Ζ’ – Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ


Η Ανάπτυξη του Ιερού Λόχου σε Σύνταγμα Καταδρομών

Τον Ιούνιο του 1944, σύμφωνα με απόφαση της Ελληνικής Κυβερνήσεως και του ΓΣΌΜΑ, παράλληλα με την οργάνωση και τη συγκρότηση της ΙΙΙ ΕΟΤ, άρχισε η αναδιοργάνωση του Ιερού Λόχου για την ανάπτυξή του σε Σύνταγμα Καταδρομών. Αρχικά είχε αποφασισθεί η συγκρότηση δεύτερου Ιερού Λόχου και είχαν εκδοθεί οι σχετικές διαταγές της οργανώσεώς του. Εξαιτίας όμως κάποιων αντιρρήσεων που προβλήθηκαν, η απόφαση ματαιώθηκε και οι διαταγές ακυρώθηκαν(1) . Οι νέες διαταγές για την οργάνωση του Ιερού Λόχου σε Σύνταγμα Καταδρομών εκδόθηκαν το πρώτο δεκαήμερο του μηνός, ταυτόχρονα με τις διαταγές συγκροτησεως της ΙΙΙ ΕΟΤ. Ο Ιερός Λόχος, με τη νέα σύνθεσή του, θα υπαγόταν στη Βρετανική Ταξιαρχία Καταδρομών με την ίδια επωνυμία και μόνο για τις βρετανικές στρατιωτικές αρχές θα αναφερόταν ως «Ελληνικό Ιερό Σύνταγμα’ (Greek Sacred Regiment)[298] [299] .

H αναδιοργάνωση του Ιερού Λόχου έγινε στην Παλαιστίνη σύμφωνα με τη οργάνωση των βρετανικών Καταδρομικών Μονάδων και περιλάμβανε Επιτελείο Διοικήσεως, Μοίρα Διοικήσεως και δύο Μοίρες Καταδρομών. Η Μοίρα Διοικήσεως περιλάμβανε Τμήμα Διοικήσεως και Τμήματα Πολυβόλων, Όλμων, Διαβιβάσεων, Μηχανικού (Καταστροφών) και Εφεδρείας.    Οι Μοίρες Καταδρομών περιλάμβαναν η καθεμιά Τμήμα Διοικήσεως, τρία Τμήματα Καταδρομών, Τμήμα Εφεδρείας και Τμήμα Οδηγών. Η συγκρότηση της Μοίρας Διοικήσεως έγινε από αξιωματικούς και οπλίτες που διατέθηκαν στον Ιερό Λόχο από το ΙΙ Λόχο Πολυβόλων της ΙΙ Ελληνικής Ταξιαρχίας και από το ΓΚΕΣ. Η Α’ Μοίρα Καταδρομών αποτελέσθηκε από τα τρία Τμήματα Καταδρομών του Ιερού Λόχου που ήταν έτοιμα, από τα οποία το ΙΙΙ Τμήμα Καταδρομών βρισκόταν στο Αιγαίο, διεξάγοντας καταδρομικές επιχειρήσεις. Για τη συγκρότηση της Β’ Μοίρας Καταδρομών διατέθηκαν αξιωματικοί και οπλίτες από διάφορες ελληνικές μονάδες που είχαν διαλυθεί, από το ΓΚΕΣ και νέοι επίσης που στρατολογήθηκαν. Τελικά, η δύναμη του Ιερού Λόχου, σύμφωνα με τη νέα σύνθεσή του, ήταν 1.084 αξιωματικοί και οπλίτες που είχαν κατανεμηθεί ως εξής:

  • Επιτελείο Διοικήσεως:    39 Ιερολοχίτες
  • Μοίρα Διοικήσεως:    368 Ιερολοχίτες
  • Α’ Μοίρα Καταδρομών:    340 Ιερολοχίτες
  • Β’ Μοίρα Καταδρομών:    337 Ιερολοχίτες(1) .

Η επάνδρωση του Ιερού Λόχου ήταν εξαιρετικά δύσκολη λόγω συγκροτήσεως, την ίδια περίοδο, και της ΙΙΙ ΕΟΤ. Έτσι, αναγκαστικά, έγινε κατάταξη και επιλογή αξιωματικών και οπλιτών που είχαν έρθει πρόσφατα από την Ελλάδα και δεν είχαν ακόμη χρησιμοποιηθεί για διάφορους λόγους[300] [301] .

Μετά τη συμπλήρωση της δυνάμεώς του, ο Ιερός Λόχος άρχισε εντατική εκπαίδευση των νέων ανδρών, ώστε στα μέσα Σεπτεμβρίου (σε τρεις μόλις μήνες) όλοι οι Ιερολοχίτες ήταν έτοιμοι και ικανοί για καταδρομικές επιχειρήσεις[302] .

Η Εξέλιξη της Καταστάσεως στο Αιγαίο

Στο χρονικό διάστημα που απαιτήθηκε για την ανάπτυξη του Ιερού Λόχου σε Σύνταγμα Καταδρομών και για την εκπαίδευσή του, οι Γερμανοί προσπαθούσαν να μεταφέρουν το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, διατηρώντας μικρές δυνάμεις για την παράταση της κατοχής των νήσων του Αιγαίου και την παρεμπόδιση των συμμαχικών δυνάμεων στην περιοχή. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 1944, οι Γερμανοί είχαν αποχωρήσει από μερικές νήσους των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων, αλλά με βραδύ ρυθμό, ένεκα των σφοδρών βομβαρδισμών της Βρετανικής Αεροπορίας και του Βρετανικού Ναυτικού.

Πιο συγκεκριμένα, από τις Βόρειες νήσους του Αιγαίου κατείχαν ακόμη τη Λήμνο και τη Σάμο, στις Σποράδες τη Σκόπελο, στις Κυκλάδες τη Μύκονο, Σύρο, Τήνο, Μήλο, Θήρα, Νάξο και Πάρο και στο σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων είχαν εκκενώσει τις νήσους Πάτμο, Σύμη, Λειψούς και Αστυπάλαια. Επιπλέον, γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα κατείχαν τη Θάσο και τη Σαμοθράκη, ενώ γερμανικές δυνάμεις βρίσκονταν ακόμη στην Κρήτη. Τέλος, ένεκα της δυσμενούς εξελίξεως των επιχειρήσεων στη Νορμανδία και στη Ρωσία, οι Γερμανοί αντιμετώπιζαν την εκκένωση της ηπειρωτικής Ελλάδας και την αποχώρηση των στρατευμάτων τους από τα Βαλκάνια[303] .

Το ΓΣΌΜΑ, εκτιμώντας τη διαγραφόμενη κατάσταση και για να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στις γερμανικές φρουρές των κατεχόμενων νήσων του Αιγαίου, με οδηγίες του προς τη Βρετανική Ταξιαρχία Καταδρομών (Δύναμη 142), στην οποία υπαγόταν ο Ιερός Λόχος, διέταξε τη συγκρότηση δύο εκστρατευτικών ομάδων με την επωνυμία Δύναμη Β και Δύναμη Γ και ενός Τμήματος Μετόπισθεν για την ενίσχυση των βρετανικών δυνάμεων που δρούσαν στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η Δύναμη Β συγκροτήθηκε από άνδρες του Επιτελείου του Ιερού Λόχου και της Α’ Μοίρας Καταδρομών μείον το ΙΙΙ Τμήμα Καταδρομών -που εξακολουθούσε να συμμετέχει στις καταδρομικές επιχειρήσεις του Αιγαίου- και μέρος των ανδρών της Μοίρας Διοικήσεως. Συνολικά, η Δύναμη Β είχε 438 αξιωματικούς και οπλίτες, από τους οποίους 81 αξιωματικοί και 128 οπλίτες αποτελούσαν το ΙΙΙ Τμήμα Καταδρομών. Η διοίκηση της Δυνάμεως Β ανατέθηκε στο Συνταγματάρχη Πεζικού Κετσέα Θεμιστοκλή, που είχε ορισθεί ως Υποδιοικητής του Ιερού Λόχου.

Η Δύναμη Γ συγκροτήθηκε από 129 αξιωματικούς και 183 οπλίτες της Β’ Μοίρας Καταδρομών και από 69 αξιωματικούς και οπλίτες, το υπόλοιπο της Μοίρας Διοικήσεως. Συνολικά, η Δύναμη Γ είχε 381 αξιωματικούς και οπλίτες και η διοίκηση ανατέθηκε στον Αντισυνταγματάρχη Μεσσηνόπουλο.

Το Τμήμα Μετόπισθεν αποτελέσθηκε από εκατό περίπου Ιερολοχίτες που βρίσκονταν στην έδρα του Ιερού Λόχου και στα διάφορα νοσοκομεία, ως ασθενείς και τραυματίες(1) .

Μετά τη συγκρότησή τους οι δύο εκστρατευτικές ομάδες προωθήθηκαν στην περιοχή του Αιγαίου.

Η Δύναμη Γ επιβιβάσθηκε σε πλοία στο λιμένα της Χάιφας και αναχώρησε, στις 25 Σεπτεμβρίου, προς άγνωστη κατεύθυνση. Στη διάρκεια του πλου, ο Αντισυνταγματάρχης Μεσσηνόπουλος ενημερώθηκε ότι η Δύναμη Γ αποτελούσε μέρος βρετανικού σώματος με την επωνυμία «Δυνάμεις Φοξ (Fox Forces) που είχε ειδικά συγκροτηθεί και προοριζόταν για απόβαση στην ηπειρωτική Ελλάδα, μετά την αποχώρηση των Γερμανών.

Η Δύναμη Β αναχώρησε στις 25 Σεπτεμβρίου επίσης από το λιμένα της Χάιφας και στις 2 και 3 Οκτωβρίου αποβιβάσθηκε στη Χίο, όπου έφθασε και ο Διοικητής του Ιερού Λόχου. Η Δύναμη Β, έχοντας ως βάση τη Χίο και υπό τις άμεσες διαταγές της Δυνάμεως 142, ανέλαβε τη διεξαγωγή επιχειρήσεων στο Αιγαίο, από τη Θάσο και τη Σαμοθράκη μέχρι το νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, για την απελευθέρωσή τους. Στο μεταξύ οι Γερμανοί, μετά την αποχώρησή τους από τη Χίο και τη Λέσβο από 19-29 Σεπτεμβρίου, είχαν ανατινάξει το λιμένα στο Πυθαγόρειο και είχαν εκκενώσει τη Σάμο, μεταφέροντας τα στρατεύματά τους στη Λέρο(1) . Χίλιοι περίπου αξιωματικοί και οπλίτες της ιταλικής φρουράς Σάμου, που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς και είχαν αποσπάσει την υπόσχεση για μεταφορά τους στη Λέρο, συγκεντρώθηκαν στο Βαθύ και στα γύρω υψώματα και εγκατέστησαν φυλάκια στη Χώρα και στους Μυτιληνιούς. Το Πυροβολικό τους τάχθηκε στη θέση Ζερβού[304] [305] .

Η Απελευθέρωση της Νήσου Σάμου

Μετά την αποχώρηση των περιπόλων των Υπολοχαγών Λουμάκη και Τσοπάκη από τη Σάμο, στις 22 Σεπτεμβρίου, νέα περίπολος έξι Ιερολοχιτών με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό Πεζικού Οπρόπουλο Δημήτριο, στάλθηκε στις 24 του μηνός για να παρακολουθήσει την εκκένωση της νήσου και την εξέλιξη της εσωτερικής καταστάσεως μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Για τον ίδιο σκοπό βρισκόταν εκείο Βρετανός Ταγματάρχης Cardiff (Κάρντιφ).    Ο περιπολάρχης συνεργάσθηκε με το Βρετανό ταγματάρχη και τον επικεφαλής των ανταρτικών τμημάτων της νήσου και μετά από κοινή απόφαση, αφού οι Γερμανοί είχαν αποχωρήσει, έστειλε επιστολή στο Διοικητή της ιταλικής φρουράς Λοχαγό Russo (Ρούσο), με την οποία τον καλούσε σε παράδοση. Συμφωνήθηκε ότι, σε περίπτωση αρνήσεως θα στελνόταν δεύτερη επιστολή από κοινού, ως τελευταία ειδοποίηση για την παράδοση της φρουράς.

Η επιστολή στάλθηκε στο Διοικητή της ιταλικής φρουράς, διαμέσου του Νομάρχη της νήσου, στις 29 Σεπτεμβρίου. την ίδια ημέρα ο Ταγματάρχης Κάρντιφ και ο επικεφαλής των ανταρτών, παραβαίνοντας τη συμφωνία, έστειλαν άλλες δύο επιστολές, ζητώντας ο καθένας χωριστά την παράδοση της φρουράς. Ο Διοικητής της φρουράς, αντιμετωπίζοντας την παραπάνω ασυμφωνία, απάντησε μόνο στην επιστολή των ανταρτών δηλώνοντας ότι δε θα παραδινόταν[306] .

Η Διοίκηση του «Αποσπάσματος Αιγαίου’ που βρισκόταν στη Χίο, όταν πληροφορήθηκε για την κατάσταση στη Σάμο, έστειλε εκεί τη νύχτα της 30ης Σεπτεμβρίου περίπολο δέκα Ιερολοχιτών με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Μηχανικού Φλέγκα Χρήστο, η οποία θα συνεργαζόταν με την περίπολο Οπρόπουλου για την παράδοση της ιταλικής φρουράς[307] . Ο Ταγματάρχης Φλέγκας συναντήθηκε την επόμενη ημέρα με τον περιπολάρχη, ο οποίος τον ενημέρωσε για την κατάσταση2 και τις προθέσεις των Ιταλών. Σύμφωνα με την ενημέρωση, ο Ταγματάρχης Κάρντιφ, σε αντίθεση με τις οδηγίες του ΓΣΌΜΑ για συνολική παράδοση των εχθρικών φρουρών, είχε έρθει σε χωριστή συνεννόηση με τον Ιταλό αξιωματικό του Πυροβολικού για παράδοσή του και οι αντάρτικες ομάδες του ΕΑΜ, μετά τη σύμπτυξη των ιταλικών φυλακίων Χώρας και Μυτιληνιών, είχαν εγκατασταθεί στις περιοχές αυτές και έλεγχαν κάθε κίνηση προς τις πόλεις Βαθύ και Πυθαγόρειο.

Μετά από αυτά, ο Ταγματάρχης Φλέγκας ήρθε σε προσωπική επαφή με το Βρετανό συνάδελφό του και συμφώνησαν, με βάση τις εντολές που είχε ο

Regiment).πρώτος, να στείλουν στο Διοικητή της ιταλικής φρουράς νέα επιστολή, με 2την οποία θα τον καλούσαν σε παράδοση. Έτσι, στις 1200 της 3ης Οκτωβρίου, ο Ταγματάρχης Κάρντιφ παρέδωσε την επιστολή στο Διοικητή της ιταλικής φρουράς. Ο Ιταλός Διοικητής της φρουράς, γνωρίζοντας ότι η δύναμη των Ιερολοχιτών στη νήσο ήταν μικρή και ελπίζοντας ακόμη στη μεταφορά των ανδρών του στη Λέρο από τους Γερμανούς σύμφωνα με την υπόσχεσή τους, ζήτησε 48ωρη προθεσμία για να απαντηςει.    Ταυτόχρονα ο Βρετανός

αξιωματικός, παραβαίνοντας την εντολή που είχε, ήρθε και πάλι σε συνεννόηση με τον Ιταλό αξιωματικό του Πυροβολικού και πέτυχε συμφωνία μαζί του για την παράδοση των Πυροβόλων· αυτό είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη διαρροής προς τους αντάρτες των Ιταλών Πυροβολητών, οι οποίοι είχαν μαζί τους και τα κλείστρα των Πυροβόλων(1) .

Στις 3 Οκτωβρίου ο Διοικητής του Ιερού Λόχου, όταν πήγε στη Χίο με τη Δύναμη Β, ενημερώθηκε για την κατάσταση και την ίδια ημέρα αναχώρησε με διμοιρία Ιερολοχιτών για τη Σάμο, προκειμένου να αναγκάσει την ιταλική φρουρά σε παράδοση. Έτσι την επόμενη ημέρα, φθάνοντας στη νήσο, έστειλε επιστολή-τελεσίγραφο στον Ιταλό Διοικητή που του επισήμαινε τη δύσκολη θέση της φρουράς και τον καλούσε σε άμεση παράδοση.

O Διοικητής της ιταλικής φρουράς, κατανοώντας την αδυναμία αναβολής της παραδόσεως, πήγε στις 1600 της 4ης Οκτωβρίου με συνοδό τον υπασπιστή του στο χωριό Χώρα και υπέγραψε μετά από σύντομη διαπραγμάτευση τους όρους που του υπαγορεύθηκαν. Η αναίμακτη κατάθεση των όπλων από την ιταλική φρουρά αναγγέλθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση με τηλεγράφημα, στο οποίο αναφέρονταν η παράδοση 1.000 περίπου Ιταλών αξιωματικών και οπλιτών και πολλά υλικά, ως λάφυρα του Ιερού Λόχου(2) .

