Το σημαντικότερο επίτευγμα της αγγλικής ναυτικής αεροπορίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Καθηγητής Βασίλειος Φίλιας, ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ τ.91-92 (2011)
Η στρατιωτικο-πολιτική κατάσταση (Σεπτέμβριος 1939 – Νοέμβριος 1940)
Την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μετά την εισβολή της Χιτλερικής Γερμανίας στην Πολωνία (1 Σεπτεμβρίου 1939) ακολούθησε μια σειρά αλλεπάλληλων ηττών των δυτικών συμμάχων, που όχι μόνο οδήγησαν όλες σχεδόν τις χώρες της δυτικής, κεντρικής και βόρειας Ευρώπης στη γερμανική κατοχή, αλλά και εμπέδωσαν την αντίληψη για το αήττητο της χιτλερικής πολεμικής μηχανής. Συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1940 η Γερμανία εισέβαλε στη Δανία και συνέτριψε στρατιωτικά τη Νορβηγία παρά την επιχείρηση ενίσχυσης και διάσωσης, που οργανώθηκε εσπευσμένα από τους Άγγλους, οι οποίοι υπέστησαν δεινή ήττα στο Νάρβικ και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν με σοβαρότατες απώλειες σε πολεμικά σκάφη επιφανείας.
Ακολούθησε η στρατιωτική εξουθένωση της Γαλλίας, η κατάληψη των Κάτω Χωρών και η ίδρυση του υποτελούς «κράτους» του Βισύ στη νότιο Γαλλία, που συνοδεύτηκε από τις μαζικές αεροπορικές επιθέσεις της Λούφτβαφε στην Αγγλία, προοίμιο της εισβολής στη χώρα αυτή στη βάση του σχεδίου «Λέων της Θαλάσσης» (See- lOwe).
Η Ιταλία ελάχιστες μέρες πριν τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας κηρύσσει πόλεμο εναντίον της Αγγλίας και εναντίον της Γαλλίας, ενώ στρατεύματά της εισβάλουν στο γαλλικό Νότο.
Ο Μουσολίνι θεωρεί πλέον βέβαιο ότι ο πόλεμος θα είναι υπόθεση λίγων μηνών και δεν θέλει μόνο η Γερμανία να καρπωθεί τη λεία. Ακριβώς γι’αυτό και ενισχύει τις δυνάμεις του στη Λιβύη, που βρίσκεται υπό ιταλικό έλεγχο ήδη από το 1910, με στόχο την εισβολή στην Αίγυπτο και καταλαμβάνει την Αλβανία με στόχο την επίθεση κατά της Ελλάδας.
Πρωταρχικά οι φιλοδοξίες του ιταλού δικτάτορα στρέφονται στον έλεγχο της Μεσογείου, την οποία βλέπει ως ιταλική θάλασσα (mare nostrum).
Η πολεμική ισχύς των αντιπάλων δυνάμεων (1939-1940) στη μεσογειακή αναμέτρηση
Από τις αρχές του 1940 σημειώνεται μια σοβαρότατη άνοδος της ιταλικής ναυτικής ισχύος, ενώ οι αγγλικές ναυτικές δυνάμεις στη Μεσόγειο τους αντίστοιχους μήνες εμφανίζουν σοβαρά κενά και ελλείψεις.
Με την καθέλκυση δύο θωρηκτών 35000 τόνων, του Littorio και του Vittorio Veneto και την αναμενόμενη συμπλήρωση της κατασκευής άλλων δύο της ίδιας κλάσης, η Ιταλία εξασφαλίζει από πλευράς εκτοπίσματος την ναυτική υπεροπλία στη Μεσόγειο.
