ΣΤ’-ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 14 ΦΕΒ. 1944 – 30 ΣΕΠ. 1944


Τα νέα Συμμαχικά Σχέδια για το Αιγαίο (Σχεδιαγράμματα 18, 20)

Στο τέλος του φθινοπώρου του 1943,    μετά την αποτυχία των αποβατικών επιχειρήσεων και την εκκένωση της νήσου Σάμου, η στρατιωτική κατάσταση στο Αιγαίο διαγραφόταν με τη σταθερή κατοχή των νήσων από τους Γερμανούς και τη δύσκολη, αν όχι αδύνατη, κίνηση των συμμαχικών πλοίων στην περιοχή του. Οι μυστικές συμμαχικές βάσεις που παρέμειναν ή δημιουργήθηκαν στα μικρασιατικά παράλια, από τις οποίες κατά διαστήματα ενεργούσαν μικρά βρετανικά τμήματα καταδρομών (κομμάντος) για παρενόχληση των γερμανικών φρουρών, δεν έφερναν αξιόλογα αποτελέσματα.

Στις 28 Νοεμβρίου 1943, στη Σοβιετική Πρεσβεία της Τεχεράνης άρχισε νέα Συνδιάσκεψη των Συμμάχων, με τη συμμετοχή του Βρετανού Πρωθυπουργού, του Προέδρου των ΗΠΑ και του Στάλιν. Στη Συνδιάσκεψη αυτή, που έληξε την 1η Δεκεμβρίου, έγιναν δεκτές σχεδόν στο σύνολό τους οι αξιώσεις του Στάλιν, με αποτέλεσμα την προσωρινή τότε και αργότερα, το θέρος του 1944, οριστική εγκατάλειψη των βρετανικών σχεδίων για την απόβαση στη Βαλκανική Χερσόνησο που θα άρχιζε με την απελευθέρωση της Ελλάδας.

Την ίδια χρονική περίοδο οι Σύμμαχοι, συνεχίζοντας τις επιχειρήσεις στην Ιταλική Χερσόνησο, κατέλαβαν τη Νεάπολη και αμέσως μετά προωθήθηκαν σε απόσταση εκατό χιλιομέτρων νοτιοανατολικά της Ρώμης, ενώ οι σοβιετικές στρατιές αναπτύσσονταν στην Ουκρανία και πλησίαζαν στον ποταμό Δνείπερο[258].

Το Φεβρουάριο του 1944, το ΓΣΌΜΑ, αφού θα ματαιώνονταν οι επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Ελλάδας, έκρινε ως επιβαλλόμενη την ανάληψη καταδρομικών επιχειρήσεων ευρύτερης μορφής για την προσβολή των θαλάσσιων συγκοινωνιών του εχθρού στο Αιγαίο, την εξουδετέρωση φυλακίων, την καταστροφή αποθηκών και εφοδίων, τον εκνευρισμό και την καταπόνηση των φρουρών του. Γενικότερα, θα αποσκοπούσε στον εξαναγκασμό του εχθρού να απασχολεί αρκετές δυνάμεις για την ασφάλεια και την κατοχή των νήσων.

Για το σκοπό αυτόν, αποφασίσθηκε η χρησιμοποίηση της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών και του Ιερού Λόχου. Η Ταξιαρχία, με έδρα το Ελ Ατζίμπ της Παλαιστίνης, χώρισε το Αιγαίο σε δύο τομείς: το Βόρειο τομέα, που περιλάμβανε τη Σάμο, την Ικαρία και τις νήσους βόρεια από αυτές και το Νότιο τομέα που περιλάμβανε το σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, τις Κυκλάδες και την Κρήτη. Ο πρώτος τομέας ανατέθηκε στον Ιερό Λόχο και ο δεύτερος σε τμήματα της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών.

Για την ομαλή διεξαγωγή των επιχειρήσεων αποφασίσθηκε η αποφυγή δράσεως των τμημάτων στον άλλο τομέα, χωρίς επιτακτική ανάγκη και προσυννενόηση, για την πρόληψη συγχύσεως μεταξύ των τμημάτων. Επίσης, για την πιο ευχερή διεύθυνση των επιχειρήσεων, η Βρετανική Ταξιαρχία Καταδρομών θα εγκαθιστούσε προωθημένο κλιμάκιο στην Αλεξάνδρεια, με την επωνυμία «Advanced Raiding Forced’ (Προκεχωρημένες Δυνάμεις Καταδρομών) και με αποστολή την τήρηση επαφής με το ΓΣΌΜΑ και το Ναυαρχείο Μεσογείου, αλλά και την παροχή των γενικών κατευθύνσεων για τις επιχειρήσεις που θα πραγματοποιούνταν από βρετανικά και ελληνικά καταδρομικά τμήματα[259] .

Οι καταδρομικές δυνάμεις θα συγκεντρώνονταν σε ερημική και διαφορετική κάθε φορά ακτή στα νοτιοανατολικά μικρασιατικά παράλια, όπου θα συγκροτούσαν «Βάση Καταδρομών. Η βάση θα περιλάμβανε επιτελείο από Βρετανούς και Έλληνες αξιωματικούς, τμήματα της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών και του Ιερού Λόχου και Ναυτικό. Το Ναυτικό θα διέθετε αποβατικά πλοιάρια, πλοία συνοδείας, εξοπλισμένα ιστιοφόρα και άλλα πλωτά μέσα διαφόρων τύπων, χρήσιμα για το στρατωνισμό των τμημάτων και την αποθήκευση τροφίμων.

Ο ιδιότυπος αυτός τρόπος συγκροτήσεως της βάσεως οφειλόταν στην ανάγκη να αποφεύγονται διαμαρτυρίες και προστριβές με την Τουρκική Κυβέρνηση που εξακολουθούσε να παραμένει ουδέτερη ανάμεσα στους εμπολέμους και δε δεχόταν την παραμονή ξένων στρατευμάτων στο έδαφός της. Η διάθεση των πλωτών μέσων θα γινόταν από το Ναυτικό Διοικητή και κάθε επιχείρηση θα πραγματοποιούνταν μετά από προσυνεννόηση και κοινή σχεδίαση της ενέργειας από το διοικητή της καταδρομικής δυνάμεως, σε συνεργασία με το Ναυτικό Διοικητή. Τέλος, οι επιχειρήσεις θα πραγματοποιούνταν με προέγκριση των σχεδίων από το Κλιμάκιο Προκεχωρημένων Δυνάμεων Καταδρομών της Αλεξάνδρειας(2) .

Η Αναδιοργάνωση του Ιερού Λόχου ως Μοίρας Καταδρομών

(Σχεδιάγραμμα 20)

Μετά την απόφαση του ΓΣΌΜΑ για τη χρησιμοποίηση του Ιερού Λόχου στις καταδρομικές επιχειρήσεις του Αιγαίου, διατάχθηκε η αναδιοργάνωση και η εκπαίδευσή του ως Μοίρας Καταδρομών. Για το σκοπό αυτό, στις 26 Ιανουαρίου 1944, μεταστάθμευσε από την περιοχή Σαφάτ, βόρεια της λίμνης Τιβεριάδας, στο Στρατόπεδο Ελ Λατζούν της Παλαιστίνης, τέθηκε υπό τις διαταγές της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών(1) .

Με τη νέα σύνθεση ο Ιερός Λόχος αποτελέσθηκε και πάλι από Τμήμα Διοικήσεως, τρία Καταδρομικά Τμήματα, Τμήμα Όλμων, Εφεδρεία και Τμήμα Βάσεως. Περιλάμβανε επίσης Τμήμα Μηχανικού (Καταστροφών) και Τμήμα Διαβιβάσεων. Κάθε Καταδρομικό Τμήμα είχε Ομάδα Διοικήσεως και τρεις

Διμοιρίες Καταδρομών. Η σύνθεση των διμοιριών και των άλλων επιμέρους τμημάτων (Όλμων, Μηχανικού και Διαβιβάσεων) σε προσωπικό, οπλισμό και άλλα μέσα ήταν τέτοια, ώστε να επιτυγχάνεται άσκηση διοικήσεως, ευελιξία και μεγάλη ισχύ πυρός, για την αποτελεσματική εκπλήρωση διαφόρων καταδρομικών αποστολών. Το σύνολο της δυνάμεως, από τη σύνθεση αυτή, ανερχόταν στους τετρακόσιους σαράντα έξι Ιερολοχίτες, αλλά ως τις αρχές του Μαίου 1944, εξαιτίας των δυσχερειών επιλογής κατάλληλων οπλιτών για την εκπαίδευσή τους και ιδιαίτερα στην ειδικότητα του Διαβιβαστή, έφθανε περίπου στους τετρακόσιους είκοσι τρεις Ιερολοχίτες[260] .

Η διοίκηση των τριών Καταδρομικών Τμημάτων ανατέθηκε αντίστοιχα στους Αντισυνταγματάρχες Ιππικού Καλλίνσκη, Πεζικού Τριανταφυλλάκο και στον Ταγματάρχη Πυροβολικού Δημόπουλο Παύλο και ως διοικητης του λόχου εξακολούθησε να είναι ο Συνταγματάρχης Τσιγάντες.

Η εκπαίδευση, σε όλη τη χειμερινή περίοδο, περιλάμβανε διάφορα αντικείμενα καταδρομών, χιονοδρομιών και ορεινού αγώνα. Μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου 1944 ήταν συνεχής για όλα τα τμήματα, αλλά από το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μηνός, ένεκα της συμμετοχής του Ιερού Λόχου στις καταδρομικές επιχειρήσεις, γινόταν με εναλλαγή των τμημάτων μεταξύ τους[261] .

Το προσωπικό κάθε Καταδρομικού Τμήματος, εκτός από την ειδική εκπαίδευση σε αποστολές καταδρομικών επιχειρήσεων, με συνδυασμένη επίγεια, θαλάσσια και εναέρια ενέργεια, εκπαιδευόταν και σε κανονικό αγώνα μάχης του Πεζικού[262] .

Στις 7 Φεβρουαρίου, προκειμένου ο Ιερός Λόχος να συμμετάσχει στις καταδρομικές επιχειρήσεις του Αιγαίου, σύμφωνα με τα βρετανικά σχέδια, διατάχθηκε η συγκρότηση από το Ι Καταδρομικό Τμήμα ενός αποσπάσματος που αναχώρησε ως προπομπός την ίδια ημέρα από το Στρατόπεδο Ελ Λατζούν για την Αλεξάνδρεια.    Το απόσπασμα, υπό τις διαταγές του Διοικητή του Ι

Καταδρομικού Τμήματος, αποτελέσθηκε από την Ομάδα Διοικήσεως του τμήματος, την 1η Διμοιρία και οκτώ Διαβιβαστές.

Το απόσπασμα αυτό, όταν έφθασε στην Αλεξάνδρεια, συμπλήρωσε το πολεμικό υλικό του σε ασυρμάτους, λέμβους και τρόφιμα. Στις 14 Φεβρουαρίου επιβιβάσθηκε σε πετρελαιοκίνητο ιστιοφόρο και αναχώρησε, με τη συνοδεία ανθυποβρυχιακού σκάφους, για τη Λεμεσό της Κύπρου όπου έφθασε στις 17 Φεβρουαρίου. Από εκεί απέπλευσε στις 26 του μηνός και παραπλέοντας τα μικρασιατικά παράλια, έπειτα από έξι ημέρες και με υποχρεωτικούς σταθμούς σε διάφορους όρμους, προσορμίσθηκε στις Ο8ΟΟ της 4ης Μαρτίου στον όρμο Βρωμολίμανο, κοντά στο ακρωτήριο Κόρακας των ακτών της Ερυθραίας της Μ. Ασίας, όπου ήταν και ο τελικός προορισμός του.

Την ίδια ημέρα έφθασε εκεί ο Διοικητής του Ιερού Λόχου για συνεργασία με το Κλιμάκιο Προκεχωρημένων Δυνάμεων Καταδρομών, προκειμένου να καθορίσουν το πρόγραμμα των καταδρομικών επιχειρήσεων του αποσπάσματος(1) .Επιχειρήσεις του I Καταδρομικού Τμήματος

Σύμφωνα με το πρόγραμμα που καταρτίσθηκε από τη Βρετανική Ταξιαρχία Καταδρομών και κοινοποιήθηκε στον Ιερό Λόχο ως Γενικές Οδηγίες στις αρχές Απριλίου 1944, καθορίσθηκαν με σειρά προτεραιότητας οι εξής αντικειμενικοί σκοποί:

  • Μη σταθεροί στόχοι, πλωτά μέσα.
  • Αφετηρίες καλωδίων.
  • Σταθμοί ακροάσεως αεροπλάνων.
  • Αποθήκες καυσίμων.
  • Συνεργεία επισκευής υλικών και νεώρια πλοιαρίων.
  • Επάκτια άμυνα, πυροβολεία και προβολείς.
  • Σταθμοί ασυρμάτου.
  • Επιτελεία.

Για το μήνα Απρίλιο προβλέφθηκαν αναγνωρίσεις και περιπολίες στα μικρασιατικά παράλια, βόρεια της Σμύρνης μέχρι το ακρωτήριο Μπαμπάς, για την εξεύρεση κατάλληλων βάσεων και σημείων προσορμισμού. Επίσης προβλέφθηκε η επιδίωξη συλλογής πληροφοριών και η πραγματοποίηση εγχειρημάτων στις νήσους Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ψαρά και Ικαρία, με αντικειμενικούς σκοπούς τις θαλάσσιες συγκοινωνίες, πλοιάρια και αποθήκες καυσίμων του αντιπάλου.

Η προετοιμασία και η διεξαγωγή των εγχειρημάτων θα πραγματοποιούνταν, όπως είχε καθορισθεί, σε συνεργασία με το Ναυτικό Διοικητή και τη Βρετανική Ταξιαρχία Καταδρομών.

Σε περίπτωση που θα παρουσιάζονταν, μετά από αναγνωρίσεις, ευκαιρίες για την προσβολή στόχων που δεν προβλέπονταν από τις οδηγίες, θα υποβάλλονταν προτάσεις για την έγκριση της πραγματοποιήσεως καταδρομικών ενεργειών(1) .

Καταδρομικές Επιχειρήσεις Μαρτίου 1944 (Σχεδιαγράμματα 21, 22, 23)

Πρώτη Καταδρομή στη Σάμο. Ο Διοικητής του Ιερού Λόχου, στις αρχές Μαρτίου, πριν από την κοινοποίηση των οδηγιών της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών και σε συνεργασία με το Κλιμάκιο Προκεχωρημένων Δυνάμεων Καταδρομών, αποφάσισε την πραγματοποίηση καταδρομικών εγχειρημάτων, αρχίζοντας από τη νήσο Σάμο.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί κατείχαν μερικά ζωτικά σημεία.    Στο Πυθαγόρειο και στους όρμους Μαραθόκαμπου και Κουκάρι υπήρχαν διάφορες εγκαταστάσεις νεωρίων με πλωτά μέσα και ακόμη εκδηλώνονταν περιορισμένες νυχτερινές περιπολίες(2) .

Η καταδρομή ανατέθηκε στην πρώτη ημιομάδα του αποσπάσματος, υπό τον Ανθυπολοχαγό Καραδήμο Ευθύμιο. Ημερομηνία ενάρξεως καθορίσθηκε η 7η Μαρτίου, θα διαρκούσε δέκα ημέρες και αποστολή της θα ήταν η σύλληψη ή προσέλκυση ιστιοφόρων ή άλλων σκαφών, η αιχμαλωσία στρατιωτικών, η καταστροφή των νεωρίων και των πλωτών μέσων της νήσου και η συλλογή πληροφοριών για την κατάσταση των στρατευμάτων Κατοχής και του πληθυσμού(3) .

Στις 1800 της ίδιας ημέρας, η καταδρομική δύναμη απέπλευσε από τη βάση του αποσπάσματος και τη νύχτα 7/8 του μηνός αποβιβάσθηκε κοντά στο ακρωτήριο Άσπρος Κάβος, στις νοτιοανατολικές ακτές της νήσου. Τρία περίπου χιλιόμετρα βόρεια του σημείου αποβάσεως εγκατέστησε τη βάση της, όπου παρέμεινε μέχρι τις 12 Μαρτίου και επικοινώνησε με έμπιστα πρόσωπα της περιοχής για τη συλλογή πληροφοριών.

Στις 13 του μηνός, η καταδρομική δύναμη χωρίσθηκε σε δύο ομάδες, την πρώτη υπό τον Ανθυπολοχαγό Θάνο Ιωάννη στο χωριό Μαραθόκαμπος και τη δεύτερη υπό τον Ανθυπολοχαγό Καραδήμο στο χωριό Κουκάρι, που θα ενεργούσαν επίθεση στα νεώρια για την καταστροφή των πλοιαρίων που υπήρχαν εκεί, σύμφωνα με τις πληροφορίες(4) .

Τη νύχτα 13/14 Μαρτίου, οι ομάδες έφθασαν στην περιοχή των στόχων τους και όλη την ημέρα, 14η του μηνός, ασχολήθηκαν με παρατηρήσεις και συλλογή πληροφοριών.

Η πρώτη ομάδα, αφού εισχώρησε ανάμεσα από τα εχθρικά φυλάκια του όρμου, πλησίασε στο νεώριο και πέτυχε την καταστροφή του μεγαλύτερου από τα δύο πλοιάρια. Εξαιτίας όμως των εκρήξεων και του συναγερμού της φρουράς αναγκάσθηκε να απομακρυνθεί, επιστρέφοντας στη βάση της καταδρομικής δυνάμεως.

Η δεύτερη ομάδα παρέμεινε στην περιοχή του στόχου δύο ημέρες, 14η και 15η Μαρτίου, για τη συλλογή πληροφοριών, σχετικών με τη δύναμη της φρουράς του νεωρίου.

Στις 15 του μηνός, με την αυθόρμητη συνεργασία του Διοικητή του Σταθμού Χωροφυλακής υπενωμοτάρχη Καραουλάνη Νικολάου, εξακρίβωσε τη δύναμη της φρουράς, αποτελούμενη από δεκατρείς άνδρες, από τους οποίους δύο ήταν Ιταλοί· έτσι, κινήθηκε τη νύχτα της ίδιας ημέρας και προσβάλλοντας το νεώριο πέτυχε να προκαλέσει αρκετές ζημιές στα πλοιάρια, τα οποία ήταν υπό κατασκευή. Αμέσως μετά, ακολουθούμενη από το Διοικητή του Σταθμού Χωροφυλακής και έναν Ιταλό στρατιώτη που προσήλθε με τη θέλησή του, συμπτύχθηκε, καλύφθηκε όλη την ημέρα σε δασώδη περιοχή του χωριού Μαυρατζαίοι και τη νύχτα 16/17 Μαρτίου επέστρεψε στη βάση της καταδρομικής δυνάμεως, όπου συναντήθηκε με τη δεύτερη ομάδα.

Την επόμενη νύχτα, η καταδρομική δύναμη αναχώρησε για τη βάση του αποσπάσματος, όπου έφθασε το πρωί της 18ης του μηνός.

Εκτός από την επίθεση εναντίον των στόχων που αναφέρθηκαν, συγκέντρωσε και τις εξής πληροφορίες:

  • Η δύναμη του εχθρού στη Σάμο ανερχόταν σε 300 περίπου Γερμανούς και 700 Ιταλούς. Το μεγαλύτερο μέρος της ήταν συγκεντρωμένο στο ανατολικό τμήμα της νήσου.    Υπήρχε πυροβολικό και σε μερικές περιοχές είχαν τοποθετηθεί νάρκες.
  • Μέρος από τους Ιταλούς ήταν σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως με τμήμα φρουράς από συναδέλφους τους.
  • Στις ακτές δεν γίνονταν περιπολίες.
  • Η επισιτιστική κατάσταση των στρατευμάτων Κατοχής και του πληθυσμού ήταν κακή και το χρήμα δεν είχε αξία.
  • Η Ελληνική Χωροφυλακή υπήρχε τυπικά και η πολιτική κατάσταση ήταν ανώμαληά) .

Αρχείο ΔΙΣ, Φ. 811/Γ/1, σελ. 23-24, Φ. 817/Γ/16.

