Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897


Στις αρχές του 1897, η έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε στην Κρήτη, λόγω της εξέγερσης των Κρητών και των τουρκικών θηριωδιών, προκάλεσε την επέμβαση της Ελλάδας με την αποστολή εκστρατευτικού σώματος υπό τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο. Άμεση ήταν η αντίδραση της Τουρκίας, η οποία εκμεταλλευόμενη και την ένοπλη δράση των ανταρτικών σωμάτων της Εθνικής Εταιρείας, στο τουρκικό έδαφος, κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα στις 5 Απριλίου 1897. Ο ελληνικός στρατός βρέθηκε τελείως ανοργάνωτος, με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, με σοβαρές ελλείψεις σε οπλισμό και μέσα, και κυρίως με έλλειψη ικανών στελεχών.

Οι επιχειρήσεις διεξήχθησαν σε δύο μέτωπα, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Στη Θεσσαλία, ο τουρκικός στρατός απώθησε τις ελληνικές δυνάμεις, που τράπηκαν σε άτακτη υποχώρηση με αποτέλεσμα τη διαδοχική κατάληψη της Λάρισας, των Φαρσάλων και του Βόλου. Η μάχη του Δομοκού δεν ανέκοψε την επιθετικότητα των Τούρκων, παρά μόνο μετά τη νέα σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων και την παύση των πυρών στις 7 Μαΐου. Στο μέτωπο της Ηπείρου, παρά την αρχική επιθετική πρωτοβουλία του ελληνικού στρατού και την ευνοϊκή εξέλιξη των επιχειρήσεων, η κατάληξη δεν ήταν μεν η αναμενόμενη, αλλά δεν υπήρξαν εδαφικές απώλειες.

Η ήττα της Ελλάδας σηματοδότησε την αναδιοργάνωση του ελληνικού στρατού σε όλους τους τομείς, γεγονός που οδήγησε αργότερα στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους.

Πολιτική – Στρατιωτική Ανάλυση

Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 αποτελεί για τη χώρα μας την πρώτη σε μεγάλη κλίμακα πολεμική επιχείρηση, αφότου απέκτησε την εθνική της ανεξαρτησία, με την επανάσταση του 1821. Στον πόλεμο αυτό δοκιμάστηκαν σκληρά όλες οι εθνικές δυνάμεις και απέδειξαν ότι ήταν τελείως ανέτοιμες και απροπαρασκεύαστες να αναλάβουν την πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας», που δεν ήταν άλλη από την απελευθέρωση των αλύτρωτων ακόμη αδελφών, από τον Οθωμανικό ζυγό. Η Ελλάδα εισήλθε σ’ έναν πόλεμο με ένα ολιγάριθμο στρατό, ανοργάνωτο, ανεκπαίδευτο, με σοβαρές ελλείψεις και οπλισμό και ουσιαστικά ανίκανο για νικηφόρα αποτελέσματα.

Παρόλο που ο πόλεμος κηρύχθηκε από την Τουρκία, αυτός προκλήθηκε από την Ελλάδα, εξαιτίας της στάσης της στο λεγόμενο «Κρητικό ζήτημα», αλλά και του πολεμικού παραληρήματος που είχε καταλάβει τότε, Κυβέρνηση και λαό, χωρίς ωστόσο αυτό να δικαιολογείται από το συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών. Ωστόσο, θα προσεγγίσουμε τον «ατυχή» αυτόν πόλεμο με πολιτική, στρατιωτική και κυρίως με ιστορική δεοντολογία για να καταλήξουμε στα σημαντικότερα αποτελέσματα και γενικά οφέλη ή μη για την Ελλάδα.