Η Περιπολιακή Δραστηριότητα της Δυνάμεως Β

Παράλληλα με τις ενέργειες του Διοικητή του Ιερού Λόχου για την παράδοση της ιταλικής φρουράς Σάμου, η Δύναμη Β, η οποία εγκαταστάθηκε στη Χίο, διατάχθηκε να αναπτύξει περιπολιακή δραστηριότητα σε όλες τις νήσους του Αιγαίου που κατέχονταν από τους Γερμανούς, προκειμένου να διαπιστώσει τις κινήσεις και τις προθέσεις τους. Έτσι στις 4 Οκτωβρίου δύο περίπολοι των έξι Ιερολοχιτών η καθεμιά, με επικεφαλής αξιωματικούς, στάλθηκαν στις Βόρειες Σποράδες με προορισμό τις νήσους Σκόπελο, Χελιδρομή, Σκιάθο και Γιούρα.    Άλλες δύο περίπολοι, με επικεφαλής

αξιωματικούς επίσης, στάλθηκαν η πρώτη για αναγνώριση στη Λέβινθο και η δεύτερη στη Μύκονο. Στις 5 του μηνός περίπολος τριών Ιερολοχιτών, με επικεφαλής το Βρετανό Ταγματάρχη Comber (Κομπέρ), στάλθηκε για αναγνώριση στην Τήνο, απ’ όπου θα έκανε αναγνωριστικές παρατηρήσεις και στην Άνδρο· άλλη μία των έξι Ιερολοχιτών, με επικεφαλής αξιωματικό, στάλθηκε στη νήσο Σάμο και τρίτη με Βρετανό αξιωματικό στην Κίμωλο, απ’ όπου θα έκανε σχετική αναγνώριση και στη Μήλο.

Με τις αναγνωριστικές αυτές περιπολίες, κυρίως στις Βόρειες Σποράδες και στην Τήνο, η Διοίκηση της Δυνάμεως 142 αποσκοπούσε στην προσέγγιση των ακτών της ηπειρωτικής Ελλάδας ενώ με την εγκατάσταση βάσεων καταδρομών, βόρεια στη νήσο Γιούρα και νότια στη νήσο Τήνο, θα δυσκόλευε την εκκένωση των νήσων, παρενοχλώντας τις θαλάσσιες συγκοινωνίες και τις νηοπομπές των Γερμανών που διέρχονταν από τα στενά Σκιάθου- Σκοπέλου και Σκιάθου-όρους Πηλίου και κατευθύνονταν από τον Πειραιά στη Θεσσαλονίκη, καθώς και εκείνες που προέρχονταν από τις περιοχές Δωδεκανήσων και Κρήτης με προορισμό τον Πειραιά(1) .

Στο μεταξύ, οι αναγνωριστικές περίπολοι του «Αποσπάσματος Αιγαίου που υπαγόταν στη Δύναμη Β, μετά την εγκατάστασή της στη Χίο, έδιναν καθημερινά πληροφορίες για τη δύναμη, τις κινήσεις και τις προθέσεις των Γερμανών.

Η περίπολος Λήμνου έδωσε την πληροφορία ότι την 1η Οκτωβρίου πέντε αποβατικά και τρία εξοπλισμένα εχθρικά σκάφη είχαν καταπλεύσει στη νήσο και άλλα δύο στις 4 του μηνός και ότι οι εχθρικές αεροπορικές αναγνωρίσεις είχαν διακοπεί.

Η περίπολος Πάρου ανέφερε ότι την 1η του μηνός εβδομήντα πέντε Γερμανοί αναχώρησαν από το χωριό Παροικία της νήσου για την ηπειρωτική Ελλάδα και άλλοι σαράντα πέντε για τη Νάξο. Η υπόλοιπη φρουρά είχε δύναμη από διακόσιους εβδομήντα περίπου άνδρες και βρισκόταν στις θέσεις Μάρπησσα (Τσιπίδος), Πρόδρομος (Δραγουλάς), Μάρμαρα και Γαλιός. Η ίδια περίπολος ανέφερε, ύστερα από δύο ημέρες, ότι στη θέση Μάρμαρα υπήρχε ραδιογωνιόμετρο και οι σαράντα πέντε Γερμανοί που πήγαν στη Νάξο είχαν επιστρέψει.

Η περίπολος Νάξου ανέφερε ότι στη νήσο υπήρχαν ογδόντα περίπου Γερμανοί που στρατωνίζονταν στη Γαλλική Σχολή, στην έπαυλη Έλλη και στα χωριά Απείρανθος και Μαρμαροκοπιό. Ακόμη ότι οι σαράντα πέντε Γερμανοί της Πάρου ήταν ναυαγοί, το ηθικό των ανδρών της φρουράς ήταν χαμηλό και δεν ασχολούνταν με την οργάνωση των θέσεών τους. Η κατάληψη της νήσου, σύμφωνα με την εκτίμηση της περιπόλου, ήταν εύκολη με δύναμη πενήντα Ιερολοχιτών.

Η περίπολος Σύμης ανέφερε στις 3 Οκτωβρίου ότι η νήσος ήταν ελεύθερη, εδώ και οκτώ ημέρες, οι κάτοικοι είχαν καταργήσει την ιταλική δημοτική αρχή και το φρόνημά τους ήταν ακμαίο. Τέλος, ότι ένδεκα Ιταλοί λιποτάκτες παρέμεναν στη νήσο, τρόφιμα δεν υπήρχαν και είχε παρουσιασθεί επιδημία τύφου(1) .

Οι αναφορές των περιπόλων συνεχίσθηκαν και για τις άλλες νήσους. Η περίπολος Σκιάθου, στις 5 Οκτωβρίου, έδωσε τις πληροφορίες ότι οι Γερμανοί είχαν εγκαταλείψει τη νήσο και οι νηοπομπές εξακολουθούσαν να πλέουν δια μέσου του στενού Σκιάθου-Σκοπέλου, με βόρεια κατεύθυνση. Στο φράγμα των ναρκών της περιοχής υπήρχαν ανοίγματα στο κέντρο και στις άκρες ενώ πενήντα Γερμανοί είχαν παραμείνει ως φρουρά της νήσου.

Η περίπολος Νάξου έδωσε την πληροφορία ότι εχθρικό αεροπλάνο είχε προσθαλασσωθεί μεταφέροντας τρόφιμα για τη φρουρά και ότι γινόταν έλεγχος στις ταυτότητες των κατοίκων. Στις 6 Οκτωβρίου, μία διμοιρία του II Τμήματος Καταδρομών της Δυνάμεως Β στάλθηκε από τη Χίο για ενίσχυση των Ιερολοχιτών της Σάμου. Επίσης, περίπολος έξι Ιερολοχιτών στάλθηκε στην Κάλυμνο για αναγνώριση. Άλλη περίπολος πήγε στο Φαρμακονήσι και τρίτη στην Αμοργό για αναγνώριση και ανεφοδιασμό των περιπόλων Νάξου και Πάρου.

Η περίπολος Μυκόνου ανέφερε ότι οι Γερμανοί είχαν αποχωρήσει από τη νήσο και ότι τη νύχτα 4/5 Οκτωβρίου και στις 5 του μηνός εχθρικά αεροπλάνα, που προέρχονταν από τη Σύρο, κατευθύνονταν πιθανόν στη Θεσσαλονίκη ενώ άλλα, τη νύχτα 5/6 του μηνός, σημειώθηκαν με κατεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά.

Η αναγνωριστική περίπολος Τήνου επιστρέφοντας στις 7 του μηνός, έδωσε πληροφορίες για την εγκατάσταση βάσεως. την ίδια ημέρα, η περίπολος Σκιάθου ανέφερε ότι ο πλους της για τη Σκόπελο καθυστέρησε για ένα 24ωρο, εξαιτίας περιπολίας στην περιοχή εχθρικού εξοπλισμένου σκάφους. Η περίπολος Λήμνου ανέφερε ότι οι Γερμανοί που είχαν παραμείνει στη νήσο ήταν περίπου πεντακόσιοι πενήντα άνδρες. Η περίπολος Μυκόνου πληροφορούσε ότι η Άνδρος είχε ανακαταληφθεί από τους Γερμανούς και η Σύρος κατεχόταν από πεντακόσιους Γερμανούς και Ιταλούς. Τέλος, η περίπολος που στάλθηκε στο Φαρμακονήσι ανέφερε ότι είχε αποβιβασθεί ανενόχλητη.

Την ίδια ημέρα, η Δύναμη Β διαβίβαζε διαταγή της στην περίπολο Σύρου, ότι είχε πρόθεση καταδρομικής ενέργειας εναντίον της φρουράς της νήσου και ζητούσε περισσότερες πληροφορίες. Η περίπολος Σκιάθου επίσης ενημερωνόταν για εγκατάσταση βάσεως στη νήσο Πέλαγος με δύναμη εξήντα ανδρών και ότι υπήρχε σκέψη για καταδρομική ενέργεια εναντίον της φρουράς Σκοπέλου, με σκοπό τη διακοπή των διερχόμενων από τη νήσο θαλάσσιων συγκοινωνιών του εχθρού(1) .

Εγκατάσταση Βάσεως στην Τήνο. Η Δύναμη 142, μετά την αναγνώριση της περιπόλου Τήνου, διέταξε την εγκατάσταση βάσεως στη νήσο. Για το σκοπό αυτόν, η Δύναμη Β συγκρότησε απόσπασμα δυνάμεως σαράντα οκτώ Ιερολοχιτών, με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Καζακόπουλο και με την επωνυμία «Απόσπασμα Τήνου, κατάλληλα οργανωμένο και εξοπλισμένο. Το «Απόσπασμα Τήνου ενισχύθηκε με έξι Βρετανούς υπό τον Ταγματάρχη Κομπέρ και αναχώρησε από τη Χίο, στις 8 Οκτωβρίου. Στις 0800 της 9ης του μηνός αποβιβάσθηκε στον όρμο Πάνορμος, στις βορειοανατολικές ακτές της νήσου, και εγκαταστάθηκε αμυντικώς στα γύρω υψώματα.    Στο Απόσπασμα θα

υπάγονταν οι περίπολοι Μυκόνου και Σύρου, από τις οποίες η δεύτερη θα πήγαινε στην Κέα. Ταυτόχρονα, δόθηκε εντολή για την εγκατάσταση ναυτικών παρατηρητηρίων στη Μακρόνησο και στην Κέα, με σύνδεσμο προς τις νήσους Πέλαγος, Χίο, Λέσβο και Τήνο και για τη μετάβαση στη Σύρο του Βρετανού Υπολοχαγού Κορτ και ενός Έλληνα αξιωματικού.    Οι δύο αυτοί αξιωματικοί θα συνδέονταν με την περίπολο της Σύρου για την προετοιμασία καταλήψεως και εκκαθαρίσεως των νήσων Άνδρου, Τήνου και Μυκόνου, από λιποτάκτες του εχθρού που θα είχαν παραμείνει σε αυτές.

Την ίδια περίοδο, στις άλλες νήσους, οι Γερμανοί εξακολουθούσαν τις προετοιμασίες τους για αποχώρηση. Από πληροφορίες των αναγνωριστικών περιπόλων, στις 8 Οκτωβρίου, η φρουρά της Πάρου ετοιμαζόταν να αποχωρήσει, ενώ γερμανικά σκάφη είχαν καταπλεύσει στο λιμένα της Σύρου προκειμένου να παραλάβουν τη φρουρά της, που στο μεταξύ είχε ανατινάξει τα πυρομαχικά και είχε παραδώσει τις προμήθειές της στο Δήμαρχο της πόλεως για να διανεμηθούν στους κατοίκους. Ο βομβαρδισμός της νήσου από τη Βρετανική Αεροπορία (στις 6 Οκτωβρίου) είχε σημαντικά αποτελέσματα. Η περίπολος Σύμης ανέφερε ότι, από τις 23 Σεπτεμβρίου, αφότου αποχώρησαν οι Γερμανοί, ένας Βρετανός ταγματάρχης με έναν υπαξιωματικό βρίσκονταν στη νήσο, ενώ οι κάτοικοι είχαν κηρύξει την ένωσή της με την Ελλάδα με ψήφισμά τους που το επέδωσαν στον επικεφαλής της περιπόλου, για την αποστολή του στην Ελληνική Κυβέρνηση και στους Συμμάχους. Η περίπολος Καλύμνου ανέφερε ότι η εχθρική δύναμη στη νήσο ανερχόταν σε διακόσιους περίπου άνδρες και ότι στις περιοχές Μαρμάρι και Μεσιχώρι της Κω είχαν ακουσθεί αλλεπάλληλες εκρήξεις. Η περίπολος που στάλθηκε στο Φαρμακονήσι πληροφορούσε ότι στις 5 Οκτωβρίου πλωτό νοσοκομείο αναχώρησε από το Λακκί της Λέρου με προορισμό τη Θεσσαλονίκη μεταφέροντας 4.200 άνδρες, από τους οποίους 1.200 ήταν τραυματίες. Ακόμη ότι το Νοσοκομείο της νήσου είχε εκκενωθεί και από το βομβαρδισμό της Βρετανικής Αεροπορίας είχαν προκληθεί καταστροφές σε τρία πλοία επιβατηγά και ένα ρυμουλκό που ναυλοχούσαν στο λιμένα της. Από τους άνδρες του εχθρού υπήρξαν 6 νεκροί και 16 τραυματίες. Η περίπολος Λήμνου ανέφερε ότι οι Γερμανοί συνέχιζαν με γρήγορο ρυθμό την εκκένωση της νήσου, ανάλογα με τα πλωτά μέσα που είχαν στη διάθεσή τους, και κατέστρεφαν τα διάφορα υλικά(1) . Στις 9 Οκτωβρίου, η περίπολος Πάρου ανέφερε την εκκένωση της νήσου και η περίπολος Καλύμνου έδωσε την πληροφορία ότι ο υπεύθυνος της γερμανικής αντικατασκοπείας και δέκα έως δώδεκα άνδρες είχαν αναχωρήσει, ενώ στην Κω ακούγονταν περιοδικώς εκρήξεις[308] [309] .

Αρχείο ΔΙΣ, Φ. 811/Α/1, σελ. 132-135.

Το «Απόσπασμα Τήνου’ έστειλε στις 10 Οκτωβρίου τους Υπολοχαγούς Βρετανό Κορτ και Έλληνα Καλκάνη στη Σύρο, που θα συνεργάζονταν με την περίπολο της νήσου για τη συλλογή πληροφοριών που αφορούσαν στην κατάσταση της εχθρικής φρουράς. Έτσι, από την αναγνώριση εξακριβώθηκε ότι η δύναμη της φρουράς ανερχόταν σε 400 περίπου Γερμανούς και 600 Ιταλούς και ότι οι νήσοι Σίφνος, Σέριφος, Κέα και Άνδρος είχαν εκκενωθεί. Άλλη ελληνοβρετανική περίπολος στάλθηκε στην Άνδρο για διανομή τροφίμων στους κατοίκους και παραλαβή των Ιταλών λιποτακτών που είχαν περισυλλεγεί από τους αντάρτες. την ίδια ημέρα, δύο περίπολοι στάλθηκαν στη Θάσο και στη Σαμοθράκη για εξακρίβωση της καταστάσεως, ενώ τμήμα δεκαεννέα Ιερολοχιτών στάλθηκε στη Σάμο ως ενίσχυση για τη φρούρηση και την εκκένωση των Ιταλών αιχμαλώτων. Ακόμη, εξακριβώθηκε ότι 4.500 Γερμανοί, επιπλέον της μόνιμης φρουράς των 1.000 ανδρών, είχαν συγκεντρωθεί στη Λέρο. Η περίπολος Καλύμνου πληροφορούσε ότι η φρουρά της νήσου που υπαγόταν στο Γερμανό Διοικητή της Λέρου σύντομα θα αναχωρούσε, αλλά είχε διαταγή να αντισταθεί στην περίπτωση που θα δεχόταν επίθεση.

Στις 11 Οκτωβρίου, αναγνωριστικές περίπολοι στάλθηκαν στη Σκύρο, στη Λέβινθο, στην Πάτμο και στους Λειψούς. την ίδια ημέρα αναφέρθηκε ότι οι νήσοι Πέλαγος, Σκιάθος, Γιούρα και Σκύρος ήταν ελεύθερες, ενώ είκοσι Γερμανοί είχαν αποκλεισθεί στην περιοχή Γλώσσα Σκοπέλου. Η περίπολος Φαρμακονησιού ανέφερε ότι το υπόλοιπο της φρουράς της Κω θα πήγαινε στη Λέρο, ότι στην περιοχή Παρθένι ετοιμαζόταν διάδρομος προσγειώσεως μεταγωγικών αεροπλάνων για την εκκένωση της νήσου από τους Γερμανούς και ότι τριάντα αντιαεροπορικά πυροβόλα υπήρχαν στον αερολιμένα της. Η εκκένωση της Λέρου θα ολοκληρωνόταν μέχρι τις 21 Δεκεμβρίου 3) .

Στο μεταξύ, οι περίπολοι Άνδρου και Τήνου είχαν συγκεντρώσει τριάντα πέντε Ιταλούς αιχμαλώτους που περιθάλπονταν από καθολικούς κατοίκους. Το «Απόσπασμα Τήνου ανέφερε στη βάση της Δυνάμεως Β ότι περιπολικό του, που έπλεε στη θαλάσσια περιοχή της Κέας, βλήθηκε με πυρά πυροβολικού από τη νότια ακτή της Μακρονήσου και από το ακρωτήριο Σούνιο. Τη νύχτα 10/11 Οκτωβρίου, σύμφωνα με πληροφορίες, η γερμανική φρουρά της Σύρου αναχώρησε με μεγάλο φορτηγό πλοίο, εγκαταλείποντας μερικούς Ιταλούς και η νήσος ήταν ελεύθερη. Αμέσως μετά από αυτή την πληροφορία, ο Ταγματάρχης Κομπέρ με διμοιρία Ιερολοχιτών του «Αποσπάσματος Τήνου και την Ομάδα Πολυβόλων πήγε στη Σύρο, όπου μέχρι τις 17 του μηνός συγκέντρωσε και μετέφερε στη βάση του Αποσπάσματος πενήντα επτά Ιταλούς, τρεις Γερμανούς, δύο Πολωνούς και ένα Γάλλο.