Αναγνώριση Xίου και αποστολή στους  Φούρνους. Στις 8 Μαρτίου, μετά την καταδρομή εναντίον της Σάμου, αποφασίσθηκε να γίνει αναγνώριση στη Χίο για να διαπιστωθεί η δυνατότητα προσβολής της φρουράς και διαφόρων στόχων στην πρωτεύουσα (λιμενικές εγκαταστάσεις, πλωτά μέσα κ.ά).

Η αναγνώριση ανατέθηκε σε περίπολο δύο Ιερολοχιτών, υπό τον Υπίλαρχο Σταθάτο Κωνσταντίνο, με εντολή την εξεύρεση σημείου αποβάσεως μεταξύ της πόλεως και του όρμου Λαγκάδας, κατάλληλων δρομολογίων και τη συλλογή πληροφοριών που αφορούσαν στην κατάσταση της νήσου.

Η περίπολος αναχώρησε με αποβατικό πλοιάριο το βράδυ της 8ης Μαρτίου, αλλά δεν αποβιβάσθηκε στη Χίο, γιατί στη διάρκεια του πλου συνάντησε εξοπλισμένο γερμανικό ιστιοφόρο με φορτίο πυρομαχικών και τροφίμων, οπότε αποφάσισε να το συλλάβει. Έτσι, ενεργώντας αιφνιδιαστικά συνέλαβε το γερμανικό ιστιοφόρο και το οδήγησε στη βάση του αποσπάσματος με το φορτίο του, τη φρουρά του και το πλήρωμά του που ήταν αντίστοιχα τέσσερις Γερμανοί και έξι Έλληνες.

Η αναγνώριση θα γινόταν την επομένη, αφού η περίπολος ενισχύθηκε με δύο ακόμη Ιερολοχίτες και ένα Βρετανό, αλλά ματαιώθηκε και πάλι εξαιτίας σφοδρής θαλασσοταραχής που ανάγκασε το αποβατικό πλοιάριο να επιστρέψει στη βάση(1) .

Για τρίτη φορά, η περίπολος αναχώρησε στις 1800 της 10ης Μαρτίου και τη νύχτα 10/11 του μηνός πλησίασε με το σκάφος και αποβιβάσθηκε στις βορειοανατολικές ακτές της νήσου στον όρμο Ροδοσίου.

Στις 0630 της 11 Μαρτίου έφθασε στο μοναστήρι, που βρίσκεται επάνω από το χωριό Λαγκάδα, όπου έμεινε όλη την ημέρα για αναγνώριση και συλλογή πληροφοριών. την επομένη ασχολήθηκε με αναγνώριση των όρμων Καμινιών και Βρουλιδών. την ίδια ημέρα στις 1930, δύο άνδρες της περιπόλου με πτυσσόμενη λέμβο αποβιβάσθηκαν στη νοτιοδυτική ακτή των Οινουσσών, για αναγνώριση της περιοχής, βόρεια του σημείου αποβάσεως, μέχρι το εξωκλήσι Άγιος Γεώργιος. Εκεί συνάντησαν δύο Γερμανούς στρατιώτες, τους οποίους πυροβόλησαν και τους ανάγκασαν σε φυγή. Τις βραδινές ώρες, το αποβατικό σκάφος παρέλαβε τους δύο Ιερολοχίτες και γύρω στα μεσάνυχτα η περίπολος επέστρεψε στη βάση του αποσπάσματος.

Η περίπολος έδωσε ακόμη την πληροφορία, ότι στη Χίο Γερμανοί κατάσκοποι προσποιούνταν τους πράκτορες των Βρετανών, προκειμένου να εξακριβώσουν τις προθέσεις των κατοίκων της νήσου και όσοι απ’ αυτούς δεν κατέδιδαν το γεγονός στις Αρχές αντιμετώπιζαν αυστηρές κυρώσεις(2) .

Παράλληλα με την αναγνώριση της Χίου και των Οινουσσών, άλλη περίπολος από τρεις Ιερολοχίτες, υπό τον Ανθυπολοχαγό Τόμπρα Ανδρέα και ένα Βρετανό αξιωματικό, στις 19ΟΟ της 9ης Μαρτίου, αναχώρησε με αποβατικό πλοιάριο για τους Φούρνους και την Ικαρία με αποστολή τη μεταφορά τροφίμων και φαρμάκων στους κατοίκους, τη συλλογή πληροφοριών και τη σύλληψη εχθρικών πλοιαρίων.

Η περίπολος αποβιβάσθηκε την επομένη στον όρμο Λιμνιώνας της νήσου Φίμαινα και ο περιπολάρχης στις Ο23Ο, με τη συνοδεία του Βρετανού αξιωματικού και του κυβερνήτη του σκάφους, πήγαν στο ομώνυμο χωριό, όπου συνάντησαν τον πρόεδρο της Κοινότητας, από τον οποίο πήραν τις πρώτες πληροφορίες για την κατάσταση της νήσου. Αμέσως μετά επέστρεψαν στην ακτή και στις 0315 απέπλευσαν για τους Φούρνους, όπου συνάντησαν επίσης τον πρόεδρο της Κοινότητας και το Διοικητή του Σταθμού Χωροφυλακής. Αφού παρέμειναν εκεί όλη την ημέρα για αναγνωρίσεις, αναχώρησαν το βράδυ, επιστρέφοντας στον όρμο Λιμνιώνα.

Στους Φούρνους συνέλαβαν ένα πλοιάριο που ήταν έτοιμο να αποπλεύσει για τη Σάμο και ένα άλλο, κατά την επιστροφή τους στο Λιμνιώνα, που μόλις είχε φθάσει εκεί από τη Σάμο.

Η περίπολος, αφού παρέδωσε τα τρόφιμα και τα φάρμακα σε επιτροπή κατοίκων, παρέλαβε τα εχθρικά πλοιάρια και απέπλευσε, επιστρέφοντας στη βάση της, τις πρωινές ώρες της 11ης Μαρτίου[263] [264] .

Αναγνωρίσεις Iκαρίας και Λέσβου. Η δράση του αποσπάσματος Καλλίνσκη, από τη μυστική βάση Βρωμολίμανο, έγινε γνωστή στους κατοίκους των νήσων της περιοχής και είχε ως αποτέλεσμα την εξύψωση του ηθικού τους. Ιδιαίτερα οι ναυτικοί αναθάρρησαν και δραστηριοποιήθηκαν.

Στις 11 Μαρτίου, εχθρικό ιστιοφόρο 180 τόνων οδηγήθηκε από το ελληνικό πλήρωμά του στη βάση του αποσπάσματος. 0 Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Γεωργακόπουλος, επιβάτης του ιστιοφόρου, αφού συνεννοήθηκε με τον κυβερνήτη και το πλήρωμα, πέτυχαν την απομόνωση, τον αφοπλισμό και την παράδοση της φρουράς.

Την ίδια ημέρα, το ελληνικό πλήρωμα άλλου ιστιοφόρου 230 τόνων, αφού αιχμαλώτισε τη φρουρά του, το οδήγησε με το φορτίο του στη βάση(2) .

Η βάση του αποσπάσματος, με διαταγή του Κλιμακίου Προκεχωρημένων Δυνάμεων Καταδρομών, μεταφέρθηκε στις 18 Μαρτίου από τον όρμο Βρωμολίμανο στη νησίδα Άγιος Γεώργιος που βρίσκεται στα δυτικά του όρμου Σανταρλή και απέναντι από τις νοτιοανατολικές ακτές της Λέσβου.

Από τη νέα βάση, μέχρι να εκδοθούν οι διαταγές της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών για τις καταδρομικές ενέργειες του αποσπάσματος, αποφασίσθηκε η επίθεση εναντίον στόχων στις νήσους Λέσβο, Χίο και Ψαρά, ως εξής :

  • Νήσος Λέσβος:    Λιμεναρχείο και Τελωνείο Μυτιλήνης, αποθήκες καυσίμων της πόλεως και εχθρικά περιπολικά σκάφη.
  • Νήσος Χίος: Εχθρικά πλοιάρια στο λιμένα της Χίου και το φυλάκιο της περιοχής Λαγκάδας.
  • Νήσος Ψαρά: Φρουρά φάρου Ψαρών και καταστροφή του φάρου(1).

Την ίδια ημέρα, 18 Μαρτίου, που το απόσπασμα μεθορμιζόταν στη νησίδα Άγιος Γεώργιος, ο Διοικητής του Ιερού Λόχου διέταξε την πραγματοποίηση αναγνωρίσεως στην Ικαρία, για επαφή με τις τοπικές Αρχές και τη συλλογή πληροφοριών που αφορούσαν τα αγκυροβόλια, τις επικοινωνίες και τις συγκοινωνίες, ιδιαίτερα με τις μικρασιατικές ακτές.

Η αναγνώριση ανατέθηκε σε περίπολο τεσσάρων Ιερολοχιτών, υπό τον Υπολοχαγό Δημητριάδη Αθανάσιο, που απέπλευσε στις 1800 της 18ης Μαρτίου με την πρόσθετη εντολή, περνώντας από τον τουρκικό όρμο Κουσάντασι απέναντι από τις ανατολικές ακτές της Σάμου, να εξακριβώσει και να πληροφορήσει το απόσπασμα, αν θα αναχωρούσε απ’ εκεί γερμανικό ιστιοφόρο φορτωμένο με τρόφιμα[265] . Η περίπολος, αν και προσπάθησε, όταν έφθασε στο Κουσάντασι δεν κατάφερε να εξακριβώσει την πληροφορία, ανέφερε σχετικά στη βάση και απέπλευσε για την Ικαρία, όπου έφθασε την επομένη και παρέμεινε μέχρι τις 22 Μαρτίου για την αναγνωριστική αποστολή της. Στο διάστημα αυτό ασχολήθηκε με αναγνωρίσεις και συλλογή πληροφοριών, παρέδωσε στους κατοίκους τρόφιμα και φάρμακα και στις 23 του μηνός επέστρεψε στη βάση του αποσπάσματος[266] .

Η επόμενη καταδρομή θα γινόταν στη νήσο Λέσβο. Ένεκα της ανάγκης συλλογής ακριβέστερων πληροφοριών για τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη Μυτιλήνη πρωτεύουσα της νήσου, για τα φυλάκια του εχθρού και το φάρο στη νοτιοανατολική ακτή, η καταδρομή αναβλήθηκε και αποφασίσθηκε η πραγματοποίηση αναγνωρίσεως από δύο Ιερολοχίτες που αναχώρησαν από τη βάση τις απογευματινές ώρες της 23ης Μαρτίου. Η περίπολος αποβιβάσθηκε βόρεια της πόλεως και παρέμεινε στη νήσο μέχρι τις 26 του μηνός.

Οι δύο Ιερολοχίτες, τη νύχτα 26/27 Μαρτίου, πήγαν στον όρμο Ερμογένη, στις νοτιοανατολικές ακτές της νήσου, για να τους παραλάβει το αποβατικό πλοιάριο που τους είχε μεταφέρει, αλλά δεν το βρήκαν εκεί γιατί δεν είχε αποπλεύσει από τη βάση ένεκα της θαλασσοταραχής. Το σκάφος έπλευσε δύο φορές τις επόμενες νύχτες, 27 και 28 του μηνός, στο σημείο επιβιβάσεως χωρίς αποτέλεσμα.

Τις ημέρες εκείνες είχαν γίνει συμπλοκές μεταξύ των κατοίκων της κωμοπόλεως Αγιάσου και των Γερμανών, στους οποίους ο Διοικητής του Σταθμού Χωροφυλακής Λουτρών κατέδωσε την παρουσία των Ιερολοχιτών. Για το λόγο αυτόν οι Ιερολοχίτες αναγκάσθηκαν να παραμείνουν στη νήσο κρυμμένοι μέχρι    τις30 Μαρτίου και, αφού επικοινώνησαν με τον ασύρματο, το απόσπασμα πέτυχε να τους παραλάβει από σημείο επιβιβάσεως στον όρμο Μυστεγνών(1) .

Στις 23 Μαρτίου, ταυτόχρονα με την αναχώρηση της περιπόλου για τη Λέσβο, άλλη περίπολος τριών Ιερολοχιτών, υπό τον Υπίλαρχο Σταθάτο, θα αποβιβαζόταν στον όρμο Κολοκυθιά, στην περιοχή Λαγκάδας Χίου. Η δεύτερη περίπολος απέπλευσε στις 2000, όμως λόγω θαλασσοταραχής, αναγκάσθηκε μετά από πέντε ώρες να επιστρέψει στη βάση της. Αφού ενισχύθηκε με πέντε ακόμη Ιερολοχίτες απέπλευσε, στις 1900 της 25ης Μαρτίου, αλλά και πάλι δεν έφθασε στον προορισμό της γιατί στη διάρκεια του πλου συνάντησε εχθρική νηοπομπή που έπλεε από τη Χίο προς τη Λέσβο και αποφάσισε να επιτεθεί. Ενεργώντας επιδέξια πέτυχε την αιχμαλωσία ενός ιστιοφόρου, φορτωμένου με σιτάρι και ενός πλοίου συνοδείας με τη φρουρά του, τα οποία οδήγησε στη βάση του αποσπάσματος. Μετά απ’ αυτά, η επιδρομή εναντίον της περιοχής Λαγκάδας Χίου δεν έγινε(2) .

Καταδρομή στα Ψαρά. Επειδή η επιχείρηση εναντίον της Λέσβου αναβλήθηκε, αποφασίσθηκε να γίνει καταδρομή στη νήσο Ψαρά, για την εξουδετέρωση της εχθρικής φρουράς και την καταστροφή του φάρου και του ασυρμάτου του φυλακίου. Για το σκοπό αυτό, συγκροτήθηκε περίπολος από δέκα Ιερολοχίτες, υπό τον Ανθυπολοχαγό Καραδήμο, που αναχώρησε από τη βάση του Αγίου Γεωργίου στις 29 Μαρτίου και δια μέσου του τουρκικού όρμου Τεκέ Μπουρνού αποβιβάσθηκε την επομένη στις 0500 στον όρμο Κολυμβητής, στις βόρειες ακτές της νήσου. Μετά από πορεία μιάμισης ώρας προωθήθηκε στο εξωκλήσι Άγιος Βασίλειος, όπου παρέμεινε μέχρι την επόμενη νύχτα και ασχολήθηκε με τη συλλογή πληροφοριών.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, το εχθρικό φυλάκιο φρουρούσε το φάρο που βρισκόταν σε απομονωμένο σημείο των νοτιοανατολικών ακτών της νήσου και όχι αυτόν που ήταν στο λιμένα. Το φυλάκιο είχε φρουρά εφτά Γερμανούς, με επικεφαλής αξιωματικό.

0 περιπολάρχης κατέστρωσε το σχέδιο ενέργειας και στις 1900 της 31ης Μαρτίου, η περίπολος αναχώρησε από τον Άγιο Βασίλειο για τον αντικειμενικό σκοπό, με οδηγούς δύο πολίτες κατοίκους της νήσου.

Αφού έφθασε στην περιοχή του φυλακίου, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τη φρουρά, περικύκλωσε το φάρο και επειδή η είσοδος ήταν κλειστή, αποφασίσθηκε η χρησιμοποίηση εκρηκτικών υλών για την ανατίναξή του· διαπιστώθηκε όμως ότι οι άνδρες της περιπόλου είχαν αφήσει τα σακίδια με τα εκρηκτικά στο δρόμο, μαζί με τον υπόλοιπο φόρτο τους.

Έτσι, για να μη ματαιωθεί η επιχείρηση αποφασίσθηκε η βίαιη παραβίαση της εισόδου. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε θόρυβο και συναγερμό των ανδρών της φρουράς, οι οποίοι άρχισαν να πυροβολούν και να ρίχνουν χειροβομβίδες από τα παράθυρα.

Η απρονοησία των ανδρών της περιπόλου, να μην πάρουν μαζί τους τα εκρηκτικά, είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια του αιφνιδιασμού και την αποτυχία του εγχειρήματος. Στη διάρκεια της συμπλοκής τραυματίσθηκε ένας Ιερολοχίτης.    Η περίπολος, παραλαμβάνοντας τον τραυματία αποχώρησε εσπευσμένα για το σημείο επιβιβάσεως που ήταν στον όρμο του Αγίου Δημητρίου. Λόγω όμως παρανοήσεως του κυβερνήτη, δε βρήκε εκεί το πλοιάριο και αναγκάσθηκε να βαδίσει προς τον αρχικό χώρο αποβάσεως, κοντά στον όρμο Κολυμπητης, όπου βρήκε το σκάφος και απέπλευσε για τη βάση της(1) .

Καταδρομικές Επιχειρήσεις Απριλίου, Μαίου και Ιουνίου 1944 (Σχεδιαγράμματα 24, 25, 26, 27)

Καταδρομή στη Λέσβο. Ενώ η καταδρομή στα Ψαρά βρισκόταν σε εξέλιξη, ο Βρετανός Ανώτερος Διοικητής Αιγαίου έστειλε σήμα στη βάση του Καταδρομικού Τμήματος, με το οποίο ανακοίνωνε τις συμπλοκές που έγιναν στις 28 Μαρτίου μεταξύ των κατοίκων της κωμοπόλεως Αγιάσου και των Γερμανών και έδινε εντολή στο απόσπασμα να πραγματοποιήσει εγχείρημα αντιπερισπασμού.

Με βάση τις πληροφορίες που συγκέντρωσε η αναγνωριστική περίπολος, η αντιπερισπαστική ενέργεια στη Λέσβο αποφασίσθηκε να γίνει τη νύχτα 3/4 Απριλίου και στις 3 του μηνός κοινοποιήθηκε η διαταγή επιχειρήσεων[267] [268] . Σκοπός του εγχειρήματος θα ήταν ο φόνος ή η αιχμαλωσία των υπαλλήλων της Γερμανικής Μυστικής Αστυνομίας (Γκεστάπο), η αρπαγή του αρχείου της και η απελευθέρωση των κρατουμένων στις φυλακές της και στα κτήρια του Διδασκαλείου της πόλεως που χρησιμοποιούνταν επίσης ως φυλακές[269] .

Η καταδρομική δύναμη αποτελέσθηκε από τριάντα Ιερολοχίτες, με επικεφαλής το διοικητή του αποσπάσματος, και χωρίσθηκε σε τέσσερις ομάδες, οι οποίες θα ενεργούσαν ως εξής:    Η πρώτη ομάδα, με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Δημητριάδη και δύναμη δέκα Ιερολοχιτών, εναντίον των φυλακών του Διδασκαλείου της πόλεως· η δεύτερη ομάδα, με επικεφαλής το διοικητή του αποσπάσματος και δύναμη επίσης δέκα Ιερολοχιτών, εναντίον των φυλακών της

Γερμανικής Μυστικής Αστυνομίας· και η τρίτη ομάδα, με επικεφαλής τον Υπίλαρχο Σταθάτο και δύναμη έξι Ιερολοχιτών, εναντίον της κατοικίας των υπαλλήλων της Γερμανικής Μυστικής Αστυνομίας.    Η τέταρτη ομάδα, με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό Τόμπρα και τέσσερις Ιερολοχίτες, θα κάλυπτε, από κατάλληλη θέση, τις άλλες τρεις ομάδες, στη διάρκεια του εγχειρήματος και κατά την αποχώρησή τους.

Στις 2330 της 3ης Απριλίου, η καταδρομική δύναμη επιβιβάσθηκε σε αποβατικό σκάφος και αναχώρησε από τη βάση της νησίδας Άγιος Γεώργιος με κατεύθυνση τον όρμο Βαριά, νότια της πόλεως Μυτιλήνης, όπου αποβιβάσθηκε στις 0310 της 4ης Απριλίου. Ταυτόχρονα, άλλο εξοπλισμένο πλοιάριο αναχώρησε από τη βάση για περιπολία στις νότιες ακτές της νήσου.

Μετά την αποβίβαση οι ομάδες, ακολουθώντας την παραλιακή οδό, με σειρά κινήσεως αντίστροφη της αριθμητικής τους, προωθήθηκαν στην πόλη.

