορίες λέγανε ότι ο εχθρός είχε πιάσει τα υψώματα 1079 και 1378 πάνω απ’ το Ουράνοβο. Μετά τη συντριβή του βουλγαρικού αριστερού από τις Μεραρχίες του κέντρου, το Γενικό Στρατηγείο ανέθεσε στη Μεραρχία μας να καταδιώξει τον εχθρό, μαζί με την 7η Μεραρχία. Η Διαταγή όριζε να συντριβεί η αντίστασή του στο ύψωμα 1378, έτσι ώστε η Μεραρχία μας να προελάσει προς το Τσέροβο και η 7η να προωθήσει τμήματα στην Κάρλοβα.

Ξεκινήσαμε χωρίς να συναντούμε αντίσταση, έχοντας μπροστά το 8ο ΤΕ, που μετά το θάνατο του Ιατρίδη διοικούσε ο Τχης Βασιλούνης. Διαπιστώσαμε την ύπαρξη εχθρικών δυνάμεων στα υψώματα βόρεια του ποταμού Οσένοβα. Με μία αριστοτεχνική ανάπτυξη, το 8ο πέρασε δεξιά και μπήκε μπροστά το δικό μας Τάγμα, το 9ο. Κατά τις 1 το μεσημέρι δεχθήκαμε πυρά και πήραμε «διάταξη μάχης». Με την κάλυψη μιας Ορειβατικής Πυροβολαρχίας που μας υποστήριζε με πυρά, μας πήρε λιγότερο από μιάμιση ώρα να περάσουμε το ποτάμι, παρά τα εχθρικά πυρά και παρ’ όλο που είχαν ανέβει τα νερά από καταρρακτώδη βροχή. Αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε στα υψώματα που κατείχαν οι εχθροί, έχοντας πίσω μας το Τάγμα Κρητών του Κολοκοτρώνη. Η τύχη μας βοήθησε και ως τις 3.30 σχεδόν επικρατούσε ομίχλη, που κάλυπτε κι εμάς αλλά και την Πυροβολαρχία μας. Όταν η ομίχλη διαλύθηκε και οι Βούλγαροι εντόπισαν τα πυροβόλα μας, ήταν πια αργά για αυτούς, γιατί εμείς είχαμε πια φτάσει στις ΒΔ συνοικίες του Ουράνοβου. Διώξαμε τέσσερα ολόκληρα βουλγαρικά Τάγματα, που αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν στα υψώματα 1079 και 1378 [3].

Ο Μέραρχός μας ο Δελαγραμμάτικας είχε στη διάθεσή του μόνο το δικό μας 1ο ΣΕ και το 17ο ΣΠ του Σταθόπουλου, αποδεκατισμένα και τα δύο από τις μάχες των προηγούμενων ημερών. Είχε δηλαδή στη διάθεσή του 4.200 Οπλίτες και 110 Αξιωματικούς και μόνο 6 πυροβόλα. Το 18ο ΣΠ, ένας Ουλαμός Ορειβατικών και τμήμα του Ιππικού, είχαν διατεθεί στην 7η ΜΠ. Υπήρχε και μία Ορειβατική Πυροβολαρχία του Τμήματος Στρατιάς Δαμιανού, που κατάφερε να φτάσει ως το Πόροβο, απέναντι από τα αντερείσματα του 1378.

Συνεχίσαμε την προέλασή μας και, όταν η εμπροσθοφυλακή δέχθηκε πυρά, η Μεραρχία αναπτύχθηκε σε διάταξη μάχης, με το 1ο ΣΕ στα βόρεια του Ογνιάρ Μαχαλά με μέτωπο προς το 1378, έχοντας δεξιά της το ΙΙΙ/17 του Δημητριάδη και αριστερά το Ι/17 Τάγμα του Σταθόπουλου. Υπολογίζαμε σε ενίσχυση και από το 18οΣΠ, αυτό που είχε διατεθεί στην 7η ΜΠ, αλλά ήταν πολύ μακριά, καθώς απείχε ακόμη αρκετά από το Γράντεβο. Η ηρεμία κράτησε λίγο, ίσα που προλάβαμε να πάρουμε θέσεις και να πιούμε λίγο νερό, γιατί οι Βούλγαροι ενισχύθηκαν με 3 ακόμη Τάγματα και κατά τις 5 το απόγευμα επιτέθηκαν στις θέσεις του Τάγματός μας. Αντέξαμε στην πίεση και κατά τις 7 το βράδυ, ενώ η μάχη είχε ανάψει για τα καλά, ενισχυθήκαμε και με 2 Λόχους Ευζώνων του 8ου.

«Εμπρός δια της λόγχης !!!»

Ο Βελισσαρίου δεν πρέπει να ήξερε άλλο παράγγελμα. Αλλά και οι Εύζωνοι δεν ήξεραν άλλο από επίθεση. Οι Βούλγαροι ήταν πολύ περισσότεροι, ίσα με δύο πλήρη Συντάγματα, κάπου 8.000 δηλαδή, κι εμείς ούτε 1.000. Ορμήσαμε όμως με τις λόγχες και ανατρέψαμε την εχθρική επίθεση. Ταυτόχρονα, επιτέθηκαν και δύο Λόχοι των Κρητών του Κολοκοτρώνη, και όλοι μαζί βαδίζαμε για να πάρουμε το ύψωμα. Υποτίθεται πως θα είχαμε και στήριξη από το Πυροβολικό, με δύο Πυροβολαρχίες, αλλά αργούσαν να πάρουν κατάλληλες θέσεις.

Ο Ταγματαρχης Ιωάννης Βελισσαρίου, έφιππος, παρακολουθεί την εγκατάσταση μίας Πυροβολαρχίας

Έβρεχε δυνατά και το λασπώδες έδαφος έκανε την προχώρηση πιο δύσκολη. Άρχισαν να μας ρίχνουν και τα πολυβόλα τους, αλλά προχωρούσαμε. Για να μη βρεχόμαστε αλλά και για να τους μπερδεύουμε στο σημάδι, είχαμε ρίξει επάνω μας τα αντίσκηνα. Σαν φτάσαμε στους πρόποδες του υψώματος, τα πετάξαμε και νοιώσαμε σαν να έφυγε από πάνω μας βάρος πολλών οκάδων.

Ορμήσαμε τρέχοντας στον ανήφορο, και χωρίς να το καταλάβουμε πήραμε τα πρώτα χαρακώματα. Πρώτος και καλύτερος, ο έφεδρος Ανθγός Παπαβασιλείου με τη Διμοιρία του. Δέκα βήματα πριν από το εχθρικό χαράκωμα σκοτώθηκε ο Εύζωνος Μάκραινας. Και λίγο πιο πέρα έπεσε ο Λοχίας Τόλιας. Σκοτώθηκε και ο ήρωας Κολοκοτρώνης και το Τάγμα του, που έχασε όλους σχεδόν τους Αξιωματικούς, έμεινε ακέφαλο κι έχασε τη συνοχή του [4]. Μείναμε στις θέσεις μας καθώς άρχισε να πέφτει η νύχτα.

Είναι χαρακτηριστική η Αναφορά Αριθ. 1574, του Σχη Παπαδόπουλου προς την 6ηΜεραρχία:

«Τελευταίοι συνοικισμοί Ογνιάρ Μαχαλά 12-7-13, ώρα 7.15 μ.μ.
VI Μεραρχία.

Έμεινα μεμονωμένος μετά των δύο Ταγμάτων μου μόνο. Ως επληροφορήθην, ταύτην την στιγμήν, ευρίσκεται το 17ο ΣΠ μακράν ημών δυο σχεδόν ώρας.
Από της καταλήψεως των τελευταίων ΒΔ του Ουρανόβου συνοικισμών, ο εχθρός, ενισχυθείς δια πολυβόλων, εξετέλεσε καθ’ ημών επίθεσιν δια της λόγχης. Εις την επίθεσίν του ταύτην διέταξα διά των σαλπίγγων αντεπίθεσιν δια της λόγχης και ευτυχώς η ενέργειά μου αύτη ανέκοψε την ορμήν του εχθρού και εχρόνισε τον αγώνα …
Η μάχη επί μίαν περίπου ώρα υπήρξε αμφίρροπος, αλλ’ ευτυχώς αφίχθη δρομέως εις λόχος του 8ου Ευζωνικού Τάγματος υπό τον Λοχαγό Καραχρήστο και ακολούθως εις Λόχος ιδίου Τάγματος υπό τον Μανωλίδη, οίτινες, χρησιμοποιηθέντες καταλλήλως, πέπεισμαι, καίτοι η μάχη εξακολουθεί, ότι θα νικήσωμεν.

1οΣΕ, Δ. Παπαδόπουλος»

Έχουν γραφτεί πάρα πολλά για τον ηρωισμό του Κολοκοτρώνη και το πώς σκοτώθηκε. Θα σας πω κι εγώ μερικά γι αυτόν τον μεγάλο ήρωα, που πέθανε όπως άξιζε σε έναν Κολοκοτρώνη. Πάντα βάδιζε μπροστά από τους άντρες του χωρίς να υπολογίζει οβίδες και σφαίρες. Σε μια μάχη, στο Λαχανά αν θυμάμαι καλά, είχε πάρει και το όπλο ενός νεκρού, είχε ζωστεί και τις παλάσκες του και βάδιζε μπροστά, σαν να ήταν απλός Στρατιώτης.