Ο αγγλικός στόλος της Μεσογείου αντίθετα είχε υποστεί σοβαρές αφαιμάξεις: πρώτον, λόγω της αποτυχούσης νορβηγικής επιχείρησης όπου μεταξύ άλλων χάθηκε και το αεροπλανοφόρο Glorious, του οποίου -όπως θα εκτεθεί στα επόμενα- η ιστορία εμπλέκεται στην εξέλιξη γεγονότων, που οδήγησαν στον Τάραντα, δεύτερον, διότι η αυτοβύθιση ή ο παροπλισμός των γαλλικών πολεμικών πλοίων μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας υποχρέωσε το αγγλικό πολεμικό ναυτικό να αναλάβει όλο το βάρος της ναυτικής αντιμετώπισης των Γερμανών στον Ατλαντικό και τη Βόρειο Θάλασσα και τρίτον, έπρεπε να αντιμετωπιστεί ο μεγάλος κίνδυνος από τις καταδρομικές επιχειρήσεις του γερμανικού θωρηκτού τσέπης «Admiral Graf Spee» από τον Ινδικό Ωκεανό ως τις θάλασσες της Νοτίου Αμερικής. Ακριβώς γι’αυτό και μόνο αφού αντιμετωπίστηκε η γερμανική ναυτική απειλή με την βύθιση του «Bismarck» και την αυτοβύθιση του «Graf Spee» στις εκβολές του Rio de la Platta στην Ουρουγουάη, ο επικεφαλής του αγγλικού στόλου της Μεσογείου ναύαρχος Κάνινγκαμ (Cunningham) μπόρεσε να εξασφαλίσει σοβαρές ενισχύσεις σε σκάφη επιφανείας και ειδικότερα και ιδιαίτερα την υπαγωγή στις δυνάμεις του των νεότευκτων αεροπλανοφόρων Illustrious και Eagle.
Με τα δύο αυτά αεροπλανοφόρα ο αγγλικός στόλος της Μεσογείου απέκτησε τη δυνατότητα να καταφέρει πλήγματα κατά των ελλιμενισμένων πολεμικών πλοίων του αντιπάλου, μια δυνατότητα που οι Ιταλοί δεν είχαν, διότι δεν διέθεταν τέτοιου είδους σκάφη.
Ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’20 η Βρετανοί, οι Αμερικανοί και οι Ιάπωνες είχαν αντιληφθεί την σημασία του αεροπλανοφόρου, που σε μεγάλο βαθμό θα παραμέριζε και θα αχρήστευε τον ρόλο των βαρέων σκαφών επιφανείας, των θωρηκτών. Οι Ιταλοί, απεδείχθει εκ των πραγμάτων, δεν το είχαν αντιληφθεί, γεγονός που απέβη μοιραίο σε βάρος τους. Πέραν τούτου, αρνητικό σε βάρος των Ιταλών ήταν το γεγονός ότι στην Ίταλο-Γερμανική διάσκεψη στο Frid- richshaven το 1939 δεν είχαν προσδιορισθεί κοινοί άξονες στρατιωτικής και ναυτικής συνεργασίας και αλληλοβοήθειας σε περίπτωση πολέμου.
Τέλος, αρνητικό σε βάρος των Ιταλών ήταν ότι με την κήρυξη του Έλληνο-Ιταλικού πολέμου η βάση της Σούδας στην Κρήτη, τα ελληνικά αεροδρόμια και τα ναυτικά ορμητήρια στα Επτάνησα τέθηκαν στην διάθεση των αγγλικών ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων.
Σχεδιασμός και διάταξη δυνάμεων
Η Αγγλική πλευρά
Κρίσιμο στη διαμόρφωση των σχεδίων της ηγεσίας του αγγλικού ναυτικού ήταν η έγκαιρη συνειδητοποίηση της ιταλικής ναυτικής απειλής ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της Αβησσυνίας από τα ιταλικά στρατεύματα και την ραγδαία ενίσχυση των ιταλικών δυνάμεων στη Λιβύη, που είχαν τεθεί υπό τη διοίκηση του στρατάρχου Γκρατσιάνι (Graziani). Η μελέτη των δεδομένων της εποχής αποδεικνύει ότι οι Βρετανοί ναυτικοί ηγέτες δεν είχαν τις αυταπάτες ενός Τσάμπερλαιν όσον αφορά τον «κατευνασμό» και την ειρηνική επίλυση των διαφορών με τον Γερμανο-Ιτα- λικό Άξονα.
