Ε’-ΑΠΟΒΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 29 ΟΚΤ. 1943 – 25 ΝΟΕ. 1943


Τα Συμμαχικά Σχέδια για τη Μεσόγειο και το Αιγαίο (Σχεδιάγραμμα 18)

Τον Ιανουάριο του 1943 πραγματοποιήθηκε η Συνδιάσκεψη της Καζαμπλάνκα, στην οποία συμμετείχαν ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και ο Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, όπου διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση μεταστρεφόταν υπέρ των Συμμάχων σε όλα τα μέτωπα.

Στη Συνδιάσκεψη προσκλήθηκε και ο Στρατάρχης Στάλιν, ο οποίος δεν παραβρέθηκε, επειδή αντιλαμβανόταν ότι η εξέλιξη των επιχειρήσεων στη Βόρεια Αφρική εξασφάλιζε την υπεροχή των Βρετανών και των Αμερικανών στη Μεσόγειο και εξαιτίας της αντιθέσεώς του στα σχέδια που προέβλεπαν την απελευθέρωση της Ελλάδας και της υπόλοιπης Βαλκανικής(1) .

Στις σπουδαιότερες αποφάσεις της Συνδιασκέψεως περιλαμβάνονταν η απελευθέρωση της Μεσογείου για τον έλεγχο των συγκοινωνιών μεταξύ Ισπανίας και Τουρκίας και η κατάληψη της Σικελίας για την εύκολη απόβαση στην Ιταλική Χερσόνησο, με επιδίωξη την απόσπαση της Ιταλίας από τον Άξονα. Έτσι, η εισβολή στην Ευρώπη, διαμέσου της Βόρειας Γαλλίας, αναβαλόταν για το επόμενο έτος.

Η κατάστρωση των σχεδίων για τις επιχειρήσεις των Συμμάχων στο Αιγαίο άρχισε το Φεβρουάριο του 1943. Αυτά καθόριζαν, σε πρώτη φάση, την κατάληψη της Κρήτης, της Ρόδου και της Καρπάθου και ύστερα των άλλων νήσων. Αμέσως μετά προβλεπόταν απόβαση στην Ελλάδα και απελευθέρωση της Βαλκανικής[234] [235] .

Ο Σοβιετικός ηγέτης τηρήθηκε ενήμερος για τις αποφάσεις της Συνδιασκέψεως, όπου -αν και του δόθηκαν σχετικές διαβεβαιώσεις- επέμεινε η Βαλκανική να παραμείνει στην επιρροή της Ρωσίας απειλώντας, στην αντίθετη περίπτωση, να προχωρήσει σε χωριστή ειρήνη με τους Γερμανούς. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, επειδή ανησύχησε, ζήτησε νέα συνάντηση με το Βρετανό Πρωθυπουργό, ο οποίος για το σκοπό αυτό πήγε στην Ουάσιγκτον στις 11 Μαίου.    Στις συνομιλίες τους, ο Αμερικανός Πρόεδρος αναφέρθηκε στην οριστική εγκατάλειψη της αποβατικής επιχειρήσεως στη Βαλκανική και στην επανεξέταση του σχεδίου αποβάσεως στη Βόρεια Γαλλία(1) .

Στο διάστημα αυτό (δηλαδή ανάμεσα στις δύο Συνδιασκέψεις) οι Σύμμαχοι, ενεργώντας συντονισμένα και μεθοδικά, κατέλαβαν ολόκληρη τη Βόρεια Αφρική και απαλλάχθηκαν οριστικά από τον κίνδυνο της Μέσης Ανατολής, αποδεσμεύοντας ταυτόχρονα αρκετές δυνάμεις για να τις χρησιμοποιήσουν στη συνέχεια στις επιχειρήσεις της Μεσογείου. Το σχέδιο για τις επιχειρήσεις αυτές καθόριζε αρχικά την απελευθέρωση της μικρής νήσου Παντελλερίας και της Σικελίας και αμέσως μετά αποβατική ενέργεια για την κατάληψη της Ιταλικής Χερσονήσου[236] [237] .

Έτσι, στις 12 Ιουνίου 1943, οι Σύμμαχοι κατέλαβαν τη νήσο Παντελλερία και στις 10 Ιουλίου άρχισαν την επιχείρηση για την κατάληψη της Σικελίας. Η ανάγκη της γρήγορης εκκαθαρίσεως της Σικελίας, σε συνδυασμό με τις αντιρρήσεις της Ρωσίας και την αντίθεση των ΗΠΑ για την απόβαση στη Βαλκανική καθώς και με τη στάση της Τουρκίας, ματαίωσαν την παράλληλη έναρξη των επιχειρήσεων για την απελευθέρωση της Ρόδου και της Καρπάθου.

Το ΓΣΌΜΑ, μέχρι το τέλος Ιουλίου, είχε καταρτίσει εφτά συνολικά σχέδια για την ανάληψη επιχειρήσεων στο Αιγαίο, που διέφεραν μεταξύ τους μόνο στον τρόπο εκτελέσεως της ενέργειας και στις δυνάμεις. Σε τέσσερις τουλάχιστον περιπτώσεις είχε αρχίσει η εφαρμογή τους, αλλά ματαιώθηκαν για διάφορους λόγους και κυρίως εξαιτίας της αντιδράσεως της Τουρκίας για τη συμμετοχή ελληνικών τμημάτων στις επιχειρήσεις αυτές[238] .