Οι διαφορετικές αντιλήψεις – απόψεις – αξιολογήσεις των διαφόρων χωροχρονικών πλαισίων μέσα στα οποία οριοθετεί ο εκάστοτε ιστορικός το αντικείμενο της έρευνάς του, έχουν αποτελέσει πολλές φορές το κύριο συστατικό που διαφοροποιεί χαρακτηριστικά το υπόβαθρο των εκάστοτε θεωρητικών σχημάτων, κατά την εξέλιξη της ιστοριογραφίας. Αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατό να δημιουργηθούν ποικίλες «ιστορίες», ανάλογα με τα ερωτήματα και τα διάφορα όρια που τίθενται στο προς μελέτη αντικείμενο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Fernand Braudel, ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς του αιώνα που πέρασε, αφιέρωσε στο 3τομο έργο του «Μεσόγειος», των 2.000 σελίδων, μόλις 3 σελίδες για την «ιστορικότατη» ναυμαχία της Ναυπάκτου, θεωρώντας την ως ένα απλό γεγονός, στο σύνολο των γεγονότων που συνέβησαν στην περιοχή της Μεσογείου από το 16ο έως το 18ο αιώνα. Με αυτόν τον τρόπο έριξε ιδιαίτερο βάρος στη συνολική θεώρηση της περιόδου (μακρά διάρκεια), υπονομεύοντας με αυτήν τη διαδικασία τα κατ’ άλλους ιστορικούς «σημαντικά γεγονότα». Έχοντας αυτές τις λίγες σκέψεις κατά νου δημιουργούνται τα εξής εύλογα ερωτήματα για την εξεταζόμενη ιστορική περίοδο:

  • Αξίζει τον κόπο ένα επεισόδιο 30 περίπου ημερών, όπως ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, να καταλαμβάνει τον ιδιαίτερα σημαντικό χώρο των 6 σελίδων σε ένα περιοδικό 80 μόλις σελίδων, όταν ο μεγαλύτερος, ίσως, ιστορικός  του αιώνα που πέρασε, δεν το έκανε, για ένα άλλο «ίσης» ή «μείζονος» σημασίας γεγονός, σε βιβλίο 2.000 σελίδων;
    • Αποτέλεσε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 ένα σημαντικό γεγονός για την ελληνική ιστορία; Αν ναι, μέσα σε ποια χρονικά πλαίσια τοποθετημένος;
    • Ήταν ατυχής ο πόλεμος του 1897, ή μήπως οριοθετούμενος χρονικά μέσα σε ευρύτερα χρονικά πλαίσια, από αυτά της ακριβούς ημερολογιακής του διάρκειας (30 ημερών), αποτέλεσε τον πρόλογο μιας επιτυχίας αργότερα;

Απαντήσεις στα παραπάνω εύλογα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε στην ανάλυση που θα ακολουθήσει.

Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 έχει ενταχθεί ιστοριογραφικά σε αυτό που ο Daglas Dakin αποκάλεσε « Η ενοποίηση της Ελλάδας» ή απλούστερα η ιστορία των εδαφικών προσαρτήσεων στον εκάστοτε γεωγραφικό κορμό της Ελλάδας. Από μια άλλη ιστοριογραφική οπτική, αποτέλεσε θέμα του γνωστού «Ανατολικού Ζητήματος», των ιστορικών δηλαδή εξελίξεων στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, κατά την ανάκαμψη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπό την πίεση της αναπτυσσόμενης προς Νότο Ρωσικής αυτοκρατορίας και την προσπάθεια επιβολής των ξένων δυνάμεων στο χώρο αυτό. Για τη γεγονοτολογική στρατιωτική ιστορία, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 υπήρξε η αποτυχημένη ανταπόκριση της στρατιωτικής ηγεσίας στις απαιτήσεις των περιστάσεων, η έλλειψη των απαραίτητων πολεμικών προπαρασκευών και της απαραίτητης πολιτικής ωριμότητας, καθώς επίσης και το κίνητρο άντλησης των ορθών διδαγμάτων που έμελλε να οδηγήσουν στην εθνική ανάταση και στους θριάμβους των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13.