Ακριβώς γι’αυτό ήδη από το 1935 άρχισαν να καταρτίζουν σχέδια για την εξουδετέρωση της ιταλικής ναυτικής απειλής σε περίπτωση πολέμου. Στη λογική των σχεδίων αυτών κυριάρχησε η αντίληψη ότι ήταν προτιμότερη και δυνατή η καταστροφή του ιταλικού στόλου στο ορμητήριό του -βασικά στον Τάραντα, που ήταν ο κύριος πολεμικός ναύσταθμος- και το ενδεχόμενο της συντριβής του σε μια ναυμαχία ανοιχτής θαλάσσης εξετάστηκε επιβοηθητικά.
Στη βάση αυτή μετατοπίστηκε το κέντρο βάρους για την πραγματοποίηση του αποφασιστικού πλήγματος από τα πλοία επιφανείας στη ναυτική αεροπορία και ιδιαίτερα στα τορπιλοπλάνα, που θα απογειώνονταν από αεροπλανοφόρα.
Ο χώρος ζύμωσης, δοκιμών και πειραματισμών ήταν το αεροπλανοφόρο Glorious όπου εμπειρότατοι αξιωματικοί -ναυτικοί και ιπτάμενοι του ναυτικού- με επικεφαλής τον αρχιπλοίαρχο-κυβερνήτη Λύστερ (Lyster) εξέτασαν όλες τις δυνατότητες και ενδεχόμενα.
Κρίσιμα ήταν δύο σκέλη: αφενός η δυνατότητα της διεξαγωγής της επιχείρησης κατά τη νύχτα ώστε να ελαχιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα της ιταλικής αεράμυνας, αφετέρου η δυνατότητα να πληγεί καίρια ο ελλιμενισμένος στον Τάραντα κύριος όγκος του ιταλικού πολεμικού ναυτικού από τορπίλες. Και ως προς τα δύο αυτά σκέλη η απάντηση ήταν θετική. Τα διαθέσιμα τορπιλοπλάνα τύπου Swordfish (Ξιφίας) ήταν απολύτως κατάλληλα και τα πληρώματα τους άριστα εκπαιδευμένα.
Δεν συνέβαινε το ίδιο με τα αεροσκάφη αναγνωρίσεως, που ήταν βραδυκίνητα και πεπαλαιωμένα, εύκολη λεία των ιταλικών καταδιωκτικών ένα μειονέκτημα όμως, που σύντομα ξε- περάστηκε όταν έφτασαν τα αναγνωριστικά αεροσκάφη αμερικανικής προελεύσεως τύπου «Μέρυλαντ».
Ακόμα σοβαρότερο ήταν το πρόβλημα της ιταλικής αεροπορικής υπεροπλίας, που επέτρεπε στους Ιταλούς να βομβαρδίζουν συνεχώς σχεδόν ανενόχλητοι την κομβική για τους Άγγλους Μάλτα και να εποπτεύουν αποτελεσματικά από αέρος με ορμητήριο τις βάσεις τους τόσο στη Νότιο Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία, όσο και στα Δωδεκάνησα ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Όμως και ως προς αυτό η κατάσταση άλλαξε δραστικά με τη χρησιμοποίηση του άγνωστου ως τότε για τους Ίταλο-Γερμανούς ραντάρ.
Τέλος πρόβλημα παρουσίαζε το γεγονός ότι στην περίοδο αυτή η ανάλυση των αεροφωτογραφιών βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα με αποτέλεσμα οι Άγγλοι να διαπιστώσουν την ύπαρξη αμυντικού φράγματος αεροστάτων, πέραν των δικτύων θαλάσσης για την προστασία από τορπίλες, σχεδόν στις παραμονές της επίθεσης κατά του Τάραντα.