Κάποια φορά, ο Συνταγματάρχης Παπαδόπουλος του είχε κάνει παρατήρηση, να φυλάγεται περισσότερο στις μάχες. Κι αυτός του είχε απαντήσει:

«Κύριε Διοικητά, σέβομαι όσα μου λέτε. Αλλά αν ένας Αξιωματικός οφείλει να προφυλάσσεται, σε έναν Κολοκοτρώνη δεν αρμόζει να μην είναι μπροστά από τους άνδρες του!»

Τέτοιος λεβέντης ήταν ο εγγονός του γέρου του Μωριά! Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να χαρεί την προαγωγή του «επ’ ανδραγαθεία», που είχε μετά πολλών επαίνων προτείνει στο Γενικό Στρατηγείο ο Διοικητής μας, ο Παπαδόπουλος. Πριν συνεχίσω με την εξιστόρηση της μάχης, θα σας πω μερικές λεπτομέρειες για τον Κολοκοτρώνη, που ίσως αγνοείτε.

Ταγματαρχης Γεώργιος Κολοκοτρώνης, 1866- 12 Ιουλ. 1913

Ο Γιώργος ή Γώγος Κολοκοτρώνης ήταν πρωτότοκος του Πάνου Κολοκοτρώνη και εγγονός του θρυλικού Γέρου του Μωρηά. Έλαβε μέρος στην επανάσταση της Κρήτης του 1896-97 και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, και το 1904 ήταν από τους 4 αξιωματικούς, που μαζί με τους Παύλο Μελά, Α. Κοντούλη και Α. Παπούλα πήγαν στην Μακεδονία για εκτίμηση της κατάστασης. Το 1910 προήχθη σε Ταγματάρχη και τις παραμονές του 1ου Βαλκανικού Πολέμου, τότε που δημιουργήθηκε το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών, ο Κολοκοτρώνης ανέλαβε την Διοίκηση του 1ουΤάγματος Κρητών, με το οποίο μπήκε στη Θεσσαλονίκη στις 26 Οκτωβρίου 1912. Και αργότερα, από τις 30 Οκτωβρίου ως τις αρχές Νοεμβρίου 1912, κατέλαβε και τυπικά τη Χαλκιδική και το Άγιο Όρος. Και μια ακόμη λεπτομέρεια, που σχεδόν σίγουρα αγνοείτε: Στις 12 Μαΐου 1904, ο Κολοκοτρώνης είχε προκαλέσει τον Παύλο Μελά σε μονομαχία! Πιο πριν, είχαν λογομαχήσει πολλές φορές για θέματα οργάνωσης του Μακεδονικού αγώνα. Η μονομαχία έγινε στις 29 Μαΐου, με πιστόλια. Ο Κολοκοτρώνης τραυματίστηκε στον μηρό, μάλλον ελαφρά. Ο Μελάς ήταν άριστος σκοπευτής. Και όπως ο ίδιος έγραψε αργότερα προς τη μητέρα του Κολοκοτρώνη, την κυρία Μαρίκα, «άνθρωπος όστις δεν εσκότωσεν ακόμη Βούλγαρον, δεν έχει το δικαίωμα να φονεύση μονογενή υιόν καλής μητρός»[5]

Τη νύχτα ήρθαν για ενίσχυση ένα Τάγμα του 17ου ΣΠ και οι άλλοι 2 Λόχοι του 8ου ΤΕ. Αγνοώντας τη δυνατή βροχή και την κούραση, όλοι μαζί, Αξιωματικοί κι Οπλίτες, σκάβαμε ορύγματα που τα ενισχύαμε με πέτρες κι ότι άλλο βρίσκαμε. Δεν μας ένοιαζε η πείνα, ούτε που έλειπε κι αυτό ακόμη το ψωμί.

«Φυσίγγια κυρ Λοχαγέ, δεν θέλουμε ψωμί. Φυσίγγια να τα φάμε τα σκυλιά.»

Τελειώνανε τα πυρομαχικά και το ξέραμε. Όπως ξέραμε ότι οι Βούλγαροι θα συνέχιζαν τις αντεπιθέσεις τους. Ξέραμε και ότι υπερείχαν αριθμητικά, καθώς όλη τη νύχτα ακούγαμε τις ενισχύσεις τους να έρχονται. Και ξέραμε ακόμη ότι θα έκαναν τα πάντα για να κρατήσουν το 1378, γιατί η απώλειά του θα γκρέμιζε όλη την παράταξή τους [6].

Μέσα στη νύχτα, θα ήταν κοντά 4 πμ της 13ης Ιουλίου, οι Βούλγαροι έκαναν και νέα αντεπίθεση, αλλά αποκρούστηκαν. Μετά, ως το μεσημέρι είχαμε σχετική ησυχία. Είχαμε οχυρωθεί σκάβοντας «ταχύσκαπτα» ορύγματα και περιμέναμε.

Ο όμορφος ήλιος, έφερε κέφια σε έναν Λοχία από την Αθήνα, που το έριξε σε αυτοσχέδιες ψαλμωδίες:

«Ώ Θεέ της ευσπλαχνίας, ώ Θεέ των οικτιρμών,
σκύψε λίγο να κοιτάξεις την κακομοιργιά ημών.
Συ που μας έπλασες άρρενας όλους,
κι έβαλες μέσα μας, τόσους διαβόλους …»

2-3 Εύζωνοι, που μπερδεύτηκαν από την ψαλμωδία σταυροκοπήθηκαν, αλλά μετά κατάλαβαν κι αυτοί …

«Απ’ του Αδάμ τα παΐδια, έφτιαξες το θηλυκό,
κάνε και σε μας τα ίδια, μ’ ένα θαύμα σου γλυκό,
όχι ένα μα όλα με χαρά στα προσφέρω,
κι άμα θέλεις και άλλα θα βρω να σου φέρω,
να τα κάνεις κορίτσια Θεέ μου τρελά,
σαν την Εύα να είναι κι αυτά αμαρτωλά!»

Το ηθικό ήταν ψηλό. Κι ας έλειπαν άρτος και φυσίγγια …

Αριστερά μας, η 1η Μεραρχία, μετά τη νίκη στο Σιμιτλή, απωθούσε τον εχθρό προς την έξοδο των στενών της Κρέσνας. Από το Ρούγεν και το Χασάν Πασσά έφτανε σε μας ο απόηχος πυκνών κανονιοβολισμών, σημάδι ότι κι εκεί γινόταν μεγάλη μάχη. Λίγο μετά το μεσημέρι, καταφέραμε να συνδεθούμε με την 1ηΜεραρχία. Ένα Τάγμα του 4ου Συντάγματός της κάλυπτε το αριστερό μας και αισθανόμασταν πιο ασφαλείς. Κρατούσαμε τις θέσεις μας, περιμένοντας να φτάσει και η 7η Μεραρχία, που ερχόταν από την Μαχομία, για να καλύψει το δεξιό μας.

Οι Βούλγαροι άρχισαν ξανά απανωτές επιθέσεις, με άφθονο Πεζικό και πυρά Πυροβολικού. Κρατούσαμε τις θέσεις μας, αλλά τα ορυγματά μας γέμιζαν με νεκρούς και τραυματίες όσο περνούσε η ώρα. Στις 3 το απόγευμα έκαναν νέα επίθεση και η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Αλλά ο Βελισσαρίου, όπως σας έχω ξαναπεί, δεν ήξερε από άμυνα.

«Εμπρός δια της λόγχης!!! Επάνω τους παιδιά!!!»

Μόλις οι Βούλγαροι πλησίασαν στα 400 μέτρα, ο Βελισσαρίου διέταξε αμέσως αντεπίθεση! Η ορμή μας, που έμοιαζε με τρέλα, τρόμαξε τους Βούλγαρους που τα έχασαν. Φτάσαμε πυροβολώντας σε απόσταση 15-20 μέτρων.

«Δεν έχουμε φυσίγγια!» φώναξε ένας Υπαξιωματικός.

«Και τι έγινε; Χαθήκανε μωρέ οι πέτρες; Κοτρώνες δεν υπάρχουν εδώ; Με τις πέτρες!!! Χτυπάτε τους με τις πέτρες μωρέ!!! Κι αυτές σκοτώνουν!» διέταξε ο Βελισσαρίου και, δίνοντας το παράδειγμα, σήκωσε και πέταξε την πρώτη.

Πιάσαμε όλοι όποια κοτρώνα βρίσκαμε μπροστά μας κι αρχίσαμε να τις πετάμε με λύσσα στους Βούλγαρους που τα έχασαν! Και τους πήραμε με τις πέτρες ως τα χαρακώματά τους. Πιαστήκαμε στα χέρια, οι λόγχες αλλά και οι υποκόπανοι βάφτηκαν στο αίμα. Ίσως να είχαν ξεμείνει από πυρομαχικά και οι Βούλγαροι, γιατί πυροβολούσαν αραιά με τα τουφέκια και τα πολυβόλα τους είχαν σιγήσει.

Πάνω στην ώρα, έφτασε ο Λγός Καραχρήστος με ένα Λόχο του 8ου, που έφεραν πυρομαχικά από το Ουράνοβο. Ανεφοδιαστήκαμε και πήραμε κουράγιο. Η μάχη συνεχίστηκε σκληρή. Χτυπήθηκαν πολλοί, ανάμεσά τους και ο έφεδρος Υπλγός Μαλανδράκης που τραυματίστηκε σοβαρά.