Η τέταρτη ομάδα, μετά από πορεία μιας περίπου ώρας έφθασε στην παρυφή της πόλεως και αφού έταξε τα πολυβόλα της σε θέσεις βολής, άρχισε τη ναρκοθέτηση της οδού. Η ναρκοθέτηση διακόπηκε εξαιτίας της εμφανίσεως γερμανικού στρατιωτικού αυτοκινήτου που κατευθυνόταν στη Μυτιλήνη. Αργότερα, και ενώ η ομάδα συνέχιζε την τοποθέτηση των ναρκών, το ίδιο αυτοκίνητο εμφανίσθηκε επιστρέφοντας στην αντίθετη κατεύθυνση. Αμέσως αποφασίσθηκε η διακοπή της ναρκοθετήσεως και η προσβολή του αυτοκινήτου. Η ομάδα έβαλε εναντίον του αιφνιδιαστικά πυρά και το ανάγκασε να σταματήσει. Μετά από ολιγόλεπτη συμπλοκή, η ομάδα πυρπόλησε το αυτοκίνητο και φόνευσε τους επιβαίνοντες Γερμανούς. Ύστερα παρέμεινε στις θέσεις της επιτηρώντας την περιοχή μέχρι τις 0310 που είχε ορισθεί ως ώρα συμπτύξεως των άλλων ομάδων και, σύμφωνα με την εντολή, αναχώρησε για να τις συναντήσει στο προκαθορισμένο σημείο επιβιβάσεώς τους στην ακτή(1) .

Η τρίτη ομάδα, έχοντας αρχικά την εντολή να καλύψει την κίνηση των άλλων δύο ομάδων, προχώρησε αθέατη μέχρι τον αντικειμενικό σκοπό της, που ήταν η κατοικία των υπαλλήλων της Γερμανικής Μυστικής Αστυνομίας. Με αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του στόχου της φόνευσε τους τρεις Γερμανούς της φρουράς και έναν Έλληνα χωροφύλακα που ήταν στην υπηρεσία τους και αμέσως μετά αναχώρησε για το σημείο συναντήσεως με τις άλλες ομάδες.

Ταυτόχρονα, η δεύτερη ομάδα επιτέθηκε εναντίον των φυλακών της Γερμανικής Μυστικής Αστυνομίας και εξόντωσε τη φρουρά, αλλά δεν κατάφερε να διαρρήξει το σιδερένιο κιβώτιο και να πάρει τα έγγραφα του αρχείου. Δώδεκα από τους κρατουμένους στις φυλακές δραπέτευσαν, ενώ οι υπόλοιποι δεν τόλμησαν να φύγουν, επειδή φοβήθηκαν.

Ενώ η πρώτη ομάδα πλησίαζε στις φυλακές του Διδασκαλείου, ακούσθηκαν οι πυροβολισμοί και οι εκρήξεις από τη συμπλοκή της τέταρτης ομάδας και αναγκάσθηκε να επισπεύσει την επίθεση, προτού η φρουρά των φυλακών τεθεί σε συναγερμό. Με γρήγορη ενέργεια έκοψε τα τηλεφωνικά καλώδια, αιχμαλώτισε το δεσμοφύλακα και φόνευσε τους τρεις από τους τέσσερις άνδρες της φρουράς, ενώ ο τέταρτος διέφυγε τραυματισμένος. Και εδώ οι εκατό πενήντα περίπου κρατούμενοι, επειδή φοβήθηκαν, δεν τόλμησαν να αποδράσουν, εκτός από μερικές γυναίκες που εκμεταλλεύθηκαν τη σύγχυση και δραπέτευσαν.

Στις 0330 της 4ης Απριλίου και οι τέσσερις ομάδες συγκεντρώθηκαν στο προκαθορισμένο σημείο επιβιβάσεως στην ακτή, απ’ όπου αναχώρησαν με αποβατικό πλοιάριο για τη βάση τους.

Από εξακριβωμένες πληροφορίες, οι συνολικές απώλειες των Γερμανών ήταν 6 νεκροί και 7 τραυματίες και 2 Έλληνες Χωροφύλακες νεκροί που ήταν στην υπηρεσία των Γερμανών. Ένα αυτοκίνητο και δυο δίκυκλα καταστράφηκαν. Η καταδρομική δύναμη είχε έναν Ιερολοχίτη τραυματία(1) .

Μεθορμισμός του Αποσπάσματος από τη Βάση Αγίου Γεωργίου. Όταν το απόσπασμα επέστρεψε στη βάση του, η Βρετανική Ταξιαρχία Καταδρομών διέταξε το μεθορμισμό του (στις 4 Απριλίου) από τη νησίδα Άγιος Γεώργιος στον όρμο Τεκέ Μπουρνού, βόρεια του κόλπου που σχηματίζεται από τη χερσόνησο της Αλικαρνασσού ) . Από τη νέα βάση του το απόσπασμα ασχολήθηκε, μέχρι τις 13 Απριλίου, με περιπολίες και καταδρομικές ενέργειες εναντίον κινούμενων εχθρικών σκαφών στο θαλάσσιο χώρο, ανάμεσα στις νήσους Χίο και Λέσβο, στην περιοχή των Οινουσσών και ανάμεσα στη Χίο και στη Σάμο.

Στις 7 Απριλίου, σε μια περιπολία έγινε συμπλοκή του αποσπάσματος με εξοπλισμένο γερμανικό σκάφος, στην περιοχή δεκαπέντε μίλια νότια του Αγκιλάρ, κοντά στις μικρασιατικές ακτές, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του περιπολάρχη και δύο μελών του πληρώματος, την εγκατάλειψη του αγώνα και την επιστροφή του πλοιαρίου στη βάση του, ένεκα ανεπανόρθωτης βλάβης και των δύο πολυβόλων του(3) .

Στις 11 Απριλίου, με νέα διαταγή της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών, το απόσπασμα μετακινήθηκε νότια και μετά από δύο ημέρες προσορμίσθηκε στον όρμο Γκιουζλεμέκ, όπου ασχολήθηκε με τη σχεδίαση και την προετοιμασία καταδρομής εναντίον της Χίου. Ταυτόχρονα, από περιπολικά του αποσπάσματος αιχμαλωτίσθηκαν τέσσερα πλοιάρια που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των Γερμανών. Άλλα δύο εχθρικά πλοιάρια που αιχμαλωτίσθηκαν στις 19 του μηνός και ένα που παραδόθηκε αυθορμήτως από τον Έλληνα κυβερνήτη του, οδηγήθηκαν στη νέα βάση του αποσπάσματος από αναγνωριστική περίπολο που είχε σταλεί από τις 29 Μαρτίου στις Βόρειες Σποράδες(4) .

Στη διάρκεια της δράσεως του αποσπάσματος Καλλίνσκη στο Αιγαίο, η υπόλοιπη δύναμη του I Καταδρομικού Τμήματος, που βρισκόταν στην έδρα του Ιερού Λόχου στο Ελ Λατζούν της Παλαιστίνης, συνέχισε την εκπαίδευσή της. Η δύναμη αυτή, από σαράντα έξι Ιερολοχίτες και τέσσερις εθελοντές κατοίκους νήσων του Αιγαίου, μεταστάθμευσε στις 18 Μαρτίου από την έδρα του Ιερού Λόχου στην Αλεξάνδρεια και ύστερα μεταφέρθηκε και συνενώθηκε με το απόσπασμα που δρούσε στο Αιγαίο. Έτσι, την 1η Απριλίου αναχώρησε με πετρελαιοκίνητο σκάφος και μετά από περιπέτειες και καθυστερήσεις, ένεκα βλάβης της μηχανής του, έφθασε διαμέσου της Λεμεσού στις 5 Μαίου στη βρετανική βάση του Ντερεμέν(1) .

Η Βρετανική Ταξιαρχία Καταδρομών, με την άφιξη της υπόλοιπης δυνάμεως του I Καταδρομικού Τμήματος, διέταξε την πραγματοποίηση καταδρομών στη διάρκεια του Μαίου εναντίον των νήσων Σάμου, Ικαρίας, Χίου, Ψαρών και Λέσβου, με αντικειμενικούς σκοπούς, όπως και στη διάρκεια του Απριλίου[270] [271] [272] .

Καταδρομές στην Ίο και στην Αμοργό. Στο μεταξύ, στις 27 Απριλίου 1944, ο Βρετανός Ταγματάρχης Gulherland (Γκούλερλαντ) της μονάδας S B S (Special Boat Service = Ειδική Ναυτική Δύναμη) έφθασε στη βάση του I Καταδρομικού Τμήματος και ζήτησε την ενίσχυση της ομάδας του με πέντε Ιερολοχίτες και έναν αγγλομαθή, για ενέργεια καταδρομών εναντίον των νήσων Ίου και Αμοργού που περιλαμβάνονταν στην περιοχή δράσεως της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών. Ο Βρετανός αξιωματικός, επικεφαλής της ομάδας του και με τους Ιερολοχίτες υπό τον Ανθυπολοχαγό Μακρή Ελευθέριο, αναχώρησαν με πλοιάρια στις 1400 της ίδιας ημέρας για την Ίο. την επομένη, μετά την αποβίβαση, επιτέθηκαν εναντίον της γερμανικής φρουράς και στη διάρκεια της συμπλοκής φόνευσαν δύο από τους άνδρες της και αιχμαλώτισαν τους τρεις άλλους. Επιπλέον, βύθισαν ένα εχθρικό πλοιάριο στο λιμένα της νήσου, ανατίναξαν τα πυρομαχικά και τις εκρηκτικές ύλες της φρουράς και μοίρασαν στους κατοίκους τα τρόφιμά της.

Η βρετανοελληνική καταδρομική ομάδα αναχώρησε τη νύχτα 29/30 Απριλίου για την Αμοργό, όπου αποβιβάσθηκε την επόμενη νύχτα. Με καταδρομική ενέργεια εναντίον του ναυτικού σταθμού ασυρμάτου, στο σχολείο της κωμοπόλεως, φόνευσε έξι από τους άνδρες της φρουράς, ενώ δύο απ’ αυτούς διέφυγαν στο εσωτερικό της νήσου. Ακόμη πήρε ως λάφυρα τον ασύρματο, τρία πολυβόλα, διάφορα έγγραφα και τους κρυπτογραφικούς κώδικες του σταθμού. Τελικά, αφού κατέστρεψε τα πυρομαχικά της φρουράς και μοίρασε στους κατοίκους τρόφιμα που έφερε μαζί της, αποχώρησε στις 0200 της 2ης Μαίου. την ενέργεια της ομάδας βοήθησαν σημαντικά ο πρόεδρος της Κοινότητας και ο Διοικητής του Σταθμού Χωροφυλακής υπενωμοτάρχης Βλάχος Χαρίλαος(3) .

Καταδρομή στην Πάρο. Μετά από μία εβδομάδα, ένδεκα Βρετανοί υπό το Λοχαγό Anders Lassen (Άντερς Λάσσεν) και τρεις Ιερολοχίτες υπό τον Ανθυπολοχαγό Σοφούλη Κυριάκο, συγκρότησαν νέα βρετανοελληνική ομάδα, η οποία τη νύχτα 9/10 Μαίου αναχώρησε με πλοιάριο για την Πάρο. Εκεί, η ομάδα θα ερχόταν σε επαφή με την οικογένεια του Βαγγέλη Περάκη και θα ζητούσε πληροφορίες για την κατάσταση στη νήσο και μετά θα πραγματοποιούσε καταδρομή εναντίον της γερμανικής φρουράς της Παροικίας.

Η ομάδα, λόγω θαλασσοταραχής, αναγκάσθηκε να ποδίσει στην ερημόνησο Σειρήνα και στις 2200 της 14ης του μηνός, δια μέσου των νησίδων Οφειδούσα και Άνυδρος, αποβιβάσθηκε κοντά στο ακρωτήριο Μαύρος της Πάρου. Μετά την αποβίβασή της συναντήθηκε με μέλη της οικογένειας Περάκη και πληροφορήθηκε ότι η Παροικία δεν χρησιμοποιούταν ως βάση των Γερμανών. Οι Γερμανοί παρουσίαζαν δραστηριότητα στο ανατολικό τμήμα της νήσου, όπου υπήρχαν αποθήκες διαφόρων υλικών και όπου κατασκευαζόταν αεροδρόμιο.

Για το λόγο αυτόν, ο επικεφαλής της ομάδας άλλαξε το σχέδιό του και με οδηγό τον Εμμανουήλ Ιακώβου Στέλλα, ακολουθώντας βορειοδυτική κατεύθυνση, προχώρησε και τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Μαίου έφθασε στα ανατολικά υψώματα του όρους Κορομπόλι, όπου εγκατέστησε παρατηρητήριο, κοντά στο χωριό Μάρπησσα (Τσιπίδο). Από εκεί ήρθε σε επαφή με τους Νικόλαο και Χρήστο Στέλλα, με το χωροφύλακα Γρυλλάκη Εμμανουήλ, τον ιατρό Ευστράτιο Νικήτα Αλιπράντη και άλλους κατοίκους της περιοχής. Αφού επιβεβαιώθηκαν οι αρχικές πληροφορίες για την κατασκευή του αεροδρομίου, δόθηκαν και άλλες επιπλέον (ότι η γερμανική φρουρά ανερχόταν σε εκατόν πενήντα περίπου άνδρες που διέθεταν πολυβόλα, αντιαεροπορικά πυροβόλα και ασύρματο).

Αν και οι στόχοι ήταν αρκετοί και η εχθρική φρουρά ήταν δυσανάλογη με την καταδρομική δύναμη και τις δυνατότητές της, αποφασίσθηκε η ενέργεια επιχειρήσεως σε δύο τομείς, με ανάλογους στόχους, ως εξής:

  • Στον τομέα του αεροδρομίου και νότια απ’ αυτόν θα ενεργούσε ο Λοχαγός Λάσσεν, επικεφαλής ομάδας εφτά Βρετανών και δύο Ιερολοχιτών, με οδηγούς τους ιδιώτες κατοίκους της περιοχής Νικόλαο Στέλλα[273] και Αντώνιο Δελένδα. Ως στόχοι καθορίσθηκαν το φυλάκιο του αεροδρομίου, επανδρωμένο με μικρή φρουρά άγνωστου αριθμού ανδρών, τα αντιαεροπορικά πυροβόλα και στοιβάδες βαρελιών με υγρά καύσιμα.
  • Στο νότιο τομέα Μάρπησσα (Τσιπίδο) – Μάρμαρα την ενέργεια ανέλαβε ο Ανθυπολοχαγός Σοφούλης, επικεφαλής ομάδας τεσσάρων Βρετανών και ενός Ιερολοχίτη, με οδηγό και μέλος της ομάδας το χωροφύλακα Γρυλλάκη. Στον τομέα αυτόν, ως στόχοι καθορίσθηκαν δύναμη τριάντα Γερμανών οι οποίοι στρατωνίζονταν στο σχολείο, σταθμός ασυρμάτου με τέσσερις άνδρες, οι αποθήκες πυρομαχικών και το διοικητήριο-κατάλυμα των αξιωματικών της εχθρικής φρουράς.Κάθε ομάδα χωρίσθηκε σε ημιομάδες των δύο έως τριών ανδρών που θα ενεργούσαν επίθεση εναντίον ανάλογων στόχων. Η ομάδα του Ανθυπολοχαγού Σοφούλη χωρίσθηκε σε τρεις ημιομάδες, μία για κάθε στόχο. Η πρώτη ημιομάδα -ο Ανθυπολοχαγός Σοφούλης, ένας Ιερολοχίτης και ένας Βρετανός ασυρματιστης- θα είχε ως στόχο το σταθμό ασυρμάτου· η δεύτερη -ένας Βρετανός και ο χωροφύλακας Γρυλλάκης- θα είχε επίσης ως στόχο τις αποθήκες πυρομαχικών και η τρίτη ημιομάδα -δύο Βρετανοί- θα είχε ως στόχο το κατάλυμα της φρουράς.

Το εγχείρημα θα εκδηλωνόταν τη νύχτα 15/16 Μαΐου στις 2145 και μέχρι τις 0245 οι δύο ομάδες, του Λοχαγού Λάσσεν και του Ανθυπολοχαγού Σοφούλη, θα συγκεντρώνονταν σε προσυμφωνημένο σημείο της ακτής για να επιβιβασθούν στο πλοιάριο. Για την περίπτωση που κάποιοι άνδρες των ομάδων θα βράδυναν, μετά το εγχείρημα, καθορίσθηκε και δεύτερο σημείο, όπου την επομένη, 17η του μηνός, το πλοιάριο θα προσορμιζόταν σε ορισμένη ώρα προκειμένου να τους παραλάβει.

Οι ομάδες αναχώρησαν από το παρατηρητήριο στις 2045. Όταν η ομάδα του Ανθυπολοχαγού Σοφούλη έφθασε σε μικρή απόσταση από τους στόχους της και περίμενε την ώρα ενάρξεως του εγχειρήματος, στον τομέα της ομάδας του Λοχαγού Λάσσεν παρατηρήθηκαν φωτοβολίδες και ακούσθηκαν πολυβολισμοί. Η ομάδα του Ανθυπολοχαγού Σοφούλη αναγκάσθηκε να σταματήσει και να καλυφθεί. Όπως εξακριβώθηκε αργότερα, μία από τις ημιομάδες του πρώτου τομέα, πλησιάζοντας στην περιοχή του αεροδρομίου για αναγνώριση, προκάλεσε τις υποψίες της φρουράς, η οποία τέθηκε σε συναγερμό. Έτσι, η ομάδα του Λοχαγού Λάσσεν αναγκάσθηκε να καλυφθεί και να επιστρέψει άπρακτη στο σημείο επιβιβάσεως.

Οι ημιομάδες του Ανθυπολοχαγού Σοφούλη στις 2340 κινήθηκαν γρήγορα και επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στους στόχους τους. Η πρώτη ημιομάδα, μετά από συμπλοκή μικρής διάρκειας, φόνευσε τους τρεις Γερμανούς και τραυμάτισε τον τέταρτο βαριά, κατέστρεψε τον ασύρματο και αμέσως συμπτύχθηκε, έχοντας δύο τραυματίες, τον επικεφαλής Ανθυπολοχαγό και το Βρετανό ασυρματιστή. Η δεύτερη φόνευσε τους φρουρούς και ανατίναξε τις αποθήκες πυρομαχικών.

Η τρίτη ημιομάδα φόνευσε το σκοπό και αιχμαλώτισε το διοικητή της φρουράς. Αμέσως μετά και οι τρεις ημιομάδες, με σύντονη πορεία, κατευθύνθηκαν στο σημείο επιβιβάσεως. Στη διάρκεια της κινήσεως, η δεύτερη ημιομάδα συναντήθηκε με γερμανική περίπολο και από την ανταλλαγή πυρών μεταξύ τους φονεύθηκε ο αιχμάλωτος Γερμανός διοικητης της φρουράς και τραυματίσθηκε ο χωροφύλακας Γρυλλάκης. Τελικά, η καταδρομική δύναμη, εκτός από δύο Ιερολοχίτες, συγκεντρώθηκε έγκαιρα στο προσυμφωνημένο σημείο της ακτης και επιβιβάσθηκε στο πλοιάριο.    0ι

υπόλοιποι δύο παραλήφθηκαν την επόμενη ημέρα, όπως είχε προκαθορισθεί. Η καταδρομική δύναμη επέστρεψε στη βάση της στις 18 Μαίου. Στην καταδρομή αυτή οι Γερμανοί είχαν απώλειες 6-7 νεκρούς, 1 τραυματία και αρκετές υλικές ζημιές(1) .

Δεύτερη Καταδρομή στη Σάμο. Σύμφωνα με το πρόγραμμα της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών, αποφασίσθηκε να γίνει καταδρομή στις 15 Μαίου εναντίον της Σάμου και άρχισαν οι σχετικές προετοιμασίες. την ίδια ημέρα στάλθηκε αναγνωριστική περίπολος Ιερολοχιτών στους Φούρνους Ικαρίας. Ταυτόχρονα, το Ι Καταδρομικό Τμήμα διατάχθηκε να μετασταθμεύσει στη βρετανική βάση του όρμου Ντερεμέν. Η αναγνωριστική περίπολος επέστρεψε στις 10 του μηνός και έδωσε την πληροφορία, ότι στους Φούρνους οι Γερμανοί εμφανίσθηκαν μόνο μια φορά στη διάρκεια διμήνου και έτσι δεν υπήρχε λόγος να γίνει καταδρομή.