Όμως το σοβαρότερο από όλα τα προβλήματα, που έπρεπε να επιλυθούν ήταν η εξασφάλιση της αποφυγής πρόσκρουσης των εκτοξευόμενων τορπιλών στον βούρκο του πυθμένα κατά την είσοδο στα ρηχά νερά του ναύσταθμου. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο άφεσης των τορπιλών, η ρίψη γινόταν σε βύθιση σε ύψος150 ποδών (περίπου 50 μέτρα) από την επιφάνεια της θάλασσας, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την αρχική βύθιση της τορπίλης στα 100 περίπου πόδια (περίπου 30 μέτρα), ενώ το θαλάσσιο βάθος του ναύσταθμου στον Τάραντα δεν ξεπερνούσε τα 40 πόδια (12 περίπου μέτρα). Προκειμένου να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα οι Βρετανοί άλλαξαν τον τρόπο εξαπόλυσης των τορπιλών, μειώνοντας το ύψος άφεσης στα 50-70 πόδια (15-20 μέτρα) με μικρή βύθιση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτό σήμαινε πολλαπλασιασμό των ενδεχόμενων απωλειών σε αεροσκάφη. Οι σχετικές δοκιμές έγιναν με τις τότε χρησιμοποιούμενες από την αεροπορική δύναμη του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού (Fleet Air Arm) τορπίλες τύπου Mk XII με πολεμική κεφαλή 176 κιλών και υπήρξαν επιτυχείς. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι οι Βρετανοί εφάρμοσαν τροποποιήσεις στις τορπίλες που χρησιμοποιήθηκαν κατά την συγκεκριμένη επίθεση, ωστόσο αυτές παραμένουν αδιευκρίνιστες λόγω της μη τήρησης γραπτών αρχείων κατά την διάρκεια της προετοιμασίας.
Η Ιταλική πλευρά
Ο Ιταλός ναύαρχος Ντομένικο Καβα- νιάρι (Domenico Cavaniari), επικεφαλής του ιταλικού επιτελείου ναυτικού, δεν συμμεριζόταν από καμία άποψη την αισιοδοξία του Ντούτσε για τις προοπτικές εξέλιξης των ναυτικών επιχειρήσεων στη Μεσόγειο.
Σε ένα εξαιρετικά προσεκτικό υπόμνημα είχε επισημάνει ότι:
- Το αγγλικό ναυτικό όχι μόνο υπερείχε ποιοτικά έναντι του ιταλικού, αλλά είχε και δυνατότητες αναπλήρωσης των όποιων απωλειών με ταχύτητα και σε κλίμακα που το ιταλικό δεν είχε.
- Οι Βρετανοί σύντομα θα άλλαζαν τις μεσογειακές διαύλους ανεφοδιασμού τους τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα ώστε να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειές τους σε εμπορικά σκάφη και εφόδια.
Η διαθέσιμη ιταλική αεροπορική δύναμη δεν ήταν τόσο ισχυρή ώστε να παράσχει την αναγκαία επαρκή κάλυψη σε περίπτωση συγκρούσεων στην ανοιχτή θάλασσα, κάτι που θα υποχρέωνε το ιταλικό πολεμικό ναυτικό στην υιοθέτηση αμυντικής τακτικής. Ιδιαίτερα όσον αφορά στο τελευταίο αυτό σημείο, είναι διαπιστωμένο ότι ο ιταλικός στόλος είχε αποφύγει συστηματικά την όποια αναμέτρηση στην ανοιχτή θάλασσα από την αρχή της εισόδου της Ιταλίας στον πόλεμο. Αυτή είναι η μία πλευρά του ζητήματος, η άλλη αναφέρεται στο ότι λόγω της εσπευσμένης εισόδου στον πόλεμο, η Ιταλία δεν είχε ολοκληρώσει τις απαραίτητες προπαρασκευές σε τρόπο ώστε – το οποίο και ιδιαίτερα ενδιαφέρει στην εξεταζόμενη επιχείρηση – π.χ. δεν υπήρχε επάρκεια ανθυποβρυχιακών δικτύων στους βασικούς πολεμικούς λιμένες της χώρας και ο ρυθμός αντικατάστασης των αεροστάτων προστασίας στις περιπτώσεις βλαβών τους λόγω αντίξοων καιρικών συνθηκών ήταν βραδύτατος.