Εξετάζοντας τις τρεις παραπάνω θεωρητικές τοποθετήσεις, για το ένα και το αυτό ιστορικό «γεγονός», με ένα κάπως ερευνητικότερο μάτι, θα έβλεπε κάποιος διάχυτη τη διαφορετική αντίληψη της χρονικότητας που ακολουθούν τα τρία αυτά ιστοριογραφικά παραδείγματα (με την ευρεία έννοια του όρου). Το πρώτο εκτείνεται από το 1770 μέχρι το 1923 και εντάσσει τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο στο σκεπτικό τού πώς αυτός συνέβαλε στο να έχει η Ελλάδα τη γεωγραφική έκταση που έχει σήμερα. Το δεύτερο, ανάλογα με τον συγγραφέα, έχει επεκταθεί από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα και εντάσσει τις 30 ημέρες του πολέμου στην περίοδο αυτή ως γεγονός που συντέλεσε καλώς ή κακώς στην απομάκρυνση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από το χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και στην καθιέρωση ενός διαφορετικού status quo των δυνάμεων του χώρου. Τέλος, το τρίτο παράδειγμα έχει έκταση 30 ημερών, από 6 Απριλίου 1897 έως 7 Μαΐου 1897, και χαρακτηρίζει τον πόλεμο ως γεγονός που είχε 672 νεκρούς και 2481 τραυματίες, ενεργοποίησε σχέδια επιχειρήσεων, προκάλεσε την διεξαγωγή μαχών, και παραδειγμάτισε με την ήττα της Ελλάδας τις επόμενες γενιές της.

Ουσιαστικά, για το συγκεκριμένο «γεγονός», οι αποκλίνουσες ιστοριογραφικά διαφορετικότητες συντείνουν στη σύνθεση μιας «ολικότερης» ιστορίας που παραθέτει όχι τόσο το ίδιο το γεγονός, αλλά τις απόψεις για το γεγονός ως την ζητούμενη προσέγγιση. Αλλά ας δούμε όμως το «γεγονός» από τα στενότερα προς τα ευρύτερα οπτικά πλαίσια.

Τον Απρίλιο του 1895, το κόμμα του Θεόδωρου Δηλιγιάννη σχηματίζει νέα Κυβέρνηση, η οποία ουσιαστικά βρίσκεται μπροστά στην αντιμετώπιση σοβαρότατων εσωτερικών και εξωτερικών προβλημάτων. Η πτώχευση του 1893, ο διακανονισμός του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας καθώς, επίσης, και τα μεγάλα εθνικά ζητήματα της Μακεδονίας και της Κρήτης ήταν από τα πρωτεύοντα θέματα που επιζητούσαν την επέμβαση της νέας «φιλειρηνικής» κυβέρνησης.

Στο εξωτερικό,  παρά την αιωρούμενη μέχρι τότε φιλοτουρκική στάση των μεγάλων δυνάμεων, οι σφαγές των Αρμενίων των ετών 1896-97 ευαισθητοποιούν τη διεθνή κοινωνία, μέχρι ακόμη και αυτόν τον λόρδο Salisbury, ο οποίος παύει πλέον να είναι ένθερμος υποστηρικτής της διατήρησης της Οθωμανικής ακεραιότητας. Αυτό φυσικά οφείλεται και στην από το 1869 διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, η οποία ουσιαστικά παραγκώνισε τον πρωτεύοντα ρόλο της Τουρκίας στα στρατηγικά σχέδια της Μ. Βρετανίας. Στο στρατηγικό χώρο της Μακεδονίας, η εθνική αφύπνιση του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα προσπαθεί ουσιαστικά να προσεταιρισθεί τους πληθυσμούς της περιοχής. Ας σημειωθεί ότι η δράση μη κυβερνητικών «εθνικών εταιρειών», με σκοπό την επιβολή της επιρροής των σε χώρους όπως η Μακεδονία, Κρήτη κ.λπ., ήταν έντονη και οφειλόταν στην ετερόκλητη εθνική σύνθεση των διαφόρων «εθνικών» περιοχών, στα αντικρουόμενα συμφέροντα των Βαλκανικών και μη κρατών και στα μέσα επιβολής αυτής της επιρροής.

Όπως γίνεται εμφανές, είτε σε επίπεδο ενοποίησης (πρώτο ιστοριογραφικό παράδειγμα), είτε σε επίπεδο ανατολικού ζητήματος (δεύτερο ιστοριογραφικό παράδειγμα) είτε τέλος σε επίπεδο γεγονοτολογικής ιστορίας (τρίτο παράδειγμα), οι συνιστώσες αυτές οδηγούσαν σε έναν εθνικό αναβρασμό.