Στις 12 Μαίου, το Ι Καταδρομικό Τμήμα μεθορμίσθηκε στη νέα βάση του, απ’ όπου στις 15 του μηνός δύναμη τριάντα ενός Ιερολοχιτών, με επικεφαλής το Λοχαγό Πυροβολικού Σιαπκαρά Ανδρέα, αναχώρησε για καταδρομική ενέργεια στη νήσο Σάμο. Ένας Βρετανός αξιωματικός και ένας επίσης Βρετανός ασυρματιστής, ένας Αμερικανός στρατιωτικός ανταποκριτής και ένας ιδιώτης κάτοικος Σάμου, ως οδηγός, συμμετείχαν στην επιχείρηση ) . Η καταδρομική δύναμη αποβιβάσθηκε στις 0200 της 17 Μαίου στην Ψιλή Άμμο[274] [275] [276] , δυτικά του όρμου Μαραθόκαμπου και μετά την απόκρυψη των εφεδρικών εφοδίων της κινήθηκε βόρεια στο εσωτερικό της νήσου. Στη διάρκεια της ημέρας παρέμεινε στην περιοχή του υψοδείκτη 418, περίπου 1.500 μέτρα από την ακτή, συνεχίζοντας την κίνησή της τη νύχτα. Μετά από κοπιαστική ολονύχτια πορεία στάθμευσε σε απόσταση δύο χιλιομέτρων νοτιοδυτικά του χωριού Μαραθόκαμπος, για απόκρυψη και αναγνώριση. Με σύνδεσμο τον ιδιώτη οδηγό ήρθε σε επαφή με τον απόστρατο Ταγματάρχη Αγγελινάρα Αριστ.[277] , κάτοικο Μαραθόκαμπου, από τον οποίο πήρε τις πρώτες πληροφορίες για την κατάσταση στη νήσο και στη συνέχεια άλλες πληροφορίες χρήσιμες για την πραγματοποίηση της καταδρομικής ενέργειας.

Τις επόμενες δύο νύχτες, 18 και 19 Μαίου, η καταδρομική δύναμη άλλαξε διαδοχικά διάφορες θέσεις αποκρύψεως στην περιοχή Μαραθόκαμπου και τις απογευματινές ώρες της 20ης του μηνός επικοινώνησε και πάλι με τον Ταγματάρχη Αγγελινάρα.    Απ’ αυτόν πληροφορήθηκε, ότι στο Καρλόβασι υπήρχαν αποθήκες βενζίνης που φρουρούνταν και ότι στον όρμο και στο χωριό Μαραθόκαμπος που βρίσκονταν τα γραφεία της Γερμανικής Μυστικής Αστυνομίας, στάθμευαν γερμανικές δυνάμεις που προστατεύονταν από ισχυρά φυλάκια. Η πληροφορία για την ύπαρξη γερμανικών δυνάμεων στην περιοχή αυτήν ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι την ίδια νύχτα η καταδρομική δύναμη αντιλήφθηκε μετακινήσεις στρατιωτικών τμημάτων στην περιοχή του όρμου, όπου για άγνωστους λόγους, ακούγονταν πυροβολισμοί ) .

Αν και η κατάσταση ήταν δύσκολη, αποφασίσθηκε να γίνει καταδρομή εναντίον των αποθηκών βενζίνης στο Καρλόβασι. Έτσι, η καταδρομική δύναμη οργανώθηκε σε τρεις ομάδες. Η πρώτη ομάδα, με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Χαροκόπο Βασίλειο και είκοσι Ιερολοχίτες, θα ενεργούσε επίθεση εναντίον των αποθηκών βενζίνης. την ομάδα αυτή θα ακολουθούσε και ο διοικητής της καταδρομικής δυνάμεως.    Η δεύτερη, με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό

Καραδήμο Ευθύμιο και επτά Ιερολοχίτες, από κατάλληλες θέσεις στη διασταύρωση των οδών Μαραθόκαμπος-Καρλόβασι και Πύργος-Καρλόβασι, θα εμπόδιζε κάθε εχθρική κίνηση σ’ αυτές και θα κάλυπτε την ενέργεια της πρώτης ομάδας. Η τρίτη ομάδα, με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό Ρουφογάλη Μιχαήλ και τέσσερις Ιερολοχίτες Διαβιβαστές, από τη θέση Πεύκος, θα τηρούσε σε επαφή τις δύο πρώτες ομάδες και θα τις υποδέχονταν στη θέση της, όταν θα συμπτύσσονταν, μετά την επιχείρηση της καταδρομικής δυνάμεως.

Η πρώτη ομάδα κινήθηκε, τη νύχτα 21/22 Μαίου, έξω από το χωριό Μαραθόκαμπος, ακολουθώντας την αμαξιτή οδό μέχρι το εξωκλήσι Παναγία και προχωρώντας από ημιονική οδό έφθασε στις 0400 νότια της πόλεως Καρλόβασι και σε απόσταση περίπου τρισήμισι χιλιομέτρων. Από εκεί, τις βραδινές ώρες της 22ης Μαίου, έστειλε περίπολο για αναγνώριση του αντικειμενικού σκοπού της. Η περίπολος επιστρέφοντας ανέφερε ότι οι αποθήκες βενζίνης και το φυλάκιο προστατεύονταν από συρματοπλέγματα, αλλά τίποτε δεν έδειχνε την ύπαρξη φρουράς. Μετά από νέα αναγνώριση την επόμενη νύχτα και επαφή με κατοίκους της περιοχής, διαπιστώθηκε ότι τα καύσιμα είχαν μεταφερθεί στο χωριό Πύργος, στο κέντρο της νήσου, ενώ η φρουρά είχε αποσυρθεί. Έτσι, κάθε ενέργεια της ομάδας ματαιώθηκε[278] .

Εξαιτίας του χρόνου που είχε περάσει από την ημέρα αφίξεως της καταδρομικής δυνάμεως στη Σάμο, της αποστάσεως που τη χώριζε από το σημείο αποκρύψεως των εφεδρικών τροφίμων της και της αδυναμίας για τον ανεφοδιασμό και τη μεταφορά τους, οι άνδρες άρχισαν να πεινάνε. Για τους λόγους αυτούς αποφασίσθηκε η πρώτη και η δεύτερη ομάδα να συγκεντρωθούν στη θέση Πεύκος, όπου βρισκόταν η τρίτη ομάδα. Η πρώτη ομάδα θα ακολουθούσε την αμαξιτή οδό Καρλόβασι-Μαραθόκαμπος, με πρόθεση να επιτεθεί εναντίον εχθρικών μεταφορικών που τυχόν θα συναντούσε. Στις 2200 της 23ης Μαίου, στην επιστροφή της και ενώ κινούνταν παράλληλα στην αμαξιτή οδό, συνάντησε βορειοανατολικά του χωριού Σουρήδες εχθρική εφοδιοπομπή που μετέφερε τρόφιμα σε δίτροχο για τη φρουρά του Μαραθόκαμπου. Η ομάδα επιτέθηκε αιφνιδιαστικά και αιχμαλώτισε τους συνοδούς της εφοδιοπομπής, δύο Γερμανούς και έναν Ιταλό. Αμέσως μετά, αφού κατέστρεψε το δίτροχο, πήρε τα τρόφιμα και τους αιχμαλώτους και συνέχισε την κίνησή της. Από την ανάκριση των αιχμαλώτων διαπιστώθηκε ότι η φρουρά Μαραθόκαμπου είχε δύναμη μόνο έξι Γερμανούς, με επικεφαλής ανθυπασπιστή, και ότι η πληροφορία για την ύπαρξη αρκετών γερμανικών δυνάμεων στην περιοχή οφειλόταν στη μετακίνηση γερμανικών τμημάτων που μεταφέρθηκαν αλλού. Η μόνιμη φρουρά του όρμου στρατωνιζόταν σε οικίσκο που περιβαλλόταν από συρματόπλεγμα χωρίς νάρκες, κοντά στο Φρουραρχείο που ήταν αφρούρητο.

Μετά από τις λεπτομερείς αυτές πληροφορίες, αποφασίσθηκε η άμεση ενέργεια για την εξόντωση της φρουράς του Μαραθόκαμπου. Ένας Γερμανός, από τους αιχμαλώτους της εφοδιοπομπής, προσφέρθηκε αυθορμήτως να συμμετάσχει στο εγχείρημα, ως οδηγός. Το εγχείρημα ανατέθηκε σε περίπολο εννέα Ιερολοχιτών, υπό τον Υπολοχαγό Χαροκόπο. Οι υπόλοιποι της πρώτης ομάδας, με επικεφαλής το διοικητή της καταδρομικής δυνάμεως, συναντήθηκαν με τη δεύτερη ομάδα του Ανθυπολοχαγού Καραδήμου που συμπτυσσόταν στην περιοχή Πεύκος. Ύστερα κινήθηκαν ανατολικά του χωριού Μαραθόκαμπος και εγκαταστάθηκαν σε θέση που είχαν αναγνωρίσει κατά τη μετάβασή τους στο Καρλόβασι, από την οποία θα κάλυπταν τη σύμπτυξη της περιπόλου του Υπολοχαγού Χαροκόπου μετά το εγχείρημα. Αν για κάποιο λόγο η περίπολος, επιστρέφοντας μετά την αποστολή της δε συναντούσε την υπόλοιπη ομάδα στην ορισμένη αυτή θέση, θα κατευθυνόταν στην περιοχή Πεύκος, όπου θα συγκεντρωνόταν όλη η καταδρομική δύναμη(1) .

Η περίπολος του Υπολοχαγού Χαροκόπου επιτέθηκε αιφνιδιαστικά τη νύχτα 23/24 Μαίου εναντίον της φρουράς Μαραθόκαμπου, φόνευσε το διοικητή της και έναν οπλίτη και αιχμαλώτισε δύο άλλους.    Ένας Ιερολοχίτης

τραυματίσθηκε ελαφρά στη διάρκεια της συμπλοκής. Η περίπολος, αφού κατέστρεψε τον οπλισμό του φυλακίου, πήρε μαζί της τον αιχμάλωτο και τα έγγραφα και αναχώρησε για το σημείο συναντήσεως με την υπόλοιπη ομάδα, αφήνοντας έναν άνδρα της ως συνοδό του Ιερολοχίτη τραυματία.

Ο διοικητής της καταδρομικής δυνάμεως, μετά την αναχώρηση της περιπόλου για το εγχείρημα εναντίον της φρουράς Μαραθόκαμπου, άλλαξε σχέδιο και αποφάσισε να πάει με το υπόλοιπο της πρώτης ομάδας κατευθείαν στη θέση Πεύκος, ακολουθώντας ορεινό δρομολόγιο. την αυγή έφθασε στην περιοχή βορειοδυτικά του χωριού Μαραθόκαμπος και αναγκάσθηκε να σταθμεύσει για απόκρυψη στο ύψωμα Φτεριάς. Από εκεί έστειλε αγγελιαφόρο στη θέση Πεύκος να ειδοποιήσει την τρίτη ομάδα (Διαβιβαστών) για τη θέση στην οποία βρισκόταν και ότι θα πήγαινε να συνενωθεί μαζί της την επόμενη νύχτα.

Η περίπολος, μετά το εγχείρημα στο Μαραθόκαμπο, αφού πήγε στο σημείο συναντήσεως με την ομάδα της και δεν την βρήκε εκεί, κατευθύνθηκε στη θέση Πεύκος, όπου έφθασε τις πρωινές ώρες της 24ης Μαίου. Στο μεταξύ, οι Γερμανοί όταν πληροφορήθηκαν την εξόντωση της εφοδιοπομπής τους και την ενέργεια εναντίον της φρουράς Μαραθόκαμπου, κινητοποιήθηκαν και έστειλαν περιπόλους για εξερεύνηση της περιοχής και ανεύρεση των καταδρομέων. Με τις συνθήκες αυτές, τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας, το τμήμα της πρώτης ομάδας που βρισκόταν στο ύψωμα Φτεριάς, με επικεφαλής το διοικητή της καταδρομικής δυνάμεως, δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση ισχυρής γερμανικής περιπόλου από διάφορα σημεία. Οι άνδρες του, για να μην αιχμαλωτισθούν, αναγκάσθηκαν να διαφύγουν σε διάφορες κατευθύνσεις. Τις μεσημβρινές ώρες της επόμενης ημέρας, ο τραυματίας Ιερολοχίτης της περιπόλου Μαραθόκαμπου και ο συνοδός του έφθασαν στη θέση Πεύκος. Αυτοί, στη διάρκεια της πορείας τους, συναντήθηκαν με περίπολο τριών Ιταλών που φορούσαν αμφίβολη στρατιωτική στολή και μιλούσαν ελληνικά. Οι Ιερολοχίτες τους ζήτησαν πληροφορίες για τη θέση Πεύκος και μετά τη διαδικασία αναγνωρίσεως έγινε συμπλοκή μεταξύ τους, με αποτέλεσμα ο ένας Ιταλός να τραυματισθεί και οι δύο άλλοι να διαφύγουν(1) .

Τις απογευματινές ώρες της 25ης Μαίου, οι γερμανικές περίπολοι που εξερευνούσαν την περιοχή είχαν φθάσει στη θέση Πεύκος, ενώ γερμανικά φυλάκια έλεγχαν την παραλία του Μαραθόκαμπου σε όλο το μήκος της, προκειμένου να εμποδίσουν τη διαφυγή της καταδρομικής δυνάμεως.    Οι Ιερολοχίτες που είχαν συγκεντρωθεί στη θέση Πεύκος (συνολικά δεκαεννέα, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν δύο αιχμάλωτοι και ένας ιδιώτης οδηγός), [279] έχοντας μαζί τους τον ασύρματο και τους αιχμαλώτους, διέφυγαν τη νύχτα 25/26 του μηνός ανατολικά προς την κατεύθυνση του χωριού Αρβανίτες και την ημέρα στάθμευσαν τρία περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Μαραθόκαμπου. την επόμενη νύχτα συνέχισαν την πορεία τους, περνώντας ανάμεσα στο χωριό Μαραθόκαμπος και στον ομώνυμο όρμο και στις 27 του ίδιου μηνός στάθμευσαν και πάλι σε απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων βορειοανατολικά του Μαραθόκαμπου.

Η πορεία τους ήταν εξαιρετικά κοπιαστική και βραδεία, λόγω της πείνας, της αδυναμίας να βαδίσει ελεύθερα ο ένας από τους αιχμαλώτους και προπαντός ένεκα της συνεχιζόμενης εξερευνήσεως της περιοχής από γερμανικές και ιταλικές περιπόλους. Έτσι αποφάσισαν να αλλάξουν κατεύθυνση και να κινηθούν, αντί για το χωριό Αρβανίτες, στην περιοχή του χωριού Σπαθαραίοι που τους ήταν περισσότερο γνωστή. Τις επόμενες ημέρες, 28 και 29 Μαίου, διαφεύγοντας τις εξερευνήσεις των εχθρικών περιπόλων, παρέμειναν στις θέσεις Άγιος Γεώργιος και Ντίνιζα αντίστοιχα, τρία περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού Σπαθαραίοι. Στη θέση Ντίνιζα επικοινώνησαν με κατοίκους της περιοχής, από τους οποίους πληροφορήθηκαν για την κατάσταση και προμηθεύθηκαν τρόφιμα. Ο πρόεδρος του χωριού Αρβανίτες, με τον οποίο επίσης συναντήθηκαν, τους πληροφόρησε ότι ο διοικητής της καταδρομικής δυνάμεως, με ένα Βρετανό αξιωματικό, έναν Αμερικανό και δύο Ιερολοχίτες που βρίσκονταν στο ύψωμα Φτεριάς, μετά τη διάλυση της ομάδας τους είχαν διαφύγει στην περιοχή Ψιλή Άμμος, όπου επιβιβάσθηκαν σε φιλικό πλοιάριο. Η περίπολος του Υπολοχαγού Χαροκόπου (Μαραθόκαμπου), μην έχοντας επικοινωνία με τη βάση Ντερεμέν ένεκα βλάβης του ασυρμάτου της, παρέμεινε στην περιοχή του χωριού Σπαθαραίοι μέχρι τις 16 Ιουνίου. Στο διάστημα αυτό η περίπολος ήρθε σε επαφή με τη Μυστική Υπηρεσία της βρετανικής Δυνάμεως 133 που δρούσε στη Σάμο και πληροφορήθηκε ότι η δεύτερη ομάδα του Ανθυπολοχαγού Καραδήμου, διαφεύγοντας από το ύψωμα Φτεριάς κατευθύνθηκε στην περιοχή του χωριού Κουκάρι, απ’ όπου πέρασε στις απέναντι μικρασιατικές ακτές της περιοχής Κουσάντασι. Με τη βοήθεια της ίδιας Μυστικής Υπηρεσίας, η περίπολος του Υπολοχαγού Χαροκόπου επικοινώνησε με τη βάση της και τη νύχτα της 16ης Ιουνίου αναχώρησε με πλοιάριο από τη θέση Τσόπελας των νότιων ακτών της νήσου(1) .

Καταδρομή στη Χίο. Στις 20 Μαίου άρχισαν οι προετοιμασίες για καταδρομή στη νήσο Χίο. Μετά από επιτόπια αναγνώριση και συγκέντρωση πληροφοριών, συγκροτήθηκε απόσπασμα δυνάμεως σαράντα εννέα Ιερολοχιτών, με επικεφαλής το Διοικητή του Ι Καταδρομικού Τμήματος, για την πραγματοποίηση της επιχειρήσεως. Σύμφωνα με το σχέδιο, προβλεπόταν η αποβίβαση του αποσπάσματος τη νύχτα 28/29 Μαίου στον όρμο της Ελίντας, στις δυτικές ακτές της νήσου και η εγκατάστασή του στο ύψωμα Προβατάς,

βόρεια της Νέας Μονής· από εκεί θα εξορμούσε, τη νύχτα 5/6 Ιουνίου, προκειμένου να προσβάλει τους στόχους του στην πόλη και στο λιμένα της Χίου. την ίδια νύχτα και από 0100 μέχρι 0130, η Βρετανική Αεροπορία θα βομβάρδιζε την αμυντική περιοχή του εχθρού στην πόλη, για τη διευκόλυνση της καταδρομικής ενέργειας του αποσπάσματος. Στην περίπτωση που, για κάποιο λόγο, δε θα γινόταν ο βομβαρδισμός, θα προσβάλλονταν μόνο οι εξωτερικοί στόχοι της αμυντικής περιοχής(2) . Έτσι, το απόσπασμα αναχώρησε στις 1900 της 27ης Μαίου και στις 0300 της 30ης του μηνός αποβιβάσθηκε στον όρμο της Ελίντας, όπου αποκρύφτηκε όλη την ημέρα· στη συνέχεια προωθήθηκε και εγκαταστάθηκε στο ύψωμα Προβατάς.    Στις 0400 της 30ης Μαίου, ο Ανθυπολοχαγός Παλιατσάρας Ευστράτιος με έναν Ιερολοχίτη, φορώντας πολιτικά, πήγαν στη Χίο για αναγνώριση και συλλογή νεότερων πληροφοριών.

Ο διοικητής του αποσπάσματος ενδιαφερόταν κυρίως για πληροφορίες οι οποίες θα έδιναν τη δυνατότητα αιφνιδιασμού της φρουράς που βρισκόταν μέσα στην πόλη της Χίου. Στις 0700 της 31ης Μαίου, η Βρετανική Ταξιαρχία Καταδρομών έστειλε σήμα για ματαίωση του αεροπορικού βομβαρδισμού, μετά τη διαπίστωση λειτουργίας νοσοκομείου στην περιοχή.

Ο διοικητης του αποσπάσματος, εκτιμώντας την αποστολή του και μην έχοντας επαφή με τον Ανθυπολοχαγό Παλιατσάρα μέχρι το μεσημέρι της 4ης Ιουνίου, αποφάσισε την ενέργεια της καταδρομής τη νύχτα 4/5 του μηνός. Ως στόχοι ορίσθηκαν οι εγκαταστάσεις του νεωρίου και τα σκάφη που βρίσκονταν στο λιμένα της Χίου, οι κεφαλές των καλωδίων (συνδετικές αφετηρίες επίγειων και υποβρύχιων καλωδίων) που βρίσκονταν σε οικίσκο στη θέση Κοντάρι, νότια της πόλεως και το φυλάκιο του ακρωτηρίου Αγίας Ελένης(1) .