Το πλέον όμως αρνητικό για τους Ιταλούς στοιχείο είναι ότι η θριαμβολογική μεγαλοστομία του Μουσολίνι δημιούργησε ψευδαισθήσεις ΣΕ ΚΑτώτερους και ανώτερους -λιγότερο σε ανώτατους- αξιωματικούς με αποτέλεσμα έναν ιδιαίτερα επικίνδυνο εφησυχασμό. Εξίσου επικίνδυνο αποδείχθηκε για τους Ιταλούς το γεγονός ότι έστρεψαν το κύριο βάρος των προσπαθειών τους στην προετοιμασία της εισβολής των στρατευμάτων τους από τη Λιβύη στην Αίγυπτο και από την Αλβανία στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να παραμελήσουν κρίσιμα σημεία της αμυντικής οργάνωσης του ιταλικού εθνικού χώρου.
Το τελικό στάδιο πριν την επίθεση
Μετά από τρεις αναβολές, που κρίθηκαν αναγκαίες για τεχνικούς και τακτικούς λόγους ως ημερομηνία για την επίθεση ορίστηκε η νύχτα της 11ης προς την 12η Νοεμβρίου.
Στην επιχείρηση έλαβαν τελικά μέρος είκοσι-ένα τορπιλοπλάνα Swordfish από τα είκοσι-τέσσερα τα οποία είχαν αρχικά προβλεφθεί λόγω ζημιών που είχαν προκληθεί στα υπόλοιπα τρία. Όλα τα αεροσκάφη θα ξεκινούσαν από το αεροπλανοφόρο Illustrious διότι το αεροπλανοφόρο Eagle είχε υποστεί σοβαρές βλάβες λόγω πυρκαγιάς.
Ως θέση ελλιμενισμού του Illustrious επελέγη μια θέση έξω από το απώτατο ακρωτήριο της Κεφαλληνίας από την οποία ο λιμένας του Τάραντα απέχει 170 χιλιόμετρα. Η κίνηση του αεροπλανοφόρου με τα πλοία συνοδείας από την Αλεξάνδρεια προς την προεπιλεγείσα θέση πραγματοποιήθηκε με πλήρη επιτυχία και χωρίς να εντοπισθεί ο τελικός προορισμός της μοίρας, παρά το γεγονός ότι ιταλικά αναγνωριστικά αεροπλάνα είχαν παρακολουθήσει και αναφέρει την έξοδο και κίνηση των αγγλικών πολεμικών πλοίων σε διάφορα σημεία της διαδρομής τους.
Όλα ήταν πλέον έτοιμα για τη διεξαγωγή της επιχείρησης η οποία πήρε το κωδικό όνομα «Κρίση» (Judgement), με στόχο την θέση εκτός μάχης του ιταλικού στόλου.
Από Ιταλικής πλευράς, πέραν των αδυναμιών που ήδη σημειώθηκαν, υπήρξε μια διάχυτη χαλάρωση της επαγρύπνησης και μια σύγχυση όσον αφορά την μεταβίβαση των διαταγών, που οδηγούσε σε ανεπίτρεπτες καθυστερήσεις ενεργοποίησης των προ- σχεδιασμένων αμυντικών μηχανισμών. Φαίνεται ότι το κλίμα αυτό οφειλόταν στο ότι η ιταλική ναυτική ηγεσία δεν περίμενε σε καμιά περίπτωση ότι θα επιχειρείτο τέτοιας κλίμακας επίθεση στον σημαντικότερο πολεμικό ναύσταθμο της χώρας και αντίθετα κυκλοφορούσε εντονότατα η φήμη, ότι η συγκέντρωση του στόλου στον Τάραντα απέβλεπε στη διεξαγωγή επιθετικής ενέργειας με στόχο την κατάληψη της Κέρκυρας.