Κύρια αφορμή στην μετέπειτα εξέλιξη του ζητήματος θα αποτελέσει το πρώτο από τα τρία θέατρα επιχειρήσεων του πολέμου, το Κρητικό, αν και αυτό καθ’ αυτό το Κρητικό Θέατρο Επιχειρήσεων δεν εντάσσεται συνήθως, από το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας, στο κύριο μέρος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, αλλά στον «πρόλογό» του.

Στην Κρήτη, τα τελευταία χρόνια, πριν την έναρξη του Πολέμου, οι ντόπιοι χριστιανικοί πληθυσμοί είχαν αρχίσει να εκδηλώνουν, έμπρακτα, έντονες αντιδράσεις, από την περιχαράκωση μιας σειράς δικαιωμάτων τα οποία τους είχαν παραχωρηθεί, από τον Σουλτάνο, μετά από τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων και ιδιαίτερα της ρωσικής πλευράς. Όλα έδειχναν ότι άλλη μια κρίση του Ανατολικού Ζητήματος ήταν σε εξέλιξη. Το 1895 τοποθετείται στην Κρήτη, ως γενικός διοικητής, ο Αλέξ. Καραθεοδωρής, το έργο του οποίου όμως ήταν δυσχερέστατο. Η αδιαλλαξία του Σουλτάνου, στις διοικητικές μεταρρυθμίσεις που πρότεινε, καθώς επίσης και η γενίκευση της αντίδρασης των χριστιανών κατοίκων του νησιού, ανάγκασαν τον Καραθεοδωρή να παραιτηθεί και τη θέση του να αναλάβει ο Τουρκαλβανός Τουρχάν πασάς. Την άνοιξη του 1896 η κατάσταση στην Κρήτη άρχισε να επιδεινώνεται. Οι αντιδράσεις από την πλευρά των χριστιανών γενικεύθηκαν, ενώ οι Τούρκοι κατέφυγαν και πάλι στις άγριες εκδικήσεις, λεηλασίες κ.λπ., του παρελθόντος.

Στην Ελλάδα η «Εθνική Εταιρεία» είχε πλέον με το μέρος της ολόκληρο σχεδόν τον ελληνικό τύπο, ενώ παράλληλα πίεζε και την κυβέρνηση Δηλιγιάννη για την ανάληψη ενεργού δράσης, ο οποίος κρατούσε – δεδομένων και των δυσχερειών που υπήρχαν – στάση αναμονής. Παρ’ όλ’ αυτά, στις 25 Ιανουαρίου 1897 το θωρηκτό Ύδρα απέπλευσε για τα Χανιά με σκοπό την παρεμπόδιση απόβασης νέων τουρκικών δυνάμεων στο νησί, ενώ η ενεργοποίηση αυτή της ελληνικής κυβέρνησης, από τη μια ενθουσίασε την κοινή γνώμη, ενώ από την άλλη αποστασιοποίησε την αρχικά φαινομενική ουδετερότητα των μεγάλων δυνάμεων. Η casus belli αυτή συμπεριφορά της Ελλάδας προς την Τουρκία, καθώς επίσης και η μετέπειτα ενίσχυση των δυνάμεων με δύναμη 1500 περίπου ανδρών υπό τον Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, δημιούργησε έναν πολεμικό χαρακτήρα στην όλη κατάσταση που θα μπορούσε να σταθεί επικίνδυνη για το έθνος. Οι όποιες συμβιβαστικές προσπάθειες απέτυχαν, ενώ η άμεση αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων ήταν απαιτητή από τις Μ. Δυνάμεις που  εντωμεταξύ είχαν καταλάβει τις κυριότερες πόλεις του νησιού. Η υπονόμευση της όποιας συμβιβαστικής λύσης ήταν κυρίως αποτέλεσμα των ενεργειών της «Εθνικής Εταιρείας» και της αντιπολίτευσης, με αποτέλεσμα το κράτος να αρχίσει μια δεινή πολεμική περιπέτεια.