Για την επιχείρηση αυτή, το απόσπασμα συγκροτήθηκε σε τρία τμήματα. Το πρώτο τμήμα, με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Βαφειόπουλο Νικόλαο και δύναμη δεκατέσσερις Ιερολοχίτες, θα κατέστρεφε το νεώριο στο λιμένα και τα πλοιάρια που βρίσκονταν εκεί. Το δεύτερο, με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Δημητριάδη και δύναμη δεκατέσσερις επίσης Ιερολοχίτες, θα εξουδετέρωνε τη φρουρά του φυλακίου Αγίας Ελένης, για την οποία δεν υπήρχαν συγκεκριμένες πληροφορίες για τη θέση και τη δύναμή της. Το τρίτο τμήμα, με επικεφαλής τον Υπίλαρχο Σταθάτο, θα κατέστρεφε τις κεφαλές των καλωδίων στη θέση Κοντάρι και θα κάλυπτε τη σύμπτυξη του πρώτου τμήματος, από το παράλληλο με την παραλιακή οδό δρομολόγιο λιμένας Χίου – ακρωτήριο Αγίας Ελένης. Το σημείο επιβιβάσεως του αποσπάσματος, μετά το τέλος της καταδρομικής επιχειρήσεως, είχε ορισθεί στην περιοχή του ακρωτηρίου Αγίας Ελένης, όπου όλα τα τμήματα θα συγκεντρώνονταν στις 0230 της 5ης Ιουνίου.

Το τμήμα του Υπολοχαγού Βαφειοπούλου αναχώρησε στις 2030 της 4ης Ιουνίου από το ύψωμα Προβατάς. Στη θέση Γεφύρι Κόρης συνάντησε τον Ανθυπολοχαγό Παλιατσάρα, από τον οποίο πήρε τις τελευταίες πληροφορίες για τη γενική κατάσταση στη Χίο και για τις θέσεις των στόχων του. Στις 2315 προωθήθηκε στη βορειοανατολική είσοδο του φρουρίου και μέσα από τους σκοτεινούς δρόμους του έφθασε στην προκυμαία που είχε ορισθεί ως αφετηρία του εγχειρήματος. Στο σημείο αυτό, το τμήμα χωρίσθηκε σε τέσσερις ομάδες. Η πρώτη ομάδα, με ομαδάρχη τον Ανθυπολοχαγό Δούκα Κωνσταντίνο, θα κατέστρεφε τα πλοιάρια που βρίσκονταν στο χώρο της επισκευής τους. Η δεύτερη ομάδα, με ομαδάρχη τον Ανθυπολοχαγό Καραμαλή Γεώργιο, θα κατέστρεφε επίσης τις εγκαταστάσεις του νεωρίου και τα πλοιάρια που κατασκευάζονταν σ’ αυτό. Η τρίτη ομάδα, με ομαδάρχη τον Ανθυπολοχαγό Καμινάρη Σεβαστιανό, θα βύθιζε τα πλοιάρια που ήταν αγκυροβολημένα στην προκυμαία. Η τέταρτη ομάδα, με επικεφαλής το διοικητή του τμήματος, θα υποστήριζε τις ενέργειες των άλλων ομάδων, σε περίπτωση που θα τις αντιλαμβάνονταν οι Γερμανοί ) .

Οι ομάδες πρώτη και δεύτερη κινήθηκαν αθόρυβα και πλησίασαν τους στόχους τους. Η τρίτη ομάδα όμως, όταν έφθασε στην προκυμαία, βρέθηκε αντιμέτωπη με περίπολο Γερμανών οπλιτών και Ελλήνων χωροφυλάκων, καθώς και μερικών πολιτών που βάδιζαν εκεί. Η ομάδα αυτή, για να μη γίνει αντιληπτή και ανατραπεί η όλη ενέργεια του τμήματος, άλλαξε κατεύθυνση και ενώθηκε με την πρώτη ομάδα. Μέχρι τα μεσάνυχτα είχαν τελειώσει τις προκαταρκτικές εργασίες τους, τοποθετώντας εκρηκτικά σε δεκατρία πλοιάρια και στο νεώριο, οπότε οι άνδρες των πλοιαρίων άρχισαν να καλούν σε βοήθεια. Δύο Γερμανοί στρατιώτες και δύο ένοπλοι Έλληνες χωροφύλακες που περιπολούσαν στην προκυμαία έτρεξαν για βοήθεια, αλλά οι Ιερολοχίτες, ενεργώντας αμέσως με επιτυχία, αφόπλισαν τους χωροφύλακες και φόνευσαν τους Γερμανούς. Αμέσως μετά, η πρώτη ομάδα ανατίναξε τα πλοιάρια και απομακρύνθηκε από την περιοχή της προκυμαίας.    Ταυτόχρονα, η δεύτερη ομάδα κατάφερε να

καταστρέψει τις εγκαταστάσεις του νεωρίου και τα πλοιάρια που βρίσκονταν στο χώρο του. Έτσι, το τμήμα του Υπολοχαγού Βαφειοπούλου, που εκπλήρωσε την αποστολή του, συμπτύχθηκε στον όρμο Κοντάρι προκειμένου να συνενωθεί με το τμήμα του Υπίλαρχου Σταθάτου. Στο μεταξύ, το τμήμα του Υπίλαρχου Σταθάτου είχε ανατινάξει τον οικίσκο των καλωδιακών κεφαλών και είχε αποκόψει μερικές απ’ αυτές. Τα δύο αυτά τμήματα κατευθύνθηκαν μαζί στο ακρωτήριο Αγίας Ελένης, συνενώθηκαν με το τρίτο τμήμα του Υπολοχαγού Δημητριάδη – το οποίο είχε βρει την περιοχή του ακρωτηρίου χωρίς γερμανική φρουρά – και όλη η δύναμη του αποσπάσματος επιβιβάσθηκε στα πλοιάρια και απέπλευσε για τη βάση της.

Η καταδρομική ενέργεια στη Χίο είχε ως αποτέλεσμα την ανατίναξη του νεωρίου και την καταστροφή ή τη βλάβη δεκατριών πλοιαρίων, την ανατίναξη επίσης του οικίσκου των καλωδιακών κεφαλών, την καταστροφή τεσσάρων από αυτές και το θάνατο άγνωστου αριθμού ανδρών από τα πληρώματα των γερμανικών πλοιαρίων που ανατινάχθηκανΎ .

Καταδρομές στη Λαγκάδα Χίου και στη Γέρα Λέσβου. Στις 9 Ιουνίου το I Καταδρομικό Τμήμα έστειλε περίπολο οκτώ Ιερολοχιτών, με επικεφαλής τον Υπίλαρχο Σταθάτο, για περιπολίες και καταδρομική ενέργεια στην περιοχή του χωριού Λαγκάδα Χίου. Μετά από δύο ημέρες αναχώρησε και δεύτερη περίπολος των οκτώ επίσης Ιερολοχιτών, με επικεφαλής το Διοικητή του I Καταδρομικού Τμήματος. Στις 16 του μηνός, οι δύο αυτές περίπολοι συνενώθηκαν, υπό το Διοικητή του I Καταδρομικού Τμήματος.

Η πρώτη περίπολος αποβιβάσθηκε τη νύχτα 18/19 του μηνός βόρεια του χωριού Λαγκάδα, με σκοπό την εξουδετέρωση του εχθρικού φυλακίου και την κατάληψη πλοιαρίων που θα υπήρχαν στον ομώνυμο όρμο. Η γερμανική φρουρά τέθηκε σε συναγερμό από το θόρυβο της μηχανής του πλοιαρίου και άρχισε να ρίχνει φωτοβολίδες και πολυβολισμούς. Η περίπολος, αφού προωθήθηκε αθέατη, επιτέθηκε εναντίον του φυλακίου, φόνευσε δύο και αιχμαλώτισε τρεις από τους άνδρες του. Αμέσως μετά ερεύνησε την περιοχή του όρμου και αφού δε βρήκε κανένα εχθρικό πλοιάριο επιβιβάσθηκε στο αποβατικό σκάφος της και απέπλευσε με την υπόλοιπη καταδρομική δύναμη.

Τη νύχτα 20/21 Ιουνίου, τα δύο αποβατικά έπλευσαν στην περιοχή του κόλπου της Γέρας Λέσβου, όπου αποβίβασαν τους Ιερολοχίτες. 0ι περίπολοι επιτέθηκαν εναντίον του γερμανικού φυλακίου και κατέστρεψαν τρία εχθρικά πλοιάρια που βρίσκονταν εκεί. Ύστερα κατέστρεψαν το νεώριο, πυρπόλησαν την αποθήκη του και αναχώρησαν για τη βάση τους(2) .

Με τις καταδρομικές ενέργειες στη Λαγκάδα Χίου και στη Γέρα Λέσβου, έκλεισε η περίοδος δράσεως του Ι Καταδρομικού Τμήματος στο Αιγαίο. Από τα μέσα Ιουνίου 1944, το τμήμα αυτό άρχισε να αποσύρεται τμηματικά, προκειμένου να αντικατασταθεί από άλλο, σύμφωνα με απόφαση του ΓΣΌΜΑ για περιοδική εναλλαγή των καταδρομικών τμημάτων του Ιερού Λόχου στις επιχειρήσεις του Αιγαίου και των Δωδεκανήσων. Επιχειρήσεις του II Καταδρομικού Τμήματος

Στις 21 Ιουνίου, η 1η Διμοιρία και η Ομάδα Διοικήσεως του II Καταδρομικού Τμήματος έφθασαν στη βάση Ντερεμέν, με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Καζακόπουλο Πέτρο. την επόμενη ημέρα, η δύναμη αυτή άλλαξε βάση και μεταφέρθηκε στον όρμο Γενή Ατάλα των μικρασιατικών ακτών. Ταυτόχρονα, το υπόλοιπο του II Καταδρομικού Τμήματος, υπό το Διοικητή του Αντισυνταγματάρχη Τριανταφυλλάκο, ενισχυμένο με Διαβιβαστές και μέρος ομάδας Όλμων, αναχωρούσε από τη Χάιφα και στις 23 του μηνός αποβιβαζόταν στο Καστελόριζο.

Την εποχή αυτή, οι Ειδικές Μονάδες της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών αποχώρησαν από το Αιγαίο και η ευθύνη των επιχειρήσεων ανατέθηκε στον Ιερό Λόχο. Το II Καταδρομικό Τμήμα, ένεκα της αυξημένης δυνάμεώς του από απόψεως συνθέσεως, μετονομάσθηκε σε «Απόσπασμα Αιγαίου. Επίσης, όσα βρετανικά τμήματα παρέμειναν στην περιοχή αποτέλεσαν τη Δύναμη 142, υπό το Διοικητή της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών, στην οποία ο Ιερός Λόχος εξακολουθούσε να υπάγεται επιχειρησιακά  .

Μετά από τις μεταβολές αυτές και για την πιο αποτελεσματική διεξαγωγή των επιχειρήσεων διατέθηκαν στο «Απόσπασμα Αιγαίου» διάφορα πλωτά μέσα, τα οποία θα κάλυπταν τις ανάγκες των τμημάτων του σε θέματα στρατωνισμού, μεταφορών και γενικά υποστηρίξεως διοικητικής μέριμνας. Επίσης, η βάση ενισχύθηκε με τριάντα αξιωματικούς και οπλίτες της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών και με προσωπικό του Βρετανικού Ναυτικού, υπό Βρετανό πλωτάρχη.

Η μελέτη και η σχεδίαση των επιχειρήσεων θα γινόταν, όπως είχε προκαθορισθεί, με τη συνεργασία των Διοικητών του «Αποσπάσματος Αιγαίου και της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών και με τη συμμετοχή του Ναυτικού Διοικητή της βάσεως[280] .

Στη συνέχεια, η Δύναμη 142 καθόρισε με διαταγές της τις αποστολές του «Αποσπάσματος Αιγαίου για την περίοδο δράσεως του, στη διάρκεια της οποίας θα είχε τη συνδρομή της Μυστικής Υπηρεσίας της βρετανικής μονάδας Δύναμη 133, του Βρετανικού Ναυτικού και της Βρετανικής Αεροπορίας[281] .

Καταδρομικές Επιχειρήσεις Ιουλίου 1944 (Σχεδιαγράμματα 28, 29)

Καταδρομή στην Κάλυμνο. Στις 29 Ιουνίου το ΙΙ Καταδρομικό Τμήμα, με διμοιρία υπό τον Υπολοχαγό Αυλητή Δημήτριο και δεκατέσσερις Βρετανούς, συγκρότησε καταδρομική δύναμη με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Καζακόπουλο, η οποία επιβιβάσθηκε σε δύο αποβατικά και αναχώρησε για καταδρομή στην Κάλυμνο. Οι στόχοι θα επιλέγονταν από το διοικητή της καταδρομικής δυνάμεώς στην περιοχή Βαθύ ή νότια και νοτιοανατολικά της οδού Κάλυμνος – Κοριός. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, μέχρι την ημέρα εκείνη στην περιοχή Βαθύ, στις ανατολικές ακτές της νήσου, η φρουρά είχε δύναμη σαράντα Γερμανούς που στρατωνίζονταν σε οικίσκους, κοντά στον ομώνυμο όρμο, οι οποίοι περιβάλλονταν με συρματόπλεγμα. Το εγχείρημα θα πραγματοποιούνταν μέχρι της 0230 της 2ης Ιουλίου, για να δοθεί ο χρόνος της αποχωρήσεως και της συγκεντρώσεως στο σημείο επιβιβάσεως στην ακτή(1) .

Η καταδρομική δύναμη αποβιβάσθηκε τις νυχτερινές ώρες της 30ης Ιουνίου στη θέση Βαθύ Νερό, προωθήθηκε στα υψώματα βόρεια του χωριού Βαθύ, όπου παρέμεινε την επόμενη ημέρα (1η Ιουλίου) και ασχολήθηκε με τη συλλογή πληροφοριών, ενώ η καταδρομή αποφασίσθηκε να γίνει στις 2245 της ίδιας ημέρας. Η καταδρομική δύναμη χωρίσθηκε σε τρεις ομάδες -δύο ομάδες Ιερολοχιτών και μία ομάδα Βρετανών- που θα ενεργούσαν ταυτόχρονα και σε παράταξη, με την ομάδα των Βρετανών στο κέντρο, εναντίον των οικίσκων και του φυλακίου της γερμανικής φρουράς(2) .

Το εγχείρημα άρχισε σύμφωνα με το σχέδιο. Η ομάδα των Βρετανών κινήθηκε γρήγορα, εισχώρησε στο χώρο του αντικειμενικού σκοπού και επιτέθηκε εναντίον του φυλακίου της φρουράς. Οι ομάδες των Ιερολοχιτών, ενεργώντας ταυτόχρονα στον τομέα τους, δεν κατάφεραν να πλησιάσουν τους στόχους τους και υποστήριξαν με πυρά την επίθεση της ομάδας των Βρετανών.

Στις 2300, ο διοικητής της καταδρομικής δυνάμεως διέταξε την αποχώρηση των ομάδων, αφού η ενέργεια της βρετανικής ομάδας είχε τελειώσει και επειδή η απόσταση του σημείου επιβιβάσεως στην ακτή ήταν μεγάλη και το έδαφος δύσβατο. Αν και ο απόπλους παρατάθηκε για μία ώρα, μόνο το μισό περίπου τμήμα έφθασε έγκαιρα στο σημείο επιβιβάσεως και αναχώρησε. Το υπόλοιπο τμήμα της καταδρομικής δυνάμεως παραλήφθηκε την επόμενη νύχτα με άλλο πλοιάριο. Σύμφωνα με πληροφορία αξιόπιστης πηγής, οι απώλειες των Γερμανών ήταν 9 νεκροί και 10 τραυματίες, μεταξύ των οποίων και ο διοικητής της φρουράς. Η καταδρομική δύναμη είχε 1 νεκρό και 2 τραυματίες από την ομάδα των Βρετανών. Ο ένας από τους Βρετανούς, ο οποίος ήταν βαριά τραυματισμένος, καθώς και ένας Αμερικανός νοσοκόμος (για την περίθαλψή του) παρέμειναν στο χωριό Βαθύ, όπου την επομένη οι Γερμανοί τους ανακάλυψαν και τους αιχμαλώτισαν[282] [283] .

Καταδρομή στη Σύμη. Στις 8 Ιουλίου, το «Απόσπασμα Αιγαίου’ μεθορμίσθηκε στον όρμο Μπαλισού και την επομένη στον όρμο Λόστα στις μικρασιατικές ακτές, απέναντι από τη νήσο Σύμη. την ίδια ημέρα, το υπόλοιπο του ΙΙ Καταδρομικού Τμήματος, το οποίο βρισκόταν από τις 23 Ιουνίου στο Καστελόριζο, μεθορμίσθηκε επίσης στη βάση Μπαλισού. Ο Διοικητής της Δυνάμεως 142, που ήταν ταυτόχρονα και Διοικητής της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών, πήγε με τους επιτελείς του στις 10 Ιουλίου στη βάση Λόστα για να προετοιμάσει την επιχείρηση εναντίον της Σύμης, ως επικεφαλής της καταδρομικής δυνάμεως(2) .

Ομάδα Πολυβόλων, Ομάδα Όλμων και αριθμός Διαβιβαστών του Ιερού Λόχου έφθασαν στη βάση στις 11 Ιουλίου για ενίσχυση του «Αποσπάσματος Αιγαίου’. Η καταδρομική δύναμη αποτελέσθηκε από 154 Ιερολοχίτες και 70 Βρετανούς και ως αντικειμενικός σκοπός της τέθηκε η εξουδετέρωση της γερμανικής φρουράς, η καταστροφή των εγκαταστάσεών της και η ανατίναξη ή κατάληψη των πλωτών μέσων της.

Από τις 30 Ιουνίου μέχρι τις 6 Ιουλίου και από 8 μέχρι τις 11 Ιουλίου μικτές ελληνοβρετανικές περίπολοι ασχολήθηκαν με τη συλλογή πληροφοριών(3)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες των αναγνωριστικών περιπόλων, η εχθρική δύναμη στη νήσο ήταν περίπου 2Ο Γερμανοί και 175 Ιταλοί. Η κατανομή της δυνάμεως αυτής ήταν η εξής:

  • Στο φρούριο της πόλεως Σύμης δεκατέσσερις Γερμανοί και ογδόντα Ιταλοί.
  • Στην αποβάθρα και σε οικίσκο πίσω από το Λιμεναρχείο δεκαπέντε έως τριάντα Ιταλοί.
  • Στο λιμενοβραχίονα πέντε έως δέκα Γερμανοί και Ιταλοί.

Στον Άγιο Φανούριο, 1.5ΟΟ μέτρα νοτιοδυτικά της πόλεως, περίπου είκοσι πέντε Ιταλοί.

Στο χωριό Πανορμίτης, στις νοτιοδυτικές ακτές της νήσου, τέσσερις Γερμανοί και περίπου σαράντα Ιταλοί. Τα τμήματα αυτά διέθεταν οπλοπολυβόλα και πολυβόλα των 8 και των 2Ο χιλιοστών. Τα καταλύματα και οι αμυντικές οργανώσεις τους προστατεύονταν με συρματοπλέγματα και νάρκες εναντίον προσωπικού. Για τον έλεγχο και την ασφάλεια της περιοχής τους έστελναν περιπόλους και εγκαθιστούσαν ενέδρες(1) .

Η καταδρομική δύναμη, με βάση την αποστολή της και τη διάταξη της εχθρικής φρουράς, οργανώθηκε σε τρία συγκροτήματα.

Το Βόρειο, ως Κύρια Δύναμη, από ενενήντα έναν Ιερολοχίτες και είκοσι τρεις Βρετανούς, με επικεφαλής τον Αντισυνταγματάρχη Τριανταφυλλάκο και αποστολή την επίθεση εναντίον της πόλεως Σύμης.

Το Νότιο, ως Δύναμη Νότου, από τριάντα έξι Ιερολοχίτες και είκοσι δύο Βρετανούς, με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Παπαδόπουλο Κωνσταντίνο και σύνδεσμο της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών το Λοχαγό Macbeth (Μάκμπεθ). Αποστολή του ήταν η επίθεση εναντίον του χωριού Πανορμίτης.