Η περίπολος Σαμοθράκης ανέφερε εκκένωση της νήσου από τους Γερμανούς ενώ άλλη περίπολος που στάλθηκε στις 13 Οκτωβρίου στην Αστυπάλαια αιχμαλώτισε έξι Γερμανούς και τους υπόλοιπους Ιταλούς της φρουράς της(1) . Οι περίπολοι Γιούρων και Σκιάθου, μετά από αναγνώριση στη θαλάσσια περιοχή των Βορείων Σποράδων, αγκυροβόλησαν τη νύχτα της 14ης Οκτωβρίου στον όρμο Πλανήτης της νήσου Πέλαγος. Στις 0630 της 16ης του μηνός, ενώ οι άνδρες ήταν μέσα στα πλοιάρια στον όρμο αναμένοντας ως ενίσχυση δύο βρετανικές τορπιλακάτους για να συνεχίσουν τις περιπολίες, δέχθηκαν επίθεση από τέσσερα γερμανικά αεροσκάφη. Αποτέλεσμα της επιθέσεως ήταν η πυρπόληση ενός πλοιαρίου και ο τραυματισμός δέκα πέντε Ελλήνων και Βρετανών, από τους οποίους εννέα ήταν βαριά. Από αυτούς δύο πέθαναν. Οι Ιερολοχίτες είχαν δύο τραυματίες, από τους οποίους ο ένας ήταν βαριά[310] [311] [312] .

Το «Απόσπασμα Τήνου» ανακλήθηκε στη βάση της Δυνάμεως Β στις 17 Οκτωβρίου 43 .

Η Είσοδος της Δυνάμεως Γ στην Αθήνα

Παράλληλα με τη δράση και τις ενέργειες της Δυνάμεως Β, η Δύναμη Γ επιβιβάσθηκε σε πλοία και αναχώρησε από τη Χάιφα στις 25 Σεπτεμβρίου με τη συνοδεία του ελληνικού αντιτορπιλικού «Θεμιστοκλής και, παραπλέοντας τις δυτικές ακτές της Κρήτης, αποβιβάσθηκε στις 26 του μηνός στον όρμο Καψάλι των Κυθήρων. Όταν τα πλοία έφθασαν στη νήσο, όλη η παραλία καλύφθηκε από ελληνικές σημαίες για την υποδοχή του πρώτου απόδημου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος. Στη διάρκεια της αποβιβάσεως ο Μητροπολίτης, επικεφαλής των κατοίκων της νήσου, έψαλε ευχαριστήρια δοξολογία και ύστερα αρκετοί ανέβηκαν στο ελληνικό πολεμικό και ασπάζονταν το κατάστρωμα.

Η Δύναμη Γ παρέμεινε στα Κύθηρα -όπου βρίσκονταν τα τμήματα των «Δυνάμεων Φοξ- μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου και ασχολήθηκε με την αμυντική εγκατάστασή της. την ίδια ημέρα, μαζί με βρετανικά τμήματα αναχώρησε με νηοπομπή ελαφρών πολεμικών σκαφών για τον Πόρο και τις απέναντι ακτές της Πελοποννήσου, όπου αποβιβάσθηκε τις πρωινές ώρες της 2ης Οκτωβρίου και εγκαταστάθηκε αμυντικώς.

Στις 4 του μηνός, με διαταγή των «Δυνάμεων Φοξ αναγνωριστικές περίπολοι στάλθηκαν στις νήσους Άγιος Γεώργιος και Κέα για διαπίστωση της κατοχής τους από τους Γερμανούς. Επιστρέφοντας μετά από δύο ημέρες, οι περίπολοι ανέφεραν ότι είκοσι ένας Γερμανοί βρίσκονταν ακόμη στη νήσο Άγιος Γεώργιος, ενώ είχαν αποχωρήσει από την Κέα(1) .

Μέχρι τις 9 Οκτωβρίου, η κατάσταση στο Αιγαίο και στην ηπειρωτική Ελλάδα (σύμφωνα με πληροφορίες του ΓΣΌΜΑ) παρουσιαζόταν ως εξής:

Η αντιαεροπορική άμυνα του αεροδρομίου Δεκέλειας (Τατόι) είχε περιορισθεί στο μισό της αρχικής και το αεροδρόμιο των Μεγάρων είχε καταστραφεί. Τα περισσότερα από τα μαχητικά αεροσκάφη είχαν αναχωρήσει και τα αεροδρόμια χρησιμοποιούνταν μόνο για την προσγείωση και την απογείωση μεταγωγικών αεροπλάνων.

Ο λιμένας του Πειραιά ήταν σε ενέργεια και νέα νηοπομπή προετοιμαζόταν να αναχωρήσει για τη Θεσσαλονίκη.

Στις 7 του μηνός νηοπομπή τριών πλοίων, από τα οποία τα δύο βυθίσθηκαν, είχε αναχωρήσει από την περιοχή Δωδεκανήσων, ενώ ταυτόχρονα οι Γερμανοί προσπαθούσαν να μεταφέρουν τη φρουρά της Λέρου με αεροπλάνα[313] [314] .

Η Δύναμη Γ, ενώ είχε εγκατασταθεί αμυντικώς στον Πόρο, διατάχθηκε από τις «Δυνάμεις Φοξ στις 11 Οκτωβρίου να συγκροτήσει δύο αποσπάσματα με την επωνυμία Δύναμη X και Δύναμη Υ, που θα αποβιβάζονταν την επομένη στην Αίγινα για την κατάληψη των επάκτιων πυροβολείων της νήσου.

Ένεκα εκκενώσεως της νήσου από τους Γερμανούς, οι «Δυνάμεις Φοξ άλλαξαν το σχέδιο ενέργειάς τους και καθόρισαν την απόβαση των αποσπασμάτων στο Καλαμάκι Αττικής και στις Τζιτζιφιές, κοντά στο Δέλτα του Φαλήρου. Έτσι, τα αποσπάσματα απέπλευσαν από τον Πόρο τις πρωινές ώρες της 14ης Οκτωβρίου. Στις 0630, παραπλέοντας την Αίγινα, πληροφορήθηκαν ότι οι Γερμανοί, συνεχίζοντας την εκκένωση της Αττικής, είχαν εγκαταλείψει τη νύχτα 12/13 του μηνός την Αθήνα και τον Πειραιά, αφού κατέστρεψαν τις λιμενικές εγκαταστάσεις. Στις 12 Οκτωβρίου, στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, μικρή γερμανική δύναμη παρέδωσε την πόλη στο Δήμαρχο της Αθήνας και σε έναν κληρικό. Η Δύναμη Γ διατάχθηκε να κατευθυνθεί στον Πειραιά και να αποβιβασθεί στον όρμο της Ζέας (Πασαλιμάνι)(1) .

Η αποβίβαση των τμημάτων της Δυνάμεως Γ στον Πειραιά έγινε στις 0830 της 14ης Οκτωβρίου.    Παράλληλα, τετρακόσιοι περίπου Βρετανοί

Αλεξιπτωτιστές είχαν προσγειωθεί την προηγούμενη ημέρα στο αεροδρόμιο των Μεγάρων. Οι Βρετανοί Αλεξιπτωτιστές και οι Ιερολοχίτες που αποβιβάσθηκαν στον Πειραιά κινήθηκαν προς την Αθήνα. Τα τμήματα της Δυνάμεως Γ που αναμένονταν στον Πειραιά, μετά από σχετική προειδοποίηση, μεταφέρθηκαν στην Αθήνα με αυτοκίνητα και μέχρι τις μεσημβρινές ώρες προωθήθηκαν στην οδό Πειραιώς. Αμέσως μετά βάδισαν προς το κέντρο της πόλεως, προκειμένου να παρελάσουν μπροστά από τον Στρατιωτικό Διοικητή Αττικής Υποστράτηγο Σπηλιωτόπουλο Παναγιώτη.    Οι πόλεις του Πειραιά και της Αθήνας υποδέχονταν σημαιοστόλιστες τους πρώτους Ιερολοχίτες. Ο ενθουσιασμός των κατοίκων και των δύο πόλεων, που πανηγύριζαν την απελευθέρωσή τους, υπήρξε απερίγραπτος. Η παρουσία του πρώτου αυτού τμήματος του Ιερού Λόχου στην ελληνική πρωτεύουσα προκάλεσε συγκινητικές εκδηλώσεις των κατοίκων και αναπτέρωσε το ηθικό τους, το οποίο είχε πολύ καταπέσει, εξαιτίας των στερήσεων που είχαν υπομείνει στη διάρκεια της Κατοχής. Μετά το τέλος της παρελάσεως, ο Διοικητής της Δυνάμεως Γ Αντισυνταγματάρχης Μεσσηνόπουλος κατέθεσε στέφανο στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και οι Ιερολοχίτες οδηγήθηκαν για στρατωνισμό στο Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού[315] [316] .

Στις 18 Οκτωβρίου η Ελληνική Κυβέρνηση, προερχόμενη από την Ιταλία, έφθασε στην Ελλάδα, επιβαίνοντας στο θωρηκτό «Αβέρωφ». Μαζί της ήρθε και ο Βρετανός Στρατηγός Ronald Scobie (Ρόναλντ Σκόμπυ), Διοικητής των Συμμαχικών Στρατευμάτων απελευθερώσεως της Ελλάδας. Στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως έγινε έπαρση της σημαίας και μετά ψάλθηκε δοξολογία στο

Μητροπολιτικό ναό, με τη συμμετοχή του λαού της Αθήνας. την ίδια ημέρα ο Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, στην Πλατεία Συντάγματος και από τον εξώστη του Υπουργείου Συγκοινωνιών, απευθύνθηκε προς τον ελληνικό λαό, εκφωνώντας λόγο για την απελευθέρωση της χώρας. Η 18η Οκτωβρίου 1944 υπήρξε η πρώτη ημέρα, από την αποχώρηση των Γερμανών, που η Κυβέρνηση της Ελλάδας εγκαταστάθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα και άρχισε η λειτουργία του Ελληνικού κράτους, μετά από τρισήμισι χρόνια στυγνής Κατοχής.

Μετά από μερικές ημέρες, η Δύναμη Γ μεταστάθμευσε στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ψυχικού και στη συνέχεια στο Ιωσηφόγλειο Ορφανοτροφείο που στεγαζόταν σε κτήριο της Λεωφόρου Συγγρού. Στις 26 Οκτωβρίου, η Δύναμη Γ διατάχθηκε να μετασταθμεύσει στη Θεσσαλονίκη, όπου οι Γερμανοί είχαν αποσυρθεί συνεχίζοντας την εκκένωση της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τελικά η μεταφορά της ματαιώθηκε με άλλη διαταγή(1).

Η Απελευθέρωση των Νήσων Νάξου και Λήμνου (Σχεδιαγράμματα 36, 37, 38, 39)

Η Απελευθέρωση της Νάξου.

Ενώ η Δύναμη Γ των Ιερολοχιτών βρισκόταν στην Αθήνα προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε πολεμικές ενέργειες, η Δύναμη Β εξακολουθούσε τη δράση της στο Αιγαίο υπό τις διαταγές της Δυνάμεως 142. Το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου, η αναγνωριστική περίπολος Νάξου ανέφερε ότι η γερμανική φρουρά της νήσου είχε πρόθεση να αναχωρήσει στις 13 του μηνός. Από πληροφορίες της περιπόλου, η φρουρά είχε δύναμη εβδομήντα άνδρες. Το μεγαλύτερο μέρος της βρισκόταν στο φρούριο της πόλεως, ενώ μικρά τμήματα στρατωνίζονταν στην έπαυλη Έλλη κοντά στην πόλη και στο χωριό Απείρανθος. Για την προσβολή της γερμανικής φρουράς και τον εξαναγκασμό της σε παράδοση, αποφασίσθηκε η συγκρότηση αποσπάσματος σαράντα εννέα Ιερολοχιτών, με επικεφαλής το Λοχαγό Πυροβολικού Μάραντο Βασίλειο και σύνδεσμο το Βρετανό Λοχαγό Ηίίηαπ (Χίλμαν)[317] [318] .

Το απόσπασμα επιβιβάσθηκε σε δύο αποβατικά πλοιάρια και αναχώρησε από τη Χίο στις 2045 της 12ης Οκτωβρίου. Στις 0330 της επομένης αποβιβάσθηκε στις βορειοδυτικές ακτές της Νάξου και σε απόσταση από την πόλη τεσσεράμισι περίπου χιλιομέτρων, κοντά στο ακρωτήριο Αμμίτης.

Αμέσως μετά, οι άνδρες του αποσπάσματος παρέμειναν σε απόκρυψη στην ακτή και έστειλαν δύο Ιερολοχίτες στην πόλη για επαφή με την αναγνωριστική περίπολο. Οι δύο Ιερολοχίτες, αφού συναντήθηκαν με τον περιπολάρχη και τον Ταγματάρχη Πεζικού Δέτση Γεώργιο, αρχηγό εθνικιστικού ανταρτικού τμήματος της νήσου, επέστρεψαν και ανέφεραν ότι ολόκληρη η εχθρική φρουρά είχε συγκεντρωθεί στην πόλη και είχε διανυκτερεύσει στο φρούριο και στην προκυμαία, αναμένοντας πλωτό μέσο ή αερακάτους για την παραλαβή της. Έχοντας αυτές τις πληροφορίες το απόσπασμα προωθήθηκε σε θέση κοντά στην πόλη, προκειμένου να επιτεθείεναντίον της γερμανικής φρουράς στις 0830 περίπου της ίδιας ημέρας. Στο μεταξύ ο κυβερνήτης των αποβατικών πλοιαρίων, από παρανόηση, αντί να κατευθυνθεί όπως είχε συμφωνηθεί στις απέναντι και κοντά στη νήσο Νάξο ακτές της Πάρου, όπου θα ανέμενε την εκπομπή συνθηματικού για την παραλαβή του αποσπάσματος, έπλευσε και αγκυροβόλησε μέσα στο λιμένα της Νάξου. Ο διοικητής της φρουράς, νομίζοντας ότι τα πλοιάρια ήταν γερμανικά, πήγε με λέμβο και ανέβηκε στο ένα από αυτά για να ρυθμίσει τις λεπτομέρειες της επιβιβάσεως των ανδρών της φρουράς, όπου και αιχμαλωτίσθηκε. Οι άνδρες της φρουράς που βρίσκονταν στην παραλία, όταν κατάλαβαν ότι ο διοικητής τους αιχμαλωτίσθηκε, άρχισαν να βάλουν με όλμους εναντίον των πλοιαρίων και τα ανάγκασαν να ανοιχθούν στο πέλαγος. Τα γεγονότα αυτά, τα οποία έγιναν χωρίς να τα γνωρίζει ο διοικητής του αποσπάσματος Νάξου, είχαν ως αποτέλεσμα την αποτυχία της ενέργειάς του, όταν αυτός εκδήλωσε επίθεση εναντίον του γερμανικού τμήματος του φρουρίου ).

Η επίθεση εναντίον του φρουρίου θα επαναλαμβανόταν στις 1000, με τη συμμετοχή των ανταρτών του Ταγματάρχη Δέτση και ανταρτών της οργανώσεως ΕΑΜ -όσων προθυμοποιήθηκαν να συμμετάσχουν- και οι οποίοι είχαν ως επικεφαλής το Συνταγματάρχη Πάγκαλο. Στους Γερμανούς του φρουρίου στάλθηκε κήρυκας για να προτείνει την παράδοσή τους, την οποία δέχθηκαν με ορισμένους όρους. Ο Βρετανός Λοχαγός Χίλμαν, με τη συνοδεία Ιερολοχιτών, στάλθηκε στο φρούριο για να ρυθμίσει τις λεπτομέρειες της παραδόσεως. Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων οι αντάρτες του ΕΑΜ, παρακούοντας τις εντολές για κατάπαυση του πυρός, άρχισαν να πυροβολούν εναντίον του φρουρίου. Οι Γερμανοί ερμήνευσαν την ενέργεια αυτή ως παράβαση των όρων που συμφωνήθηκαν και προτού πάρουν οριστική απόφαση για παράδοσή τους, ζήτησαν να έλθουν σε επαφή με τον αιχμάλωτο διοικητή τους· αυτός ειδοποιήθηκε και τους σύστησε να αμυνθούν. Μετά απ’ αυτά, ο διοικητής του αποσπάσματος τους έδωσε μισή ώρα προθεσμία για παράδοση και στις 1340, με τη λήξη της προθεσμίας, επαναλήφθηκε η επίθεση εναντίον του φρουρίου, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στις 1700 έγινε νέα πρόταση για παράδοση, που επίσης απορρίφθηκε    από    τη    φρουρά. Επειδή οι δυνατότητες του αποσπάσματος ήταν ελάχιστες για τον εξαναγκασμό της φρουράς σε παράδοση με τα όπλα, το απόσπασμα έστειλε σήμα και ζητούσε ενίσχυση με όλμους και αεροπορική υποστήριξη από τη Δύναμη Β(1) .

Οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν το πρωί της επομένης, 14ης Οκτωβρίου. Μέχρι το μεσημέρι έφθασε η περίπολος Πάρου και ταυτόχρονα παραλήφθηκε σήμα από τη βάση της Χίου ότι ο Διοικητής της Α’ Μοίρας Καταδρομών Συνταγματάρχης Καλλίνσκης είχε αναχωρήσει με στοιχείο Όλμου 3″, ως ενίσχυση του αποσπάσματος[319] [320] [321] .

Ο Διοικητής της Α’ Μοίρας Καταδρομών, φθάνοντας στη νήσο στις 0300 της 15ης του μηνός με εντολή να αναλάβει τη διεύθυνση της επιχειρήσεως, πριν από κάθε ενέργεια έστειλε κήρυκες και κάλεσε τη φρουρά, για μιαν ακόμη φορά, σε παράδοση. Στις 0700 και ενώ οι κήρυκες πήγαιναν προς το φρούριο, δύο εχθρικά υδροπλάνα εμφανίσθηκαν στον ορίζοντα και επιχείρησαν να προσθαλασσωθούν, προκειμένου να παραλάβουν τη φρουρά. Τα αποβατικά σκάφη του αποσπάσματος που περιπολούσαν, έβαλαν εναντίον των γερμανικών υδροπλάνων και τα ανάγκασαν να απομακρυνθούν. Η σύγχυση που προκλήθηκε από την εμφάνιση των υδροπλάνων ματαίωσε την επαφή των κηρύκων με την εχθρική φρουρά και έτσι αποφασίσθηκε η επίθεση για την κατάληψη του φρουρίου. Το απόσπασμα, μετά από αναγνώριση, χωρίσθηκε σε μικρότερες ομάδες που προωθήθηκαν σε κατάλληλες θέσεις γύρω από το φρούριο, προκειμένου να επιτεθούν με την υποστήριξη πυρών από τα αποβατικά σκάφη.

Στις 1400 της ίδιας ημέρας, οι ομάδες του αποσπάσματος είχαν προωθηθεί στις θέσεις επιθέσεως εναντίον του φρουρίου και ανέμεναν την απάντηση για την ώρα της αεροπορικής υποστηρίξεως, μετά από την αίτηση προς τη Δύναμη 142. Στις 1445, τέσσερα βρετανικά αεροσκάφη εμφανίσθηκαν στον ορίζοντα και άρχισαν να ρίχνουν ρουκέτες και πολυβολισμούς εναντίον των εχθρικών θέσεων.    Οι ομάδες του αποσπάσματος, εξορμώντας αμέσως,

κατάφεραν να παραβιάσουν δύο από τις εισόδους του φρουρίου και να περάσουν στο εσωτερικό του. Από τη στιγμή αυτή περιορίσθηκε κάθε αντίσταση της φρουράς, η οποία αναγκάσθηκε να καταθέσει τα όπλα. Εξήντα εννέα άνδρες της φρουράς παραδόθηκαν και ένας βρέθηκε νεκρός. Ένας όλμος, δεκατρία πολυβόλα και μεγάλος αριθμός τυφεκίων και πυρομαχικών κυριεύθηκαν από τους Ιερολοχίτες. Το απόσπασμα είχε ένα νεκρό και το τμήμα του Ταγματάρχη Δέτση είχε επίσης ένα νεκρό και δύο τραυματίες 3) .

Η απελευθέρωση της Λήμνου.

Ενώ η επιχείρηση Νάξου ήταν σε εξέλιξη, η Δύναμη 142, με βάση τις πληροφορίες της αναγνωριστικής περιπόλου Λήμνου περί επικείμενης εκκενώσεως της νήσου από τους Γερμανούς, διέταξε την προετοιμασία της Δυνάμεως Β για επιχείρηση εκκαθαρίσεως και απελευθερώσεως της νήσου. Στις 14 Οκτωβρίου, η Δύναμη Β συγκρότησε απόσπασμα από τρεις διμοιρίες Καταδρομών, διμοιρία Πολυβόλων και ομάδα Όλμων των 3″, με επικεφαλής τον Υποδιοικητή του Ιερού Λόχου, συνολικής δυνάμεως εκατόν τριάντα τριών Ιερολοχιτών. Στο απόσπασμα συμμετείχε ο Διοικητής του Ιερού Λόχου και προσκολλήθηκαν Επιτελείο της Δυνάμεως Β με ομάδα Καταστροφών και ομάδα Διαβιβαστών, καθώς και Επιτελείο από τη Βρετανική Ταξιαρχία Καταδρομών ) . Το απόσπασμα ενισχύθηκε με πρόσθετο οπλισμό, δίκυκλα, πτυσσόμενες και ελαστικές λέμβους και μία βενζινάκατο. Τη νηοπομπή για τη μεταφορά του θα αποτελούσαν δύο βρετανικά αποβατικά σκάφη, το κότερο «Ελική’ και το πετρελαιοκίνητο «Σεβαστή’.

Η νηοπομπή απέπλευσε από τη βάση της Χίου στις 0500 της 15ης Οκτωβρίου. Ο πλους της ήταν ομαλός, εκτός από μία μικρή καθυστέρηση λόγω θαλασσοταραχής. Σύμφωνα με πληροφορίες της αναγνωριστικής περιπόλου, η εχθρική δύναμη που είχε απομείνει ανερχόταν σε 250 Γερμανούς και 60 Ιταλούς που ήταν συγκεντρωμένοι στο Μούδρο, υπό τις διαταγές του Γερμανού Λοχαγού Βο Κε (Σουλτς). Ένα πλοίο και ένα ποταμόπλοιο, εξοπλισμένα με πυροβόλα και πολυβόλα, βρίσκονταν στο λιμένα του Μούδρου. Ακόμη, δύο πλοιάρια και μία βενζινάκατος βρίσκονταν επίσης στο λιμένα με εκατόν πενήντα Γερμανούς, υπό τον Υποπλοίαρχο ΒΙοΜΙοήοίθπ (Ριχτχόφεν), έτοιμα να αποπλεύσουν[322] [323] .

Το πρώτο πλοίο της νηοπομπής, που μετέφερε την 1η Διμοιρία Καταδρομών, κατέπλευσε στο λιμένα της Μύρινας (Κάστρο) στις 0500 της 16ης Οκτωβρίου. Η διμοιρία, έχοντας επικεφαλής το διοικητή του αποσπάσματος και με τη συνοδεία των Επιτελαρχών του Ιερού Λόχου κα ι της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών, μετά την αποβίβασή της προωθήθηκε -ως προπομπός του αποσπάσματος- στο Μούδρο, από το βόρειο δρομολόγιο Μύρινα-Λιβαδοχώρι- Μούδρος. Η υπόλοιπη δύναμη αποβιβάσθηκε στη Μύρινα από 0700-0840 της ίδιας ημέρας και ύστερα μετακινήθηκε στο Μούδρο. Η διμοιρία Πολυβόλων με την ομάδα Όλμων προωθήθηκαν επίσης από το ίδιο δρομολόγιο, ενώ οι άλλες δύο διμοιρίες Καταδρομών κινήθηκαν ως εξής: η 2η από το δρομολόγιο Αγία Μαρίνα-Ψίλοι-Λειβαδοχώρι-Μούδρος και η 3η από το δρομολόγιο Θάνος- Κοντιάς-Καλλιθέα-Μούδρος.    Μέχρι το μεσημέρι, όλα τα τμήματα του αποσπάσματος είχαν φθάσει στην περιοχή του Μούδρου σε θέσεις γύρω από το λιμένα και στη βόρεια παρυφή της πόλεως.

Οι Γερμανοί, μόλις πληροφορήθηκαν για την απόβαση του αποσπάσματος, επιβιβάσθηκαν αμέσως στα πλοία που βρίσκονταν στο λιμένα, απ’ όπου θα προέβαλαν αντίσταση. Μερικοί Ιταλοί, που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς παρέμειναν στην πόλη και επίσης ένα μικρό συνεργείο από άνδρες του Μηχανικού που θα πραγματοποιούσε καταστροφές.

Τα ελαφρά τμήματα του αποσπάσματος, αμέσως μετά την εγκατάστασή τους, άρχισαν να προωθούνται μέσα στην πόλη και στο λιμένα. Στις 1230, τα προωθημένα τμήματα δέχθηκαν πυκνά πυρά από τα πλοία που ναυλοχούσαν στο λιμένα. Ταυτόχρονα, αλλεπάλληλες εκρήξεις ακούγονταν στην πόλη, από τις οποίες πολλές οικίες καταστράφηκαν και αρκετοί κάτοικοι βρήκαν οικτρό θάνατο.

Στις 1330 τα τμήματα του αποσπάσματος, μετά την αμυντική εγκατάστασή τους κοντά στην πόλη, άρχισαν πυρά πολυβόλων και όλμων εναντίον των αγκυροβολημένων γερμανικών πλοίων. Τα πυρά όμως αυτά δεν ήταν αποτελεσματικά, λόγω του βεληνεκούς των όπλων που δεν έφθανε στην απόσταση που βρίσκονταν τα πλοία. Στις 1630, τα τμήματα του αποσπάσματος που βρίσκονταν μέσα στην πόλη, με διαταγή του Διοικητή της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών και για να αποφύγουν άσκοπες απώλειες, αποσύρθηκαν στα υψώματα της βόρειας παρυφής της. Στο μεταξύ πενήντα Ιταλοί, από αυτούς που οι Γερμανοί εγκατέλειψαν στην πόλη, είχαν παραδοθεί χωρίς καμιά αντίσταση. Μία διμοιρία Καταδρομών του αποσπάσματος παρέμεινε στην πόλη για περιπολίες και για να εμποδίσει την τυχόν απόπειρα εξόδου των Γερμανών από τα πλοία.

Η νύχτα 16/17 Οκτωβρίου πέρασε ήρεμα. Τα γερμανικά πλοία, με τη δύναμη που βρισκόταν σε αυτά, είχαν περιορισθεί στο λιμένα του Μούδρου, ένεκα της περιπολίας βρετανικών σκαφών μπροστά απ’ αυτόν. Στις 0030 της 17ης του μηνός, πέντε βρετανικά αεροσκάφη πετούσαν επάνω από την πόλη για αναγνώριση της περιοχής. Ανάμεσα στα ακρωτήρια Βαροσκόπος και Καβαλάρι της νήσου είχαν αγκυροβολήσει το ελληνικό αντιτορπιλικό «Θεμιστοκλής και ένα μικρό σκάφος συνοδείας. Το ελληνικό αντιτορπιλικό, με τη συνεργασία των βρετανικών αεροσκαφών, εκτόξευσε από τη θέση του υπερκείμενα πυρά στα εχθρικά πλοία που βρίσκονταν στο λιμένα του Μούδρου. Η βολή εναντίον των γερμανικών πλοίων συνεχίσθηκε από τα βρετανικά αεροσκάφη με επιτυχία. Η επέμβαση του αντιτορπιλικού «Θεμιστοκλής και της Βρετανικής Αεροπορίας εναντίον των γερμανικών πλοίων και της δυνάμεως που επέβαινε σε αυτά, ανέστειλαν τη συνέχιση της επιχειρήσεως του αποσπάσματος από την ξηρά. Στις 1100 όλοι οι Γερμανοί που επέβαιναν στα πλοία, όσοι δε φονεύθηκαν, αναγκάσθηκαν να παραδοθούν. Άλλοι πενήντα πέντε άνδρες της φρουράς, από τους οποίους δεκαπέντε ήταν Ιταλοί, παραδόθηκαν στο απόσπασμα. Στην επιχείρηση της Λήμνου οι απώλειες του Ιερού Λόχου ήταν ένας νεκρός και ένας τραυματίας. Δεκαπέντε κάτοικοι φονεύθηκαν από τα πυρά εχθρικών όπλων και ο αριθμός αυτών που καταπλακώθηκαν από τα ερείπια των κατεστραμμένων οικιών έμεινε ανεξακρίβωτος. Από τα εχθρικά πλοία δύο βυθίσθηκαν και τα άλλα αιχμαλωτίσθηκαν. Οι Ιερολοχίτες κυρίευσαν ως λάφυρα δώδεκα πυροβόλα, πολλά πολυβόλα και οπλοπολυβόλα, εκατοντάδες τυφέκια και μεγάλη ποσότητα τροφίμων.

Το απόσπασμα, μετά την παράδοση της εχθρικής φρουράς, παρέμεινε στο Μούδρο μέχρι τις μεσημβρινές ώρες της 17ης Οκτωβρίου. Αμέσως μετά επέστρεψε στη Μύρινα, εκτός από δύο διμοιρίες οι οποίες πήραν εντολή να παραμείνουν στη νήσο για την πλήρη εκκαθάρισή της και την περισυλλογή των λαφύρων. Η υπόλοιπη δύναμη συγκεντρώθηκε το βράδυ της ίδιας ημέρας, στη Μύρινα και αναχώρησε για τη Χίο, επιστρέφοντας στη βάση της Δυνάμεως Β(1) .

Η Αποτυχούσα Επιχείρηση κατά της Μήλου (Σχεδιάγραμμα 40)

Όταν η καταδρομή στη Λήμνο τελείωσε, η Διοίκηση της Δυνάμεως 142 αποφάσισε την ενέργεια επιχειρήσεως εναντίον της Μήλου για την απελευθέρωσή της. Σύμφωνα με σχετικές πληροφορίες, η φρουρά της νήσου ανερχόταν σε εξακόσιους πενήντα Γερμανούς που είχαν χαμηλό ηθικό και οι προθέσεις του διοικητού της έδιναν βάσιμες ελπίδες για παράδοσή της. Η εκτίμηση αυτή ενισχυόταν από το γεγονός, ότι πριν από λίγες ημέρες η γερμανική φρουρά Θήρας είχε συνθηκολογήσει και είχε παραδοθεί σε μικρή βρετανική δύναμη. Έτσι, είχε σχηματισθεί η εντύπωση ότι σχετική πίεση εναντίον της φρουράς της Μήλου θα έφερνε το ίδιο αποτέλεσμα. Για το σκοπό αυτό, Βρετανός αξιωματικός στάλθηκε στη νήσο πριν από την έναρξη της επιχειρήσεως· αυτός θα ερχόταν σε επαφή με το διοικητή της φρουράς και θα διαπραγματευόταν την παράδοσή της.

Η Διοίκηση του Ιερού Λόχου, θεωρώντας σημαντική την εχθρική φρουρά στη νήσο και αδυνατώντας να διαθέσει δύναμη μεγαλύτερη από εκατόν πενήντα Ιερολοχίτες (σε αντίθεση με τις απόψεις του Επιτελείου της Δυνάμεως 142 για συνθηκολόγηση της φρουράς) εκτιμούσε ότι η επιχείρηση θα αποτύγχανε. Η εκτίμηση αυτή ενισχυόταν από το ότι θα έπρεπε να οργανωθείαποβατική επιχείρηση κανονικού τύπου και όχι απλή καταδρομική ενέργεια, αφού ο εχθρός κατείχε καλά οργανωμένες θέσεις και ευρύ χώρο κινήσεων στη νήσο[324] [325] .

Το Επιτελείο της Δυνάμεως 142, μετά από εξέταση των δύο απόψεων, αποφάσισε τη διεξαγωγή της επιχειρήσεως στις 28 Οκτωβρίου. Με βάση τις οδηγίες της Δυνάμεως 142 και τη διαταγή του Ιερού Λόχου, η Δύναμη Β συγκρότησε απόσπασμα εκατόν εβδομήντα εφτά Ιερολοχιτών υπό το Συνταγματάρχη Καλλίνσκη. Το απόσπασμα αποτελέσθηκε από μικτό Επιτελείο Ελλήνων και Βρετανών αξιωματικών, δύο διμοιρίες της Α’ Μοίρας Καταδρομών που βρίσκονταν στις νήσους Σύρο και Νάξο, ομάδα Πολυβόλων και στοιχείο Όλμου 3″. Η επιχείρηση θα υποστηριζόταν με ελαφρά βρετανικά πλοία και αεροσκάφη.

Το απόσπασμα αναχώρησε από τη Χίο στις 1800 της 23ης Οκτωβρίου, συμπλήρωσε τη δύναμή του με τα τμήματα που βρίσκονταν στη Σύρο και στη Νάξο και στις 25 του μηνός αποβιβάσθηκε στη νήσο Κίμωλο που βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στη Μήλο. Τη νύχτα 24/25 του μηνός μικρή ελληνοβρετανική περίπολος με επικεφαλής το Βρετανό Λοχαγό Gordon (Γκόρντον), στάλθηκε στη Μήλο για να συγκεντρώσει τις τελευταίες πληροφορίες και να προπαρασκευάσει την υποδοχή του αποσπάσματος στη νήσο.

Σύμφωνα με το σχέδιο ενέργειας της Δυνάμεως 142, πριν από την επιχείρηση της κύριας αποβατικής δυνάμεως εναντίον της Μήλου, μία διμοιρία Καταδρομών θα εκκαθάριζε τις βορειοανατολικές ακτές της, προσβάλλοντας τα εχθρικά φυλάκια που βρίσκονταν κοντά στους όρμους Απολλωνίας και Βούδια και θα δημιουργούσε προγεφύρωμα.