Από το Φεβρουάριο του 1897, στρατεύματα της «Εθνικής Εταιρείας» πέρασαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα δημιουργώντας έτσι την αφορμή στους Τούρκους όχι μόνο να αντιμετωπίσουν με επιτυχία αυτήν την προσπάθεια, αλλά και να κηρύξουν τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας. Αξίζει να σημειωθεί ότι, το όριο των δύο κρατών πριν τον πόλεμο καθορίζει η γραμμή βορείως του ποταμού Πηνειού, ανατολικά από το Θερμαϊκό κόλπο μέχρι δυτικά την Ήπειρο και από εκεί νότια μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο. Τη νύχτα της 27 προς 28 Μαρτίου τα αντάρτικα σώματα της «Εταιρείας», αφού χωρίστηκαν σε τρία σώματα, εισέβαλαν στο τουρκοκρατούμενο έδαφος εμπλέκοντας μαζί τους και τις δυνάμεις των ελληνικών φυλακίων της οροθετικής γραμμής. Την 30 Μαρτίου και μετά από συνεχείς μάχες και ανακαταλήψεις των τοπικών υψωμάτων και χωριών, οι αντάρτικες δυνάμεις, φοβούμενες την κύκλωσή τους από τις ήδη συγκεντρωθείσες τουρκικές δυνάμεις επανήλθαν εσπευσμένα στο ελληνικό έδαφος επιτυγχάνοντας τελικά μόνο την επίσπευση της κήρυξης του πολέμου. Στις 5 Απριλίου η Πύλη ειδοποίησε τον Έλληνα πρεσβευτή στην Κων/πολη για τη διακοπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ενώ παράλληλα, συστηματικά, αθόρυβα και μεθοδικά προετοίμαζε τα στρατεύματά της για πόλεμο. Από την άλλη πλευρά ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης έσπευσε να συγκροτήσει μια στρατιά 45.000 περίπου ανδρών μερικώς όμως προπαρασκευασμένης για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις υλοποιήθηκαν στον ελλαδικό χώρο σε δύο κύρια θέατρα επιχειρήσεων. Ανατολικά στη Θεσσαλία και Δυτικά στην Ήπειρο, όπου και στις δύο περιπτώσεις, η αριθμητική και τακτική υπεροχή της δύναμης των Τούρκων ήταν εμφανής έναντι της  ελληνικής. Το ελληνικό Αρχηγείο του Στρατού Θεσσαλίας είχε έδρα στη Λάρισα με Αρχηγό το Διάδοχο Κωνσταντίνο και Επιτελάρχη το Συνταγματάρχη Πυροβολικού Σαπουντζάκη Κωνσταντίνο, ενώ το σύνολο της δύναμης Θεσσαλίας αριθμούσε 24 τάγματα Πεζικού, 7 τάγματα Ευζώνων, 9 ανεξάρτητα τάγματα Πεζικού, 5 πεζοπόρες ίλες, 1.100 ιππείς, 48 πυροβόλα ορειβατικά και 4 λόχους Μηχανικού. Οι τουρκικές δυνάμεις στη Θεσσαλία αριθμούσαν αντίστοιχα 99 τάγματα Πεζικού, 26 ίλες Ιππικού και 156 πυροβόλα, με αρχηγό τον Ετέμ Πασά και έδρα του Γενικού Στρατηγείου της Στρατιάς στην Ελασσόνα. Ο ελληνικός στρατός δέχτηκε την κύρια τουρκική επίθεση στις 6 Απριλίου 1897. Ο Ετέμ Πασάς εκδήλωσε την κύρια προσπάθειά του στη μεθόριο από τις ακτές του Θερμαϊκού μέχρι την περιοχή του Τυρνάβου και μέχρι το τέλος της ημέρας πέτυχε να καταλάβει τη διάβαση της Μελούνας χωρίς να προχωρήσει – ακόμη – νοτιότερα. Ο ελληνικός στρατός, μη δυνάμενος να αντισταθεί, άρχισε σταδιακά να υποχωρεί χωρίς τάξη και συνοχή μεταδίδοντας τη σύγχυση και τον πανικό στον άμαχο πληθυσμό της Θεσσαλίας. Στις 12 Απριλίου άρχισε η άτακτη και χωρίς σχέδιο υποχώρηση προς την τοποθεσία Φαρσάλων – Βελεστίνου, ενώ στις 14 Απριλίου η ελληνική στρατιά είχε συγκεντρωθεί τελικά στον προβλεπόμενο χώρο στα Φάρσαλα. Στις 23 Απριλίου άρχισε η υποχώρηση προς το όρος Όθρυς, αφού χάθηκε ολόκληρη σχεδόν η Θεσσαλία μέχρι το ύψος των Θερμοπυλών. Το μεσημέρι της 7ης Μαΐου ο τότε Διάδοχος Κωνσταντίνος παρέλαβε έξω από τη Λαμία τηλεγράφημα της Κυβέρνησης για σύναψη ανακωχής. Τα πυρά σταμάτησαν στις 1500 της ίδιας ημέρας, ενώ οι συζητήσεις υπήρξαν μακρές και δύσκολες και η ανακωχή έγινε στην Ταράτσα της Λαμίας στις 23 Μαίου.