Οι Βούλγαροι δεν είχαν σκοπό να τα παρατήσουν και προσπάθησαν να αντεπιτεθούν. Γιατί ήταν κι αυτοί επίλεκτοι, όπως κι εμείς. Απέναντί μας είχαμε οχτώ επίλεκτα Τάγματα, από το 6ο Σύνταγμα της 2ης ΜΠ των Βουλγάρων και το Σύνταγμα της προσωπικής Φρουράς του Φερδινάρδου.

Ίσως αναρωτηθείτε: Πώς ξεχώριζαν τα επίλεκτα Συντάγματα; Ήταν απλό. Από τις μπότες που φορούσαν αντί για γουρνοτσάρουχα, τις στολές που ήταν φαιοπράσινες κι από καλό ύφασμα, σαν των Αξιωματικών, αντί για τις καφέ των απλών Στρατιωτών, αλλά και από τις επωμίδες τους. Αυτοί της Φρουράς, εκτός από στέμα είχαν και το «Φι», το πρώτο γράμμα του ονόματος του Τσάρου τους. Και ήταν όλοι τους μεγαλόσωμοι και ψυχωμένοι, παληκαράδες και πεισματάρηδες. Αλλά απέναντί τους είχαν εμάς, τους «μαύρους δαίμονες» του Βελισσαρίου, το 1ο Σύνταγμα των Ευζώνων, τους πορθητές του Μπιζανίου, τους ήρωες των Γιαννιτσών, του Λαχανά και του Δεμίρ Καπού.

Η μοίρα το θέλησε να βρεθούν αντιμέτωποι οι εκλεκτοί των εκλεκτών.

Και εμείς ήμασταν καλύτεροι και πιο αποφασισμένοι. Θέλετε να καταλάβετε πόσο πολύ αποφασισμένοι; Θα σας πω μια ιστορία και θα καταλάβετε. Είχα έναν Εύζωνο στη Διμοιρία μου, τον Κώστα Λυμπίκη [7], με καταγωγή από το Μεγάλο Ελευθεροχώρι Ελλασόνας. Ο Λυμπίκης τραυματίστηκε ελαφρά στα Γιάννινα και ξανά στο Λαχανά, την πρώτη φορά από σφαίρα που τον πήρε ξώφαλτσα στο δεξί χέρι, την δεύτερη από βολίδα οβίδας στο αριστερό πόδι. Και κάθε φορά δενόταν μόνος του και συνέχιζε, ούτε στο Ιατρείο δεν ήθελε να πάει. Και τώρα, στις μάχες του 1378, τραυματίστηκε άλλες δυο φορές, στο αριστερό μπράτσο από σφαίρα και στο δεξί μηρό από ξιφολόγχη. Συνέχισε ωστόσο να πολεμάει δίπλα μας και ούτε σκέψη να σταματήσει.

«Σταμάτα ρε Κώστα, άιντε πίσω να σι δέσουν καλά, έχεις γιομίσει αίματα»

«Τι λες κυρ Λουχία, και θα σας αφήκω μονάχους εδώ με τα σκυλιά;»

«Δε βαστάς άλλο ωρέ Κώστα, τράβα δέσου και μη σε μέλλει για μας …»

«Ηγουώ κυρ Λουχία, κι σκουτουμέν’ς θα συν’χίσου να πολεμάου. Δεν πέφτου χάμου ούτε νικρός, παρεξόν κι αν πάρου διαταή!»

Καταλάβατε τώρα τι θα πει «αποφασισμένοι»; Και νεκρός, μόνο με διαταγή θα έπεφτε κάτω και θα σταματούσε να πολεμάει …

Ο Βελισσαρίου, ήταν κι αυτός αποφασισμένος να νικήσει πάλι. Η βουλγαρική αντίσταση έπρεπε να τσακιστεί. Είχαμε μαζί μας και τους Κρήτες του μακαρίτη Κολοκοτρώνη. Μετά το θάνατό του και τον θάνατο ή τον τραυματισμό των περισσοτέρων Αξιωματικών τους, είχε αναλάβει τη Διοίκηση του Τάγματός τους ο Βελισσαρίου και ουσιαστικά είχε ενωθεί το Τάγμα τους στο δικό μας. Εδώ που τα λέμε, μετά από τόσες απώλειες, με το ζόρι και τα δύο Τάγματα κάνανε ένα ολόκληρο. Επιχειρήσαμε επίθεση στα υψώματα που ήταν στα αριστερά. Τα εχθρικά πυροβόλα άρχισαν πάλι σφοδρά «πυρά ανασχέσεως». Μπροστά μας δεν υπήρχε μέτρο γης που να μην το έσκαψαν οι οβίδες τους. Δεν γινόταν να πάμε παραπέρα. Πέσαμε όλοι πρηνηδόν, εκμεταλλευόμενοι κάθε ρεματάκι και κάθε ανασήκωμα του εδάφους για φύλαξη. 2-3 οβίδες πέσανε ανάμεσά μας και μερικοί πήγαν να σηκωθούν. Αν τους έβλεπε ο εχθρός δεν θα γλύτωνε κανένας. Ο Ανθυπασπιστής Χαράλαμπος Μουρτζούνης από την Ναύπακτο ανασηκώθηκε λίγο για να τον ακούσουμε όλοι και φώναξε:

«Μην κινηθεί κανένας από τη θέση του! Ψυχραιμία παιδιά, δεν μας βλέπουν. Στην τύχη βαράνε. Μείνετε ακίνητοι όλοι εκεί που είσαστε!»

Τη στιγμή εκείνη, μια οβίδα έσκασε δίπλα του και ένα θραύσμα του έσπασε το βραχίονα. Έσφιξε τα δόντια και δεν είπε τίποτα σε κανένα. Λίγο πιο δεξιά ήταν ο Βελισσαρίου. Προβλέποντας ότι οι Βούλγαροι ετοιμάζονταν για αντεπίθεση, σηκώθηκε ορθός αδιαφορώντας για τους μύδρους, ανέτεινε το μαστίγιο και φώναξε για να ακουστεί από όλους:

«Όποιος θέλει την νίκη ή αλλιώς τον θάνατο, ας με ακολουθήσει !!!»

Ήταν μεγαλοπρεπής και ωραίος στη στάση αυτή, επιβλητικός με το μαστίγιο στο δεξί χέρι. Και άρχισε να προχωράει πρώτος προς τον εχθρό παρασύροντάς μας όλους, σε μια πέρα από κάθε λογική επίθεση, κόντρα στις οβίδες που σκόρπιζαν θάνατο και στα πολυβόλα που θέριζαν. Τον σκέφτομαι ακόμη, με το ίδιο ρίγος και την ίδια συγκίνηση που ένοιωσα και τότε. Διακόσιοι πενήντα από εμάς μονάχα είχαμε μείνει γύρω του, από ολόκληρο το Τάγμα. Και επειδή χρειαζόμασταν ενθάρρυνση, έδινε αυτός το παράδειγμα, εκτιθέμενος εντελώς στο εχθρικό πυρ. Πολλοί άνδρες μας τραυματίστηκαν, αλλά θα έλεγε κανείς ότι πέφτανε χαμογελώντας ευχαριστημένοι, που τους έβλεπε ο αρχηγός τους. Οι γραμμές μας αραίωναν επικίνδυνα.

Δύο οβίδες, η μία μετά την άλλη, έσκασαν πάνω από το κεφάλι του, αλλά αυτός έμεινε εκεί ακλόνητος. Ούτε βήμα δεν κινήθηκε. Μία τρίτη, έπεσε με ορμή μπροστά του χωρίς να εκραγεί, σκεπάζοντάς τον με κομμάτια πηλού και σκόνη. Αυτός ατάραχος! Περίμενε να κατακάτσει η σκόνη και γαλήνιος είπε δυνατά να τον ακούσουμε όλοι:

«Έ! Τι τους φοβάστε; Ανάθεμα τους αν ξέρουν να σκοπεύουν.
Να, μόνο λάσπη και σκόνη με γέμισαν.»

Ο Ανθγός Καζανάς, που εκτελούσε χρέη Λοχαγού στον 4ο Λόχο, όρθιος, μην τολμώντας ο ίδιος να του πει πόσο επικίνδυνη ήταν η θέση του, έκανε νοήματα στον Μπούκουρα, το γιατρό μας, να του πει κάτι αυτός. Αλλά τι να του πει κι εκείνος; Να πει σε αυτόν που αψηφούσε το θάνατο, να φυλαχτεί μπρος στα μάτια των αποδεκατιζομένων ανδρών του; Θα ήταν αστείο και να το δοκιμάσει. Θα δεχόταν αμέσως ένα από τα αυστηρά και περιφρονητικά βλέμματά του.

Με το αγέρωχο ύφος του, ο Βελισσαρίου άρχισε να βαδίζει μπροστά. Μία σφαίρα τον βρήκε στο δεξί μέρος του στήθους. Έβαλε την παλάμη στην πληγή και συνέχισε να προχωράει φωνάζοντας:

«Εμπρός παιδιά! Εμπρός!»

Έκανε λίγα βήματα ακόμη, και τον χτύπησε μια δεύτερη σφαίρα, κι αυτή στο στήθος. Δύο τραύματα στο στήθος. Ακόμη και ο θάνατος ήθελε να τον τιμήσει όπως του έπρεπε, όπως άξιζε σε έναν τέτοιο ήρωα. Μετά το δεύτερο τραύμα, δεν άντεξε άλλο και έπεσε. Η ώρα ήταν 12.30 ακριβώς.

Ο Ταγματάρχης μας ήταν πεσμένος στην πλαγιά.

«Ε! Καζανά, έπεσα.»