Η απόβαση της διμοιρίας πραγματοποιήθηκε τη 0130 της 26ης Οκτωβρίου στη θέση Τρία Πηγάδια. Ο επικεφαλής της διμοιρίας Υπολοχαγός Χατζηευαγγέλου Ευάγγελος, αφού ήρθε σε επαφή με την αναγνωριστική περίπολο, σχεδίασε την ταυτόχρονη και αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των εχθρικών φυλακίων που ήταν εγκατεστημένα στην περιοχή Απολλωνία-Βούδια. Η προσβολή των φυλακίων έγινε στις 0500 της 26ης του μηνός με αποτέλεσμα την αιχμαλωσία τριών ανδρών από τη δύναμή τους. Αμέσως μετά, η διμοιρία προωθήθηκε και δημιούργησε προγεφύρωμα στα υψώματα που βρίσκονται δυτικά και νότια της περιοχής των φυλακίων. Στη διάρκεια της εγκαταστάσεως του προγεφυρώματος, η διμοιρία απέκρουσε εχθρική επίθεση τμήματος τριάντα πέντε Γερμανών, το οποίο προερχόταν από την περιοχή Πλάκες προς την κατεύθυνση Φυλακωτή, όπου το είχε στείλει εσπευσμένα με αυτοκίνητα ο διοικητης της φρουράς. Βραδύτερα, το εχθρικό τμήμα ανασυγκροτήθηκε και επιχείρησε νέα επίθεση, αλλά και πάλι αναγκάσθηκε να αποχωρήσει. Αργότερα, εχθρική περίπολος δύο ανδρών, που κατευθυνόταν στην περιοχή Φυλακωτης με δίκυκλο για αναγνώριση, δέχθηκε πυρά από τη διμοιρία. Οι άνδρες της περιπόλου, εγκαταλείποντας το δίκυκλο, έφυγαν τρέχοντας και ένας απ’ αυτούς αιχμαλωτίσθηκε.

Τις απογευματινές ώρες της 26ης Οκτωβρίου, η κύρια δύναμη των Ιερολοχιτών με επικεφαλής τον Αντισυνταγματάρχη Τριανταφυλλάκο, απέπλευσε από την Κίμωλο και κατευθύνθηκε στην περιοχή του όρμου Απολλωνίας της Μήλου για απόβαση. Όταν προσέγγιζαν στην ακτή τα αποβατικά πλοιάρια έγιναν αντιληπτά από τον εχθρό και δέχθηκαν σφοδρά πυρά από πυροβολαρχία που ήταν ταγμένη στην περιοχή Τράχηλα. Για να αποφύγουν τις άσκοπες απώλειες, διατάχθηκαν να απομακρυνθούν από την ακτή του όρμου Απολλωνίας και να πλεύσουν για αποβίβαση της δυνάμεως των Ιερολοχιτών στους όρμους Βαρύτινας και Κολυμπισιώνα, νότια του όρμου Βούδια. Η κύρια δύναμη αποβιβάσθηκε στην περιοχή αυτή χωρίς κανένα εμπόδιο και αμέσως μετά προωθήθηκε και εγκαταστάθηκε στο προγεφύρωμα της περιοχής Απολλωνίας.

Την επόμενη ημέρα, 27 του μηνός, το απόσπασμα ασχολήθηκε με τη βελτίωση της αμυντικής οργανώσεώς του και την εκπομπή αναγνωριστικών περιπόλων. Ταυτόχρονα, περίπολος Ιερολοχιτών προσέβαλε το εχθρικό φυλάκιο στη θέση Θειωρυχεία και αιχμαλώτισε τους πέντε άνδρες του. Από τις αναγνωρίσεις, των επόμενων δύο ημερών, διαπιστώθηκε ότι η εχθρική φρουρά είχε δύναμη εξακόσιους πενήντα Γερμανούς και διέθετε δύο πυροβολαρχίες των 150 χιλ. και των 88 χιλ., ταγμένες αντίστοιχα στις περιοχές Τράχηλα και Κόρφους. Η κύρια εχθρική δύναμη βρισκόταν στο βορειοανατολικό τμήμα της νήσου σε οργανωμένη τοποθεσία, με την ονομασία «Γραμμή Καμινιών. Οι ελπίδες για την παράδοση της εχθρικής φρουράς, στις οποίες είχε βασισθεί κυρίως η επιχείρηση εναντίον της Μήλου, φαίνονταν αβάσιμες. Η Γερμανική Διοίκηση Ρόδου, στην οποία υπαγόταν η φρουρά της Μήλου, μόλις πληροφορήθηκε τις προθέσεις του Διοικητή της φρουράς για παράδοση, τον αντικατέστησε με άλλον(1) . Οι διαπιστώσεις αυτές υποχρέωσαν το απόσπασμα να αναβάλει οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια, χωρίς ενίσχυσή του, και να περιορισθεί, στις 29 και 30 Οκτωβρίου, στη συνέχιση των αναγνωρίσεων και στην ανταλλαγή πυρών με τα τμήματα της «Γραμμής Καμινιών.

Μετά τη διαπίστωση της καταστάσεως αυτής, το Επιτελείο του Ιερού Λόχου -σε συνεργασία με το Επιτελείο της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών- πρότεινε την άμεση αποχώρηση του αποσπάσματος από τη νήσο ή την άμεση ενίσχυσή του με Πεζικό και Πυροβολικό. Η πρόταση εξετάσθηκε από κοινού με το Βρετανό Ναυτικό Διοικητή και αποφασίσθηκε η ενίσχυση των Ιερολοχιτών με διακόσιους Πεζοναύτες και η υποστήριξή τους με πυρά πυροβολικού από τα πλοία, για τη δημιουργία δευτέρου προγεφυρώματος στις νότιες ακτές της νήσου, στην περιοχή βορειοανατολικά του όρμου Προβατά. Στη συνέχεια, μετά την εγκατάσταση βάσεως πυρός από τους Πεζοναύτες στα υψώματα νότια της Αλυκής, στο αριστερό του αποσπάσματος, οι Ιερολοχίτες θα εκδήλωναν επίθεση για την κατάληψη των εχθρικών θέσεων στην περιοχή Κόρφους. Αμέσως μετά, τα ελληνικά και τα βρετανικά τμήματα θα συνέχιζαν σε συνεργασία την επίθεση για την κατάληψη της «Γραμμής Καμινιών.

Αρχείο ΔΙΣ, Φ. 811/Β/6.

Αρχείο ΔΙΣ, Φ. 817/Γ/1, σελ. 84.

Με βάση την απόφαση αυτή, δύναμη από διακόσιους Πεζοναύτες αποβιβάσθηκε στις 30 Οκτωβρίου στον όρμο Πρόβατά, προωθήθηκε αμέσως βόρεια και εγκαταστάθηκε αμυντικώς στα υψώματα που βρίσκονται νότια της Αλυκής(1).

Την επόμενη ημέρα, ο διοικητης του αποσπάσματος ασχολήθηκε με συμπληρωματικές αναγνωρίσεις και προετοιμασία της επιθέσεως εναντίον της περιοχής Κόρφους. την επίθεση θα πραγματοποιούσε διμοιρία Καταδρομών του κύριου προγεφυρώματος Απολλωνία-Βούδια, με την υποστήριξη διμοιρίας Πολυβόλων και ομάδας Όλμων και με τη συνδρομή των Πεζοναυτών, της Βρετανικής Αεροπορίας και του Βρετανικού Ναυτικού, από τα νότια. Η διμοιρία Καταδρομών, μετά την εκκαθάριση της περιοχής Κόρφους, θα προχωρούσε στο ύψωμα 172 για αμυντική εγκατάσταση, απ’ όπου θα είχε ετοιμότητα για συνέχιση της επιχειρήσεως.

Στις 1130 της 1ης Νοεμβρίου, η διμοιρία Καταδρομών με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Καζακόπουλο, προωθήθηκε από την περιοχή του προγεφυρώματος Απολλωνία-Βούδια σε θέσεις νότια του υψώματος 172 και ανατολικά της περιοχής Κόρφους. Η επίθεση θα εκδηλωνόταν στις 1630 της ίδιας ημέρας, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε, λόγω αδυναμίας συνδέσμου της διμοιρίας επιθέσεως με τα βρετανικά πλοία. Η επίθεση εκδηλώθηκε τη 0100 της επομένης· όμως, απέτυχε για τον ίδιο λόγο της αδυναμίας συνδέσμου και ένεκα της ελλείψεως υποστηρίξεως, με αποτέλεσμα τα τμήματα της διμοιρίας Καταδρομών να μη φθάσουν στους αντικειμενικούς σκοπούς τους. Για τους ίδιους λόγους ήταν αδύνατη η εκδήλωση νέας επιθέσεως της διμοιρίας το υπόλοιπο της ημέρας.

Οι Διοικητές της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών και του Ιερού Λόχου πήγαν στη Μήλο στις 3 Νοεμβρίου και, μετά από συνεργασία τους με το Διοικητή Ναυτικών Δυνάμεων, διαπίστωσαν την αδυναμία διασπάσεως της «Γραμμής Καμινιών με τις δυνάμεις και τα μέσα που υπήρχαν στη νήσο. Για το λόγο αυτόν αποφάσισαν να διακόψουν την επιχείρηση και να εκκενώσουν τη νήσο, αφήνοντας μόνο μία διμοιρία Ιερολοχιτών για παρενοχλητικές καταδρομικές ενέργειες εναντίον της εχθρικής φρουράς. Η απόφαση αυτή τροποποιήθηκε, μετά από πρόταση του διοικητή του αποσπάσματος για πλήρη εκκένωση της νήσου και εγκατάσταση δύο διμοιριών από τη δύναμη του αποσπάσματος στην Κίμωλο, απ’ όπου θα εξορμούσαν για καταδρομικές επιχειρήσεις εναντίον της φρουράς της Μήλου.

Έτσι, το απόσπασμα Μήλου έστειλε στις 4 Νοεμβρίου στη νήσο Κίμωλο δύναμη ογδόντα δύο Ιερολοχιτών, υπό τον Ταγματάρχη Καζακόπουλο[326] [327]. την ίδια νύχτα, όλα τα τμήματα που βρίσκονταν στη Μήλο απαγκιστρώθηκαν με την κάλυψη των πυρών του Ναυτικού και, αφού επιβιβάσθηκαν σε πλοία, αναχώρησαν χωρίς καμιά παρενόχληση από τους Γερμανούς.

Οι απώλειες του αποσπάσματος Μήλου στην επιχείρηση αυτή ήταν δύο τραυματίες (ένας Ιερολοχίτης και ένας Βρετανός). Οι απώλειες της γερμανικής φρουράς από τη δράση του αποσπάσματος του Ιερού Λόχου και από τα πυρά του Βρετανικού Ναυτικού και της Βρετανικής Αεροπορίας, ήταν συνολικά εκατό αιχμάλωτοι, τραυματίες και νεκροί. Τρία πυροβόλα της περιοχής Κόρφους καταστράφηκαν ή έπαθαν ζημιές από τα πυρά του Βρετανικού Ναυτικού και της Βρετανικής Αεροπορίας ) .

Η Επιχείρηση Τήλου (Επισκοπής) (Σχεδιάγραμμα 41)

Παράλληλα με την επιχείρηση Μήλου στις 25 Οκτωβρίου και μετά από διαταγή της Δυνάμεως 142, η Δύναμη Β συγκρότησε απόσπασμα για καταδρομική ενέργεια εναντίον της νήσου Τήλου (Επισκοπής), με σκοπό τον εξαναγκασμό της εχθρικής φρουράς σε παράδοση ή, σε περίπτωση αδυναμίας της φρουράς, την εξουδετέρωσή της.    Στη συνέχεια, οι Ιερολοχίτες θα παρέμειναν στη νήσο, όπου θα οργάνωναν βάση εξορμήσεως για καταδρομές στις υπόλοιπες νήσους του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων[328] [329] .

Το απόσπασμα αποτελέσθηκε από διμοιρία Καταδρομών, ομάδα Πολυβόλων και στοιχείο Όλμου 3″ -συνολικά σαράντα εφτά Ιερολοχίτες υπό τον Υπολοχαγό Ζαφειρόπουλο Δημήτριο. Σε αυτό προσκολλήθηκαν οι Βρετανοί αξιωματικοί, Λοχαγοί Hilman (Χίλμαν) και Haider (Χάλντερ), ο Υπολοχαγός Wilher (Γουίλερ) και τέσσερις οπλίτες. Η δύναμη αυτή απέπλευσε από τη Χίο στις 1100 της 26ης του μηνός με το βρετανικό καταδρομικό «Σείριος και ένα αποβατικό σκάφος και τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας αποβιβάσθηκε στις νότιες ακτές της Τήλου, κοντά στον όρμο Άγιος Θεολόγος.    Από πληροφορίες της αναγνωριστικής περιπόλου της νήσου, η δύναμη της φρουράς της ανερχόταν σε εβδομήντα τρεις Γερμανούς και ογδόντα άοπλους Ιταλούς που ήταν συγκεντρωμένοι στο φρούριο Καστέλο, νότια της περιοχής Λιβάδια, κατέχοντας οργανωμένες θέσεις, προστατευόμενες και με νάρκες. Η φρουρά διέθετε δύο πυροβόλα, ένα των 75 χιλ. και ένα Μπόφορς των 40 χιλ.

Μετά την απόβαση και την επαφή με την αναγνωριστική περίπολο, η καταδρομική δύναμη προωθήθηκε στο εσωτερικό της νήσου και στις 0530 της επομένης στάθμευσε στον αυχένα Σταυρός, νότια του υψώματος Βίγλα και κοντά στην οργανωμένη περιοχή των Γερμανών. Αμέσως μετά, παρακάμπτοντας απόανατολικά το ύψωμα Βίγλα, προχώρησε βορειοανατολικά και μέχρι τις 0730 η διμοιρία Καταδρομών με το στοιχείο Όλμου εγκαταστάθηκαν στο ύψωμα 157 και η ομάδα Πολυβόλων στο ύψωμα 154(1) .

Σύμφωνα με το σχέδιο ενέργειας το βρετανικό καταδρομικό «Σείριος, περιπλέοντας τις νοτιοανατολικές ακτές της Τήλου, κατέπλευσε μπροστά από τον όρμο Λιβαδιών 2και στις 0807 άρχισε να εκτοξεύει πυρά με τα πυροβόλα του στις εχθρικές θέσεις των περιοχών Λιβάδια και Καστέλο. Στις 0830, μετά από διακοπή της βολής του καταδρομικού, η διμοιρία Καταδρομών με την υποστήριξη της ομάδας Πολυβόλων και του στοιχείου Όλμου επιτέθηκε εναντίον των εχθρικών θέσεων. Σε λίγα λεπτά, η φρουρά Λιβαδιών είχε καμφθεί και μερικοί από τους άνδρες της παραδόθηκαν. Στις 0900, η διμοιρία είχε προχωρήσει μέχρι τους πρώτους οικίσκους του παραλιακού οικισμού Σκάλα Λιβαδιών, απ’ όπου δέχθηκε πυροβολισμούς από ομάδα Γερμανών που είχε συμπτυχθεί εκεί. Μετά από οδομαχία βραχείας διάρκειας και εκκαθάριση των οικίσκων, όλοι οι Γερμανοί και οι Ιταλοί της φρουράς αιχμαλωτίσθηκαν. Ταυτόχρονα, οι Γερμανοί που αμύνονταν στο φρούριο Καστέλο παραδόθηκαν χωρίς καμιά αντίσταση.    Συνολικά, πενήντα Γερμανοί και εβδομήντα Ιταλοί αιχμαλωτίσθηκαν. Οι απώλειες της εχθρικής φρουράς ήταν 5 νεκροί και 10 τραυματίες.

Στις 1245, περίπολος -στην οποία συμμετείχαν ένας αξιωματικός και δύο οπλίτες Βρετανοί -πήγε με όχημα στο ύψωμα Κρεμαρούλια και στην περιοχή του κόλπου Ερίστου· εκεί, σύμφωνα με πληροφορίες, υπήρχε εχθρικό φυλάκιο. Η περίπολος επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον του φυλακίου, αιχμαλώτισε τους άνδρες του – δεκαεφτά Γερμανούς και έναν Ιταλό – κα ι τους οδήγησε στη θέση του αποσπάσματος. Το καταδρομικό «Σείριος, μετά τη λήξη της επιχειρήσεως, παρέλαβε τους αιχμαλώτους που συγκεντρώθηκαν στην περιοχή Λιβάδια και απέπλευσε για τη βάση του. Το απόσπασμα παρέμεινε στην Τήλο και από την επομένη ασχολήθηκε με την αμυντική εγκατάστασή του και την οργάνωση βάσεως για την πραγματοποίηση καταδρομών στις γειτονικές νήσους(2) .

Στις 0810 της 28ης Οκτωβρίου, ενώ οι άνδρες του αποσπάσματος αναπαύονταν στην περιοχή Σκάλας Λιβαδιών, δέχθηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από άγνωστη δύναμη και προέλευση. Η Γερμανική Διοίκηση Ρόδου, όταν πληροφορήθηκε την προηγουμένη της προσβολής την επίθεση εναντίον της φρουράς Τήλου, έστειλε στη διάρκεια της νύχτας περίπου εκατό Γερμανούς που αποβιβάσθηκαν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί στις νοτιοανατολικές ακτές της νήσου, στον όρμο Αγίου Ζαχαρία· αμέσως μετά, προωθήθηκαν σε θέσεις νότια της περιοχής Λιβαδιών. Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό, μέρος του αποσπάσματος με επικεφαλής το διοικητή του και το υπόλοιπο υπό το Βρετανό Λοχαγό Χίλμαν εγκαταστάθηκαν στα υψώματα, βόρεια και βορειοδυτικά της Σκάλας Λιβαδιών αντίστοιχα.    Έτσι, η πρώτη επίθεση των Γερμανών αποκρούσθηκε με ευχέρεια. Στις 0845, το ένα από τα δύο πολυβόλα του αποσπάσματος έπαθε εμπλοκή και αχρηστεύθηκε, ενώ ο διοικητής του αποσπάσματος τέθηκε εκτός μάχης. Αργότερα ο Λοχαγός Χίλμαν, που διοικούσε το υπόλοιπο τμήμα του αποσπάσματος, τραυματίσθηκε.    Ταυτόχρονα, δύο εχθρικά πλοιάρια εμφανίσθηκαν στην είσοδο του κόλπου Λιβαδιών και αφού πλησίασαν στην ακτή άρχισαν να εκτοξεύουν πυρά στις θέσεις των Ιερολοχιτών.

