Κατάληψη στενωπού Κλεισούρας (23 – 24 Ιαν 1941)


Το 51ο Σύνταγμα Πεζικού (Έφεδρο Τρικάλων) κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο 1940-41 είχε προεπιστρατευθεί και αποτέλεσε το Απόσπασμα Πίνδου με Διοικητή τον Συνταγματάρχη Πεζικού (έφεδρο εκ μονίμων) Δαβάκη Κωνσταντίνο. Από τις 3 Νοεμβρίου, λόγω τραυματισμού του Συνταγματάρχη Δαβάκη, τη διοίκηση του 51ου Συντάγματος ανέλαβε ο Συνταγματάρχης Πεζικού Κετσέας Θεμιστοκλής, και έκτοτε ως «Απόσπασμα Κετσέα» συμμετείχε με τη μεραρχία του (Ι Μεραρχία) σε όλες τις επιχειρήσεις του Β΄ Σώματος Στρατού προς τον κόμβο της Κλεισούρας και τη βόρεια πλευρά της Τρεμπεσίνας.  Στις 8 Ιανουαρίου 1941 το 51ο Σύνταγμα έπαψε να υπάρχει ως μονάδα, ενώ τα τμήματά του εξακολουθούσαν να αποτελούν τον πυρήνα του Αποσπάσματος Κετσέα.

Μέχρι τις 19 Ιανουαρίου, το Απόσπασμα είχε προωθηθεί στην περιοχή Πάβαρι – Χάνι Μπαλαμπάν – Χάνι Βινοκάζιτ, βορειοανατολικά της Κλεισούρας.  Από την επομένη το Απόσπασμα συνέχισε την επιθετική του ενέργεια στην κατεύθυνση Σπι Καμαράτε – Μοναστέρο και στις 22 Ιανουαρίου κατέλαβε, μετά από τριήμερο σκληρό αγώνα, το χ. Σπι Καμαράτε και τη γύρω περιοχή, όπου συνέλαβε 500 Ιταλούς αιχμαλώτους και κυρίευσε άφθονο πολεμικό υλικό.

Στις 23 Ιανουαρίου το Απόσπασμα Κετσέα, αφού ενισχύθηκε και με το ΙΙΙ/5 Τάγμα, συνέχισε την προχώρησή του με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του υψώματος 731 και του υψώματος 717 (Μπρέγκου Ραπίτ). Τα επιτιθέμενα τμήματα που προχωρούσαν ορμητικά, έφθασαν σε ορισμένα σημεία τις εχθρικές αντιστάσεις, όπου έγινε αγώνας «εκ του συστάδην» με χειροβομβίδες. Το ΙΙΙ/5 Τάγμα κατέλαβε περίπου στις 1600 της 23ης Ιανουαρίου το Μπρέγκου Ραπίτ (ύψ. 717).

Στις 24 Ιανουαρίου, οι Ιταλοί άρχισαν προπαρασκευή πυροβολικού και όλμων κατά του υψώματος 717. Περίπου στις 0900 το ιταλικό πεζικό εκδήλωσε μαζική επίθεση. Οι αμυνόμενοι του Αποσπάσματος Κετσέα, με την υποστήριξη του φίλιου πυροβολικού, προέβαλαν πεισματώδη αντίσταση, παρά την αριθμητική υπεροχή του εχθρού. Τελικά αναγκάσθηκαν να συμπτυχθούν περίπου 200 μέτρα από την κορυφή του υψώματος. Ο Διοικητής του Αποσπάσματος, παρακολουθώντας από το παρατηρητήριό του  τη σύμπτυξη, διέταξε την εκτέλεση δραστικής βολής πυροβολικού και όλμων κατά του υψώματος 717, το οποίο είχε ήδη καταλάβει ο εχθρός. Οι απώλειες που προκλήθηκαν από τα σφοδρά και εύστοχα πυρά στα ιταλικά τμήματα ήταν μεγάλες και είχαν ως αποτέλεσμα αυτά να εγκαταλείψουν το ύψωμα.

Ενώ όμως στο δεξιό διεξαγόταν ο αγώνας εναντίον του Μπρέγκου Ραπίτ (ύψ. 717) το Ι/51 Τάγμα επιτέθηκε στις 0830 της 24ης Ιανουαρίου κατά του υψώματος 731 για να εκκαθαρίσει τις εκεί μεμονωμένες εχθρικές εστίες αντίστασης. Περίπου στις  1030, ολοκλήρωσε την κατάληψη του υψώματος και αιχμαλώτισε περίπου 60 Ιταλούς. Κατά τον αγώνα με σκοπό την κατάληψη του υψώματος 731 και Μπρέγκου Ραπίτ οι απώλειες του Αποσπάσματος ανήλθαν σε 3 νεκρούς και 2 τραυματίες αξιωματικούς, 20 νεκρούς και 207 τραυματίες οπλίτες. Οι απώλειες των Ιταλών υπολογίζονταν σε περισσότερους από 500 νεκρούς και τραυματίες, και 83 αιχμαλώτους.

Η κατάληψη της γραμμής Κιάφε Λούζιτ – ύψωμα 731 – Μοναστέρο – ύψωμα 717 (Μπρέγκου Ραπίτ), υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για τις ελληνικές δυνάμεις και αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για τους Ιταλούς. Εξασφαλίστηκε η ευρεία κάλυψη της στρατηγικής σημασίας στενωπού της Κλεισούρας και ο έλεγχος της βαθιάς γραμμής της κοιλάδας του Ντεσνίτσα ποταμού. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν ευνοϊκές συνθήκες για τη συνέχιση της προέλασης του Ελληνικού Στρατού προς Βεράτι.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Κατάληψη στενωπού Κλεισούρας (23 – 24 Ιαν 1941)

  1. Παράθεμα: Θεόδωρος Κανδηλάπτης: Από τον Πόντο στην Αλεξανδρούπολη και στα βουνά της Βορείου Ηπείρου « olympia.gr

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.