Δεν νοιάστηκε να καλέσει το γιατρό, αλλά τον Καζανά, για να αναλάβει στη θέση του και να συνεχίσει την επίθεση!

Ο γιατρός έτρεξε αμέσως κοντά του:

«Τα είδατε Ταγματάρχα μου; Όλο εκτεθιμένος. Τώρα τι θα γίνωμεν εμείς;»

Καθώς ο Μπούκουρας τον αγκάλιαζε τρυφερά, εκείνος, παρ’ όλο που σιγά σιγά λιποθυμούσε, ήταν αυστηρός στην απάντησή του:

«Έχετε όπλα. Εάν έχετε και μυαλό δεν υπάρχει κανείς κίνδυνος.»

Το κακό που μας βρήκε κυκλοφόρησε αμέσως από στόμα σε στόμα:

«Χτυπήθηκι’ ου πατέρας!»

«Να τουν τραβήξουμι πίσου πηδιά!»

«Μη σταματάτε παιδιά, οι Βούλγαροι είναι έτοιμοι να υποχωρήσουν!»

Οι περισσότεροι συνέχισαν την επίθεση, υπακούοντας για τελευταία φορά στην εντολή του. Άλλοι πάλι, ανάμεσά τους κι εγώ, τον περιστοιχίσαμε με δάκρυα στα μάτια. Ήταν ο «πατέρας» μας κι έπρεπε να τον προστατεύσουμε. Όρμησα με τους άντρες μου να τον τραβήξουμε πίσω.

«Σε χάνουμε κύριε Ταγματάρχα …»

«Δεν πειράζει παιδιά μου. Τραβάτε με πίσω μόνο … Τραβάτε με κάτω. Αρκεί που μεγαλώνει η Πατρίδα!»

Ήταν σε θέση εκτεθειμένη στα εχθρικά πυρά, και ένας Βούλγαρος σήκωσε το τουφέκι του να τον αποτελειώσει. Αλλά πλήρωσε με τη ζωή του. Κι ένας άλλος λογχίστηκε λυσσασμένα, ίσα με 10 φορές, από έναν άλλο Εύζωνο, που καθώς τον τρυπούσε δάκρυζε. Δεν δάκρυζε για τον Βούλγαρο, αλλά για το κακό που μας βρήκε. Οι άνδρες του Λόχου άρχισαν «πυρά ομαδόν». Δεν χρειάστηκε να δώσει κανείς τη διαταγή. Θέλανε να εκδικηθούν τον επερχόμενο θάνατο. Καμία δύναμη δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει. Και ποια δύναμη μπορούσε να τα βάλει με τους συντρόφους του Βελισσαρίου; Τι αξία είχε η ζωή χωρίς τον ήρωά τους, χωρίς τον πατέρα τους;

Βοήθησα το γιατρό, μαζί με τον Παπακωνσταντίνου και τους σαλπιγκτές, και τον σύραμε με κόπο προς τα δένδρα. Ο γιατρός άνοιξε τα ρούχα του. Μια πληγή τυφλή κάτω από την δεξιά κλείδα αιμορραγούσε πολύ. Η βολίδα είχε βρει τον πνεύμονα. Ο γιατρός προσπάθησε να σταματήσει την αιμορραγία. Δυο φορές ο Βελισσαρίου λιποθύμησε και δυο φορές συνήλθε ξανά. Μιλούσε με μεγάλη δυσκολία, από εσωτερική αιμορραγία μάλλον. Ανήσυχος διαρκώς, το μυαλό του ήταν ακόμη στη μάχη, καθώς τον βάλαμε στο φορείο. Πίσω από μια προεξοχή του εδάφους σταματήσαμε. Ήταν ωχρός και ήσυχος. Παραπονιόταν ότι τα χέρια του κουράζονται.

«Δεν είναι τίποτε» του είπε ο γιατρός.

«Δεν είναι γραφτό να κουρασθούν αυτά τα χέρια Γιατρέ! Πολύ φοβούμαι πως δεν θα ξαναϋπηρετήσω την Πατρίδα.
Μόνον εκείνη δεν κουράζει τον θέλοντα να την υπηρέτηση.»

Ένας Σύνδεσμος ήρθε βιαστικός ζητώντας τον Ταγματάρχη. Πριν του δώσουμε απάντηση, είδε τον μανδύα του.

«Α, τραυματισμένος, δυστυχία μας!»

«Πήγαινε λεβέντη μου επάνω. Είναι άλλος Διοικητής τώρα. Μη φοβάσαι όμως. Να ξεκουρασθώ λιγάκι και το βράδυ θα είμαι πάλι κοντά σας.»

Μίλησε πολύ, τον ξανάπιασε η δύσπνοια. Ένας βήχας έφερε λιποθυμία. Αλλά συνήλθε και πάλι.

«Πώς πάνε τα παιδιά πάνω;»

«Μείνετε ήσυχος θα σας εκδικηθούν εκείνοι.»

«Ω, το πιστεύω θα νικήσετε, θα φθάσετε στη Σόφια. Τί κρίμα να μην είμαι και εγώ κοντά σας όπως και τότε στα Γιάννενα!»

Μισόκλεισε τα μάτια του. Ξεκινήσαμε πάλι. Εκείνος, καθισμένος στο φορείο, είχε τα χέρια ψηλά, αγκαλιάζοντας με το δεξί χέρι το γιατρό.

«Α! Να έτσι είναι καλά, μπράβο σαλπιγκταί μου, αλλά που είναι ο Βλάχος; Α! Ξέχασα γιατρέ, ήταν τραυματισμένος στο στόμα.»

«Ναι αλλά μην ομιλείτε σας κάμνει κακό.»

«Α, γιατρέ βρήκες τη δύναμή σου, σ’ ακούω. Να που ήλθε και η σειρά σου να διατάξεις. Σ’ ακούω, όπως και συ τόσον καιρό.»

Και πάλι λιποθύμησε και πάλι συνήλθε. Τα χείλη του ψιθύρισαν:

«Ναι! Στη Σόφια. Στη Σόφια, όπως είπαμε. Το τελευταίο ταξίδι δεν φαίνεται να είναι… το πιο τυχερό!»

Την ώρα εκείνη έσκασε κοντά μου μια οβίδα. Ένα μεγάλο θραύσμα τσάκισε το αριστερό μου γόνατο. Έπεσα δίπλα στον Βελισσαρίου, που, παρά την άσχημη κατάστασή του, προσπαθούσε να μας δώσει θάρρος.

«Παιδιά μου τη δουλειά σας εσείς. Αρκεί που μεγαλώνει η Πατρίδα!
Θα μου δέσουν την πληγή και σε δυο ώρες θα γυρίσω. Άντε γεια σας τώρα.
Και μην ξεχνάτε το σύνθημά μας. Στη Σόφια!»

Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια που είπε στο πεδίο της μάχης. Μας πήραν και τους δύο να μας μεταφέρουν στο Α11 Ορεινό Χειρουργείο που ήταν κοντά στο Γράντεβο. Εγώ περπατούσα δίπλα, με τη βοήθεια ενός σαλπιγκτή. Δεν με ένοιαζε για το πόδι μου, που το έβλεπα να κρέμεται από λίγες σάρκες, καθώς κόκκαλα και μυς είχαν κομματιαστεί. Μόνο αυτόν σκεφτόμουν, τον «πατέρα» μας. Η πληγή του αιμορραγούσε συνεχώς. Φτάνοντας στο Χειρουργείο, όπως ήταν ωχρός και ήσυχος, ο γιατρός γελάστηκε και τον νόμισε νεκρό. Και καθώς τον κατέβασαν από το φορείο σε ένα κρεβάτι, τον φίλησε στο μέτωπο. Την ώρα εκείνη, συνήλθε πάλι ο τραυματίας, άνοιξε τα μάτια, και σαν να αισθάνθηκε την κατάστασή του, ρώτησε με σβησμένη φωνή:

«Τι είναι Γιατρέ; Το νεκροφίλημα;»

Ο γιατρός κοκκίνησε, και προσπάθησε να δικαιολογηθεί κάπως παιδιάστικα.

«Όχι, αλλά ξεύρετε πρέπει να γυρίσω πίσω στο Τάγμα μας. Να, εδώ είναι ο Γιατρός του Συντάγματος. Θα φροντίσει καλλίτερα εκείνος.»

«Έχεις δίκαιο. Ξέχασα ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να σε κρατήσω πλέον.
Ανήκεις στο Τάγμα. Πήγαινε γιατρέ μου τώρα, σ’ ευχαριστώ.»

Σε λίγο ήρθε ο Συνταγματάρχης μας ο Παπαδόπουλος. Ο Μπούκουρας του παρέδωσε τα κυάλια και το περίστροφο του τραυματία και έφυγε αμίλητος. Ο γιατρός του Συντάγματος είπε ότι τα τραύματά του ήταν βαριά, στο δεξιό ημιθωράκιο. Πονούσε και ζήτησε να τον ξαπλώσουν κάτω, στο χώμα, όπως είχε συνηθίσει να κοιμάται τόσους μήνες. Οι γιατροί δεν συμφωνούσαν, λέγανε ότι το χώμα είναι υγρό, αλλά αυτός επέμενε. Στρώσανε κάτω χορτάρι και άχυρα και τον ξάπλωσαν, ικανοποιώντας την επιθυμία του, που έμελλε να είναι η τελευταία. Γιατί μετά από τρεις ώρες εξέπνευσε. Τα τελευταία του λόγια ήταν για μας, για τον αγώνα, αλλά και για τη γυναίκα του:

«Και όπως είπαμε παιδιά μου. Στη Σόφια, στην Πόλη!
Χαρίκλεια … Χαρίκλεια!»