Η κατάληψη της Σικελίας ολοκληρώθηκε στις 17 Αυγούστου. Στο μεταξύ, ένεκα της αποβάσεως των Συμμάχων, ο Μουσολίνι παραιτήθηκε στις 24 Ιουλίου και την επομένη ο Βασιλιάς της Ιταλίας ανέθεσε στο Στρατάρχη Βαάθ9ίίο (Μπαντόλιο) τη διακυβέρνηση της χώρας και την αρχηγία του Στρατού.

Στις 3 Σεπτεμβρίου, συνεχίζοντας οι Σύμμαχοι τις επιχειρήσεις στην Ιταλία, αποβιβάσθηκαν με την 8η Βρετανική Στρατιά στην περιοχή του Ρέτζιο Καλαβρίας.

Στο τέλος Αυγούστου και πριν από την έναρξη της συμμαχικής αποβάσεως στην Ιταλία, το ΓΣΌΜΑ αποφάσισε την πραγματοποίηση επιχειρήσεως στο Αιγαίο για την κατάληψη της Ρόδου. Για το σκοπό αυτό διατέθηκε η 8η Ινδική Ταξιαρχία που συγκεντρώθηκε στο Σουέζ και ασχολήθηκε με δοκιμαστικές ασκήσεις αποβάσεως, με τη συμμετοχή και ενός τμήματος του Ιερού Λόχου το οποίο μεταφέρθηκε εκεί από την έδρα του.    Η δύναμη

επιβιβάσθηκε στα πλοία και ήταν έτοιμη την 1η Σεπτεμβρίου, αλλά η επιχείρηση ματαιώθηκε με διαταγή που καθόρισε να αποπλεύσουν τα πλοία για το Θέατρο Επιχειρήσεων των Ινδιών, όπου οι συμμαχικές ανάγκες κρίθηκαν ως μεγαλύτερης σπουδαιότητας. Έτσι, το τμήμα του Ιερού Λόχου επέστρεψε στην έδρα του και η 8η Ινδική Ταξιαρχία διατέθηκε στο Θέατρο Επιχειρήσεων της Ιταλίας για την ενίσχυση του Συμμαχικού Αποβατικού Σώματος που θα ενεργούσε απόβαση στην

περιοχή του Σαλέρνο. Εξαιτίας των αναγκών αυτών χάθηκε μια εξαιρετική ευκαιρία για την κατάληψη της Ρόδου, αφού την περίοδο εκείνη οι ιταλικές δυνάμεις διακατέχονταν από αβεβαιότητα, εξαιτίας της πολιτικής μεταβολής που είχε γίνει στη χώρα τους.

Στις 8 Σεπτεμβρίου, λίγες ώρες πριν από την απόβαση των Συμμάχων στην περιοχή του Σαλέρνο μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις, ο Στρατάρχης Μπαντόλιο συνθηκολόγησε και παρέδωσε άνευ όρων τις δυνάμεις που βρίσκονταν στην Ιταλική Χερσόνησο. Δυστυχώς, το ΓΣΌΜΑ δίστασε και δεν εκμεταλλεύθηκε τη νέα αυτή ευκαιρία για την απελευθέρωση της Ρόδου, που του δόθηκε από τη σύγχυση, η οποία επικρατούσε στην ιταλική φρουρά εξαιτίας της συνθηκολογήσεως.    Οι Γερμανοί, οι οποίοι υποψιάσθηκαν ότι θα συνθηκολογούσαν και οι Ιταλοί και των νήσων του Αιγαίου, ενίσχυσαν τις φρουρές της Ρόδου και της Καρπάθου και επέκτειναν την κατοχή τους και στο νομό Λασιθίου Κρήτης που μέχρι τότε κατείχαν οι Ιταλοί(1) .

Το ΓΣΌΜΑ, μετά τη ματαίωση του σχεδίου καταλήψεως της Ρόδου με την 8η Ινδική Ταξιαρχία και πριν από τη συνθηκολόγηση των δυνάμεων της Ιταλικής Χερσονήσου, τροποποίησε και πάλι τα σχέδιά του. Το νέο σχέδιο περιόρισε τις δυνάμεις που θα ενεργούσαν στο Αιγαίο, αναθέτοντας τις επιχειρήσεις στη

Βρετανική Ταξιαρχία Καταδρομών· αυτή συγκροτήθηκε στο Στρατόπεδο Ελ Μπάσα της Παλαιστίνης, περίπου δύο χιλιόμετρα νότια των συνόρων της με τη Συρία, κοντά στη θάλασσα και στην αμαξιτή οδό Χάιφα-Βηρυτός, με αποστολή τη διείσδυση στις διάφορες νήσους και την παρενόχληση των φρουρών τους

(ιδιαίτερα των ιταλικών)· απώτερος στόχος τους ήταν ο προσεταιρισμός των Ιταλών ή ο εξαναγκασμός τους σε συνθηκολόγηση. Για την υποβοήθηση των επιχειρήσεων αποφασίσθηκε η χρησιμοποίηση στολίσκου ελαφρών σκαφών, με βάσεις εξορμήσεως στην Κύπρο και στις μικρασιατικές ακτές καθώς και η ενέργεια αεροπορικών επιδρομών σε όλη τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η δράση των μονάδων της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών άρχισε αμέσως, δηλαδή λίγες ημέρες πριν από την αναγγελία της συνθηκολογήσεως της Ιταλίας(1).