Στη συνέχεια οι Γερμανοί εκδήλωσαν δεύτερη επίθεση που αποκρούσθηκε, ενώ τα εχθρικά πλοία επανέλαβαν τη βολή τους, πλησιάζοντας σε απόσταση περίπου τριάντα μέτρων από την ακτή.

Στις 1000 οι Γερμανοί έστειλαν έναν ηλικιωμένο κάτοικο της νήσου, ως κήρυκα στους Ιερολοχίτες για την παράδοσή τους. Οι προτάσεις των Γερμανών απορρίφθηκαν και η προσβολή των θέσεων του αποσπάσματος επαναλήφθηκε για τρίτη φορά, με σφοδρά πυρά από την ξηρά και τη θάλασσα. Η αντίσταση των Ιερολοχιτών εξακολούθησε μέχρι τις 1845, όταν και το μοναδικό πολυβόλο για την άμυνά τους αχρηστεύθηκε, ενώ εξαντλούνταν τα πυρομαχικά τους. την ίδια ώρα, το απόσπασμα έλαβε σήμα από τη βάση της Χίου -στην οποία είχε αναφέρει για την επίθεση των Γερμανών και τη δύσκολη θέση του-, ότι αποστέλλονταν δύναμη ως ενίσχυσή του(1). Όμως, ένεκα αδυναμίας διατηρήσεως των κατεχόμενων θέσεων και μέχρι να φθάσει η ενίσχυση, αποφασίσθηκε η σύμπτυξη των τμημάτων του αποσπάσματος βόρεια του υψώματος Κρεάτι(2) .

Η σύμπτυξη του αποσπάσματος Τήλου άρχισε στις 1900 της 28ης Οκτωβρίου και συνεχίσθηκε τη νύχτα με βροχή. Οι Ιερολοχίτες κινήθηκαν σε μικρές ομάδες προς το ύψωμα Γκαλάτα Γκρεμός και στις ανατολικές ακτές της νήσου. Η κατεύθυνση που ακολούθησε η μικρή ομάδα Ελλήνων και Βρετανών, υπό τον τραυματία Λοχαγό Χίλμαν, ήταν άγνωστη. Οι Γερμανοί δεν αντιλήφθηκαν τη σύμπτυξη των Ιερολοχιτών και δεν τους καταδίωξαν, αλλά εγκαταστάθηκαν αμυντικώς νότια του Μικρού Χωριού, στη γραμμή Άγιος Σπυρίδωνας-Βίγλα- αυχένας Σταυρός-φρούριο Καστέλο (Υψοδείκτης 72), για την κάλυψη του λιμένα Σκάλας Λιβαδιών. Τα δύο γερμανικά αποβατικά πλοιάρια έπλευσαν και αγκυροβόλησαν στον όρμο Αγίου Στεφάνου.

Στις 1000 της 29ης Οκτωβρίου, το ελληνικό αντιτορπιλικό «Ναυαρινό’, προερχόμενο από τη βάση της Χίου, εμφανίσθηκε στις ανατολικές ακτές της Τήλου, μεταφέροντας τη δύναμη ενισχύσεως. την ίδια ώρα, τέσσερα βρετανικά αεροπλάνα πετούσαν επάνω από την περιοχή Λιβαδιών και άρχισαν πολυβολισμούς εναντίον των εχθρικών θέσεων και των πλοιαρίων που ήταν αγκυροβολημένα στον όρμο Αγίου Στεφάνου. Η ενίσχυση που ανερχόταν σε δύναμη διμοιρίας, κατόπιν σήματος από την ακτή προς το αντιτορπιλικό, αποβίβασε περιπόλους για επαφή με τα τμήματα του αποσπάσματος και για εκτίμηση της καταστάσεως. Αμέσως μετά, το υπόλοιπο της διμοιρίας αποβιβάσθηκε βόρεια του όρμου Λιβαδιών. Ο επικεφαλής της δυνάμεως ενισχύσεως Ταγματάρχης Φλέγκας, αφού ενημερώθηκε για την κατάσταση, έκρινε άσκοπη την προσπάθεια εναντίον της σημαντικής εχθρικής φρουράς και αποφάσισε τη συγκέντρωση και αποχώρηση του αποσπάσματος Τήλου με το αντιτορπιλικό. Τη νύχτα 29/30 του μηνός και την επόμενη ημέρα οι Ιερολοχίτες συγκεντρώθηκαν στην περιοχή του ακρωτηρίου Άγκιστρο και στην ακτή νότια απ’ αυτό, εκτός από τη μικρή ομάδα του Λοχαγού Χίλμαν που δεν ανευρέθηκε, αν και αναζητήθηκε επίμονα. Το αντιτορπιλικό «Ναυαρ ο’ βύθισε με τα πυρά του τα δύο εχθρικά σκάφη που βρίσκονταν στον όρμο Αγίου Στεφάνου, άφησε στη νήσο έναν Ιερολοχίτη και δύο Βρετανούς για να παρακολουθούν τις ενέργειες των Γερμανών και απέπλευσε στις 1800 της 30ης Οκτωβρίου.

Οι απώλειες του αποσπάσματος Τήλου στη διάρκεια της αιφνιδιαστικής προσβολής του από τους Γερμανούς, ήταν 2 νεκροί και 10 τραυματίες. Άλλοι 10 Ιερολοχίτες και 4 Βρετανοί αιχμαλωτίσθηκαν. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν ο Λοχαγός Χίλμαν και ο Υπολοχαγός Γουίλερ. Οι απώλειες των Γερμανών στη δεύτερη φάση της επιχειρήσεως ήταν 26 νεκροί και 36 τραυματίες(1) .

Αναγνωριστικές Δραστηριότητες Περιόδου 5-19 Νοεμβρίου 1944

Στις 5 Νοεμβρίου, επομένη της εκκενώσεως της Μήλου, το Βρετανικό Ναυτικό βομβάρδισε τις θέσεις της εχθρικής φρουράς και κυρίως την περιοχή της οχυρωμένης «Γραμμής Καμινιών με σημαντικές απώλειες για τους Γερμανούς. την ίδια ημέρα, το απόσπασμα Μήλου που μεταφέρθηκε στην Κίμωλο άρχισε την αμυντική εγκατάστασή του, την οργάνωση παρατηρητηρίου στις νότιες ακτές της για επιτήρηση των ανατολικών ακτών της Μήλου και επιδίωξε σύνδεσμο με κατοίκους της που θα έδιναν πληροφορίες με σήματά τους από τις ακτές για την κατάσταση σε αυτή.

Την ίδια νύχτα, το απόσπασμα που εγκαταστάθηκε στην Κίμωλο έστειλε περίπολο στην περιοχή Θειωρυχείων της Μήλου για αναγνώριση και συλλογή πληροφοριών. Η περίπολος επιστρέφοντας την επομένη ανέφερε ότι ο εχθρός -και μετά την εκκένωση της νήσου από τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις- εξακολουθούσε να παραμένει πίσω από τη «Γραμμή Καμινιών και στην περιοχή Κόρφους. Άλλη περίπολος στάλθηκε από την Κίμωλο στη Μήλο τη νύχτα της 7ης Νοεμβρίου και επιστρέφοντας μετά από δύο ημέρες ανέφερε ότι στις 8 του μηνός γερμανικές περίπολοι των σαράντα έως σαράντα πέντε ανδρών η καθεμιά έκαμαν εξερεύνηση της νήσου και εξονυχιστική εξέταση των κατοίκων. Από πληροφορίες της περιπόλου, οι Γερμανοί πίστευαν ότι οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις που αποβιβάσθηκαν στη Μήλο ανέρχονταν σε 1.000-1.500 άνδρες και ότι ανέμεναν και άλλη ενέργεια εναντίον της νήσου(2) .

Στις 9 Νοεμβρίου, το απόσπασμα Κιμώλου μετέφερε τη βάση του στον όρμο Βαθύ της Σίφνου, απ’ όπου θα ενεργούσε τις παρενοχλητικές καταδρομές εναντίον της Μήλου με μεγαλύτερη άνεση. Ομάδα δώδεκα Ιερολοχιτών με ασύρματο παρέμεινε στην Κίμωλο για τη λειτουργία του παρατηρητηρίου και την προστασία της νήσου, σε συνεργασία με τμήμα κατοίκων και χωροφυλάκων που οπλίσθηκαν για το σκοπό αυτό. Στις 11 του μηνός, το απόσπασμα Σίφνου πληροφορήθηκε ότι οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει φυλάκιο δεκαέξι ανδρών και μηχάνημα Ραντάρ στη θέση Τόπακα, στη νοτιοδυτική περιοχή της Μήλου. Έτσι, το απόσπασμα αποφάσισε να στείλει αναγνωριστική περίπολο, προκειμένου να σχεδιάσει την υφαρπαγή του φυλακίου και την καταστροφή του μηχανήματος.

Άλλη περίπολος που αποβιβάσθηκε την ίδια ημέρα στη Μήλο, ανέφερε ότι στη νήσο είχε παρατηρηθεί εχθρική περιπολιακή δραστηριότητα, ότι πέντε πολυβόλα των 20 χιλ. είχαν μεταφερθεί από την περιοχή Αδάμαντα στις Πλάκες και ότι τα τμήματα της «Γραμμής Καμινιών εναλλάσσονταν κάθε 24ωρο[330] [331] .

Παράλληλα με τις καταδρομικές ενέργειες εναντίον της Μήλου και της Τήλου, από τις 23 Οκτωβρίου και μετά άλλες περίπολοι της Δυνάμεως Β συνέχισαν τις αναγνωρίσεις στις υπόλοιπες νήσους, συγκεντρώνοντας και αναφέροντας πληροφορίες στη βάση της Χίου για την κατάσταση των Γερμανών στις κατεχόμενες ακόμη νήσους.

Έτσι, στις 23 του μηνός, μία διμοιρία Καταδρομών στάλθηκε στην Πάτμο για την εγκατάσταση βάσεως και, με το ίδιο μέσο, μικρή περίπολος μεταφέρθηκε στη Λέρο για αναγνώριση της διατάξεως των σημαντικών εχθρικών δυνάμεων στη νήσο. Ταυτόχρονα, το απόσπασμα Σκοπέλου και οι περίπολοι Μακρονήσου και Κω επέστρεφαν στη βάση τους, ενώ η αναγνωριστική περίπολος Ρόδου διατάχθηκε να συνεχίσει την αποστολή της, για να προετοιμάσει την καταδρομή που σχεδίαζε η Δύναμη 142 εναντίον της νήσου.

Στις 26 Οκτωβρίου, η διμοιρία Πάτμου ανέφερε στη βάση Χίου ότι υπήρχε πιθανότητα επανεγκαταστάσεως γερμανικής φρουράς. Νέα περίπολος που στάλθηκε στην Κω ανέφερε την άφιξή της στη νήσο και η περίπολος Ρόδου διαβίβαζε πληροφορίες σχετικές με τις ακτές αποβάσεως που ήταν κοντά στις εχθρικές αμυντικές οργανώσεις.

Στις 28 του μηνός, εννέα Ιερολοχίτες στάλθηκαν στην Πάτμο ως ενίσχυση της διμοιρίας που είχε εγκατασταθεί εκεί. την ίδια ημέρα, τριάντα αξιωματικοί και οπλίτες του Τμήματος Μετόπισθεν του Ιερού Λόχου και το 21ο Ειδικό Τάγμα έφθαναν στη Χίο, στην έδρα της Δυνάμεως Β, προκειμένου να ενισχύσουν τη δύναμη των Ιερολοχιτών.

Μεταξύ 1ης και 4ης Νοεμβρίου, οι περίπολοι των νήσων Κω, Πάτμου, Φαρμακονησιού, Καλύμνου, Λέρου και Αρχαγγέλου έδωσαν στη βάση πληροφορίες σχετικές με τη διάταξη, τις μετακινήσεις και το ηθικό των εχθρικών φρουρών, καθώς και με την κατάσταση των κατοίκων στις νήσους αυτές. Στις 8 Νοεμβρίου, δύο διμοιρίες Καταδρομών αναχώρησαν από τη Χίο για τις νήσους Θάσο και Σαμοθράκη, απ’ όπου είχαν αποχωρήσει 2τα γερμανικά και τα βουλγαρικά στρατιωτικά τμήματα. την ίδια ημέρα, η διμοιρία της Πάτμου ανέφερε στη βάση ότι, από πληροφορίες της, το Γερμανικό Στρατηγείο είχε χαρακτηρίσει τις νήσους Κρήτη, Ρόδο και Λέρο ως «φρούρια και είχε δώσει διαταγές στις φρουρές τους για άμυνα μέχρις εσχάτων(1) . Αντίθετα, η περίπολος της Κω ανέφερε ότι η φρουρά της νήσου δεν είχε τέτοια πρόθεση και ότι γερμανικό τμήμα εβδομήντα ανδρών, προερχόμενο από τη Λέρο, είχε εγκατασταθεί στη θέση Μαστιγγά, σε αντικατάσταση της παλαιάς φρουράς που θα μεταφερόταν στην Τήλο.

Η διμοιρία Πάτμου επέστρεψε στις 12 Νοεμβρίου στη βάση της Δυνάμεως Β στη Χίο, αφήνοντας στη νήσο δύο Ιερολοχίτες για τη συλλογή και αναφορά πληροφοριών. την ίδ ια ημέρα, περίπολος από τέσσερις Βρετανούς κα ι έναν Ιερολοχίτη αναχωρούσε για αναγνωρίσεις στις νότιες Δωδεκανήσους. την επομένη το αντιτορπιλικό «Ναυαρινό’, μεταφέροντας μικρή περίπολο Ιερολοχιτών, απέπλευσε από τη Χίο για έρευνα στις ακτές της Πάτμου και των Λειψών, όπου σύμφωνα με πληροφορίες τριακόσιοι Γερμανοί είχαν αποβιβασθεί τη νύχτα 12/13 του μηνός. Η δύναμη αυτή, μετά από εξερεύνηση των νήσων για την ανακάλυψη βρετανικών τμημάτων, αναχώρησε στις 13 Νοεμβρίου(2) . Μετά απ’ αυτή την ενέργεια των Γερμανών το ΓΣΌΜΑ, που υποπτεύθηκε ενδεχόμενη κίνησή τους εναντίον της Σάμου, διέταξε τη Δύναμη Β να πάρει μέτρα άμυνας της νήσου. Η Δύναμη Β συγκρότησε απόσπασμα που θα στελνόταν στη Σάμο, με εντολή τη σχεδίαση και οργάνωση της άμυνας σε κατάλληλους χώρους. Για την επαύξηση της αμυντικής ικανότητας του αποσπάσματος θα χρησιμοποιούνταν και τα τμήματα ανταρτών της νήσου(3) .

Το απόσπασμα μεταφέρθηκε στις 28 Νοεμβρίου και αποβιβάσθηκε στο Καρλόβασι. Η συγκρότησή του περιλάμβανε τρεις διμοιρίες Καταδρομών, μία διμοιρία Πολυβόλων, μία ομάδα Όλμων, τμήμα Διαβιβαστών και υγειονομικό προσωπικό, συνολικά εκατόν δώδεκα Ιερολοχίτες. την επομένη έγιναν οι απαραίτητες αναγνωρίσεις και στις 30 του μηνός άρχισε η αμυντική εγκατάσταση, χωρίς τη συμμετοχή των ανταρτών που ανέρχονταν σε δύο λόχους (συνολικά διακόσιοι άνδρες) γιατί αρνήθηκαν να συνεργασθούν με τον Ιερό Λόχο(4) . Στις 16 Νοεμβρίου, νέα περίπολος στάλθηκε για αναγνώριση στις νήσους Ντενούσα, Αμοργό και Αστυπάλαια, προκειμένου να εξακριβώσει αν κατέχονταν από τους Γερμανούς. Στις 17 του μηνός, άλλη περίπολος αναχώρησε για την Πάτμο και τους Λειψούς, προκειμένου να εξακριβώσει αν είχαν παραμείνει σε αυτές Γερμανοί και μετά την εξερεύνησή τους, τη νύχτα 12/13 του ίδιου μηνός. Η περίπολος Αστυπάλαιας ανέφερε την επόμενη ημέρα, ότι στη νήσο δεν υπήρχε γερμανική φρουρά. Στις 19 Νοεμβρίου, η περίπολος Σύμης ανέφερε ότι αιχμαλώτισε τέσσερις Γερμανούς που είχαν παραμείνει στη νησίδα Μάρμαρα και ότι στις νησίδες Κύναρο και Λέβινθο δεν υπήρχε εχθρός. την ίδια ημέρα,    η    περίπολος Σαμοθράκης επέστρεφε στη βάση, αφήνοντας στη νήσο μικρή ομάδα Διαβιβαστών για τη συλλογή και διαβίβαση πληροφοριών ) .