Σε αντίθεση με τη Θεσσαλία στο θέατρο επιχειρήσεων της Ηπείρου η στάση των Τούρκων ήταν κυρίως αμυντική ενώ αντίθετα του ελληνικού στρατού επιθετική με κύριο αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη των Ιωαννίνων. Το ελληνικό Αρχηγείο του Στρατού Ηπείρου είχε έδρα το ύψωμα Κοροδήμος νοτιοανατολικά της Άρτας με αρχηγό το Συνταγματάρχη Πυροβολικού Μάνο Θρασύβουλο, ενώ το σύνολο της δύναμης των μονάδων ανερχόταν σε 12 τάγματα Πεζικού, 3 τάγματα Ευζώνων, 4 πεδινές Πυροβολαρχίες, 4 ορειβατικές πυροβολαρχίες, 5 λόχους Μηχανικού και 3 ίλες Ιππικού. Αντίστοιχα, η συνολική δύναμη των Τούρκων, με αρχηγό τον Αντιστράτηγο Αχμέτ Χιφζή και έδρα του Αρχηγείου τα Ιωάννινα, ανερχόταν σε 44 τάγματα Πεζικού, 6 πεδινές πυροβολαρχίες, 1 ορειβατική και 4 ίλες Ιππικού.  Στις 6 Απριλίου τα ελληνικά τμήματα τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού. Παρά όμως τα αρχικά ενθαρρυντικά προμηνύματα του ηπειρωτικού μετώπου, τόσο μετά τη διάβαση του Αράχθου ποταμού από τις ελληνικές δυνάμεις στις 9 Απριλίου, όσο και από την απελευθέρωση της Φιλιππιάδας την αμέσως επόμενη ημέρα, οι ελληνικές δυνάμεις άρχισαν σταδιακά από 13 Απριλίου τη σύμπτυξη προς τον Άραχθο. Η ίδια απογοητευτική κατάσταση συνεχίστηκε και μετά την μάχη του Γριμπόβου (1-3 Μαίου), ώσπου τελικά την 7 Μαΐου 1897 υπογράφηκε μεταξύ των δύο αντιμαχομένων ανακωχή, μετά από αίτημα της τουρκικής πλευράς.

Μετά από ένα μήνα αγώνων, η Ελλάδα βρέθηκε οριστικά ηττημένη από τον πόλεμο των 30 αυτών ημερών. Οι κυριότερες μάχες ήταν:

  • Η μάχη των Δελερίων (11 Απριλίου)
  • Η μάχη του Βελεστίνου (18 Απριλίου)
  • Η μάχη των Φαρσάλων (23 Απριλίου)
  • Η μάχη του Δομοκού (5 Μαϊου)
  • Η μάχη των Πέντε Πηγαδιών (11 Απριλίου)
  • Η μάχη του Ανωγείου – Χάνι Καρβασαρά (16-17 Απριλίου)
  • Η μάχη του Γριμπόβου (1-3 Μαΐου),

 για τις οποίες μπορεί ο αναγνώστης να αντλήσει στοιχεία από τον ιστορικό τόμο της ΔΙΣ/ΓΕΣ «Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897», όπως επισημαίνεται και στο τέλος αυτού του άρθρου.