Η Αναδιοργάνωση του Ιερού Λόχου

Στις 2 Μαίου 1943, ο Ιερός Λόχος μετακινήθηκε σε στρατόπεδο κοντά στις Πυραμίδες του Καίρου, όπου παρέμεινε μέχρι τις 21 του μηνός. Στο διάστημα αυτό, παράλληλα με την ανάπαυση, παρέδωσε τον οπλισμό ειδικής συνθέσεως και τα εφόδιά του. Επίσης, ένεκα της επικείμενης ανασυγκροτήσεως και της ανάγκης επιλογής του προσωπικού για τη συμμετοχή του στις καταδρομικές επιχειρήσεις, διαγράφηκαν αρκετοί Ιερολοχίτες, με αποτέλεσμα η δύναμή του να μειωθεί στους εξήντα αξιωματικούς και πενήντα οπλίτες[239] [240] .

Στις 22 Μαΐου, με τη δύναμη αυτή, ο Ιερός Λόχος μεταστάθμευσε στο Στρατόπεδο Ελ Μπάσα της Παλαιστίνης, όπου ήταν η έδρα της νεοσύστατης Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών. Εκεί συγκεντρώθηκαν από τη Βόρεια Αφρική διάφορες Ειδικές Μονάδες του 1ου Βρετανικού Συντάγματος Καταδρομών, οι οποίες, μαζί με τον Ιερό Λόχο, αποτέλεσαν την Ταξιαρχία Καταδρομικών Δυνάμεων, με Διοικητή το Βρετανό Ταξίαρχο Τέρνμπουλ.

Στο στρατόπεδο αυτό ο Ιερός Λόχος ασχολήθηκε, μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου 1943, με τη συμπλήρωση της δυνάμεως, την αναδιοργάνωσή του και την εκπαίδευσή του σε αντικείμενα ορεινού αγώνα και χιονοδρομιών· επίσης αρκετοί Ιερολοχίτες εκπαιδεύθηκαν ως Αλεξιπτωτιστές[241] .

Η νέα σύνθεση του Ιερού Λόχου, που κατάρτισαν οι Βρετανοί, περιλάμβανε Ομάδα Διοικήσεως, τρία Καταδρομικά Τμήματα και ένα Τμήμα Βάσεως.    Επίσης, για πρώτη φορά, αφότου οργανώθηκε ο Ιερός Λόχος, προβλέφθηκε η κατάταξη, ως Ιερολοχιτών, αρκετών μάχιμων οπλιτών ικανών και κατάλληλων για καταδρομικές επιχειρήσεις. Τη μάχιμη δύναμη αποτελούσαν τριακόσιοι είκοσι εφτά Ιερολοχίτες που κατανέμονταν σε καταδρομικά τμήματα, διμοιρίες και ομάδες, με ανάλογο αριθμό ανδρών, κατάλληλο οπλισμό και μεταφορικά μέσα για την εκπλήρωση διάφορων καταδρομικών αποστολών. Το Τμήμα Βάσεως είχε μεταβλητή δύναμη σε προσωπικό για την υποστήριξη διοικητικής μέριμνας, δηλαδή τα μεταφορικά, το Συνεργείο Επισκευών και τη Διαχείριση Υλικού[242] .

Αρχικά, λόγω ελλείψεως αξιωματικών και οπλιτών, συγκροτήθηκαν κανονικά τα I και II Καταδρομικά Τμήματα ενώ το III Καταδρομικό Τμήμα συμπληρώθηκε αργότερα, όταν διατέθηκαν αξιωματικοί και οπλίτες από τη διάλυση των 5ου και 6ου Ταγμάτων της II Ελληνικής Ταξιαρχίας.

Ο Συνταγματάρχης Τσιγάντες διατήρησε τη διοίκηση του Ιερού Λόχου και ως διοικητές των Καταδρομικών Τμημάτων ορίσθηκαν οι Αντισυνταγματάρχες Ιππικού Καλλίνσκης Ανδρέας, Πεζικού Μεσσηνόπουλος Φώτιος και Τριανταφυλλάκος Τρύφωνας.

Με αυτή τη σύνθεση, ο Ιερός Λόχος ανταποκρινόταν σε αποστολές αιφνιδιαστικών καταδρομών με μικρά τμήματα, ομάδων και διμοιριών, εναντίον στόχων μικρής αμυντικής ικανότητας. Ακόμη, το προσωπικό κάθε Καταδρομικού Τμήματος ήταν ικανό για ειδικές επιχειρήσεις, με συνδυασμένη επίγεια, θαλάσσια και εναέρια ενέργεια. Επίσης, ανεξάρτητα από την κύρια ειδικότητα κάθε !ιερολοχίτη, χειριζόταν με την ίδια ευχέρεια όλα τα είδη οπλισμού που διέθετε, οργάνωνε ιδιότυπα καταδρομικά αποσπάσματα και είχε εκπαιδευθεί σε κανονικό αγώνα του Πεζικού, έτσι ώστε κάθε Καταδρομικό Τμήμα, αν ενισχυόταν με την ομάδα Όλμων, αποκτούσε τη δυνατότητα αναλήψεως τακτικών αποστολών λόχου Πεζικού[243] [244] .