Ανάληψη Επιχειρήσεων από τη Β’ Μοίρα Καταδρομών (Σχεδιάγραμμα 42)

Η Δύναμη Γ, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Μεσσηνόπουλο, παρέμεινε στην Αθήνα μέχρι τις 11 Νοεμβρίου 1944. Στις 28 Οκτωβρίου συμμετείχε σε παρέλαση που έγινε με την ευκαιρία του πρώτου εορτασμού, μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, για την επέτειο της κηρύξεως του ελληνοϊταλικού πολέμου. την επομένη, 29η του μηνός, τα τμήματα της Δυνάμεως Γ κατόπιν διαταγής επανήλθαν στην οργανική σύνθεση της Β’ Μοίρας η οποία τέθηκε υπό τις διαταγές της 234ης Βρετανικής Ταξιαρχίας[332].

Στις 9 Νοεμβρίου, η III ΕΟΤ, ερχόμενη από την Ιταλία με τη νέα επωνυμία της ως «III Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία Ρίμινί, έφθασε στην Αθήνα και έγινε δεκτή από τον αθηναϊκό λαό με μεγάλο ενθουσιασμό.

Μετά την άφιξη της Ταξιαρχίας, η Β’ Μοίρα διατάχθηκε από το 3ο Βρετανικό Σώμα Στρατού (Διοικητής ο Στρατηγός Σκόμπυ) να αναχωρήσει, προκειμένου να ενισχύσει τη Δύναμη Β που συνέχιζε τις επιχειρήσεις, στις νήσους του Αιγαίου[333] .

Έτσι στις 11 Νοεμβρίου, η Β’ Μοίρα μετακινήθηκε στον Περαιά και από εκεί την ίδια ημέρα μεταφέρθηκε με το ατμόπλοιο «Πρίγκηψ Δαυίδ’, δια μέσου Πόρου, στη Σάμο, όπου αποβιβάσθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 13ης του ίδιου μηνός. Αμέσως μετά, η Β’ Μοίρα -με διαταγή της Δυνάμεως 142 στην οποία θα υπαγόταν- άρχισε την αμυντική εγκατάστασή της στη νήσο, ενώ οι Γερμανοί κατείχαν ακόμη τη Μήλο, την Κρήτη και μερικές νήσους του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων.

Από 16-20 Νοεμβρίου, περίπολοι της Β’ Μοίρας στάλθηκαν στις ελεύθερες πλέον νήσους Πάτμο, Τήνο και Νάξο για την προστασία των κατοίκων τους από ενδεχόμενες εχθρικές ενέργειες και για τη διασφάλιση και εγγύηση της τάξεως[334] .

Από 21-29 του μηνός, το I Τμήμα Καταδρομών της Β’ Μοίρας έστειλε τριάντα δύο Ιερολοχίτες, με επικεφαλής τον Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Πολυμερόπουλο Εμμανουήλ, στη νήσο Σίφνο όπου εγκαταστάθηκαν αμυντικώς στην περιοχή του όρμου Βαθύ. Επίσης, στάλθηκαν δεκατρείς Ιερολοχίτες στη νήσο Κίμωλο για αντικατάσταση των τμημάτων της Δυνάμεως Β, τα οποία βρίσκονταν στις νήσους αυτές. Οι Ιερολοχίτες της Κιμώλου ενισχύθηκαν με δύο αξιωματικούς και τριάντα οκτώ ακόμη άνδρες, στους οποίους περιλαμβάνονταν χωροφύλακες και κάτοικοι της νήσου(1) .

Η γερμανική φρουρά της Μήλου εξακολουθούσε να κατέχει την τοποθεσία Καμινιών με το μεγαλύτερο μέρος της δυνάμεώς της, την τοποθεσία Κόρφους με την Αντιαεροπορική Πυροβολαρχία των 88 χιλ. και την περιοχή Τράχηλα με την Πυροβολαρχία των 150 χιλ.

Στις 2 Δεκεμβρίου, η Β’ Μοίρα ενίσχυσε το απόσπασμα Σίφνου-Κιμώλου με είκοσι ακόμη Ιερολοχίτες. Ταυτόχρονα, πληροφορίες από διάφορες πηγές και από αναγνωρίσεις οδηγούσαν στην εκτίμηση, ότι ήταν δυνατή η προσβολή των εχθρικών περιπόλων που περιπολούσαν στη νήσο Μήλο. Έτσι, η Διοίκηση της Β’ Μοίρας αποφάσισε και διέταξε την πραγματοποίηση καταδρομικών ενεργειών από το απόσπασμα Σίφνου, για την εξόντωση των εχθρικών περιπόλων. Ο Διοικητής του αποσπάσματος αποφάσισε την εξόντωση ή την αιχμαλωσία της περιπόλου (δυνάμεως οκτώ έως δέκα ανδρών), η οποία κινούνταν κάθε ημέρα -άλλοτε πεζή και άλλοτε με αυτοκίνητο- στην παραλιακή οδό από τις Πλάκες, πρωτεύουσα της νήσου, μέχρι Απολλωνία. Η καταδρομή ανατέθηκε σε ομάδα δώδεκα Ιερολοχιτών, με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Πεζικού Λιακάκο Δημήτριο.

Η καταδρομική δύναμη επιβιβάσθηκε τη νύχτα 4/5 Δεκεμβρίου σε βενζινακάτους και στις 0230 αποβιβάσθηκε στον όρμο Βαρύτινας της Μήλου. Μετά από μία ώρα εγκατέστησε ενέδρα σε κατάλληλη θέση στην οδό Απολλωνία- Αγριλιά.

Στις 1510 της 5ης του μηνός, ο παρατηρητης της ενέδρας ανέφερε την εμφάνιση στρατιωτικού αυτοκινήτου που προερχόταν από την κατεύθυνση Απολλωνία. Μετά από λίγα λεπτά, και όταν το αυτοκίνητο έφθασε στη θέση της ενέδρας, ο επικεφαλής έδωσε στους άνδρες το σύνθημα να αρχίσουν πυρά εναντίον της εχθρικής περιπόλου. Από τα πυρά της ενέδρας τα πέντε άτομα που επέβαιναν στο αυτοκίνητο, μεταξύ των οποίων και μία νεαρή γυναίκα, φονεύθηκαν. την επόμενη ημέρα, μετά από έρευνα που έγινε και από πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν, διαπιστώθηκε ότι οι νεκροί ήταν ο Γερμανός Διοικητής της νήσου Πλωτάρχης Κόβεν, ο στρατιωτικός ιατρός Στάπας Πούι, ο υπαξιωματικός Ιωσήφ Ρότερ, οδηγός του αυτοκινήτου, ο ναύτης Γουλιέλμος Πίτκα και η Ελληνίδα Άννα Κρητικού, πράκτορας των Γερμανών. Η ομάδα των Ιερολοχιτών, μετά την εξόντωση της γερμανικής περιπόλου ανατίναξε το αυτοκίνητο με εμπρηστική βόμβα, επιβιβάσθηκε στις βενζινακάτους και στις 1600 της ίδιας ημέρας απέπλευσε για την Κίμωλο. Ένας Ιερολοχίτης φονεύθηκε στη διάρκεια της καταδρομικής ενέργειας.

Την επομένη, 7η Δεκεμβρίου, ο Διοικητής της Β’ Μοίρας, για να προλάβει αντίποινα εναντίον των κατοίκων της νήσου, έστειλε έγγραφο στο Γερμανό Στρατιωτικό Διοικητή της Μήλου και του γνωστοποιούσε ότι το εγχείρημα έγινε από συμμαχικές δυνάμεις, χωρίς τη συνδρομή των κατοίκων. Άρα, για τυχόν αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού, υπεύθυνος θα ήταν ο αρχαιότερος Γερμανός αξιωματικός της φρουράς.    Το έγγραφο προσυπογραφόταν και από το Βρετανό Ταγματάρχη ΣοΠ, ως εκπρόσωπο των Βρετανικών Δυνάμεων(1) .

Η Παράδοση της Μήλου

Μετά την επιτυχία του εγχειρήματος της 5ης Δεκεμβρίου στη Μήλο και το φόνο του Διοικητή της φρουράς Πλωτάρχη Κόβεν, οι Γερμανοί ανησύχησαν και αύξησαν τα μέτρα ασφαλείας της νήσου[335] [336] .

Τη νύχτα 9/10 Δεκεμβρίου, ελληνοβρετανική περίπολος πέντε ανδρών υπό τον Βρετανό Ταγματάρχη ΣοΠ, στάλθηκε στη Μήλο για ναρκοθέτηση της οδού Αδάμαντας-Κόρφους-Αλυκή και αποκοπή των τηλεφωνικών γραμμών της περιοχής. Η περίπολος, μετά την αποβίβασή της εγκαταστάθηκε στο ύψωμα 172, τριάμισι χιλιόμετρα ανατολικά της περιοχής Κόρφους. Στις 1830 της 10ης του μηνός, ο επικεφαλής της περιπόλου συγκρότησε δύο ομάδες. Τη μία, από τους Υπολοχαγούς Τανισκίδη Ιωάννη και Βάρσο Ιωάννη, για την τοποθέτηση εκρηκτικών βομβίδων με επιβράδυνση στις τηλεφωνικές γραμμές και τη δεύτερη, στην οποία συμμετείχε ο Βρετανός ταγματάρχης, για την υποστήριξη και ενίσχυση της πρώτης σε περίπτωση ανάγκης.

Η πρώτη ομάδα, μετά από δύο ώρες, προχώρησε και εγκαταστάθηκε δίπλα στην αμαξιτή οδό Αλυκή-Κόρφους και κοντά στο εχθρικό φυλάκιο. Ενώ η ομάδα είχε αρχίσει την προετοιμασία τοποθετήσεως των εκρηκτικών βομβίδων, εχθρικό τμήμα άγνωστης δυνάμεως πλησίαζε στη θέση της, προερχόμενο από την κατεύθυνση της Αλυκής. Ο ι δύο Ιερολοχίτες αξιωματικοί, σύμφωνα με την εντολή που είχαν, διέκοψαν την εργασία τους και καλύφθηκαν. Σε λίγο, από τη θέση που βρίσκονταν, είδαν να πλησιάζει σε σχηματισμό «φάλαγγας κατ’ άνδρα» ένα τμήμα δέκα πέντε έως είκοσι ανδρών που έφεραν οπλισμό και γυλιούς. Προχώρησαν περίπου πενήντα μέτρα και στάθμευσαν. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα, όταν -από την κατεύθυνση του Αδάμαντα- έφθασε ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επιβιβάσθηκαν. Συμπωματικά, ο κινητήρας του αυτοκινήτου έπαθε βλάβη και οι επιβάτες αναγκάσθηκαν να κατεβούν. Περιμένοντας την επισκευή του, άρχισαν να τραγουδούν και να αστεΐζονται μεταξύ τους. Οι δύο Ιερολοχίτες αποφάσισαν να ανατινάξουν το αυτοκίνητο. Αθέατοι στο σκοτάδι πλησίασαν, έρποντας, τοποθέτησαν εκρηκτικές βομβίδες και, αφού τις συνέδεσαν με σύστημα δεκάλεπτης επιβραδύνσεως, αμέσως απομακρύνθηκαν. Μετά από λίγο, ισχυρή έκρηξη συγκλόνισε το σημείο συγκεντρώσεως του εχθρικού τμήματος, ενώ ταυτόχρονα ακούγονταν κραυγές και επακολούθησε σύγχυση. Τα αποτελέσματα της ενέργειας των Ιερολοχιτών δεν εξακριβώθηκαν, ένεκα της αποστάσεως της θέσεως τους και του σημείου της εκρήξεως. Πιθανόν όμως, μερικοί από τους άνδρες του εχθρικού τμήματος να φονεύθηκαν και άλλοι να τραυματίσθηκαν.

Οι δύο Ιερολοχίτες και οι υπόλοιποι άνδρες της περιπόλου- με τους οποίους συναντήθηκαν αργότερα- αναχώρησαν από τη Μήλο την ίδια νύχτα, επιστρέφοντας στη βάση τους, στην Κίμωλο) .

Με βάση τις διαταγές του Επιτελείου του Ιερού Λόχου και της Δυνάμεως 142 προς τη Β’ Μοίρα και το απόσπασμα Σίφνου, το τελευταίο έστειλε στις 19 Δεκεμβρίου περίπολο από τον Υπίλαρχο Πανουργιά Πανουργιά και τον Υπολοχαγό Παπαθανασίου Περικλή, για εξακρίβωση των δρομολογίων που ακολουθούσαν οι γερμανικές περίπολοι στα Θειωρυχεία και στο Παλαιοχώρι της Μήλου, προκειμένου να πραγματοποιήσει καταδρομικές ενέργειες εναντίον τους. Από την αναγνώριση εξακριβώθηκε ότι, κάθε δεύτερη ή τρίτη ημέρα, περίπολος δώδεκα έως δεκαπέντε ανδρών κινούνταν σε σχηματισμό «φάλαγγας κατ’ άνδρα από τα Θειωρυχεία στους Κόρφους, διαμέσου Παλαιοχωρίου. Ακόμη, ότι τις βραδινές ώρες κάθε ημέρας, μεμονωμένοι άνδρες πήγαιναν στο Παλαιοχώρι για προμήθεια τροφίμων.

Μετά από αυτές τις πληροφορίες αποφασίσθηκε η καταδρομή εναντίον της περιπόλου και η αιχμαλωσία Γερμανών, από αυτούς που σύχναζαν στο Παλαιοχώρι[337]. Η καταδρομική δύναμη αποτελέσθηκε από δώδεκα Ιερολοχίτες, με επικεφαλής τον Υπίλαρχο Πανουργία Πανουργία. Στη 0115 της 22ης Δεκεμβρίου αναχώρησε από τον όρμο Ψάθα της Κιμώλου και μετά από μία ώρα αποβιβάσθηκε στον όρμο Κολυμπισιώνα της Μήλου. Τις πρώτες πρωινές ώρες της ίδιας ημέρας προωθήθηκε και εγκαταστάθηκε κοντά στο Παλαιοχώρι, σε θέση που είχε ορισθεί από προηγούμενη αναγνώριση. Ο επικεφαλής της περιπόλου πληροφορήθηκε στις 1730 ότι έξι Γερμανοί βρίσκονταν στο χωριό και αποφάσισε να κινηθεί εναντίον τους. Ενώ όμως η περίπολος πλησίαζε στο χωριό, οι Γερμανοί, συμπωματικά, έφευγαν προς την αντίθετη πλευρά του. Έτσι, η περίπολος αναγκάσθηκε να επιστρέψει για διανυκτέρευση σε ασφαλές σημείο, προκειμένου να δράσει την επομένη σύμφωνα με την αποστολή της.

Στις 1145 της 23ης Δεκεμβρίου, η περίπολος εγκατέστησε ενέδρα στο δρομολόγιο Θειωρυχεία-Παλαιοχώρι, όπου -σύμφωνα με τις πληροφορίες- γερμανική περίπολος θα κινούνταν με κατεύθυνση τα Θειωρυχεία. Η εχθρική περίπολος, επιστρέφοντας από την αναγνώριση, εμφανίσθηκε τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες. Στις 1355, όταν πλησίασε η εχθρική περίπολος, ο επικεφαλής της ενέδρας, σηκώθηκε σχεδόν όρθιος και μιλώντας αγγλικά κάλεσε τους άνδρες της να σταματήσουν. Οι Γερμανοί απάντησαν με πυρά εναντίον του και τον τραυμάτισαν βαριά.    Αμέσως μετά, οι Ιερολοχίτες

ανταπάντησαν με πυροβολισμούς και πέτυχαν να φονεύσουν τον επικεφαλής της εχθρικής περιπόλου, όπως και να τραυματίσουν και να αιχμαλωτίσουν τους υπολοίπους.    Στη συνέχεια η καταδρομική δύναμη, μεταφέροντας τους αιχμαλώτους και τον βαριά τραυματισμένο Υπίλαρχο Πανουργιά, αναχώρησε από τις ανατολικές ακτές της νήσου, όπου επιβιβάσθηκε σε πλοιάρια που την ανέμεναν και επέστρεψε στη βάση της(1) .

Τις επόμενες ημέρες -και μέχρι τις 6 Ιανουαρίου 1945- ένεκα θαλασσοταραχής που επικρατούσε στην περιοχή, το απόσπασμα Σίφνου δεν παρουσίασε αξιόλογη δραστηριότητα. Στο μεταξύ, η επαφή με τη νήσο Μήλο ήταν αδύνατη, καθώς επίσης και η επικοινωνία με σήματα μεταξύ της Μήλου και της Κιμώλου. Στις 30 Δεκεμβρίου 1944, δύο ιδιώτες που στάλθηκαν στη Μήλο αποβιβάσθηκαν με πολύ κόπο και, όταν επέστρεψαν μετά από τρεις ημέρες, έδωσαν την πληροφορία ότι οι Γερμανοί είχαν στείλει στις 23 του μηνός περίπολο στην περιοχή της συμπλοκής, σε αναζήτηση της καταδρομικής δυνάμεως των Ιερολοχιτών.    Επίσης την επομένη, 24η Δεκεμβρίου, τμήμα εβδομήντα Γερμανών στάλθηκε στις περιοχές Θειωρυχείων, Αγίων Θεοδώρων και Καστριανής για συγκέντρωση των κατοίκων. Εκατό απ’ αυτούς μεταφέρθηκαν στις Πλάκες ως όμηροι, όπου εκβιάζονταν για να κατονομάσουν τους δράστες της εξοντώσεως της περιπόλου, γιατί επικρατούσε η εντύπωση ότι η καταδρομή είχε γίνει από κατοίκους της νήσου. Σαράντα όμηροι κλείσθηκαν στα κρατητήρια της Αστυνομίας στις Πλάκες, με την απειλή να τυφεκίζονται δέκα όμηροι κάθε φορά που θα φονευόταν ένας Γερμανός. Οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στο χωριό Κλήμα, όπου κρατήθηκαν επί τρεις ημέρες, γυμνοί και νηστικοί.