Τότε έχασα κι εγώ τις αισθήσεις μου. Όσο ζούσε, το μυαλό μου σκεφτόταν συνεχώς αυτόν. Η αδρεναλίνη έκρυβε τον πόνο και δεν με άφηνε να σκεφτώ τα χάλια μου. Μετά, δεν είχε πια νόημα και παραδόθηκα. Ούτε κατάλαβα πότε με χειρούργησαν. Το αριστερό πόδι κόπηκε στον μηρό, λίγο πάνω από το γόνατο. Αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Το μόνο που ρώτησα όταν συνήλθα από τη νάρκωση, ήταν αν θα μπορώ να παρευρεθώ στην κηδεία. Και τα κατάφερα. Διαφωνούσαν οι γιατροί, αλλά ήρθαν το επόμενο πρωί δύο Εύζωνοι από τη Διμοιρία μου, που ήταν πιο ελαφρά τραυματισμένοι. Με ντύσανε πρόχειρα, μου φτιάξανε και μια γκλίτσα για να στηρίζομαι και, με τη βοήθεια ενός Νοσοκόμου, μπόρεσα να παραστώ στην κηδεία του ήρωα, που έγινε έξω από το χωριό Γράντεβο, κοντά στο Ορεινό Χειρουργείο, δίπλα στον φρεσκοσκαμένο τάφο του άλλου ήρωα, του Κολοκοτρώνη. Γύρω από τον τάφο ήταν λίγοι συμπολεμιστές μας, οι άλλοι μάχονταν. Ο Συνταγματάρχης μας απαρηγόρητος, θρηνούσε τον ασύγκριτο. Ο στρατιωτικός Ιερέας έψαλε τη νεκρώσιμη ακολουθία, χωρίς να ακούγεται ούτε ψίθυρος. Απόλυτη σιωπή επικρατούσε, κρατούσαμε και την ανάσα μας, μέχρι να μπει στη γη το φέρετρο. Και τότε, μόλις ένας Εύζωνος έριξε λίγο χώμα με τη χούφτα, λυγίσαμε όλοι και ξεσπάσαμε σε κλάματα, σαν να είχαμε χάσει τον πιο αγαπημένο μας άνθρωπο. Ο Συνταγματάρχης μας τον χαιρέτησε σιωπηλός, ο δημοσιογράφος Καρβούνης έβγαλε ένα σύντομο λόγο:

«Εμπρός και πάντοτε εμπρός ήταν το σύμβολο σου. Όσαι μάχαι και τόσα στεφάνια νίκης. Το απόρθητο Σαραντάπορο, οι οξείς βράχοι της Αετοράχης, τα θρυλικά Γιάννενα, το ανδροκτόνο Κλέπε, η Λιγκοβάνη, τα βαθειά χαρακώματα του Λαχανά, τα χαλύβδινα στενά του Δεμίρ Ισάρ, η ματωμένη λαβυρινθώδης Κρέσνα, τα ερυθρά υψώματα της Τζουμαγιάς, το 1378, όλα σκύβουν ταπεινά και με ευλάβεια προσκυνούν την μνήμη του μεγάλου πορθητού και διαλαλούν από γενεάς εις γενεάν το θριαμβευτικόν πέρασμα του μαύρου Καβαλλάρη. Πάντοτε ταχύς, ορμητικός σαν θύελλα, σκόρπιζες κεραυνούς και έδρεπες δάφνες.
Η δόξα, η Πατρίς, οι Θεοί της Ελλάδος χειροκροτούμενοι ηκολούθουν το φλογερό άρμα του. Αγέρωχος και μεγαλοπρεπής στο υπερήφανο άτι του εφέρετο πτερώπους προς την αθανασίαν. Στον ιλιγγιώδη δρόμο του εσκόρπισε τόσα πτώματα εχθρού, που η Βουλγαρία με λύσσα θα ενθυμήται τον φοβερό διώκτη της.

Ένδοξε και τιμημένε, ο αθάνατος θάνατός σου ακτινοβολεί σαν ήλιος σε κάθε Ελληνική ψυχή. Εκεί επάνω, στους γαλανούς κάμπους των Ηλυσίων, η μεγάλη Πατρίς και η τιμή δρέπουν ολοπόρφυρες δάφνες και πλέκουν το αμάραντο στεφάνι της δόξας και ραίνουν με ολόλευκα την σεπτήν σκιάν σου. Τιμημένε, η εθνική ευγνωμοσύνη ανεγείρει μαυσωλεία στα στήθη των Πανελλήνων και χείλη ελευθερωθέντων σκλάβων ψάλλουν το αιωνία η μνήμη.»

Τον πεσόντα Βελισσαρίου διαδέχθηκε στη Διοίκηση ο Λοχαγός Μανωλίδης. Παλληκάρι ατρόμητο και αυτό. Άρχισαν πάλι οι μάχες γύρω απο το φοβερό ύψωμα 1378. Κάποια στιγμή οι Βούλγαροι φάνηκαν να εγκαταλείπουν το ύψωμα. Όρμησαν αμέσως οι Εύζωνοι και κατέλαβαν μερικά επίκαιρα σημεία, όπου και πέρασαν τη νύχτα της 13ηςπρος την 14η Ιουλίου. Την νύχτα εκείνη οι Βούλγαροι μάζεψαν νέες δυνάμεις, που έφτασαν εκεί απωθούμενες από την 1η Μεραρχία. Όλη τη νύχτα, οι Βούλγαροι έσκαβαν προχώματα και μετακινούσαν πυροβόλα. Οι δικοί μας, εξαντλημένοι, κοιμήθηκαν στις θέσεις τους, χωρίς να ανησυχούν. Είχαν αποφασίσει να πέσουν μέχρι ενός. Και όποιος παίρνει τέτοια απόφαση, ούτε ανησυχεί ούτε φοβάται πια.

Την επομένη μέρα, 14 Ιουλίου 1913, η μάχη ξεκίνησε από νωρίς το πρωί. Το βουλγαρικό Πυροβολικό άρχισε να χτυπάει τα πλευρά και το μέτωπό μας. Ελληνικό Πυροβολικό δεν υπήρχε εκεί κοντά. Το βουλγαρικό Πεζικό όρμησε με φωνές στις θέσεις που κρατούσαν οι άνδρες του Λοχαγού Καραχρήστου. Τα εύστοχα φονικά πυρά των Ευζώνων θέρισαν ολόκληρες εχθρικές Διμοιρίες. Συνεχείς εναλλάξ επιθέσεις και αντεπιθέσεις κι από τις δύο πλευρές, γέμισαν τις πλαγιές με πτώματα και τραυματίες, που τα βογγητά τους έφταναν μέχρι πέρα μακριά. Δύστυχοι τραυματίες, που ούτε να πολεμήσουν άλλο μπορούσαν αλλά ούτε και να αποσυρθούν. Η θέα τους δεν επηρέαζε πια τους πολεμιστές. Τη μικρή δύναμη του Καραχρήστου έσπευσε να ενισχύσει ο Μανωλίδης με τους άνδρες του Ανθυπολοχαγού Καζανά. Αναθάρρησαν, σαν τους είδαν, οι άνδρες του Καραχρήστου, και βγήκαν από τα προχώματά τους ζητωκραυγάζοντας, με σκοπό να επιτεθούν.

Αλλά τα εχθρικά πυροβόλα, με δραστικά και θεριστικά πυρά, τους ανάγκασαν να γυρίσουν πάλι πίσω.

Ο Λοχαγός Καραχρήστος, ελαφρά τραυματισμένος από την προηγούμενη μέρα, μαχόταν σκληρά δίπλα στα παλληκάρια του.

«Εμπρός λεβέντες μου και τους φάγαμε!»

«Ρουθούνι δεν θα μείνει κυρ Λοχαγέ!»

Νέες φάλαγγες Βουλγάρων όρμησαν με σάλπιγγες και τύμπανα. Νόμιζε κανείς ότι με ένα άλμα θα παρασύρουν τους εξαντλημένους Ευζώνους. Αλλά ήρθε σε βοήθειά τους και ο Λόχος του Λεούση. Πάνω στην ορμητική έφοδο, ο γενναίος Λεούσης τραυματίστηκε. Αλλά δε σταμάτησε να ενθαρρύνει τους άνδρες του:

«Φωτιά παιδιά, φωτιά στους αρκουδιαραίους!»

Τη θέση του στη Διοίκηση πήρε ένας Λοχίας από τ’ Άγραφα που, μέσα στο χαμό και τη θύελλα, έβγαλε μια δυνατή φωνή:

«Ικανοποιείστε βρε τσολιάδες τ’ Αγραφιώτικο γαλόνι!»

Η απάντηση δόθηκε με νέα έφοδο και τον αποδεκατισμό ολόκληρου εχθρικού Λόχου, που προσπαθούσε να υπερφαλαγγίσει το δεξιό.

Έφτασε για ενίσχυση και το ΙΙΙ/17 Τάγμα, αλλά η κατάσταση όλο το πρωί ήταν κρίσιμη. Αντάξιος διάδοχος του Βελισσαρίου, ο Μανωλίδης, με το μάνλιχερ στο χέρι, συνεχώς στην πρώτη γραμμή. Κάποια στιγμή, διατάσσει να παύσει το πυρ, καθώς είδε μία νέα βουλγαρική δύναμη να ανέρχεται με ορμή. Τους άφησε να πλησιάσουν στα 200 μέτρα. Και τότε δίνει το φοβερό πρόσταγμα:

«Εμπρός δια της λόγχης!»