Οι Πρώτες Αποβατικές Επιχειρήσεις των Συμμάχων

Η κατάληψη της Ρόδου φαινόταν δυνατή, ακόμη και μετά τη συνθηκολόγηση των !ταγών και την ενίσχυση των φρουρών των νήσων του Αιγαίου από τους Γερμανούς. Το ΓΣΌΜΑ είχε πληροφορίες, ότι ο Διοικητής της ιταλικής φρουράς -με δύναμη 36.000 άνδρες- Ναύαρχος Campioni (Καμπιόνι) ήταν πρόθυμος να προσχωρήσει στους Συμμάχους και να αφοπλίσει τη γερμανική φρουρά που είχε δύναμη 6.000 άνδρες και Διοικητή το Στρατηγό Von Cleman (Φον Κλέμαν), αφού θα του δινόταν η απαραίτητη συμμαχική βοήθεια.

Για το λόγο αυτό θα μεταφερόταν στη Ρόδο, για την ενίσχυση της ιταλικής φρουράς, η 234η Βρετανική Ταξιαρχία(2) . Επειδή όμως για τη συγκέντρωση των πλωτών μέσων μεταφοράς της χρειάζονταν δέκα περίπου ημέρες και η ενέργεια κρίθηκε επείγουσα, το ΓΣΌΜΑ αποφάσισε να στείλει ένα τάγμα με ταχύπλοα σκάφη, προαποστέλλοντας μικρή ομάδα Βρετανών αξιωματικών, με εντολή να πείσουν τον Ιταλό Ναύαρχο να αναλάβει τον έλεγχο της νήσου, αφοπλίζοντας τους Γερμανούς και εξασφαλίζοντας την ομαλή απόβαση του τάγματος στη νήσο Ρόδο. Για τη διευκόλυνση της αποβατικής ενέργειας του τάγματος, η 234η Βρετανική Ταξιαρχία θα πραγματοποιούσε με μικρά τμήματα αποβάσεις στις νήσους δευτερεύουσας σημασίας, αποσπώντας την προσοχή των Γερμανών και παρενοχλώντας τις θαλάσσιες συγκοινωνίες τους, μεταξύ ηπειρωτικής Ελλάδας, Κρήτης και νήσων του Αιγαίου(1) .

Οι Βρετανοί αξιωματικοί προσγειώθηκαν με αλεξίπτωτα στη Ρόδο τη νύχτα 9/10 Σεπτεμβρίου και με κάθε μυστικότητα πήραν επαφή με τον Ναύαρχο Καμπιόνι, χωρίς να τους αντιληφθούν οι Γερμανοί.

Ο Ιταλός Ναύαρχος διατύπωσε αρκετές επιφυλάξεις για την προσχώρησή του στους Συμμάχους, ένεκα της βραδύτητας της αποστολής των ενισχύσεών τους και επειδή οι

Γερμανοί κατείχαν ορισμένα ζωτικά σημεία της νήσου. Επιπλέον, τα μέτρα που του ζήτησαν να πάρει για την ασφαλή απόβαση του τάγματος και η έλλειψη σκαφών για την άμεση μεταφορά του, είχαν ως αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος και οι Γερμανοί να αντιληφθούν τις προθέσεις του.

Έτσι, ο Στρατηγός Φον Κλέμαν εκδήλωσε στις 11 Σεπτεμβρίου κεραυνοβόλα ενέργεια, με αποτέλεσμα να εξουδετερώσει την ιταλική φρουρά, να την αφοπλίσει και να την περιορίσει σε διάφορα στρατόπεδα, καταλαμβάνοντας ολόκληρη τη νήσο. Μετά από την απροσδόκητη αυτή εξέλιξη της καταστάσεως στη Ρόδο, εγκαταλήφθηκε η επιχείρηση για την κατάληψή της από τους Βρετανούς(2) .

Η σταθερή κατοχή της νήσου από τους Γερμανούς ματαίωσε την

αποβατική ενέργεια που είχε σχεδιασθεί, αλλά δεν ανέστειλε την έναρξη της λιγότερο σημαντικής έστω δράσεως της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών στις νήσους του Αιγαίου.    Σύμφωνα με τις προθέσεις του ΓΣΌΜΑ, η

εγκατάσταση βρετανικών τμημάτων στις νήσους Κω, Λέρο και Σάμο που τις κατείχαν οι Ιταλοί, θα εξασφάλιζε ευνοϊκές συνθήκες μελλοντικής ενέργειας για την κατάληψη της Ρόδου.

Για το σκοπό αυτόν αποφασίσθηκε η έναρξη της εγκαταστάσεως των τμημάτων από το Καστελόριζο.