Το Δυτικό, ως Δυτική Δύναμη, από τριάντα έναν Ιερολοχίτες και είκοσι ένα Βρετανούς, με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Αυλητή και σύνδεσμο της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών το Λοχαγό Kleins (Κλάινς), που θα ενεργούσε από τα δυτικά στην περιοχή του Αγίου Φανουρίου.

Σε κάθε συγκρότημα διατέθηκε από μία περίπολος αναγνωρίσεως, η οποία θα προαποστελόταν για τις απαραίτητες αναγνωρίσεις αποβιβάσεως, υποδοχής και προωθήσεως των τμημάτων στους χώρους επιθέσεως[284] .

Οι περίπολοι αναγνωρίσεως αποβιβάσθηκαν τη νύχτα 12/13 Ιουλίου και ασχολήθηκαν με τις προκαταρκτικές ενέργειες της επιχειρήσεως. Στη 0100 της 14ης Ιουλίου, η καταδρομική δύναμη αναχώρησε από τη βάση Λόστα με δύο πλοιάρια και πριν από την αυγή αποβιβάσθηκε στη Σύμη. Η Κύρια Δύναμη αποβιβάσθηκε στην ακτή της Αγίας Μαρίνας, η Δυτική Δύναμη στην ακτή Τάλι και η Νότια Δύναμη στην ακτή της Φανερωμένης.

Στολίσκος πέντε ακταιωρών υποστήριξε από τη θάλασσα την ενέργεια, ενώ άλλες δώδεκα ακταιωροί και ακτοφυλακίδες χρησιμοποιήθηκαν για την απόβαση των τμημάτων με ελαστικές λέμβους. Όλα τα τμήματα, μέχρι τις 0500, συνδέθηκαν με τις αναγνωριστικές περιπόλους και προωθήθηκαν αθόρυβα στις θέσεις εξορμήσεώς τους[285] .

Στις 0645, αμέσως μετά την έναρξη του πυρός των πλοίων, τα τμήματα άρχισαν ταυτόχρονα να προσβάλλουν τους στόχους τους.

Στο Βόρειο τομέα, η Κύρια Δύναμη εκτόξευσε πυρά όλμων και πολυβόλων εναντίον των στόχων που είχαν αναγνωρισθείστο φρούριο της πόλεως. Ταυτόχρονα, μία διμοιρία προχωρούσε για την εξουδετέρωση των στόχων του λιμενοβραχίονα, με την υποστήριξη πυρών οπλοπολυβόλων από μεγάλη απόσταση. Ο εχθρός, αν και αιφνιδιάσθηκε, συνήλθε γρήγορα και σε βραχύ χρονικό διάστημα απάντησε με πυρά οπλοπολυβόλων, πολυβόλων και όλμων. Στις 0650, ενώ πέντε βρετανικά αποβατικά έπλεαν στον όρμο της Σύμης για να υποστηρίξουν την επίθεση στο φρούριο, δύο γερμανικά εξοπλισμένα πλοιάρια που βρίσκονταν μέσα στο λιμένα, έβαλαν πυρά εναντίον τους και ανάγκασαν τα βρετανικά να τους απαντήσουν επίσης με πυρά. Σε λίγο τα δύο γερμανικά πλοιάρια αποχώρησαν με πολλές ζημιές, καταφεύγοντας στη νότια ακτή του λιμένα. Η Δυτική Δύναμη είχε στο μεταξύ εκκαθαρίσει την τοποθεσία Αγίου Φανουρίου απ’ όπου ομάδα Βρετανών επιτέθηκε με κατεύθυνση νοτιοανατολική και πέτυχε να καταλάβει το λιμενοβραχίονα της πόλεως. Στις 0900 περίπου, η διμοιρία της Κύριας Δυνάμεως, που κινούνταν για την εξουδετέρωση των στόχων του λιμενοβραχίονα, προχώρησε μέσα στην πόλη και αφού εξουδετέρωσε μικρές εχθρικές αντιστάσεις σε διάφορες οικίες, στράφηκε με κατεύθυνση το λιμένα για να προσβάλει τα εξοπλισμένα γερμανικά πλοιάρια που βρίσκονταν εκεί και τα οποία παραδόθηκαν το ένα μετά το άλλο, με όλους όσους βρίσκονταν επάνω σε αυτά. Τέλος, η διμοιρία Ιερολοχιτών επιτέθηκε εναντίον των αμυνομένων στο Λιμεναρχείο και στο Τελωνείο, τους οποίους εξουδετέρωσε μετά από αγώνα.

Στις 0930 περίπου, σμήνος εχθρικών υδροπλάνων εμφανίσθηκε επάνω από τη νήσο σε αναγνωριστική πτήση. Τα υδροπλάνα επέστρεψαν αργότερα και πολυβόλησαν τις θέσεις των επιτιθεμένων εναντίον του φρουρίου. Η επίθεση για την κατάληψη του φρουρίου συνεχιζόταν μέχρι τις μεσημβρινές ώρες και στις 1230, ενώ εξελισσόταν ευνοϊκά, ένας Ιερολοχίτης κήρυκας και ένας Γερμανός αιχμάλωτος πήγαν στο φρούριο και πρότειναν την παράδοσή του. Η φρουρά ζήτησε να σταλεί Βρετανός αξιωματικός, ο οποίος έφθασε σε μισή ώρα και μετά από σύντομη διαπραγμάτευση πέτυχε την ύψωση λευκής σημαίας στο φρούριο και την παράδοση της φρουράς άνευ όρων(1) .

Στο Νότιο τομέα, παράλληλα με την ενέργεια της Κύριας Δυνάμεως στο φρούριο, η Δύναμη Νότου, που αποβιβάσθηκε στην περιοχή του Πανορμίτη, επιτέθηκε εναντίον της εχθρικής δυνάμεως που κατείχε το μοναστήρι. 0ι αμυνόμενοι συμπτύχθηκαν στην περιοχή της χερσονήσου, όπου συνενώθηκαν με την υπόλοιπη φρουρά και προέβαλαν αντίσταση· όμως, μετά από αποφασιστική επίθεση των Ιερολοχιτών και αφού δεν υπήρχε ελπίδα ενισχύσεως ή διαφυγής τους, αναγκάσθηκαν να παραδοθούν. 0ι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν αμέσως στην παραλία και επιβιβάσθηκαν στα αποβατικά πλοιάρια.

Στο Δυτικό τομέα, μετά την αποβίβασή της στην ακτή Τάλι, η Δυτική Δύναμη προχώρησε γρήγορα νοτιοανατολικά και ενεργώντας αιφνιδιαστικά αιχμαλώτισε τους άνδρες της ιταλικής φρουράς του Αγίου Φανουρίου. Στη συνέχεια έφθασε στην πόλη της Σύμης, όπου συνενώθηκε με την Κύρια Δύναμη και την υποστήριξε από βορειοδυτική κατεύθυνση για την κατάληψη του φρουρίου.

Μετά την ολοκλήρωση των αντικειμενικών σκοπών, τα τμήματα του Βόρειου (Κύρια Δύναμη) και του Δυτικού τομέα (Δυτική Δύναμη), αφού παρέμειναν στην πόλη μέχρι της 2200, επιβιβάσθηκαν στα αποβατικά σκάφη και απέπλευσαν για τη βάση Λόστα, δια μέσου του τουρκικού όρμου Πεντζίκ, παίρνοντας μαζί τους τους αιχμαλώτους και τα γερμανικά πλοιάρια. Ταυτόχρονα, τα τμήματα του Νότιου τομέα (Δύναμη Νότου) αποχωρούσαν από τον όρμο του Πανορμίτη. Μικρή βρετανική περίπολος παρέμεινε στη νήσο για να παρακολουθήσει τις αντιδράσεις των Γερμανών.

Τις πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας (15ης Ιουλίου), γερμανική δύναμη, προερχόμενη από τη Ρόδο, επιχείρησε να αποβιβασθεί στον όρμο της Σύμης, αλλά η βρετανική περίπολος που βρισκόταν στην πόλη την αντιμετώπισε με πυρά και την ανάγκασε να φύγει. Η εχθρική δύναμη αποβιβάσθηκε αργότερα στον Πανορμίτη. την ίδια ημέρα, γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν την περιοχή της πόλεως Σύμης και τον τουρκικό όρμο Πεντζίκ, όπου η καταδρομική δύναμη είχε καταφύγει μετά την επιχείρηση. Η βρετανική περίπολος, μετά τη διαπίστωση της αποβάσεως γερμανικών τμημάτων στη νήσο, αποχώρησε τις βραδινές ώρες της 15ης Ιουλίου(1) .

0ι απώλειες των Γερμανοϊταλών στη διάρκεια της καταδρομής στη Σύμη ήταν οι εξής: Στο Βόρειο τομέα 8 νεκροί, 15 τραυματίες και 101 αιχμάλωτοι (Γερμανοί28, Ιταλοί 73). Στο Νότιο τομέα 2 τραυματίες και 33 αιχμάλωτοι (Γερμανοί 8, Ιταλοί 25) και στο Δυτικό τομέα 1 νεκρός και 18 αιχμάλωτοι Ιταλοί. 0ι απώλειες της καταδρομικής δυνάμεως ήταν στο Βόρειο τομέα 10 τραυματίες [286] (Ιερολοχίτες 7, Βρετανοί 3), στο Νότιο τομέα 1 Βρετανός τραυματίας και στο Δυτικό τομέα 2 Ιερολοχίτες, οι οποίοι πνίγηκαν στη διάρκεια της αποβάσεως(2) .

Η καταδρομή στη Σύμη χαρακτηρίσθηκε ως η πρώτη πολύ καλά οργανωμένη επιχείρηση ευρείας μορφής. Εκτός από τις απώλειες σε προσωπικό οι υλικές ζημιές του εχθρού ήταν επίσης σημαντικές εξαιτίας της αποτελεσματικής δράσεως των ομάδων καταστροφών του Καταδρομικού Τμήματος. Στο Βόρειο τομέα, μικτή ελληνοβρετανική ομάδα κατέστρεψε πλοιάρια που κατασκευάζονταν στο νεώριο της Σύμης, τις αμυντικές οργανώσεις στο φρούριο και τις αποθήκες πυρομαχικών. Επίσης κατέστρεψε αρκετά αυτόματα και άλλα βαρέα όπλα και σημαντική ποσότητα τυφεκίων και πυρομαχικών. Στο Νότιο τομέα, ομάδα καταστροφών από τρεις Ιερολοχίτες κατέστρεψε τις αμυντικές οργανώσεις της χερσονήσου Πανορμίτη, τις εγκαταστάσεις και το υποβρύχιο καλώδιο συνδέσεως με τη Ρόδο, την τηλεφωνική γραμμή Πανορμίτη-Σύμης, αριθμό οπλοπολυβόλων, πολυβόλων και όλμων και ποσότητα πυρομαχικών. Στο Δυτικό τομέα, ομάδα δύο Ιερολοχιτών κατέστρεψε όλες τις οχυρώσεις, αριθμό βαρέων όπλων και τις αποθήκες πυρομαχικών(3) .

Το ΙΙ Καταδρομικό Τμήμα από τις 15 Ιουλίου μέχρι τις 24 Αυγούστου ασχολήθηκε με αναγνωριστικές περιπολίες στις νήσους του Αιγαίου. Στο διάστημα αυτό, οι ομάδες πολυβόλων και όλμων που ενίσχυσαν το «Απόσπασμα Αιγαίου» για την καταδρομή στη Σύμη αναχώρησαν μαζί με τους Γερμανούς και Ιταλούς αιχμαλώτους για την Παλαιστίνη, επιστρέφοντας στην έδρα του Ιερού Λόχου. Οι επιπλέον Διαβιβαστές έμειναν ως ενίσχυση του ΙΙ Καταδρομικού Τμήματος. Στις 17 Ιουλίου, το «Απόσπασμα Αιγαίου μεθορμίσθηκε και πάλι από τη Λόστα στη βάση του όρμου Μπαλισού -απέναντι από την Κω- απ’ όπου, μέχρι τις 26 του μηνός, έστελνε αναγνωριστικές περιπόλους στη Νίσυρο, Σύμη, Κω, Τήλο και Σάμο. Οι περίπολοι συγκέντρωσαν διάφορες χρήσιμες πληροφορίες, από τις οποίες οι σπουδαιότερες ήταν ότι τριακόσιοι άνδρες είχαν εγκατασταθεί στη Σύμη και οι Ιταλοί της Τήλου είχαν αντικατασταθεί από Γερμανούς.

Στις 25 Ιουλίου, το «Απόσπασμα Αιγαίου» και η Βρετανική Ναυτική Βάση αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τον όρμο Μπαλισού και μεθορμίσθηκαν στη βάση Ντερεμέν, εξαιτίας πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε στη χερσόνησο της Αλικαρνασσού και στην περιοχή γύρω από τη βάση. Σύμφωνα με ενδείξεις, πράκτορες των Γερμανών προκάλεσαν την πυρκαγιά, με σκοπό την απομάκρυνση της βάσεως. Ταυτόχρονα με την αλλαγή της βάσεως, περίπολοι αναγνωρίσεως αναχωρούσαν για τις νήσους Αστυπάλαια, Ίο, Ικαρία και Φούρνους. Στις 27 Ιουλίου δύο περίπολοι στάλθηκαν για αναγνωρίσεις, από μία στη Χίο και στη Λέσβο[287] [288] .

Καταδρομικές Επιχειρήσεις Αυγούστου 1944

Η περίπολος Χίου, επιστρέφοντας στις 7 Αυγούστου, παρέλαβε από τη Λέσβο τη δεύτερη περίπολο που είχε σταλεί εκεί για αναγνώριση. Ο περιπολάρχης της ανέφερε στον κυβερνήτη του σκάφους, ότι από την αναγνώρισή του στη νήσο επισημάνθηκε γερμανικό φυλάκιο στη θέση Πέραμα, στην περιοχή του κόλπου της Γέρας. Η φρουρά στρατωνιζόταν στο δεύτερο όροφο ενός παλαιού κτηρίου που περιβαλλόταν από συρματόπλεγμα και στη στέγη του ήταν τοποθετημένο ελαφρό πολυβόλο. Το φυλάκιο είχε τηλεφωνική γραμμή με την πόλη της Μυτιλήνης. Στην προκυμαία, κοντά στο κτήριο του φυλακίου, υπήρχαν πέντε ιστιοφόρα από τα οποία τα τρία ήταν φορτωμένα με ζάχαρη, λάδι και σιτάρι που προορίζονταν για τις ανάγκες των Γερμανών. Το ένα απ’ αυτά, λευκού χρώματος, που ήταν φορτωμένο με λάδι, το φρουρούσαν τέσσερις Γερμανοί. Επιπλέον, στην ακτή ήταν πλευρισμένο άλλο ένα ιστιοφόρο εξοπλισμένο, που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί για καταδιωκτικές περιπολίες. Το λευκό ιστιοφόρο, που διακρινόταν καθαρά από τα άλλα, κρίθηκε ως στόχος ευκαιρίας και αποφασίσθηκε η κατάστρωση σχεδίου για την άμεση προσβολή του[289] .

Τη νύχτα 7/8 Αυγούστου, το αποβατικό με τις περιπόλους των Ιερολοχιτών, αφού πέρασε το στενό δίαυλο του κόλπου της Γέρας, πλησίασε στο εχθρικό φυλάκιο του Περάματος σε απόσταση περίπου τριάντα μέτρων κοντά στη θέση όπου ήταν αγκυροβολημένα τα δύο ιστιοφόρα, το εξοπλισμένο και το λευκό με το φορτίο λαδιού. Επειδή όμως στο σημείο εκείνο τα νερά ήταν αβαθή, η προσπάθεια να πλησιάσουν το δεύτερο σκάφος απέτυχε και αποφασίσθηκε να προσβάλουν το ιστιοφόρο, που ήταν φορτωμένο με ζάχαρη. Πέντε Ιερολοχίτες, με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Παπαθανασόπουλο Αργύριο της περιπόλου Λέσβου, ανέβηκαν στο πλοιάριο και προσπάθησαν να σηκώσουν την άγκυρα και να θέσουν σε κίνηση τη μηχανή του. Οι άνδρες του φυλακίου κινητοποιήθηκαν, εξαιτίας του θορύβου της άγκυρας και της μηχανής και άρχισαν πυρά εναντίον του πλοιαρίου. την ενέργεια της ομάδας του Υπολοχαγού Παπαθανασόπουλου υποστήριξαν οι περίπολοι από το αποβατικό σκάφος με πυκνά πυρά και ανάγκασαν τους άνδρες του εχθρικού φυλακίου να σταματήσουν. Στο μεταξύ, οι Ιερολοχίτες σήκωσαν την άγκυρα και απομάκρυναν το ιστιοφόρο με τη ζάχαρη από την ακτή. Το αποβατικό έστρεψε αμέσως τα πυρά του εναντίον των άλλων εχθρικών ιστιοφόρων και του εξοπλισμένου και στα περισσότερα από αυτά προκάλεσε αρκετές ζημιές. Το χωρητικότητας 35 τόνων ιστιοφόρο με φορτίο είκοσι τόνους ζάχαρη, οδηγήθηκε στη νησίδα Άγιος Γεώργιος και από εκεί στη βάση Ντερεμέν. Οι περίπολοι Χίου και Λέσβου επέστρεψαν στη βάση χωρίς απώλειες.

Το ΙΙ Καταδρομικό Τμήμα συνέχισε τις αναγνωριστικές περιπολίες όλο το πρώτο εικοσαήμερο του Αυγούστου. Στις 2 Αυγούστου έγιναν περιπολίες στις νήσους Νάξο, Πάρο, Αμοργό, Θήρα, Ικαρία και Φούρνους και στις 8 του μηνός στη νήσο Πλατύ, βορειοδυτικά της Σύμης, για την προσβολή εχθρικού σκάφους που ακινητούσε εκεί, αλλά όμως είχε ρυμουλκηθεί την προηγουμένη στη Σύμη. Οι περίπολοι Ικαρίας και Φούρνων, επιστρέφοντας την ίδια ημέρα έδωσαν την πληροφορία ότι στις νήσους αυτές δεν υπήρχε εχθρός. Οι περίπολο ι Θήρας και Αμοργού επέστρεψαν στις 11 Αυγούστου και ανέφεραν ότι στην πρώτη υπήρχε δύναμη είκοσι πέντε Γερμανών, ενώ η δεύτερη ήταν αφρούρητη. την ίδια ημέρα, στάλθηκαν περίπολοι στις νήσους Μήλο, Σίφνο και Σέριφο, καθώς και μικτή ελληνοβρετανική περίπολος στις Δυτικές Κυκλάδες, για την καταστροφή πλωτών εχθρικών μέσων, αλλά επέστρεψαν άπρακτες εξαιτίας της κακοκαιρίας. Άλλες περίπολοι στάλθηκαν, στις 14 Αυγούστου, στις νήσους Λέρο, Τήλο και στις Βόρειες Σποράδες· επίσης την επομένη στη Μήλο, Σέριφο, Σίφνο, Κέα, Κύθνο και Φολέγανδρο. Αυτές είχαν επιστρέψει στη βάση τους μέχρι το τέλος του μηνός με ενδιαφέρουσες πληροφορίες, εκτός από την περίπολο της Λέρου που δεν κατάφερε να αποβιβασθεί, ένεκα της θαλασσοταραχής. Στις 17 Αυγούστου, μικρή ομάδα καταστροφών πήγε στην Τήλο και κατέστρεψε τις τηλεφωνικές εγκαταστάσεις και τα υποβρύχια καλώδια επικοινωνίας της με τη Ρόδο και με τα άλλα Δωδεκάνησα. Τέλος, αναγνωρίσεις έγιναν, στις 20 και στις 24 του μηνός, στις νήσους Μύκονο και Άνδρο(1) .

Η δράση του II Καταδρομικού Τμήματος θεωρήθηκε ότι τελείωσε στις 20 Αυγούστου, όταν η 1η Διμοιρία του III Καταδρομικού Τμήματος, με επικεφαλής το Διοικητή του Ταγματάρχη Πυροβολικού Δημόπουλο Παύλο, αποβιβαζόταν στη βάση Ντερεμέν. Μέχρι το τέλος του μηνός, το II Καταδρομικό Τμήμα, μείον τους Διαβιβαστές, είχε αποχωρήσει από την περιοχή του Αιγαίου, επιστρέφοντας στην Παλαιστίνη όπου ήταν η έδρα του Ιερού Λόχου.