Βγαίνει από τα χαρακώματα ο Μανωλίδης και προχωρεί, επί κεφαλής των ανδρών του. Οι Βούλγαροι βαδίζουν κι αυτοί χωρίς να πυροβολούν. Ξάφνου πέφτουν κάτω και αρχίζουν το πυρ. Χωρίς να χρειαστεί διαταγή, πέφτουν και οι Εύζωνοι και αρχίζουν να προχωρούν έρποντας. Λίγα μέτρα ακόμη και όλοι μαζί σηκώνονται με άγριες φωνές και βρισιές. Οι λόγχες βυθίζονται με λύσσα, τα βουλγαρικά κανόνια, ποιο μοχθηρό μυαλό να έδωσε άραγε τέτοια διαταγή, χτυπάνε και τους δύο αδιάκριτα. Οι Βούλγαροι κλονίζονται και υποχωρούν προς τα κάτω τρέχοντας, οι Εύζωνοι τους κυνηγούν γιουχάροντας. Στην ορμή τους κλωτσοπατούν τους τελευταίους στρατιώτες του Φερδινάνδου.

Σταματούν, αναζητούν τον Λοχαγό τους, αλλά αυτός δεν φαίνεται πουθενά. Τον βρίσκουν νεκρό κάτω από ένα δένδρο. Το σώμα του διάτρητο από σφαίρες πολυβόλου. Τα τρομερά υψώματα, μετά τον Βελισσαρίου, πήραν κι άλλο ένα σπουδαίο παλληκάρι, τον Μανωλίδη. Στην έφοδο αυτή τραυματίστηκαν ακόμη ο Ανθυπολοχαγός Καζανάς και οι Ανθυπασπιστές Αντωνόπουλος, Μουρτζίνης και Τσάφας. Έδεσαν τις πληγές τους και γύρισαν στους άνδρες τους.

Όσοι γνώρισαν τον Μανωλίδη, εθαύμαζαν την φωτεινή του αντίληψη, και τις ταχείες αντιδράσεις του. «Με τον θάνατό μας θα συντρίψουμε τους εχθρούς» έλεγε. Αυτή ήταν η τακτική του: Ο θάνατος.

«Όποιος αποφασίζει να πεθάνει, βγαίνει πάντα νικητής!»

Από το Καρατζάκιοϊ στο 1378, έδειξε ανδρεία θαυμαστή και ορμή αξιοζήλευτη. Και χάθηκε ξαφνικά μέσα στη θύελλα.

Ο Λοχαγός Παλαιοδημόπουλος, στην πρώτη γραμμή, δίνει το σύνθημα για να συνεχιστεί το θανατικό:

«Να ένας αρκουδιάρης» λέει, και πυροβολεί με το όπλο ενός σκοτωμένου.

«Γεια στό χέρι σου Λοχαγέ» απαντούν οι Εύζωνοι γελώντας.

«Επαέ την έφαε» λέει ένας Κρητικός, δείχνοντας το κούτελό του.

Ο αγώνας είναι κρίσιμος και αιματηρός. Όλοι περίμεναν μια σφαίρα για να σταματήσουν ή μία προσταγή για να ορμήσουν ακάθεκτοι. Σε όλο το μέτωπο του δεξιού δέσποζε το κροτάλισμα του πολυβόλου και το τρομερό φύσημα των βολιδοφόρων. Μία οβίδα έπεσε μπροστά στα προχώματα και χώθηκε με ορμή στο χώμα. Μία άλλη διαμέλισε δύο Κρήτες. Αλλά κανένας δέν ταράχτηκε. Οι Βούλγαροι περισφίξανε τα υπολείμματα του ηρωικού 1ου Ευζωνικού, που απειλήθηκε με καταστροφή ή με αιχμαλωσία. Καταστροφή ναι, αιχμαλωσία όμως όχι. Ό Εύζωνος δεν αιχμαλωτίζεται. Δεν δέχεται την ταπείνωση. Είδαμε Λόχους ολόκληρους εχθρικούς να παραδίνονται σε λίγους άνδρες μας. Εμείς δεν θα κάναμε το ίδιο. Θα πολεμούσαμε ως το τέλος, φύλακες Θερμοπυλών. Αν ήταν ένας άλλος στρατός, εκεί στο 1378, θα είχε παραδοθεί. Αλλά ο Διοικητής Παπαδόπουλος, με όλη την αγωνία της μάχης, με όλη την καταστροφή, δεν σκεπτόταν ούτε παράδοση ούτε υποχώρηση.

Έφτασε η ώρα δέκα το πρωί. Οι Βούλγαροι επιχείρησαν γενική έφοδο. Δεν ήταν πια πόλεμος αυτός. Στις ελληνικές γραμμές, ήταν ζήτημα αν εργάζονταν 1.000 τουφέκια. Από τις βουλγαρικές όμως, κατακλυσμός από σφαίρες όπλων και πολυβόλων, οβίδες και χειροβομβίδες. Συντάγματα ολόκληρα πέφτανε κάτω αποδεκατισμένα, από τα όπλα των Ευζώνων και των Κρητών.

Τα ελληνικά προχώματα γέμιζαν από πτώματα. Σε ένα πρόχωμα ήταν δέκα άνδρες. Οι δύο πολεμούσαν ακόμη, οι υπόλοιποι κρατούσαν τα όπλα με χέρια άψυχα. Η θύελλα, αντί να σταματήσει δυνάμωνε. Σαν λιοντάρι λαβωμένο, ο Παπαδόπουλος έτρεχε δεξιά αριστερά, γυρεύοντας Αξιωματικούς γερούς. Δεν έβρισκε κανέναν. Άλλοι τραυματίστηκαν και έμεναν εκεί παρά τους πόνους, άλλοι ήταν νεκροί και σκεπασμένοι από σωρούς Ευζώνων. Τραυματισμένος σοβαρά ο Λοχαγός του δεξιού Επαμεινώνδας Παλαιοδημόπουλος, έμεινε στη θέση του «για να συμμερισθή την τύχην των αγαπημένων του παιδιών» έλεγε. Τραυματίας και ο Ανθυπασπιστής Καλπίρης και ο έφεδρος Ανθυπασπιστής Πετρουλάκης, που δεν αποσύρθηκε. Λίγο μετά, μία οβίδα μετέβαλε σε πολτό την κεφαλή του.

Λόχοι διοικούνταν πλέον από γιατρούς, οι μόνοι Αξιωματικοί που απέμειναν. Ο Ιατρός του Συντάγματος Χριστοδούλου στην πρώτη γραμμή. Διοικούσε μαχητές και φρόντιζε τραυματίες ταυτόχρονα. 15 τραυματιοφορείς του, από τους 45, σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Η αντοχή όλων άρχισε να εξαντλείται.

Ο Παπαδόπουλος είχε χάσει την όψη ανθρώπου. Έμοιαζε έτοιμος να ξεσχίσει όποιον συναντούσε. Στράφηκε στα λείψανα του Συντάγματός του και είπε:

«Παιδιά, εδώ είναι η θέση μας.»

«Ο τάφος μας» του απάντησαν μερικοί.

Έστριψε με ευχαρίστηση τα μεγάλα μουστάκια του, κοίταξε τον ήλιο και είπε:

«Αν μας εύρει η νύχτα, θα τους λογαριάσω εγώ αύριο.»

Ήταν όμως ακόμη μεσημέρι …

Και επάνω που άρχισε να απελπίζεται ο Παπαδόπουλος, για τις ενισχύσεις που αργούσαν, φάνηκε μακριά, πίσω από τους απέναντι λόφους, μία μακριά ουρά Στρατιωτών. Ήταν το ΙΙΙ/4 Τάγμα της 1ης Μεραρχίας, που ερχόταν από αριστερά με πρωτοβουλία του Διοικητή του, Λγού Θεόδωρου Μανωλάκη. Και από τα δεξιά, ήρθε και μία Διλοχία του 20ού Συντάγματος της 7ης Μεραρχίας. Η άφιξή τους σταθεροποίησε κάπως την κατάσταση, μέχρι το βράδυ που έφτασε και το 18ο ΣΠ [8] της Μεραρχίας μας, που αναπτύχθηκε δίπλα μας, ανάμεσα στο 17ο ΣΠ και το ΙΙΙ/4 Τάγμα. Οι Βούλγαροι, που ετοιμάζονταν για μία ακόμη έφοδο, με σκοπό την τελική περικύκλωση, δεχόμενοι πυρά από τα πλάγια κατάλαβαν ότι ήταν μάταιη κάθε παραπέρα προσπάθεια. Ηττημένοι, απέσυραν τα αποδεκατισμένα Συντάγματά τους.

Η μάχη για το ύψωμα 1378 ήταν μία πραγματική εποποιΐα. Και, αναντίρρητα, ήταν η πιο σκληρή και η πιο αιματηρή από όλες τις μάχες που έδωσε ο Στρατός μας κατά τους δυο Βαλκανικούς Πολέμους. Μία παράξενη μοίρα ή μάλλον η ύψιστη σημασία αυτής της μάχης, έφερε αντίπαλα τα πιο εκλεκτά Συντάγματα των δύο Στρατών. Το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων και το Σύνταγμα της Βασιλικής Φρουράς της Βουλγαρίας.