Έτσι, στις 11 Σεπτεμβρίου 1943 στο ελληνικό αντιτορπιλικό «Κουντουριώτης, που βρισκόταν στο λιμένα της Χάιφας, επιβιβάσθηκε ένα τμήμα ενενήντα ανδρών της βρετανικής μονάδας LRDG (Long Range Desert Group = Ομάδα Ερήμου Μακράς Ακτίνας Δράσεως) και απέπλευσε την ίδια ημέρα για το Καστελόριζο, όπου έφθασε το απόγευμα της 12ης Σεπτεμβρίου. Η ιταλική φρουρά είχε αποχωρήσει, αλλά οι λίγοι κάτοικοι που προσήλθαν στην προκυμαία, αν και έδειχναν χαρούμενοι, απέφυγαν τις φανερές εκδηλώσεις, γιατί στην πρώτη απελευθέρωσή τους από Βρετανούς Καταδρομείς στις 25 Φεβρουαρίου 1941 έμειναν μετά από δύο ημέρες αβοήθητοι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υποστούν διωγμούς και βασανιστήρια από τους Ιταλούς για τις εκδηλώσεις χαράς και τη συνδρομή τους προς τους Βρετανούς. Ο Κυβερνήτης και το πλήρωμα παρέδωσαν στον ιερέα μία ελληνική σημαία και τρόφιμα σε επιτροπή προκρίτων για διανομή στους κατοίκους. Αμέσως μετά αποβιβάσθηκε το βρετανικό τμήμα ως φρουρά της νήσου και το αντιτορπιλικό απέπλευσε. Από τότε το Καστελόριζο ήταν ελεύθερο και χρησιμοποιήθηκε ως προκεχωρημένη βάση εξορμήσεως της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών[245] .

Ταυτόχρονα, άλλα βρετανικά τμήματα αποβιβάσθηκαν διαδοχικά και κατέλαβαν αρχικά τη Σάμο και τη Λέρο που τις κατείχαν οι Ιταλοί και ύστερα την Ικαρία, την Πάτμο, την Κω, την Κάλυμνο, τη Σύμη και την Αστυπάλαια.

Η Απελευθέρωση των Νήσων Σάμου και Λέρου

Όταν, στις 9 Σεπτεμβρίου 1943, ο Πλοίαρχος Λεβίδης Αλέξανδρος Αρχηγός του Ελληνικού Κέντρου Πληροφοριών στη Σμύρνη -που είχε ως αποστολή την επαφή της Ελληνικής Κυβερνήσεως (η οποία βρισκόταν στο Κάιρο) με την Ελλάδα- πληροφορήθηκε τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, κινήθηκε αμέσως για να επιτύχει την κατάληψη από συμμαχικά τμήματα των νήσων του Αιγαίου που κατείχαν οι Ιταλοί, προλαμβάνοντας έτσι τους Γερμανούς. Μετά από επίμονες συνεννοήσεις του με το ΓΣΌΜΑ, κατάφερε να αποσπάσει την έγκρισή του για την αποστολή στη Σάμο επιτροπής Βρετανών αξιωματικών, οι οποίοι, αφού έρχονταν σε επαφή με τους Έλληνες αντάρτες, θα μετέδιδαν πληροφορίες για τις προθέσεις της ιταλικής φρουράς και για τις δυνατότητες καταλήψεως της νήσου. Στην επιτροπή αυτή, με επικεφαλής το Βρετανό Αντισυνταγματάρχη David Posson (Ντέιβιντ Πόσσον), ζήτησε με επιμονή να μετέχει και ο ίδιος.

Το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου, η επιτροπή των αξιωματικών μαζί με τρεις ναύτες και ασύρματο και επιβαίνοντας σε ένα πλοιάριο αποβιβάσθηκε σε απόκρημνη και ερημική ακτή, στα νοτιοδυτικά παράλια της Σάμου. Εκεί ήρθε σε επαφή με τους αντάρτες και, αφού πληροφορήθηκε για τις διαθέσεις της ιταλικής φρουράς, ζήτησε την έγκριση του ΓΣΌΜΑ για να επιδιώξει την παράδοση της νήσου, μεταβαίνοντας στην πρωτεύουσα Βαθύ.    Επειδή η

απάντηση του ΓΣΌΜΑ ήταν διστακτική, ο Πλοίαρχος Λεβίδης, για να εκβιάσει την επιθυμητή λύση, τηλεγράφησε στο Συμμαχικό Στρατηγείο ότι θα προχωρούσε ως επικεφαλής των ανταρτών σε συνεννοήσεις με τους Ιταλούς και θα ζητούσε την παράδοση της νήσου για λογαριασμό της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Η πρόθεση του Πλοιάρχου Λεβίδη θορύβησε το ΓΣΌΜΑ που δεν επιθυμούσε, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, την απελευθέρωση των νήσων του Αιγαίου μόνο από ελληνικές δυνάμεις και απάντησε ότι η επιτροπή, ως διασυμμαχική, με επικεφαλής τον Αντισυνταγματάρχη Πόσσον, θα πήγαινε στο Βαθύ και θα ζητούσε από τον Ιταλό Διοικητή την παράδοση της νήσου. Έτσι, στις 2100 της 12ης Σεπτεμβρίου, η επιτροπή επισκέφθηκε το Στρατηγό Soldarelli (Σολνταρέλλι), ο οποίος δήλωσε την προσχώρηση της Ιταλικής Μεραρχίας Κούνιο στους Συμμάχους. Στις διαταγές του υπάγονταν και οι φρουρές των Αστυπάλαιας, Ικαρίας, Καλύμνου, Κω, Σύμης και Φούρνων και έτσι θεωρήθηκε ότι είχαν παραδοθεί και αυτές. Υπολειπόταν η προσχώρηση της φρουράς Λέρου που δεν υπαγόταν στο Στρατηγό Σολνταρέλλι, αλλά ήταν μια ανεξάρτητη Ναυτική Διοίκηση. Η επιτροπή, επιβαίνοντας σε τορπιλάκατο που της παραχώρησε ο Ιταλός Διοικητής Σάμου, πήγε την ίδια ημέρα στη Λέρο και μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις πέτυχε την προσχώρηση του Ναυάρχου Mascherpa (Μασκέρπα) και της φρουράς της νήσου.