Επιχειρήσεις του III Καταδρομικού Τμήματος

Μέχρι τις 28 Αυγούστου, το III Καταδρομικό Τμήμα είχε εγκατασταθεί στη βάση Ντερεμέν, για να συνεχίσει τις επιχειρήσεις στο Αιγαίο. Στο μεταξύ, από τις 21 του μηνός, η 1η Διμοιρία του Τμήματος ήταν έτοιμη για δράση στα πλαίσια των εντολών της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών.

Η περίοδος δράσεως του III Καταδρομικού Τμήματος χαρακτηρίζεται κυρίως από έντονη περιπολιακή δραστηριότητα με αναγνωρίσεις και μικρές καταδρομικές ενέργειες. την περίοδο αυτή, οι Γερμανοί προσπαθούσαν να απαγκιστρώσουν τις περισσότερες δυνάμεις τους από τις νήσους, για να τις μεταφέρουν στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα, από την πλευρά των Συμμάχων, άρχιζαν επιχειρήσεις απελευθερώσεως των νήσων του Αιγαίου.

Η Αναγνώριση Καρπάθου και οι Καταδρομές Θήρας και Κω (Σχεδιαγράμματα 30, 31,32, 33)

H αναγνώριση στην Κάρπαθο.

Η 1η Διμοιρία του III Καταδρομικού Τμήματος συγκρότησε περίπολο δυνάμεως πέντε Ιερολοχιτών, με επικεφαλής το Λοχαγό Πυροβολικού Κωστελέτο Δημήτριο, για αναγνώριση αρχικά στην Κάρπαθο και ύστερα στη νήσο Κάσο.

Η περίπολος αναχώρησε από τη βάση της στις 23 Αυγούστου και την επόμενη ημέρα παρέμεινε στη νησίδα Σειρήνα, μεταξύ Αστυπάλαιας και Καρπάθου. Στη 0100 της 25ης του μηνός, αποβιβάσθηκε στην Κάρπαθο και στη διάρκεια της πορείας της στο εσωτερικό της νήσου έπεσε σε παγιδευμένο ναρκοπέδιο, με αποτέλεσμα όλοι οι άνδρες, πλην του περιπολάρχη, να τραυματισθούν. Εξαιτίας του ατυχήματος, η περίπολος αναγκάσθηκε να αφήσει έναν Ιερολοχίτη που τραυματίσθηκε θανάσιμα και να συμπτυχθεί στην ακτή, απ’ όπου επέστρεψε με το σκάφος της στη νησίδα Σειρήνα.    0 κυβερνήτης του

σκάφους ανέφερε στη βάση το ατύχημα και πήρε οδηγίες, σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να παραμείνει προσωρινά στη νησίδα αναμένοντας ιατρό για την περίθαλψη των τραυματιών της περιπόλου.

Στις 0830 της 25ης Αυγούστου, Γερμανοί που επέβαιναν σε τρία εξοπλισμένα πλοιάρια επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά, ανέβηκαν στο σκάφος και αιχμαλώτισαν το πλήρωμα και τους άνδρες της περιπόλου. Στη διάρκεια της συμπλοκής, ο κυβερνήτης και ο ύπαρχος του σκάφους τραυματίσθηκαν, αλλά την τελευταία στιγμή πρόλαβαν να καταστρέψουν τον ασύρματο και τον κρυπτογραφικό κώδικα.

Αρχείο ΔΙΣ, Φ. 811/Α/1, σελ. 91-96.

Αρχείο ΔΕ, Φ. 811/Γ/1, σελ. 61.

Οι Γερμανοί οδήγησαν τους αιχμαλώτους στην Αστυπάλαια και στη Λέρο, από εκεί στην Αθήνα και στη συνέχεια στη Γερμανία. Στη διάρκεια της μεταφοράς τους, ένας Ιερολοχίτης τραυματίας πέθανε, ενώ δύο άλλοι, όταν μεταφέρονταν στη Γερμανία, κατόρθωσαν να δραπετεύσουν κοντά στα ελληνογιουγκοσλαβικά    σύνορα.    Όταν οι τραυματίες μεταφέρονταν από τη Λερό στην Αθήνα ζήτησαν νερό και οι Γερμανοί, δείχνοντας σκληρότητα και απανθρωπιά, τους έδωσαν να πιούν θαλασσινό νερό(1) .

Καταδρομή στη Θήρα. Στις 27 Αυγούστου, περίπολος από δώδεκα Ιερολοχίτες με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό Σουραβλά Ιωάννη, προετοιμάσθηκε αφού αναχώρησε για επιχείρηση εναντίον της νήσου Θήρας. Ως αποστολή της ορίσθηκε η ανατίναξη των ειδικών εχθρικών εγκαταστάσεων ανιχνεύσεως πλοίων που βρίσκονταν στην περιοχή Θερμές Πηγές, ένα χιλιόμετρο βορειοδυτικά του ακρωτηρίου Εξωμίτης της νήσου, η καταστροφή στόχων ευκαιρίας και η συλλογή πληροφοριών. Η περίπολος, μετά την αναχώρησή της παρέμεινε (στις 28 Αυγούστου) στη νησίδα Σειρήνα ένεκα κακοκαιρίας και τις βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας αναχώρησε για τη Θήρα, όπου αποβιβάσθηκε στις 0300 της 29ης του μηνός νοτιοδυτικά του ακρωτηρίου Μέσα Βουνό. Στη συνέχεια, μετά από πεντάωρη πορεία ανέβηκε στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας και τη νύχτα στις 2300, με οδηγούς δύο βοσκούς, πλησίασε τις εχθρικές εγκαταστάσεις στη θέση Θερμές Πηγές. Αμέσως μετά εκμεταλλευόμενη την απουσία των ανδρών της ιταλικής φρουράς, πέτυχε την ανατίναξη της βάσεως του μηχανήματος ανιχνεύσεως, την καταστροφή των τηλεφωνικών εγκαταστάσεων, καθώς και την καταστροφή της μικρής αποβάθρας και του αντιαεροπορικού καταφυγίου. Η φρουρά αδράνησε, αν και αντιλήφθηκε την ενέργεια της περιπόλου που ανενόχλητη αποχώρησε επιστρέφοντας στις 31 Αυγούστου στη βάση της[290] [291] .

Ταυτόχρονα με την καταδρομή στη Θήρα, άλλες δύο περίπολοι αναγνωρίσεως, των έξι Ιερολοχιτών η καθεμιά, πήγαν στη Λήμνο και στη Σαμοθράκη. Αυτές και κάθε άλλη που βρισκόταν σε αποστολή, με επείγουσα διαταγή της Δυνάμεως 142, διατάχθηκαν να επιστρέψουν στη βάση τους, ένεκα του φόβου κατοχής από τους Γερμανούς του κρυπτογραφικού κώδικα της περιπόλου Καρπάθου που είχε αιχμαλωτισθεί. Έτσι, η περίπολος των Βορείων Σποράδων επέστρεψε στις 29 Αυγούστου με πληροφορίες για τις νήσους Ψαρά, Σκύρο, Σκιάθο, Σκόπελο, Χελιδρομή, Πέλαγος, Γιούρα, Άγιο Ευστράτιο και

Λήμνο· την επόμενη ημέρα επέστρεψε η περίπολος Λέρου. 0ι περίπολοι Άνδρου και Μυκόνου επέστρεψαν στις 31 του μηνός με πληροφορίες για τις νήσους Μύκονο, Σύρο, Κέα, Πάρο, Δήλο, Σίφνο, Σέριφο, Κύθνο και για την περιοχή Καρύστου Ευβοίας.

0 Διοικητής του ΙΙΙ Καταδρομικού Τμήματος, στις 31 Αυγούστου, κατάρτισε και υπέβαλε στη Δύναμη 142 πρόγραμμα, δια μέσου του Κλιμακίου Προκεχωρημένων Δυνάμεων Καταδρομών, για τις επιχειρήσεις του «Αποσπάσματος Αιγαίου που θα πραγματοποιούνταν το μήνα Σεπτέμβριο. Έτσι, την 1η Σεπτεμβρίου, στάλθηκαν περίπολοι στην περιοχή Νένιτα Χίου και στη Λήμνο και στις 2 του μηνάς στην Κω για αναγνώριση του αεροπορικού φάρου και του φυλακίου που βρίσκονταν στο ύψωμα Θυμιάνο της νήσου. Η περίπολος της Κω, επιστρέφοντας στις 4 Σεπτεμβρίου, έφερε σχεδιάγραμμα των εγκαταστάσεων του φυλακίου και τις απαραίτητες γι’ αυτά πληροφορίες. την ίδια ημέρα, η Δύναμη 142 διέταξε την αποστολή περιπόλων στη Χίο και στη Λέσβο για να διαπιστώσουν αν ήταν ακριβείς οι φήμες άτι οι Γερμανοί είχαν μειώσει τις φρουρές τους μεταφέροντας μέρος απά τις δυνάμεις τους στην ηπειρωτική Ελλάδα και αν είχαν πρόθεση να αποχωρήσουν, εγκαταλείποντας τις νήσους αυτές. Έτσι, στις 5 του μηνάς στάλθηκε μικρή περίπολος για αναγνώριση στη Λέσβο ενώ για τη Χίο η εντολή διαβιβάσθηκε με σήμα στην περίπολο που είχε πάει εκεί για αναγνώριση της περιοχής Νένιτα. Η περίπολος της Λέσβου, λόγω βλάβης της μηχανής του σκάφους της, αναγκάσθηκε να επιστρέψει στη βάση χρησιμοποιώντας τα ιστία του πλοιαρίου. Απά τη βάση, άταν αναφέρθηκε η βλάβη, στάλθηκε άλλο σκάφος που παρέλαβε την περίπολο εν πλω και την αποβίβασε στη Λέσβο. Η περίπολος Χίου, αν και δεν πήρε το σήμα, επιστρέφοντας στη βάση έδωσε τις πληροφορίες για το φυλάκιο Νένιτα και ακόμη άτι το προσωπικά της Γερμανικής Μυστικής Αστυνομίας είχε φύγει αεροπορικώς και η φρουρά της νήσου προετοιμαζόταν για αποχώρηση.

Την ίδια περίοδο, άλλες περίπολοι πήγαν στη Σάμο και στη Νίσυρο. Αποστολή της περιπόλου Σάμου ήταν η σύλληψη του διοικητή της φρουράς Μυτιληνιών και η προσβολή στόχων ευκαιρίας, ενώ η αποστολή της περιπόλου Νισύρου, ήταν η εξακρίβωση των αποτελεσμάτων του βομβαρδισμού της νήσου απά τη Βρετανική Αεροπορία και η συλλογή πληροφοριών.    Η δεύτερη

περίπολος, επιστρέφοντας στις 7 Σεπτεμβρίου, έδωσε τα αποτελέσματα του αεροπορικού βομβαρδισμού και την πληροφορία άτι οι Γερμανοί είχαν πρόθεσή να αποχωρήσουν από τη νήσο(1) .

Καταδρομή στην Κω. Με βάση τις πληροφορίες που έδωσε η αναγνωριστική περίπολος της Κω, η φρουρά του φυλακίου Θυμιάνο της νήσου είχε δύναμη εφτά Γερμανούς και έναν Ιταλό, με επικεφαλής Ιταλό λοχία. Το φυλάκιο, στη διάρκεια της νύχτας, εγκαθιστούσε ένα σκοπό και συνδεόταν τηλεφωνικώς με τις άλλες φρουρές της νήσου. Στις 1645 της 6ης Σεπτεμβρίου, περίπολος από δεκαέξι Ιερολοχίτες με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Έρσελμαν Ανδρέα, αναχώρησε για καταδρομική ενέργεια εναντίον του φυλακίου, προκειμένου να καταστρέψει τις εγκαταστάσεις του και τον αεροπορικά φάρο και να αιχμαλωτίσει τους άνδρες της φρουράς. Η περίπολος χωρίσθηκε σε δύο ομάδες κρούσεως των έξι ανδρών και δύο ομάδες υποστηρίξεως των δύο ανδρών η καθεμιά και στις 0230 της 7ης Σεπτεμβρίου αποβιβάσθηκε στις νοτιοανατολικές ακτές της νήσου και κοντά στην περιοχή του στόχου. Σύμφωνα με το σχέδιο ενέργειάς της, οι ομάδες θα εισχωρούσαν στην περιοχή του φυλακίου απά τρία διαφορετικά σημεία, κόβοντας τα συρματοπλέγματα και ύστερα, αφού πλησίαζαν αθόρυβα τους αντικειμενικούς σκοπούς τους, θα ενεργούσαν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του φυλακίου.    Μετά την

εξουδετέρωση της φρουράς θα τοποθετούσαν εκρηκτικά για την ανατίναξη του φυλακίου και του αεροπορικού φάρου.

Στις 0330 της ίδιας ημέρας, οι ομάδες έφθασαν στο χώρο αναμονής που βρισκόταν στο ύψωμα Λάτρα (υψοδείκτης 415), απ’ άπου όλη την ημέρα και μέχρι τις πρώτες βραδινές ώρες παρακολουθούσαν τις κινήσεις των ανδρών της φρουράς. Από τις 2000 κινήθηκαν προς το στόχο και στις 2120 πλησίασαν στο φυλάκιο και άρχισαν αμέσως να κόβουν τα συρματοπλέγματα. Η μία ομάδα κρούσεως βρήκε τον εχίνο του συρματοπλέγματος ανοιχτό και πέρασε στον περίβολο του φυλακίου.

Αρχείο ΔΙΣ, Φ. 811/Α/1, σελ. 101 και 104.

Αρχείο ΔΙΣ, Φ. 811/Γ/1, σελ. 63-66.

Ταυτόχρονα, οι άλλες ομάδες πέρασαν χωρίς να γίνουν αντιληπτές και ενώ πλησίαζαν στο φυλάκιο για να επιτεθούν, δύο σκύλοι άρχισαν να γαυγίζουν. 0 επικεφαλής της περιπόλου, για να μη γίνει πρόωρα αντιληπτή η παρουσία των ομάδων και χαθεί ο αιφνιδιασμός, έδωσε το σύνθημα της άμεσης εξορμήσεως. Έτσι, η πρώτη ομάδα κρούσεως επιτέθηκε εναντίον του κύριου κτηρίου του φυλακίου και αιφνιδίασε τους έξι άνδρες του. 0ι τρεις απ’ αυτούς, οι οποίοι αποπειράθηκαν να κινηθούν από τις θέσεις τους και ένας που προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το περίστροφό του, φονεύθηκαν επί τόπου, ενώ οι άλλοι δύο παραδόθηκαν.

Ταυτόχρονα, η δεύτερη ομάδα κρούσεως επιτέθηκε εναντίον του δευτέρου διαμερίσματος του φυλακίου και αιχμαλώτισε δύο Γερμανούς που κρύβονταν κάτω από ένα τραπέζι. Μετά την εξουδετέρωση της φρουράς, οι άνδρες της περιπόλου ερεύνησαν το φυλάκιο και βρήκαν τον Ιταλό λοχία αρχιφύλακα που κρυβόταν στο κρεβάτι του, αιχμαλώτισαν έναν ακόμη Γερμανό και τραυμάτισαν άλλον έναν που επέστρεφε από υδροληψία. Αμέσως μετά, η περίπολος συγκέντρωσε τους αιχμαλώτους και τα έγγραφα του φυλακίου και ανατίναξε τις διάφορες εγκαταστάσεις και τον αεροπορικό φάρο. Στις 2215, παίρνοντας μαζί της τους αιχμαλώτους, πήγε στο σημείο επιβιβάσεως και στη 0100 της 8ης Σεπτεμβρίου αναχώρησε με το σκάφος της, επιστρέφοντας στη βάση της.

Η Απελευθέρωση Χίου, Λέσβου και Μυκόνου (Σχεδιαγράμματα 34, 35)

Η Απελευθέρωση της Χίου και της Λέσβου. Στη διάρκεια της καταδρομικής ενέργειας εναντίον του φυλακίου Θυμιάνο της Κω, το «Απόσπασμα Αιγαίου πληροφορήθηκε από τη Σμύρνη ότι οι Γερμανοί θα αποχωρούσαν από τις νήσους Χίο και Νίσυρο. Για την επιβεβαίωση των πληροφοριών αυτών, διατάχθηκε η άμεση αναχώρηση δύο αναγνωριστικών περιπόλων. Οι περίπολοι αυτές, επιστρέφοντας ανέφεραν ότι πραγματικά είχε αρχίσει η εκκένωση των παραπάνω νήσων, καθώς και της νήσου Κω, της οποίας όμως η εκκένωση είχε διακοπεί ένεκα ελλείψεως διαθέσιμων πλωτών μέσων. Η έναρξη εκκενώσεως της Νισύρου ήταν αιτία να ματαιωθεί η καταδρομή εναντίον της φρουράς της, όπως είχε προταθεί και είχε εγκριθεί από τη Δύναμη 142. Με την ευκαιρία της ενάρξεως αποχωρήσεως των Γερμανών από τη Χίο, η Διοίκηση του «Αποσπάσματος Αιγαίου ζήτησε την επίσπευση του εγχειρήματος εναντίον του φυλακίου Νένιτα της νήσου. Έτσι, στις 8 Σεπτεμβρίου, περίπολος είκοσι έξι Ιερολοχιτών με επικεφαλής το Διοικητή του III Καταδρομικού Τμήματος, αναχωρούσε για την πραγματοποίηση του εγχειρήματος. Ταυτόχρονα, άλλη περίπολος αναχωρούσε επίσης για τη Χίο, προκειμένου να παρακολουθήσει την αποχώρηση των Γερμανών και να ενημερώσει τη βάση για την κατάσταση στη νήσο(1) .

Την ίδια περίοδο, νέες πληροφορίες διαβιβάζονταν από τις αναγνωριστικές περιπόλους που βρίσκονταν στις διάφορες νήσους, για επικείμενη εκκένωσή τους από τους Γερμανούς. Ο Διοικητής του III Καταδρομικού Τμήματος, έχοντας αλλεπάλληλες πληροφορίες για γενική αποχώρηση των Γερμανών, έκρινε σκόπιμο να ζητήσει οδηγίες για τη στάση των αναγνωριστικών περιπόλων. Η Δύναμη 142, με οδηγίες της, καθόρισε την παραμονή των περιπόλων στις νήσους Χίο, Λέσβο, Σάμο και Λήμνο μέχρι νεωτέρας διαταγής και επίσης τη στάση τους απέναντι στις προθέσεις παραδόσεως των γερμανικών φρουρών[292] .

Η εκκένωση της Χίου από τους Γερμανούς έγινε τη νύχτα 8/9 Σεπτεμβρίου 1944. Η Δύναμη 142 διέταξε την περίπολο που αναχώρησε για την προσβολή του φυλακίου Νένιτα να κατευθυνθεί, μετά την αποβίβασή της, στην πόλη της Χίου. Η περίπολος αποβιβάσθηκε στις 1Ο Σεπτεμβρίου και την επομένη πήγε στην πόλη και ήρθε σε επαφή με τις τοπικές Αρχές, τις οποίες είχαν αναλάβει μέλη της κομμουνιστικής αντιστασιακής οργανώσεως Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). Ο περιπολάρχης ανέφερε στη βάση σχετικά με την κατάσταση και πήρε διαταγή αποχωρήσεως της περιπόλου, αφού προηγουμένως άφησε μέρος της δυνάμεώς της για να παρακολουθεί την εξέλιξη της καταστάσεως.

Η περίπολος Λέσβου ανέφερε στη βάση του «Αποσπάσματος Αιγαίου», στις 1Ο Σεπτεμβρίου, ότι είχε αρχίσει η αποχώρηση των Γερμανών από τη νήσο και ζήτησε σχετικές οδηγίες. Η εντολή που της δόθηκε ήταν να παραμείνει εκεί και μετά την αποχώρηση των Γερμανών, αναμένοντας νέες διαταγές[293] .