Οι απώλειες ήταν τόσο βαριές και από τις δυο πλευρές, που κάθε πλευρά νόμιζε ότι ηττήθηκε. Οι Βούλγαροι αποδεκατίστηκαν, και στις απώλειές τους περιλαμβανόταν και ο Διοικητής του Συντάγματος της Φρουράς. Οι πλαγιές και οι χαράδρες καλύφθηκαν από κορμιά Ελλήνων και Βουλγάρων. Ο αγώνας ήταν εκ του συστάδην και τόσο άγριος, ώστε πολλοί νεκροί ήταν λογχισμένοι, ενώ πολλοί Βούλγαροι είχαν και ανοιγμένα κεφάλια και άλλα τραύματα από τις κοτρώνες που χρησιμοποιήσαμε, όταν εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά μας. Το Σύνταγμά μας διαλύθηκε σχεδόν, μετά από τη μάχη αυτή. Πολεμώντας επί κεφαλής των Ταγμάτων τους, σκοτώθηκαν ο Διοικητής του Τάγματος Κρητών Ταγματάρχης Κολοκοτρώνης, ο θρυλικός Διοικητής μας ο Βελισσαρίου, αλλά και ο αντικαταστάτης του, στη Διοίκηση του 9ου, ο Λοχαγός Μανωλίδης.

Στο 1378, τερματίστηκε η ένδοξη πολεμική σταδιοδρομία του 1ου Ευζωνικού Συντάγματος και του θρυλικού μας 9ου Τάγματος, με ένα ολοκαύτωμα. Από τους Αξιωματικούς του Συντάγματος παρέμειναν όρθιοι μετά τη μάχη αυτή, μόνο ο Διοικητής του Συντάγματος, ένας Λοχαγός, ένας Υπολοχαγός και τρείς Ανθυπολοχαγοί. 859 γενναίοι Αξιωματικοί και Οπλίτες έμειναν για πάντα εκεί, στα αφιλόξενα υψώματα. Και από το Τάγμα μας, στο τέλος του σκληρού αγώνα, μείνανε γεροί μόνο ο Υπολοχαγός Σπηλιωτόπουλος, που ανέλαβε τη Διοίκηση όταν τραυματίστηκε κι ο Λγός Καραχρήστος, και 75 Εύζωνοι [9]. 200 τραυματίες που μπορούσαν ακόμη να βαστήξουν όπλο, μείνανε κι αυτοί στο πλάι των γερών συντρόφων τους, στην πρώτη γραμμή, μέχρι να τελειώσει η μάχη. Από το 8οΕυζωνικό μείνανε γεροί μετά τη μάχη καμιά διακοσαριά και από τους Κρήτες του Κολοκοτρώνη μόνο γύρω στους 50 [10].

Το πρωί της 15ης Ιουλίου 1913 μας βρήκε κυρίαρχους του υψώματος. Η νίκη, νίκη «Πύρρεια» αλλά και μεγαλειώδης. Ήταν δική μας. Έγραψα κι ένα γράμμα στη γυναίκα μου, που τις εξιστορούσα τα όσα γίνανε, και το φύλαξε. Σας το διαβάζω, συμπαθάτε με που είναι γραμμένο λίγο βλάχικα, έτσι μιλάγαμε τότε, κι όπως μιλάγαμε, έτσι τα γράφαμε:

«Γράντεβο, Α11 Ορεινό Χειρουργείο, 17 του Ιουλίου

Λενιώ μου

Σου γράφω απτού χειρουργίου, αλλά μην βάνης κακό στο μυαλόσ είμ εντάξ.

Ουλάκερη οβίδα βουλγάρικη δεν μπόρσε να μι κάν καλά.

Τους δώσαμι να καταλάβουνι πάλι. Πιλαλάν και δε φταν. Μον που πάθαμι μεγάλου ατύχημα και χάσαμι του μπατέρα μας τον Ταγ/χη μας το Βελισσαρίου. Τούνε κηδέψαμι επροψές και στεναχουρηθήκαμι ούλοι πάρα πολύ.

Αυτούνα τα σκυλιά οι Βουλγαρέοι ήντουσαν 5 και 10 φορές περσότεροι. Μας στείλαν το καλύτερο σύνταγμά τους, τη φρουρά του Βασιλιά τους. Αλλά τους βάλαμι μπροστά κι ακόμη τρέχουν. Άμα συνεχίση ου πόλεμος θένα μπούμε και στη Σόφια.

Να μην ανησυχείς για μένανε, μοναχά να μου γράφεις συχνότερα, τώρα που θα πάου στο νοσοκομείου θα έχω και γω χρόνο να σου γράφου.

Να φιλήσης τα κορίτσια μας, την Αθηνά, τη Νίκη και τη Δοξούλα και να τους λες ότι ου πατέρας τους έκαμε το καθήκον του καταπώς ήπρεπε και πως δε θ’ αργήσου να γυρίσου.

Λοχίας Γ. Κοκκίνης, 9ον Τάγμα Ευζώνων»

Όσον αφορά εμένα, μετά τον ακρωτηριασμό του αριστερού μου ποδιού, έμεινα στο Ορεινό Χειρουργείο μέχρι τις 18, που κηρύχθηκε η ανακωχή, και μετά μεταφέρθηκα στη Θεσσαλονίκη, στο Β΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο, το πρώην Οθωμανικό Δημοτικό Νοσοκομείο [11], που είχε για Διευθυντή τον Αρχίατρο Δημήτριο Αιγινήτη. Έμεινα εκεί για ένα μήνα περίπου. Μαζί μου ήταν κι ο Λυμπίκης που σας έλεγα νωρίτερα, τραυματίστηκε και τρίτη φορά στην ίδια μάχη, και τον φέρανε με το ζόρι στο Χειρουργείο, με «διαταγή», γιατί το τρίτο τραύμα ήταν σοβαρό, σφαίρα στον ώμο που χτύπησε κόκκαλα. Στο διάστημα αυτό μας επισκέφθηκε και ο Βασιλιάς. Του διηγηθήκαμε λεπτομέρειες της τρομερής μάχης και πώς πέθανε ο Βελισσαρίου και δάκρυσε, του είχε μεγάλη αγάπη και εκτίμηση. Ήρθαν και δημοσιογράφοι, που μας ρωτούσαν για τις μάχες και πώς τραυματιστήκαμε. Άφηνα τον Λυμπίκη να απαντάει, εγώ δεν μπορούσα. Μιλούσα μόνο για τον Βελισσαρίου και για το πώς σκοτώθηκαν τόσοι Αξιωματικοί και Οπλίτες. Θεωρούσα υπερβολή να μιλώ για τραυματίες, που είχαν ακόμη ζωή μπροστά τους, σε μια Ελλάδα περήφανη και μεγάλη. Μιλούσα μόνο για αυτούς που έχασαν τη ζωή τους για να ζούμε εμείς.

Αργότερα ζήτησα να με μεταφέρουν στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Καρδίτσας, για να ’μαι κοντά στη γυναίκα και τα παιδιά μου. Πήρα απολυτήριο από το Στρατό παραμονές Χριστουγέννων του 1913. Χάρη στο ξύλινο πόδι που μου βάλανε, μπορούσα να στέκομαι όρθιος και να κινούμαι. Και δε με πείραζε που είχα ξύλινο πόδι. Θεωρούσα πάντα ότι, το κομμάτι που έχασα, έμεινε εκεί απάνω στο Γράντεβο [12], κοντά στον «πατέρα» μας, κοντά στους συντρόφους που μείνανε εκεί για πάντα. Μπροστά στη δική τους θυσία, η δική μου ήταν μικρότερη.

Και η Πατρίδα με βοήθησε και με μια σύνταξη αναπήρου, αλλά και χάρη στο καινούργιο πόδι, δεν ήμουν και ολότελα άχρηστος. Με κάτι ψευτοοικονομίες άνοιξα ένα καφενείο στο χωριό, που το ονόμασα «Καφενείον εις μνήμην του ήρωος Βελισσαρίου».

Κρέμασα μέσα και μια κορνίζα με τη φωτογραφία του, κομμένη από παλιά εφημερίδα, και τα μετάλιά μου από τους δύο πολέμους, κι από κάτω είχα γράψει τα τελευταία του λόγια:

«Αρκεί που μεγαλώνει η Πατρίδα!»

Με τα χρόνια η φωτογραφία πάλιωσε και κιτρίνισε, μέχρι που την άλλαξα με καλύτερη και πιο μεγάλη. Τα βράδια διηγιόμουν ιστορίες, με τσίπουρα και μεζέδες. Και κάθε χρόνο 13 Ιουλίου, στην επέτειο του ηρωικού του θανάτου, μνημόνευα τον Βελισσαρίου και όλους τους Αξιωματικούς και συντρόφους που χάθηκαν. Τη μέρα εκείνη, το καφενείο σερβίριζε μόνο σκέτο καφέ, κονιάκ και παξιμάδια.

Ο Βελισσαρίου δεν ήταν ήρωας επειδή έπεσε στη μάχη. Ήταν ήρωας επειδή νίκησε σε όσες μάχες έδωσε. Το ότι σκοτώθηκε οδηγώντας μας στη μάχη ήταν ένα «ατύχημα», όπως θα λέγαμε τότε, που λίγο προσέθεσε στον ηρωισμό και στη μεγάλη αξία του. Ο θάνατός του, στέρησε την Πατρίδα από έναν εξαίρετο πολεμιστή, έναν Αξιωματικό με κορυφαίες ικανότητες, που θα ήταν πολύτιμος στους πολέμους που ακολούθησαν, αλλά και στην ειρήνη.