Την επομένη (13η Σεπτεμβρίου) οι Βρετανοί αξιωματικοί, επιστρέφοντας στη Σάμο, επικοινώνησαν με το ΓΣΌΜΑ και ανέφεραν την προσχώρηση των ιταλικών φρουρών και την απελευθέρωση των παραπάνω νήσων του Αιγαίου. Το ΓΣΌΜΑ διόρισε ως Στρατιωτικό Διοικητή των νήσων που απελευθερώθηκαν το Στρατηγό Arnold (Άρνολντ), Στρατιωτικό Ακόλουθο της Βρετανικής Πρεσβείας στην Άγκυρα, και τον Πλοίαρχο Λεβίδη, ως εκπρόσωπο της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Η απελευθέρωση των νήσων ήταν τυπική, με τη συνθηκολόγηση των ιταλικών δυνάμεων, χωρίς να γίνει κατάληψή τους από συμμαχικά στρατεύματα, εξαιτίας των δυσχερειών που υπήρχαν για τη μεταφορά τους[246] .

Οι ιταλικές φρουρές που συνθηκολόγησαν θεωρήθηκαν συνεμπόλεμες, πήραν εντολή συνεργασίας με τις Βρετανικές Δυνάμεις Καταδρομών και για αρκετό διάστημα αποτελούσαν τη μόνη πραγματική δύναμη αντιστάσεως εναντίον κάθε αντενέργειας των Γερμανών.

Τα πρώτα βρετανικά τμήματα έφθασαν στη Σάμο στο τέλος Σεπτεμβρίου. Ένας βρετανικός λόχος, ένα ιρλανδικό τάγμα Τυφεκιοφόρων και το Στρατηγείο της 234ης Βρετανικής Ταξιαρχίας αποβιβάσθηκαν, μεταξύ 17ης Σεπτεμβρίου και 2ας Οκτωβρίου, και κατέλαβαν τη Λέρο. Τη διοίκηση της άμυνας της νήσου ανέλαβε ο Βρετανός Στρατηγός Britorus (Μπριτόρους) μαζί με τον Ιταλό Ναύαρχο Μασκέρπα.

Το ίδιο χρονικό διάστημα, σε διάφορες νήσους των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων, εγκαταστάθηκαν μερικοί σταθμοίπαρατηρήσεως για την παρακολούθηση των θαλάσσιων και αεροπορικών κινήσεων των Γερμανών, ένα τάγμα Ελαφρού Πεζικού μεταφέρθηκε στην Κω και με τη βοήθεια της ιταλικής φρουράς άρχισε η λειτουργία του αεροδρομίου της νήσου για μονοκινητήρια αεροπλάνα, ενώ για την άμυνά του τάχθηκαν είκοσι τέσσερα πυροβόλα ).

Η Αποστολή του Ιερού Λόχου στη Σάμο (Σχεδιάγραμμα 19)

Η απόφαση της αποστολής του Ιερού Λόχου στη Σάμο και της συμμετοχής ελληνικών δυνάμεων στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση των νήσων του Αιγαίου και των Δωδεκανήσων πέρασε από διάφορα στάδια, ένεκα των αντιρρήσεων που προέβαλαν οι Βρετανοί. Αρχικά, από την εποχή ακόμη των συμμαχικών σχεδίων για την απελευθέρωση των νήσων του Αιγαίου και εξαιτίας της θέσεως της Τουρκίας σχετικά με τη μελλοντική τύχη τους, οι Βρετανοί αποφάσισαν να επεμβαίνουν μόνο με δικές τους δυνάμεις και το θέμα θα αντιμετωπιζόταν μετά τη λήξη του πολέμου.

Μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 1943, οι συμμαχικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο ελέγχονταν από την Ανώτατη Διοίκηση Μέσης Ανατολής, διαμέσου του Στρατηγείου του 3ου Σώματος Στρατού (Δύναμη 292). Στη συνέχεια όμως, ένεκα δυσμενούς εξελίξεως της καταστάσεως, χρειάσθηκε άμεση ενίσχυση των μικρών φρουρών της Λέρου και της Σάμου. Έτσι, αποφασίσθηκε η αποστολή της 234ης Βρετανικής Ταξιαρχίας στη Λέρο και του Ιερού Λόχου στη Σάμο και η συγκρότηση ανεξάρτητης διοικήσεως για τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στις νήσους αυτές(2) .