Τα σκληρά μέτρα που πήραν οι Γερμανοί, είχαν ως αποτέλεσμα την τρομοκράτηση των κατοίκων της νήσου, έτσι ώστε να εξαρθρωθεί το δίκτυο πληροφοριών και να σταματήσει η συνδρομή τους στις καταδρομικές ενέργειες του αποσπάσματος. Στις 5 Ιανουαρίου 1945, ο Βρετανός Ταγματάρχης Στο   έστειλε επιστολή στο Διοικητή της γερμανικής φρουράς της νήσου και του γνωστοποιούσε ότι θα επιβάλλονταν κυρώσεις στους άνδρες της φρουράς για τη συμπεριφορά τους απέναντι στους κατοίκους, καθόσον οι επιχειρήσεις διεξάγονταν από συμμαχικά στρατεύματα και όχι από τον άμαχο πληθυσμό(2) .

Στις αρχές του 1945, η γερμανική δύναμη στη Μήλο ανερχόταν σε 7 αξιωματικούς και 571 οπλίτες(3) . Διοικητής της φρουράς, μετά το φόνο του Πλωτάρχη Κόβεν, ήταν ο Ταγματάρχης Knauer (Κνάουερ). Η διάταξη της εχθρικής φρουράς ήταν η εξής:    Η Διοίκηση και το Επιτελείο στην περιοχή Πλάκες-Κάστρο. Η Ναυτική Διοίκηση στον Αδάμαντα. Η Μοίρα Παράκτιας Άμυνας στην περιοχή Τράχηλα και η Αντιαεροπορική Μοίρα στην περιοχή Κόρφους. Ένας λόχος Πεζικού στην περιοχή Πλάκες-Αδάμαντας, το Νοσοκομείο στις Πλάκες, οι Διαβιβάσεις στο Κάστρο και τα υπόλοιπα τμήματα Πεζικού στην οργανωμένη τοποθεσία Καμινιών.

Το απόσπασμα Σίφνου, μετά από διαταγή της Δυνάμεως 142, θα ενεργούσε καταδρομική επιχείρηση στην τοποθεσία Κόρφους, τη νύχτα 19/20 Ιανουαρίου. Στη διάρκεια των προπαρασκευών της επιχειρήσεως δόθηκαν πληροφορίες ότι οι Γερμανοί, ένεκα καταστροφής ή σημαντικής βλάβης των πυροβόλων της τοποθεσίας Κόρφους από τους βομβαρδισμούς της Βρετανικής Αεροπορίας, αποφάσισαν να την εκκενώσουν. Η επιχείρηση αναβλήθηκε και στάλθηκε περίπολος για επαλήθευση των πληροφοριών.    Η περίπολος διαπίστωσε ότι οι Γερμανοί είχαν αρχίσει την εκκένωση της τοποθεσίας Κόρφους και συγκεντρώνονταν πίσω από την τοποθεσία Καμινιών, γύρω από την πόλη Μήλο και στην περιοχή του Αδάμαντα. Έτσι, η επιχείρηση ματαιώθηκε και στις 24 του μηνός, μικρή περίπολος με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Χαλκουτσάκη Ιωάννη που καταγόταν από τη Μήλο και επιστρατεύθηκε ειδικά για την περίπτωση, στάλθηκε στη νήσο ως μόνιμη περίπολος και εγκαταστάθηκε στη θέση Σπηλιά.

Τον ίδιο χρόνο, η Βρετανική Αεροπορία συνέχιζε περιοδικά το βομβαρδισμό των εχθρικών θέσεων. Από πληροφορίες της μόνιμης περιπόλου, οι Γερμανοί κατασκεύαζαν στοές για την απόκρυψη των υλικών τους και την εξασφάλιση των πυρομαχικών τους από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Η τοποθεσία Καμινιών κατεχόταν μόνιμα από διακόσιους Γερμανούς, ενώ τα πυροβόλα των 150 χιλ. της περιοχής Τράχηλα είχαν επισκευασθεί και λειτουργούσαν. Οι συνθήκες διαβιώσεως της εχθρικής φρουράς χειροτέρευαν και υπήρχε μεγάλη έλλειψη τροφίμων, τόσο για τους Γερμανούς όσο και για τους κατοίκους της νήσου(1) .

Στις 7 Φεβρουαρίου έγινε ισχυρός αεροπορικός βομβαρδισμός των εχθρικών θέσεων στη Μήλο και στις 11 του μηνός υπήρχαν πληροφορίες ότι οι Γερμανοί είχαν πρόθεση να παραδοθούν. Ένεκα της σοβαρότητας της καταστάσεως, η φρουρά είχε κλεισθεί στην οχυρωμένη τοποθεσία Καμινιών και μόνο τη νύχτα γινόταν προώθηση και εγκατάσταση σκοπών. Το υπόλοιπο τμήμα της νήσου ήταν ουσιαστικά ελεύθερο για τους κατοίκους, οι οποίοι κυκλοφορούσαν ανενόχλητοι.

Η Βρετανική Αεροπορία επανέλαβε το βομβαρδισμό των εχθρικών θέσεων στις 13 και 14 Φεβρουαρίου. Η μόνιμη περίπολος του Ιερού Λόχου παρενόχλησε δοκιμαστικά την τοποθεσία Καμινιών στις 21 του μηνάς και οι Γερμανοί απάντησαν με πυρά πολυβόλων και πυροβολικού. Η παρενόχληση επαναλήφθηκε στις 26 και 28 Φεβρουαρίου[338] [339] .

Στις 7 Μαρτίου, ένας Γερμανός και τέσσερις Ιταλοί παραδόθηκαν με τη θέλησή τους στην περίπολο των Ιερολοχιτών, η οποία επανέλαβε την παρενόχληση των εχθρικών θέσεων στις 11 του μηνός. Τις επόμενες δύο ημέρες, η Βρετανική Αεροπορία εξαπέλυσε σφοδρό βομβαρδισμό εναντίον της τοποθεσίας Καμινιών, χωρίς να εξακριβωθούν τα αποτελέσματά του· έγινε όμως γνωστό ότι ο Διοικητής της φρουράς, εξαιτίας του χαμηλού ηθικού των ανδρών της, συγκάλεσε σύσκεψη και εξέτασε την περίπτωση παραδόσεωςί1) .

Στις 12 Μαρτίου, με διαταγή του Διοικητή του αποσπάσματος, τροποποιήθηκε η σύνθεση της περιπόλου Μήλου με την εγκατάσταση διμοιρίας Ιερολοχιτών, ενισχυμένης με στοιχείο Όλμου, έναν Ασυρματιστή και έναν Καταστροφέα(2).    Ταυτόχρονα, η τηλεφωνική επικοινωνία Κιμώλου-Μήλου αποκαταστάθηκε, αφού επισκευάσθηκε το υποβρύχιο καλώδιο. Η περίπολος εγκαταστάθηκε στον υψοδείκτη 285, με αποστολή την παρακολούθηση των κινήσεων του εχθρού, την προσβολή τυχόν εξερχόμενων περιπόλων και την παρενόχληση των θέσεών τους στη διάρκεια της νύχτας[340].

Οι παρενοχλήσεις της εχθρικής φρουράς και οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί εναντίον της συνεχίσθηκαν κατά διαστήματα όλο το μήνα Μάρτιο[341] . Από τις 15 του μηνός, με διαταγή της Δυνάμεως 142 έγινε αναδιάταξη των τμημάτων της Β’ Μοίρας στις Κυκλάδες. Έτσι, το ΙΙ Τμήμα Καταδρομών, με Διοικητή τον Ταγματάρχη Πυροβολικού Βασιλαράκο Δρακούλη και δύναμη ογδόντα εννέα Ιερολοχιτών, ανέλαβε τη φρουρά της Κιμώλου και τη μόνιμη περίπολο της Μήλου, αντικαθιστώντας το απόσπασμα του Ι Τμήματος[342] . Στο Διοικητή του ΙΙ Τμήματος διατέθηκε αριθμός κατοίκων της Μήλου που θα χρησιμοποιούνταν ως οδηγοί και πράκτορες και ο Υπολοχαγός Χαλκουτσάκης ως Αξιωματικός Πληροφοριών[343] .

Στις 9 Απριλίου, η μόνιμη περίπολος Μήλου μετακίνησε τους όλμους σε θέση βορειοδυτικά του υψοδείκτη 285, απ’ όπου ήταν δυνατή η εκτόξευση βλημάτων στο εσωτερικό της τοποθεσίας Καμινιών, εγκατέστησε παρατηρητήριο κοντά στο ακρωτήριο Βάνι στις βορειοδυτικές ακτές της νήσου και προωθημένη περίπολο στην περιοχή του Χάλακα.

Τη νύχτα 10/11 Απριλίου, διμοιρία του αποσπάσματος Κιμώλου, ενισχυμένη με στοιχείο Όλμου και ομάδα Καταστροφών, απέπλευσε στις 1900 με αποβατικά πλοιάρια από τον όρμο Ψάθα της νήσου και αποβιβάσθηκε στην Απολλωνία της Μήλου. Μετά από πορεία δυόμισι ωρών συνενώθηκε με τα τμήματα της μόνιμης περιπόλου στη θέση Χονδρή Ράχη, απ’ όπου εκδήλωσαν μαζί νυχτερινή παρενόχληση στην τοποθεσία Καμινιών.    Οι αμυνόμενοι απάντησαν με πυρά πυροβολικού από τις θέσεις Τράχηλα και Βουνάλα. Αμέσως μετά    η καταδρομική δύναμη προκάλεσε διάφορες καταστροφές στην εχθρική τοποθεσία και ύστερα συμπτύχθηκε, επιστρέφοντας στη βάση της[344] [345] .

Οι παρενοχλήσεις της εχθρικής φρουράς Μήλου από την ξηρά και από τον αέρα εξακολούθησαν όλο το μήνα Απρίλιο με αποτέλεσμα τη συνεχή αιμορραγία, τον εκνευρισμό και τον κάματο των Γερμανών(2) . Περίπτωση απαγκιστρώσεώς τους από τη νήσο ή ενισχύσεώς τους από αλλού ήταν αδύνατη. Επιπλέον, οι στερήσεις που αυξάνονταν κάθε ημέρα και οι πληροφορίες για τη γενική κατάσταση στο Αιγαίο επηρέαζαν το ηθικό τους αρνητικά. Ετσι, μεταξύ των ανδρών της φρουράς καλλιεργούνταν η σκέψη της παραδόσεώς τους.

Στις 3 Μαίου, το φυλάκιο Ιερολοχιτών της περιοχής Χάλακα πραγματοποίησε καταδρομή εναντίον του γερμανικού φυλακίου που ήταν εγκατεστημένο στο Κλήμα και αιχμαλώτισε τους άνδρες της φρουράς του (τέσσερις οπλίτες με επικεφαλής υπαξιωματικό) και τους έστειλε στην Κίμωλο.

Στις 5 του μηνός, ο Λοχαγός Στεφάνου Μ ιχαήλ που βρισκόταν στη Μήλο έστειλε σήμα στη βάση του αποσπάσματος με την πληροφορία, ότι ο Γερμανός Διοικητής της νήσου είχε ανακοινώσει στον Έπαρχο πως αναμενόταν διαταγή του Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης περί καταθέσεως των όπλων και παραδόσεως της φρουράς. Ακόμη ότι, αναμένοντας τη διαταγή, είχε δώσει εντολή για αναστολή των επιχειρήσεων και μη εκτόξευση πυρών από τα αντιαεροπορικά πυροβόλα, σε περίπτωση αεροπορικών βομβαρδισμών. Τις πληροφορίες αυτές επιβεβαίωσε ο Έπαρχος με επιστολή του προς το Διοικητή του αποσπάσματος, και συνημμένο αντίγραφο προκηρύξεως του Γερμανού Διοικητή που καλούσε τους κατοίκους να επιδείξουν μεγαλοψυχία απέναντι στη φρουρά -στη διάρκεια της παραδόσεώς της- αποφεύγοντας τα αντίποινα, τις λεηλασίες και τις καταστροφές των υλικών.

Τις απογευματινές ώρες της 6ης Μαίου, Κυριακής του Πάσχα, ενώ οι Ιερολοχίτες της μόνιμης περιπόλου Μήλου συνεόρταζαν με τους κατοίκους της ελεύθερης περιοχής της νήσου, ο παρατηρητης του τμήματος Απολλωνίας ανέφερε την εμφάνιση αυτοκινήτου με λευκή σημαία, από την κατεύθυνση Πλάκες. Μετά από 20 λεπτά, το αυτοκίνητο πλησίασε στο φυλάκιο και οι επιβαίνοντες -ένας Γερμανός ιατρός με δύο στρατιώτες και ο Έπαρχος της νήσου- ζήτησαν να επικοινωνήσουν με το Διοικητή των τμημάτων Κιμώλου και Βρετανό αξιωματικό. Ο Διοικητής του αποσπάσματος, αφού ενημερώθηκε τηλεφωνικώς από τον επικεφαλής της περιπόλου Μήλου, έστειλε δύο Ιερολοχίτες αξιωματικούς και ένα Βρετανό, με εντολή να απαιτηςουν -σε περίπτωση αιτηςεως των Γερμανών για διαπραγματεύσεις- την παράδοση της φρουράς άνευ όρων. Σε συνάντηση που έγινε την ίδια ημέρα, οι Γερμανοί ζήτησαν την κατάπαυση των εχθροπραξιών, μέχρι να πάρουν επίσημη εντολή παραδόσεως από το Στρατιωτικό Διοικητή Κρήτης, δηλώνοντας ότι αυτοί πρώτοι είχαν διατάξει την κατάπαυση του πυρός. Η πρόταση των Γερμανών δεν έγινε δεκτή και η αντιπροσωπεία τους έφυγε άπρακτη(1) .

Στις 8 Μαίου, Τρίτη του Πάσχα, στις 1045 περίπου, νέα αντιπροσωπεία των Γερμανών πήγε στην περιοχή Απολλωνίας και παρέδωσε επιστολή του Διοικητή της φρουράς Μήλου Ταγματάρχη Κνάουερ που ζητούσε, μετά από εξουσιοδότηση του Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης, να ορισθεί τόπος και χρόνος συναντήσεως με το Διοικητή των συμμαχικών τμημάτων Κιμώλου για την παράδοση της φρουράςί2) . Η συνάντηση έγινε στις 1500 της ίδιας ημέρας στην περιοχή Απολλωνίας, όπου δύο Ιερολοχίτες αξιωματικοί και ένας Βρετανός πήγαν ως αντιπρόσωποι. Ο Γερμανός Διοικητής Μήλου δέχθηκε την άνευ όρων παράδοση της φρουράς -522 αξιωματικοί και οπλίτες, από τους οποίους 20 ήταν Ιταλοί-, του οπλισμού, των υλικών και των εγκαταστάσεων. Οι αξιωματικοί θα κρατούσαν τα περίστροφά τους.

Την ίδια ημέρα, ο Διοικητής του αποσπάσματος Κιμώλου με όλη τη δύναμή του επιβιβάσθηκαν σε πλοιάρια, έπλευσαν στον όρμο Απολλωνίας, απ’ όπου πήραν μαζί τους τους Ιερολοχίτες της μόνιμης περιπόλου Μήλου και μετά αποβιβάσθηκαν στον Αδάμαντα. Οι κάτοικοι της νήσου δέχθηκαν με μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό τους Ιερολοχίτες, οι οποίοι βάδισαν προς την πρωτεύουσα της Μήλου Πλάκες, ενώ σε όλη τη διαδρομή οι Γερμανοί σκοποί απέδιδαν τιμές, παρουσιάζοντας όπλα.

Η παράδοση της γερμανικής φρουράς και η κατάθεση των όπλων άρχισε αμέσως. Μέχρι τις 12 Μαίου, οι Γερμανοί είχαν παραδοθεί και είχαν αποχωρήσει από τη νήσο, εκτός από ομάδα έξι έως εφτά οπλιτών με επικεφαλής αξιωματικό, η οποία παρέμεινε για την εκκαθάριση των ναρκοθετημένων περιοχών. Η παράδοση της γερμανικής φρουράς της Μήλου αποτέλεσε γεγονός ιδιαίτερης σημασίας, γιατί με τις συχνές καταδρομές μικρής δυνάμεως Ιερολοχιτών είχε απομονωθεί, για ένα ολόκληρο εξάμηνο, σημαντική γερμανική δύναμη.

Το απόσπασμα Κιμώλου παρέμεινε στη Μήλο μέχρι της 29 Μαίου, ημέρα που παρέδωσε την ασφάλεια της νήσου σε τμήματα του 115ου Τάγματος Εθνοφυλακής του νεοσυγκροτούμενου Ελληνικού Στρατού και αναχώρησε για την έδρα της Β’ Μοίρας Καταδρομών στη Χίο(3) .


Discover more from Θεματα Στρατιωτικης Ιστοριας

Subscribe to get the latest posts to your email.