Λέγεται πως, όταν ο Βασιλιάς πληροφορήθηκε το θάνατό του, είπε:

«Ήταν επόμενο. Τέτοιοι ήρωες δε ζουν πολύ.»

Και ότι στο συλλυπητήριο τηλεγράφημα, που συνέταξε και απέστειλε προς τη σύζυγό του, έγραψε : «Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων.»

Ο Πέτρος Δημητριάδης, στο βιβλίο του «Ο ήρως Βελισσαρίου» [13] περιγράφει τον ήρωα, με λόγια λιτά και συγκλονιστικά: «Ήρως χωρίς φόβον και χωρίς κηλίδα, του οποίου η φιλοπατρία ημιλλάτο προς την στρατιωτικήν αρετήν και η τόλμη ανταπεκρίνετο εις τα κατορθώματα.»

Όσο για μένα, εννοείται πως, λόγω της αναπηρίας μου, δεν μπόρεσα να συμμετάσχω σε επόμενους πολέμους. Αλλά είχα πια χορτάσει από αίμα και κακουχίες. Ωστόσο, σαν ήρθε η κατοχή, κάτι έκανα κι εγώ, κι ας ήμουν γέρος πια. Αλλά αυτά, θα σας τα πω άλλη φορά. Τώρα, δεν θα σας πω άλλο. Με την άδειά σας, θα κλείσω με ένα στίχο του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, που θέλω να τον αφιερώσω στους τόσους γενναίους που έδωσαν την ζωή τους για την πατρίδα και τις επόμενες γενιές.

Του αντρειωμένου ο θάνατος, δίνει ζωή στη νιότη …

Θα κλείσω με μία παράκληση φίλες και φίλοι:

Μη μας λέτε Εύζωνες. Εύζωνοι λεγόμασταν.

Έτσι το έγραφαν τα στρατιωτικά εγχειρίδια της εποχής, που ήξεραν καλύτερα ελληνικά. «Εύζωνος» είναι το σωστό [14], γενική «του Ευζώνου», πληθυντικός «οι Εύζωνοι».

Αυτό το κακόηχο «Εύζωνας» ξεκίνησε σαν ειρωνία εις βάρος των Ευζώνων, γι’ αυτό διαλέχτηκε να είναι κακόηχο.

Στην πραγματικότητα, και η λέξη τσολιάς, που είναι ομόρριζη με τις λέξεις τσόλι και τσούλι, που θα πει κουρέλι στα τούρκικα, έχει επίσης ειρωνική προέλευση.

Εύζων δεν είναι ο καλά ζωσμένος (με τα άρματα) αλλά ο καλοπερασάκιας (ευ + ζων), και (στο όριο) ο πατσοκοιλιάς …

Σεβαστείτε το αίμα που έχυσαν οι Εύζωνοι και μην τους λέτε Εύζωνες …

Σημειώσεις – Παραπομπές

[1] Λοχίας Γ. Κοκκίνης, 9ο Τάγμα Ευζώνων, 1ο ΣΕ, 6η ΜΠ, μυθιστορηματικός ήρωας. Όπως και ο παρακάτω αναφερόμενος Εύζωνος Ζήσης Δούκας.

[2] Σακίδιο που κρέμεται διαγώνια από τον ώμο, για μεταφορά άρτου και τροφής

[3] Τα Βουλγάρικα τμήματα ανήκαν στην 2ηΤαξιαρχία της 3ης Μεραρχίας, με Διοικητή τον Σχη Ριμπάρωφ και δύναμη 3 Συνταγμάτων (32ο ΣΠ, 70ο ΣΠ και Συγκρότημα Τσερβεντάκωφ), με υποστήριξη Πυροβολικού.

[4] Ο Κολοκοτρώνης σκοτώθηκε ακαριαία από οβίδα. Λίγο πριν, είχε τραυμαματιστεί βαριά από σφαίρα στο στήθος, ο Δικοικητής του 1ου Λόχου Ανθγός Ι. Αλεξάκης, ο οποίος είχε παραμείνει ημιθανής κοντά στις εχθρικές θέσεις ως τη νύχτα, οπότε τον περισυνέλεξαν οι Στρατιώτες του και τον μετέφεραν, αρχικά στο Σταθμό Επιδέσεως του Ονιάρ Μαχαλά και την επομένη στο Α11 Ορεινό Χειρουργείο.

[5] Μίτσης Πικραμένου, «Παύλος Μελάς – Ωραίος ως Έλλην» (σελ. 276-277)

[6] Αναφορά Αριθ. 1575, του Σχη Παπαδόπουλου προς την 6η Μεραρχία

«Συνοικισμοί Ογνιάρ Μαχαλά, 12-7-13, ώρα 9.40 μ.μ.
VI Μεραρχία.

Μάχη εξηκολούθησε μέχρις 9ης ώρας εσπέρας, Τάγμα Βασιλούνη αφίκετο εγκαίρως και δύο Λόχοι αυτού έλαβον μέρος εις την μάχην. Τάγμα 17ου υπό Δημητριάδη αφίκετο 8.50 μ.μ. Ευρισκόμεθα αντιμέτωποι του εχθρού με τα όπλα ανά χείρας, τηρούντες τας θέσεις μας, ως και ο εχθρός τας ιδικάς του. Το Πυροβολικόν του εχθρού μας προξένησε καταπληκτικάς απωλείας, διότι έβαλλε καθ’ ημών ανενοχλήτως και εκ μικράς αποστάσεως. Νεκροί και τραυματίαι περί τους 80. Εφονεύθη ο Ταγματάρχης Κολοκοτρώνης και ετραυματίσθησαν δύο Αξιωματικοί. Ανάγκη απόλυτος να πλησιάσει και να καταλάβει κατάλληλον θέση το ημέτερον Πυροβολικόν, διότι υποθέτω αύριο λίαν πρωί θα επαναληφθεί η μάχη και πολύ πιθανό να έχωμεν λίαν πρωί επίθεσιν. Προς πλήρη επιτυχία του αγώνος, φρονώ οτι δέον να έλθη προς ενίσχυσίν μας ολόκληρον το 17οΣύνταγμα και το Πυροβολικόν. Απόλυτος ανάγκη αποστολής φυσιγγίων …

1ο Σύνταγμα Ευζώνων, Δ. Παπαδόπουλος»

[7] (Ο Κ.Λ. είναι μυθιστορηματικό πρόσωπο, η ιστορία όμως είναι πραγματική και αφορά Εύζωνο, το όνομα του οποίου δεν μπόρεσα να διασταυρώσω.

[8] Ο Ταγματάρχης του Επιτελείου Κουμανιώτης, είχε συναντήσει στο δρόμο το 18υ Σύνταγμα υπό τον Αντισυνταγματάρχη Τριαντάκη και τους διέταξε να σπεύσουν. Για την εμπλοκή τους στη μάχη αυτή, διαβάστε το επόμενο κεφάλαιο.

[9] Στα αρχεία του ΓΕΣ υπάρχει η τηλεγραφική αναφορά του Διοικητή του 1ου ΣΕ, προς το Γενικό Στρατηγείο, μετά το τέλος της μάχης:

«Κατέχομεν τα αριστερά της χαράδρας υψώματα.
Κατελάβαμεν επίσης δεσπόζον σημείο εις έξοδον χαράδρας …
Απεγυμνώθημεν τελείως βαθμοφόρων.
Παρούσα δύναμις 9ου Τάγματος εις Υπολοχαγός και 75 Οπλίται.
Προ βουλγαρικών χαρακωμάτων 14-7-1913, ώρα 8.30 μμ 
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ»

[10] Όπως γράφει στο ημερολόγιό του ο Ανθυπολοχαγός (και μετέπειτα Αντιστράτηγος) Ιωάννης Αλεξάκης, που τραυματίστηκε κι αυτός από διαμπερές τραύμα στο στήθος, «εκ των Αξιωματικών του Τάγματος, μόνον εις Ανθ/γός δεν συνέβη να τραυματισθή, αλλά και αυτός ησθένησεν». Από τους 1.000 Στρατιώτες και Αξιωματικούς που είχε αρχικά, οι 950 σκοτώθηκαν ή τραυµατίστηκαν. Μόνο 50 (από τους αρχικούς) έµειναν σώοι µετά το τέλος όλων των µαχών. Παρόμοια βαριές ήταν και οι βουλγαρικές απώλειες. Πολλά βουλγαρικά Τάγματα υποχώρησαν προς τη Τζουμαγιά με 30-40 γερούς μόνο. Ο Ιωάννης Αλεξάκης, τραυματίστηκε για πρώτη φορά στη μάχη του Λαχανά όταν, ως επί κεφαλής Ουλαμού (2 Διμοιριών) του 1ου Λόχου του Τάγματος Κρητών, επιτέθηκε από αριστερά και χτυπήθηκε από σφαίρα Μάουζερ στον αριστερό βραχίονα. Μετά την επιστροφή του από το Νοσοκομείο, ανέλαβε Διοικητής του 1ου Λόχου.

[11] Το νυν Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Άγιος Δημήτριος»

[12] (ή Γκράντεβο – Градево)

[13] (Εκδόσεις Γ. Φέξη, Αθήνα 1915)

[14] (αρχαία ελληνική εὔζωνος εκ των εὖ + ζώννυμι ή/και ζωννύω = ο καλώς ζωσμένος)


Discover more from Θεματα Στρατιωτικης Ιστοριας

Subscribe to get the latest posts to your email.