Η έναρξη εφαρμογής της αποφάσεως για τη χρησιμοποίηση ελληνικών

στρατευμάτων στις επιχειρήσεις του Αιγαίου έγινε στις 9 Οκτωβρίου, με τη μετάβαση ενός αποσπάσματος πέντε Ιερολοχιτών από την Παλαιστίνη στη Λεμεσό της Κύπρου. Το απόσπασμα αυτό, στις 21 του μηνός, μεταφέρθηκε στο Καστελόριζο και στις 28 του ίδιου μηνός αποβιβάσθηκε στη Λέρο. Στο μεταξύ, από τις 16 μέχρι της 22 Οκτωβρίου, ο Ιερός Λόχος μεταφέρθηκε από την έδρα του (Ελ Μπάσα) στο Στρατόπεδο Ελ Ατζίμπ (δυτικά της λίμνης Τιβεριάδας) και από εκεί στο Στρατόπεδο Σίντι Μπισρ, κοντά στην Αλεξάνδρεια, όπου παρέμεινε σε ετοιμότητα για μετακίνηση μέχρι τις 28 Οκτωβρίου. Εκεί, το ΓΣΌΜΑ έδωσε διαταγή στο Διοικητή του Ιερού Λόχου για τον τρόπο και το χρόνο μετακινήσεως της μονάδας του στις νήσους Λέρο και Σάμο, ώστε να ενισχύσει τις βρετανικές φρουρές.    Επίσης, μετά την εγκατάστασή του στη Σάμο, προβλεπόταν η

πραγματοποίηση αναγνωρίσεων και καταδρομικών εγχειρημάτων για την απασχόληση των εχθρικών φρουρών, στις κατεχόμενες νήσους[247] .

Έτσι, ο Ιερός Λόχος συγκροτήθηκε σε δύο τμήματα, το πρώτο των Αλεξιπτωτιστών, από διακόσιους άνδρες, προοριζόταν να μεταφερθεί αεροπορικώς και να προσγειωθεί στη Σάμο, ενώ το δεύτερο των μη Αλεξιπτωτιστών, από εκατόν δέκα τέσσερις άνδρες, θα μεταφερόταν ατμοπλοϊκώς στη Λερό και από εκεί στη Σάμο. Στις 29 Οκτωβρίου, τα τμήματα αυτά πήγαν στα αεροδρόμια του Καίρου και στην Αλεξάνδρεια αντίστοιχα. Το δεύτερο τμήμα, αφού επιβιβάσθηκε σε τρία βρετανικά αντιτορπιλικά, απέπλευσε την ίδια ημέρα, με τη συνοδεία του καταδρομικού «Αουρόρό» και προορισμό τη Λέρο. την επομένη, κατά τη διάρκεια του πλου, η νηοπομπή δέχτηκε εχθρική αεροπορική επιδρομή, με αποτέλεσμα σημαντικές βλάβες στο καταδρομικό και απώλειες σαράντα νεκρούς και τραυματίες από το πλήρωμά του. Έτσι αναγκάσθηκε, με τη συνοδεία ενός αντιτορπιλικού στο οποίο επέβαινε μέρος του τμήματος των μη Αλεξιπτωτιστών Ιερολοχιτών, να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, ενώ τα άλλα δύο αντιτορπιλικά συνέχισαν και τις βραδινές ώρες της 1ης Νοεμβρίου κατέπλευσαν στο λιμένα της Λέρου(2) .

Στο μεταξύ, στις 30 και 31 Οκτωβρίου, όταν η νηοπομπή έπλεε για τη Λέρο το τμήμα των Αλεξιπτωτιστών μεταφέρθηκε αεροπορικώς σε δύο ομάδες από το Κάιρο όπου είχε μετακινηθεί και προσγειώθηκε με δύσκολες καιρικές συνθήκες στη Σάμο, όπου είχε, στη διάρκεια της πτώσεως με αλεξίπτωτα, είκοσι έναν τραυματίες, από τους οποίους οι πέντε ήταν βαριά.

Οι Αλεξιπτωτιστές και το τμήμα των μη Αλεξιπτωτιστών που μεταφέρθηκε με τα δύο αντιτορπιλικά στη Λέρο, προωθήθηκαν την 1η Νοεμβρίου στην περιοχή του χωριού Μυτηλινιοί της Σάμου που είχε ορισθεί ως χώρος συγκεντρώσεως του Ιερού Λόχου(3) .

Η υλοποίηση της αποφάσεως του ΓΣΌΜΑ που αφορούσε στην ίδρυση ανεξάρτητης Διοικήσεως Αιγαίου για τον έλεγχο των επιχειρήσεων και μετά την άφιξη του Ιερού Λόχου στη Σάμο, έγινε με το διορισμό ως Στρατιωτικού Διοικητή Αιγαίου του Αντιστρατήγου Hall (Χωλ), σε αντικατάσταση του Στρατηγού Άρνολντ. Ειδική εντολή καθόριζε την υπαγωγή στη διοίκησή του των νήσων Λέρου και Σάμου, την πρόκληση φθορών και την παρενόχληση των θαλάσσιων συγκοινωνιών του εχθρού στην περιοχή του Νοτιοανατολικού Αιγαίου. Ακόμη του ανατέθηκε η διοίκηση των συμμαχικών στρατευμάτων – βρετανικών, ελληνικών, ιταλικών- και του ναυτικού προσωπικού που βρισκόταν στους παραλιακούς χώρους, βόρεια της γραμμής των νήσων Ρόδου, Καρπάθου και Κρήτης. Ο Βρετανός Αντιστράτηγος έφθασε στη Λέρο στις 5 Νοεμβρίου, όπου την προηγούμενη ημέρα είχαν μεταφερθεί περίπου δύο τάγματα, ώστε η βρετανική φρουρά της νήσου να έχει δύναμη μιας ταξιαρχίας.    Στις 11

Νοεμβρίου μετέφερε την έδρα της διοικήσεώς του στη Σάμο, όπου από ελληνικής πλευράς εγκαταστάθηκαν πολιτικές και διοικητικές Αρχές, με επικεφαλής το Μητροπολίτη[248] .