Διεξαγωγή της επιχείρησης
Στις 20 και 35’ το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου απονηώθηκε από το Illustrious το πρώτο κύμα αποτελούμενο από έξι αεροσκάφη οπλισμένα με τορπίλες και έξι οπλισμένα με βόμβες, που έφτασε πάνω από τον Τάραντα στις 22 και 50’. Σύντομα, δόθηκε η διαταγή από τον επικεφαλής να εκτοξευτούν φωτοβολίδες με την προκαθορισμένη σειρά και τα αεροσκάφη που έφεραν τορπίλες κατέβηκαν με ανατολική κατεύθυνση, από τα 7000 πόδια στα 750 πόδια και από εκεί με συνεχή βύθιση μέχρι το προκαθορισμένο ύψος άφεσης, όπου άρχισε η εξαπόλυση των τορπιλών, την ώρα που τα αεροσκάφη που έφεραν βόμβες προσέβαλαν στόχους στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν δεξαμενές καυσίμων.
Το αξιοπερίεργο και ανεξήγητο είναι ότι οι Ιταλοί ενώ αντέδρασαν με πυκνότατο φράγμα αντιαεροπορικών πυρών δεν χρησιμοποίησαν παρά ελάχιστα τους προβολείς. Αν τους είχαν χρησιμοποιήσει είναι ζήτημα αν κάποιο από τα τορπιλοπλάνα θα είχε επιτύχει το στόχο και κανένα δεν θα είχε διαφύγει την κατάρριψη.
Ακόμα και η αντίδραση των αντιαεροπορικών συστοιχιών των ιταλικών πολεμικών πλοίων υπήρξε ισχνή και ανεπαρκής.
Το δεύτερο κύμα επίθεσης με ανάλογη σύνθεση με το πρώτο απονηώθηκε στις 21 και 45’ και έφτασε πάνω από τον Τάραντα στον προκαθορισμένο χρόνο με κατεύθυνση από τα βόρεια πλήττοντας ανελέητα τα ιταλικά πολεμικά που είχαν μείνει αλώβητα από την επίθεση του πρώτου κύματος. Τα αποτελέσματα της επιχείρησης ήταν κυριολεκτικά θεαματικά:
Το άνθος του ιταλικού πολεμικού ναυτικού επλήγη θανάσιμα (Conte di Cavour, Andrea Doria, Littorio, Caio Duilio), άλλα σκάφη υπέστησαν λιγό- τερο ή περισσότερο σοβαρές ζημιές, οι εγκαταστάσεις του ναυστάθμου έπαθαν σοβαρότατες ζημιές, δύο ιταλικά αεροσκάφη καταστράφηκαν στο έδαφος και πολυάριθμο προσωπικό φονεύθηκε ή τραυματίστηκε σοβαρά.
Αντίθετα, οι βρετανικές απώλειες υπήρξαν μηδαμινές. Δύο αεροσκάφη κατερρίφθησαν από την ιταλική αεράμυνα, με μόνο το πλήρωμα το ενός να βρίσκει το θάνατο κατά την πτώση του αεροσκάφους του.
Συμπεράσματα
Με την ιταλική πανωλεθρία στον Τάραντα οι Άγγλοι εδραίωσαν της ναυτική τους υπεροχή στη Μεσόγειο για όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια υπεροχή η οποία ουδέποτε κλονίστηκε παρά τα βαρύτατα πλήγματα, που κατάφερε η γερμανική πολεμική αεροπορία κατά του αγγλικού στόλου στη διάρκεια και μετά την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Κρήτης από τους Γερμανούς.