Η έναρξη εκκενώσεως των Βορείων νήσων του Αιγαίου αποτέλεσε αιτία της άμεσης αναχωρήσεως του Διοικητή του Ιερού Λόχου από την Παλαιστίνη και της αφίξεώς του, στις 12 Σεπτεμβρίου, στη βάση του III Καταδρομικού Τμήματος. Μόλις ενημερώθηκε για την κατάσταση έστειλε δύο σήματα στο Κλιμάκιο Προκεχωρημένων Δυνάμεων Καταδρομών, ζητώντας τα εξής:    Με το πρώτο την έγκριση πραγματοποιήσεως καταδρομής εναντίον της Σάμου, προκειμένου να παρεμποδίσει τη διαφυγή των Γερμανών και με το δεύτερο την εγκατάσταση της βάσεως του «Αποσπάσματος Αιγαίου’ σε ελληνικό έδαφος, στην ελεύθερη Χίο ή στη Λέσβο που θα απελευθερώνονταν σύντομα. Το Κλιμάκιο Προκεχωρημένων Δυνάμεων Καταδρομών, παράλληλα με τις αποφάσεις του ΓΣΌΜΑ και τη γενική πολιτική κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά το στασιαστικό κίνημα του Απριλίου 1944 και τις συμφωνίες του Λιβάνου, έδωσε την έγκρισή του για τη μεταφορά της βάσεως του «Αποσπάσματος Αιγαίου’ στη Χίο. Ταυτόχρονα, απαγόρευσε οποιαδήποτε ενέργεια των τμημάτων του Ιερού Λόχου στις νήσους, μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Επίσης το ΓΣΌΜΑ, έχοντας υπόψη τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στις νήσους του Αιγαίου και προκειμένου να προλάβει τη δημιουργία προστριβών μεταξύ της κομμουνιστικής αντιστασιακής οργανώσεως ΕΑΜ και του Ιερού Λόχου, διέταξε την άμεση αναχώρηση του Διοικητή του Ιερού Λόχου και την επιστροφή του στην έδρα του στην Παλαιστίνη. Για την παρακολούθηση της εκκενώσεως των νήσων από τους Γερμανούς κα ι της εξελίξεως της καταστάσεως σε αυτές, έδωσε εντολή ενισχύσεως καθεμιάς περιπόλου με δέκα το πολύ Ιερολοχίτες, θέτοντας τον όρο της συμμετοχής Βρετανών αξιωματικών ως συνδέσμων και αποφυγής αναμίξεως των περιπόλων στα εσωτερικά ζητήματα των νήσων. Σε περίπτωση προσβολής από εχθρικά τμήματα ή προσκλήσεως των περιπόλων για ανάμιξή τους στην τήρηση της ομαλότητας στις νήσους, θα έπρεπε να αποχωρούν απ’ αυτές. Η διοίκηση, η εξασφάλιση της τάξεως και ο εφοδιασμός των νήσων με τρόφιμα θα αναλαμβάνονταν από βρετανικά τμήματα, τα οποία αποστέλλονταν εγκαίρως[294] [295].

Ο Διοικητής του Ιερού Λόχου, αφού ρύθμισε τις ενέργειες του «Αποσπάσματος Αιγαίου σύμφωνα με τις οδηγίες του ΓΣΌΜΑ, αναχώρησε στις 13 Σεπτεμβρίου για την Παλαιστίνη. την ίδια ημέρα, μία αναγνωριστική περίπολος αναχώρησε για την Αμοργό και στις 14 του μηνός άλλη περίπολος αναχώρησε επίσης για την Κω. Ταυτόχρονα, ο Υπολοχαγός Τσοπάκης Νικόλαος, επικεφαλής της περιπόλου που βρισκόταν στη Σάμο, ανέφερε ότι η φρουρά του γερμανικού φυλακίου Σταυρός της νήσου, δυνάμεως εφτά ανδρών, είχε παραδοθεί. Στις 15 Σεπτεμβρίου, ο ίδιος περιπολάρχης έδωσε την πληροφορία ότι το προσωπικό της Γερμανικής Μυστικής Υπηρεσίας είχε αποχωρήσει αεροπορικώς και ότι τα γερμανικά τμήματα της νήσου συγκεντρώνονταν στους λιμένες Βαθύ και Πυθαγόρειο, προκειμένου να αποχωρήσουν.

Στο μεταξύ, από τις 14 Σεπτεμβρίου, είχε αρχίσει η μεταφορά του «Αποσπάσματος Αιγαίου» και της Ναυτικής Βάσεως από τον όρμο Ντερεμέν στον όρμο Κολοκυθιάς (Λαγκάδα) Χίου. Στη διάρκεια του μεθορμισμού, άλλη περίπολος με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Λουμάκη Κωνσταντίνο, πήγε στη Σάμο να εξακριβώσει τις πληροφορίες για προετοιμασία εκκενώσεως της νήσου και να επιτεθεί σε στόχους ευκαιρίας. Οι περίπολοι των Υπολοχαγών Λουμάκη και Τσοπάκη έγιναν αντιληπτές, καταδιώχθηκαν από τμήμα Γερμανών και αναγκάσθηκαν να επιστρέψουν στη βάση τους, στις 22 Σεπτεμβρίου. Στη διάρκεια αψιμαχίας, που είχαν με το τμήμα αυτό, φόνευσαν έναν και τραυμάτισαν δύο Γερμανούς(1) .

Στο μεταξύ, το ΓΣΌΜΑ με οδηγίες του καθόρισε διάφορες λεπτομέρειες, που αφορούσαν στην απελευθέρωση των νήσων και στην παράδοση των φρουρών τους. Πιο συγκεκριμένα, με σήματά του προς το «Απόσπασμα Αιγαίου, δια μέσου της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών, διέταξε τα εξής:

Η παράδοση των εχθρικών φρουρών θα έπρεπε να είναι καθολική και άνευ όρων.

Οι φρουρές, μετά την παράδοσή τους και μέχρι να εκδοθούν νέες σχετικές διαταγές, θα παρέμεναν συγκροτημένες και θα κρατούσαν τον οπλισμό τους για να μην τον πάρουν οι κάτοικοι των νήσων.

Οι πολιτικές Αρχές, οποιασδήποτε παρατάξεως, θα ήταν υπεύθυνες, με αμοιβαία συνεργασία μεταξύ τους, για την τήρηση της τάξεως και την ομαλότητα στις νήσους.

Οι συλλήψεις ατόμων που είχαν συνεργασθεί με τον κατακτητή, απαγορεύονταν μέχρι την εγκατάσταση πολιτικών δικαστηρίων από το επίσημο κράτος.

Οι οδηγίες αυτές θα έπρεπε να ανακοινωθούν σε όλα τα τμήματα της Δυνάμεως 142 και στους κατοίκους των νήσων που απελευθερώνονταν.

Αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως είχε διορισθεί και θα αναχωρούσε αμέσως για εγκατάστασή του στις νήσους.

Στις 19 Σεπτεμβρίου, το Κλιμάκιο Προκεχωρημένων Δυνάμεων Καταδρομών ζήτησε από το «Απόσπασμα Αιγαίου να στείλει δέκα περιπόλους μικρής δυνάμεως στις Βόρειες νήσους του Αιγαίου και στις Κυκλάδες για αναγνωρίσεις. Στις 21 του μηνός αποφάσισε τη μετεγκατάσταση του επιτελείου του Αποσπάσματος και της Ναυτικής Βάσεως από τον όρμο Κολοκυθιάς (Λαγκάδα) στην πόλη Χίο. Το Κλιμάκιο Προκεχωρημένων Δυνάμεων Καταδρομών καταργήθηκε και στα πλαίσια του Ναυαρχείου Αιγαίου συγκροτήθηκε μικρό Τακτικό Επιτελείο, με επικεφαλής τον Επιτελάρχη της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών Αντισυνταγματάρχη Lepraic (Λεπραίκ).

Την ίδια ημέρα, ο Διοικητής της Ναυτικής Βάσεως Χίου ζήτησε την πραγματοποίηση αναγνωρίσεως στις ακτές της νήσου Άνδρου για την εξεύρεση κατάλληλων σημείων αποκρύψεως πλοιαρίων. την επομένη το Τακτικό Επιτελείο της Δυνάμεως 142 ζήτησε την αποστολή περιπόλων στις νήσους Σύρο, Πάρο, Τήνο, Μύκονο και Νάξο, ανάλογα με τις δυνατότητες της Ναυτικής Βάσεως Χίου σε πλωτά μέσα, για τη συλλογή πληροφοριών και διέταξε τις περιπόλους Σάμου και Λήμνου να συνεχίσουν την αποστολή τους. Επίσης, έδωσε την έγκριση να γίνει εγχείρημα στη νήσο Μύκονο για την εξόντωση της εχθρικής φρουράς.

Στο μεταξύ, η περίπολος Λήμνου ανέφερε ότι στο Μούδρο είχαν καταπλεύσει δύο μεγάλα σκάφη με τη συνοδεία πολεμικού και το 963ο Γερμανικό Σύνταγμα με το πυροβολικό του ήταν έτοιμο για αποχώρηση από τη νήσο. Η περίπολος της Κω έδωσε την πληροφορία, ότι η γερμανική φρουρά συγκεντρωνόταν στις περιοχές Αντικάμπιας, Καρδαμύλων και Κω, προκειμένου να αποχωρήσει. την ίδια περίοδο, δύο περίπολοι στάλθηκαν στη Λέρο και στην Κάλυμνο για τη συλλογή πληροφοριών(1) .

Η Απελευθέρωση της Μυκόνου.

Το εγχείρημα για την εξόντωση της φρουράς Μυκόνου αποφασίσθηκε να γίνει στις 25 Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με πληροφορίες της αναγνωριστικής περιπόλου της νήσου, η δύναμη της φρουράς από τριάντα εφτά Γερμανούς έμενε στην έπαυλη Χωρέμη που ήταν στη βορειοανατολική παρυφή της πόλεως.    Η έπαυλη προστατευόταν με συρματόπλεγμα και στη στέγη της υπήρχε ένα αντιαεροπορικό πολυβόλο. Η καταδρομική δύναμη, με επικεφαλής το Διοικητή του III Καταδρομικού Τμήματος και είκοσι τρεις Ιερολοχίτες, αναχώρησε από τη βάση στις 1930 της 25ης Σεπτεμβρίου και στις 0430 της 26ης του μηνός αποβιβάσθηκε στις νοτιοανατολικές ακτές της νήσου σε μικρό όρμο, δυτικά του ακρωτηρίου Ταρσανάς. Μετά από μιάμιση περίπου ώρα έφθασε κοντά στο χωριό Τούρλιανη και παρέμεινε σε σπηλιά της περιοχής. Στις 0830, ο διοικητής της καταδρομικής δυνάμεως, επειδή δεν κατάφερε να πάρει επαφή με την αναγνωριστική περίπολο της νήσου, έστειλε έναν Ιερολοχίτη με πολιτικά ρούχα στην πρωτεύουσα της νήσου για αναγνώριση. Ο Ιερολοχίτης, επιστρέφοντας τις μεσημβρινές ώρες της ίδιας ημέρας, ανέφερε ότι το φυλάκιο της έπαυλης Χωρέμη είχε δύναμη από σαράντα Γερμανούς, ήταν ισχυρώς οργανωμένο με τρία πολυβολεία    στην ανατολική πλευρά του και προστατευόταν από συρματοπλέγματα και ναρκοπέδιο. Στη στέγη του κτηρίου υπήρχε πολυβολείο από γαιόσακους με βαρύ αντιαεροπορικό πολυβόλο.

Οι αμυντικές αυτές ικανότητες του φυλακίου δεν ήταν γνωστές από προηγούμενες αναγνωρίσεις. Έτσι, μετά από μελέτη, αποφασίσθηκε η επίθεση εναντίον του φυλακίου από δύο ομάδες κρούσεως. Η πρώτη ομάδα [296] (υποστηρίξεως), θα οργάνωνε βάση πυράς για την εξουδετέρωση των εχθρικών αυτόματων άπλων. Η δεύτερη ομάδα (εφόδου) θα εξορμούσε απά την κύρια είσοδο του φυλακίου. Δύο χειροβομβιστές θα ενεργούσαν αντιπερισπασμό από την ανατολική πλευρά του φυλακίου, απασχολώντας τη φρουρά από την κατεύθυνση αυτή. Ο αντιαρματικός εκτοξευτής της καταδρομικής δυνάμεως, από θέση σε παρακείμενο οικίσκο, αρχικά θα έριχνε δύο βλήματα, ως σύνθημα ενάρξεως των πυρών της ομάδας υποστηρίξεως και αμέσως μετά θα ακολουθούσε την ομάδα εφόδου για να εκτοξεύσει πυρά στην κύρια είσοδο του φυλακίου[297] .Ο επικεφαλής της αναγνωριστικής περιπόλου Μυκόνου πήγε στο κρησφύγετο της καταδρομικής δυνάμεως στις 1500 της 26ης Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμη γινόταν μελέτη του σχεδίου για την προσβολή του εχθρικού φυλακίου. Αφού επιβεβαίωσε τις πληροφορίες ανέφερε ακόμη ότι, σύμφωνα με νεότερα στοιχεία, η φρουρά της νήσου θα αναχωρούσε με πλοιάριο που είχε αποπλεύσει από τη Σύρο για το σκοπό αυτό. Μετά απ’ αυτά και ένεκα της ισχυρής οργανώσεως του φυλακίου, αποφασίσθηκε η αναβολή του εγχειρήματος και η πραγματοποίηση της επιθέσεως εναντίον της φρουράς, όταν αυτή θα επιβιβαζόταν στο πλοιάριο.

Δύο άνδρες της αναγνωριστικής περιπόλου, το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου, πήραν επαφή με την καταδρομική δύναμη και ανέφεραν ότι σημαντικοί παράγοντες από τους κατοίκους της νήσου που είχαν πληροφορηθεί την άφιξη της καταδρομικής δυνάμεως αντιτίθονταν στο εγχείρημα, για το φόβο εφαρμογής αντιποίνων από τους Γερμανούς. Ακόμη, ότι ο Έλληνας διερμηνέας των Γερμανών είχε καλέσει με επιστολή του το Γερμανό Διοικητή της φρουράς σε συνέντευξη, ίσως για να του γνωστοποιήσει την απόφαση και τις προθέσεις της καταδρομικής δυνάμεως. Η αναγνωριστική περίπολος διατάχθηκε να επαληθεύσει τις πληροφορίες και να ενημερώσει σχετικά την καταδρομική δύναμη, μέχρι τις 1900 της 27ης Σεπτεμβρίου, ώστε, σε καταφατική περίπτωση, να είχε το χρόνο για επιβίβαση στο σκάφος της και αναχώρηση, γιατί χωρίς τον αιφνιδιασμό το εγχείρημα θα αποτύγχανε. Η καταδρομική δύναμη, αφού μέχρι την ορισμένη ώρα δεν είχε καμιά νεότερη πληροφορία, αναχώρησε για το σημείο επιβιβάσεως στο πλοιάριο. Το αποβατικό δεν βρέθηκε και η καταδρομική δύναμη αναγκάσθηκε να κινηθεί και να διανυκτερεύσει κοντά στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας, απ’ όπου θα προσπαθούσε να επικοινωνήσει με το σκάφος, για να επιβιβασθεί σ’ αυτό την επόμενη νύχτα(1) .

Στις 1000 της 28ης Σεπτεμβρίου, η καταδρομική δύναμη ήρθε σε επαφή με την αναγνωριστική περίπολο και πληροφορήθηκε ότι οι φήμες για αποχώρηση της φρουράς της νήσου και κατάδοση στους Γερμανούς της παρουσίας της καταδρομικής δυνάμεως ήταν ανακριβείς και έτσι το εγχείρημα θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί. Η καταδρομική δύναμη, αφού γνωστοποίησε στον κυβερνήτη του σκάφους την απόφασή της για την πραγματοποίηση της καταδρομής στη διάρκεια της νύχτας, κινήθηκε στον αμαξιτό δρόμο από Άνω Μερά προς τη Χώρα. Για δεύτερη όμως φορά ανέβαλε το εγχείρημα, γιατί πληροφορήθηκε ότι οι Γερμανοί, γνωρίζοντας τις κινήσεις και τις προθέσεις της καταδρομικής δυνάμεως, είχαν ταχθεί στις θέσεις άμυνας του φυλακίου. Τελικά, αφού και η πληροφορία αυτή δεν ήταν σωστή, η καταδρομική δύναμη προωθήθηκε, με την κάλυψη του σκότους, στις θέσεις της για το εγχείρημα.    Έτσι, η ομάδα υποστηρίξεως τάχθηκε σε παρακείμενο εκκλησάκι, αμέσως νότια της έπαυλης Χωρέμη. Η ομάδα εφόδου, με οδηγό τον επικεφαλής της αναγνωριστικής περιπόλου και με τη συμμετοχή κατοίκων της περιοχής που προσήλθαν με τη θέλησή τους για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, κινήθηκε στην παραλιακή οδό και αφού αιχμαλώτισε χωρίς αντίσταση έξι Γερμανούς που βρίσκονταν μέσα σε οινοπωλείο, προωθήθηκε κοντά στο συρματόπλεγμα αμέσως νοτιοδυτικά της έπαυλης.    Ταυτόχρονα, ο αντιαρματικός εκτοξευτής τάχθηκε πίσω από έναν τοίχο στον περίβολο οικίας.

Όταν η καταδρομική δύναμη έπαιρνε θέσεις, οι Γερμανοί εκτόξευσαν μία φωτοβολίδα, ως συνθηματικό για την επάνοδο των ανδρών της φρουράς από την πόλη στο φυλάκιο. Στις 2100, σύμφωνα με το σχέδιο ενέργειας και με σήμα του διοικητή της καταδρομικής δυνάμεως, ο αντιαρματικός εκτοξευτής έριξε το πρώτο βλήμα, ως σύνθημα ενάρξεως του εγχειρήματος. Μετά την έκρηξη του βλήματος, η ομάδα υποστηρίξεως άρχισε τα πυρά και η ομάδα εφόδου πέρασε στον περίβολο της έπαυλης ρίχνοντας εμπρηστικές χειροβομβίδες, από τις οποίες καταστράφηκε η κύρια είσοδος του κτηρίου. Με την κάλυψη του σκότους και ενώ τα πυρά των αυτόματων όπλων και οι χειροβομβίδες των αμυνομένων στρέφονταν εναντίον του οικήματος, οι άνδρες της ομάδας εφόδου άρχισαν την έρευνα του φυλακίου. Οι άνδρες της φρουράς, που βρίσκονταν εκείνη την ώρα μέσα στο κτήριο, έφευγαν τρέχοντας προς τα πολυβολεία που ήταν στην πίσω πλευρά του φυλακίου(1) .

Μετά μία ώρα από την έναρξη της επιθέσεως, οι άνδρες του φυλακίου αμύνονταν στα πολυβολεία που προστατεύονταν με ναρκοπέδιο. Ο διοικητής της καταδρομικής δυνάμεως, αντιμετωπίζοντας την έλλειψη πυρομαχικών για τα όπλα της, αναγκάσθηκε να δώσει το σύνθημα της αποχωρήσεως. Η ομάδα εφόδου, αφού ενώθηκε με την ομάδα υποστηρίξεως, παίρνοντας μαζί της τους αιχμαλώτους, κινήθηκε διαμέσου της πόλεως, επιστρέφοντας μαζί στο σημείο επιβιβάσεως. Ο κυβερνήτης του αποβατικού σκάφους, υπολογίζοντας στην επιτυχία του εγχειρήματος, είχε πλεύσει στο λιμένα της νήσου για να παραλάβει το τμήμα. Αφού όμως η εχθρική φρουρά δεν εξοντώθηκε, το σκάφος έπλευσε στο αρχικό σημείο αποβιβάσεως, όπου παρέλαβε την καταδρομική δύναμη. Η γερμανική φρουρά της νήσου, εκτός από τους 6 αιχμαλώτους, είχε επίσης 6 νεκρούς και 7 τραυματίες. Ο ασύρματος του φυλακίου καταστράφηκε και οι αποθήκες πυρομαχικών και τροφίμων πυρπολήθηκαν. Οι άνδρες της φρουράς που διασώθηκαν, παραλήφθηκαν με πλοιάριο που πήγε στη Μύκονο από τη Σύρο, στις 30 Σεπτεμβρίου. Από την ημέρα αυτήν η νήσος Μύκονος ήταν ελεύθερη.


Discover more from Θεματα Στρατιωτικης Ιστοριας

Subscribe to get the latest posts to your email.