Τον Οκτώβριο του 1897 οι Μεγάλες Δυνάμεις (Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστροουγγαρία και Ιταλία) επέβαλλαν καθεστώς αυτονομίας στην Κρήτη, ενώ διόρισαν για τρία χρόνια ως Ύπατο Αρμοστή των Μεγάλων Δυνάμεων στο νησί, τον τότε πρίγκιπα Γεώργιο. Στην Ελλάδα επιβλήθηκε πρόστιμο τεσσάρων εκατομμυρίων τουρκικών λιρών που έπρεπε να πληρώσουν οι Έλληνες ως αποζημίωση για την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από τη Θεσσαλία, τα δε σύνορα τροποποιήθηκαν ελαφρώς , από αυτά προ του πολέμου, προς όφελος των Τούρκων. Η αποπληρωμή του προστίμου υποχρέωσε την Ελλάδα να λάβει νέο δάνειο από τις Μεγάλες Δυνάμεις αφού όμως πρώτα εξοφλούσε τους παλιούς δανειστές. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την επιβολή οικονομικού ελέγχου στην χώρα, γνωστού ως Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, ο οποίος ενεργοποιήθηκε από εξαμελή διεθνή επιτροπή σε όλους τους τομείς του ελληνικού δημοσίου και κυρίως στα έσοδα των μονοπωλίων αλατιού, πετρελαίου κ.λπ. Η οριστική συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη, μετά από μακρόχρονες διαπραγματεύσεις και την διαμεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Αξίζει να σημειωθεί, στο σημείο αυτό, η ιδιαίτερα ευμενής στάση του Τσάρου της Ρωσίας προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων, έναντι των ιδιαίτερα δυσμενών σχεδίων Αγγλίας και Γερμανίας στις απαιτήσεις της Υψηλής Πύλης, μετά την ανακωχή, τα οποία ουσιαστικά παραχωρούσαν σχεδόν ολόκληρη την Θεσσαλία στην Τουρκική πλευρά.

Ας δούμε όμως, συνοψίζοντας, τα συμπεράσματα που μπορούμε να εκμαιεύσουμε, από τη μελέτη του φαινομένου που ονομάζεται «ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897», πάντα μέσα στα πλαίσια των ερωτημάτων που θέσαμε στην αρχή του κειμένου. Έτσι, επεκτείνοντας τα χρονική οριοθέτηση του «γεγονότος» θα διαπιστώσουμε ότι, τελικά, ακόμη και η επιβολή του περιορισμού της οικονομικής κυκλοφορίας βοήθησε τη νομισματική σταθερότητα της χώρας και την άνοδο της ελληνικής πίστης στο εξωτερικό. Από την άλλη πλευρά, η συμβιβαστική αποδοχή του πρίγκιπα Γεωργίου ως ύπατου αρμοστή των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη έθεσε απλά ένα καθεστώς προμηνυτικό της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα, μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων (1912-13). Η Κρήτη απέκτησε πλήρη αυτονομία και άνοιξε ο δρόμος για την ένωσή της με την μητέρα πατρίδα.  Η αδράνεια και ανετοιμότητα των «όπλων», αποτέλεσε έναυσμα για την συστηματικότερη και ορθολογικότερη προετοιμασία του στρατού. Ο Ελληνικός Στρατός άρχισε στα σοβαρά πλέον να εκπαιδεύεται, οργανώνεται και εξοπλίζεται για να μπορεί να ανταποκριθεί στη δύσκολη εθνική του αποστολή, αλλά και για να αποπλύνει τη ντροπή του 1897, γεγονός που συνετέλεσε, μαζί με σωφρονέστερες πολιτικές ηγεσίες, που δεν καθοδηγούνταν από εθνικούς αναβρασμούς και λαϊκά παραληρήματα, στην ανόρθωση και στην επιτυχία.

Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά σε όψεις διαφόρων θεωρητικών προσεγγίσεων του θέματος, μπορούμε να επαναλάβουμε ενισχυτικά ότι, η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατου έχει εκδώσει τον ιστορικό τόμο «Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897», Αθήνα 1993, από 502 σελίδες, όπου καταγράφονται και αναλύονται όλα τα πολιτικά και στρατιωτικά θέματα και γεγονότα αντίστοιχα.


Discover more from Θεματα Στρατιωτικης Ιστοριας

Subscribe to get the latest posts to your email.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897

  1. Παράθεμα: Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 – greekalert

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.