Από το άλλο μέρος, ο βαρύτατα ακρωτηριασμένος ιταλικός στόλος δεν μπόρεσε να οργανώσει καμιά υπολογίσιμη ναυτική επιχείρηση μέχρι και τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το καλοκαίρι του 1943.
Στον Τάραντα οι Ιταλοί απέτυχαν να αμυνθούν αποτελεσματικά για όλους τους λόγους που αναφέρθηκαν στα προηγηθέντα. Ιδιαίτερα η αδυναμία εμπλοκής της ιταλικής αεροπορίας διώξεως υπήρξε μοιραία για τους Ιταλούς.
Ο αγγλικός αιφνιδιασμός, που δεν μπορούσε να γίνει χωρίς ως ένα βαθμό παράτολμη αποφασιστικότητα, στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία, η οποία σαφέστατα δεν θα ήταν τόσο μεγάλη αν οι Ιταλοί δεν είχαν συγκεντρώσει τον κυρίως όγκο του στόλου τους σε ένα λιμάνι. Παρομοιάζεται από πολλούς η αγγλική επιχείρηση στον Τάραντα με εκείνη των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ. Επιφανειακά μόνο, ωστόσο, οι επιχειρήσεις αυτές ομοιάζουν:
- πρώτον, διότι η επιχείρηση στον Τάραντα έγινε νύχτα, ενώ στο Περλ Χάρμπορ ημέρα,
- δεύτερον, διότι οι Άγγλοι στον Τάραντα χρησιμοποίησαν μόλις αεροσκάφη, ενώ οι Ιάπωνες επιτέθηκαν με περισσότερα από 350 αεροσκάφη για την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο, τόσο σε επίπεδο λαού και κοινής γνώμης, όσο και σε επίπεδο Μ.Μ.Ε. και σημαντικών ηγετικών ομάδων της αμερικανικής κοινωνίας.
- τρίτον διότι οι τεχνικές λύσεις που εφαρμόστηκαν σε ότι αφορά τις τορπίλες ήταν διαφορετικές,
- τέταρτον, και σημαντικότερο από όλα, διότι είναι πλέον ιστορικά πολύ αμφίβολο αν η αμερικανική ηγεσία πράγματι αιφνιδιάστηκε στο Περλ Χάρμπορ, όπως αναμφισβήτητα η ιταλική στον Τάραντα. Υπάρχουν σοβαρότατα συγκλίνοντα στοιχεία ότι η «αμέλεια» στην έγκαιρη αντιμετώπιση της ιαπωνικής επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ ήταν εσκεμμένη για να καμφθούν οι εντονότατες αντιδράσεις
Βιβλιογραφία
- «Η επιδρομή στον Τάραντα», Γιάννης Τερνιώτης, Περιοδικό «Αεροπορική Ιστορία», τ.19, Οκτ-Νοε 2002.
- «Fleet Air Arm», Σωτήρης Βουρλιώτης, Περιοδικό «Αεροπορική Ιστορία», τ.32, Δεκ 04-Ιαν 05.
- «Battle of Taranto”, Wikipedia.
- «Aerial Torpedoes», Wikepedia
- «The Aerospace Encyclopedia of Air Warfare, Vol.1», Daniel J. March & John Heathcott, Aerospace Publishing, London, 1997
- «Taranto», Don Newton & A. Cecil Hampshire, William Kimber & Co. Publishing, London, 1959.
- «The Rand McNally Encyclopedia of Military Aircraft 1914-1980», Enzo Angelucci, Crown Publishing, New York, 1983.
- «RAF Swordfishes», Andrew Thomas, AIR Enthusiast magazine, No,78, Nov-Dec 1998.
- «Swordfish, an amiable anachronism», Captain Eric Brown, Air International Magazine, March 1979.
Discover more from Θεματα Στρατιωτικης Ιστοριας
Subscribe to get the latest posts to your email.