Αξίζει να σημειωθεί ότι η εγκατάσταση των πολιτικών και διοικητικών Αρχών στη Σάμο αντιμετώπισε τις αντιδράσεις των Βρετανών -όπως είχε συμβεί και με την αποστολή ελληνικών στρατευμάτων- αλλά και προσβλητικές παρεμβάσεις τους, για τις οποίες ο Βασιλιάς και η Κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκαν έντονα και τελικά πέτυχαν την αποστολή στη Σάμο του

Έλληνα Υπουργού Πρόνοιας και ενός ανώτερου αξιωματικού για να εξετάσουν τη δυνατότητα επιστρατεύσεως των κατοίκων της νήσου[249] .

Την περίοδο αυτή, η άμυνα της νήσου βασιζόταν σε δύναμη τριών βρετανικών λόχων περίπου, στον Ιερό Λόχο και στους Έλληνες αντάρτες. Υπήρχαν βέβαια και οι Ιταλοί -11.000 αξιωματικοί και οπλίτες- οι οποίοι, αν και είχαν συνθηκολογήσει και θεωρούνταν συνεμπόλεμοι των Συμμάχων, στην πραγματικότητα δεν ήταν αξιόμαχοι και δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο εναντίον των Γερμανών και πολύ περισσότερο να πολεμήσουν για την άμυνα της Σάμου[250] .

Η Ιταλική Μεραρχία Κούνιο, αφότου κατέλαβε τη νήσο, είχε καταστρώσει ένα αμυντικό σχέδιο. Με βάση το σχέδιο αυτό, το Ι Καταδρομικό Τμήμα του Ιερού Λόχου είχε καταλάβει θέσεις για την κάλυψη της οδού Πυθαγόρειο (Τηγάνι)-Άνω Βαθύ και το ΙΙ Καταδρομικό Τμήμα για την κάλυψη της οδού Ψιλή Άμμος-Άνω Βαθύ. Το ΙΙΙ Καταδρομικό Τμήμα εγκαταστάθηκε ως εφεδρεία στους Μυτιληνιούς, όπου ήταν η έδρα του Ιερού λόχου. Στις 5 Νοεμβρίου έφθασε στη Σάμο από την Αλεξάνδρεια η ομάδα των μη Αλεξιπτωτιστών Ιερολοχιτών, η οποία είχε επιστρέψει εκεί στις 30 Οκτωβρίου με το αντιτορπιλικό που συνόδευσε το καταδρομικό «Αουρόρό’. Έτσι, έγινε αναδιάταξη των Καταδρομικών Τμημάτων για να καλυφθεί και η οδός Καρλόβασι- όρος Καρβούνης. Η τελική διάταξη του λόχου για την άμυνα της νήσου ήταν η εξής:

-Ι Καταδρομικό Τμήμα: Κάλυψη της οδού Πυθαγόρειο-Άνω Βαθύ.

-ΙΙ Καταδρομικό Τμήμα: Κάλυψη της οδού Καρλόβασι-όρος Καρβούνης.

-ΙΙΙ Καταδρομικό Τμήμα: Κάλυψη της οδού Ψιλή Άμμος-Άνω Βαθύ.

-Εφεδρεία (Ομάδα μη Αλεξιπτωτιστών Ιερολοχιτών) στο χωριό Μυτιληνιοί(1) .

Μέχρι τις 15 Νοεμβρίου, με βάση το χωριό Μυτιληνιοίκαι με τη βοήθεια των βρετανικών τμημάτων, ο Ιερός Λόχος οργάνωσε την άμυνα της νήσου. Οι αντάρτες και η Μεραρχία Κούνιο του προσέφεραν ανάλογη συνεργασία.

Η Ανακατάληψη της Λέρου από τους Γερμανούς και η Εκκένωση της

Σάμου

Η κατοχή από τους Συμμάχους της νήσου Κω -που είχε το αεροδρόμιό της σε λειτουργία- και της νήσου Λέρου -που ήταν μια ισχυρά οργανωμένη ναυτική βάση- αποτελούσε σημαντική απειλή σε βάρος των Γερμανών για τον ελεγχόμενο από αυτούς χώρο του Αιγαίου και γι’ αυτό το λόγο αποφάσισαν την ανακατάληψή τους. Το Γερμανικό Στρατηγείο ανέθεσε την αποστολή αυτή στον Στρατιωτικό Διοικητή Κρήτης Στρατηγό Μiller (Μύλλερ), ο οποίος σχεδίασε την ανακατάληψη πρώτα της Κω και ύστερα της Λέρου.

Έτσι, το πρωί της 3ης Οκτωβρίου, εκδηλώθηκε συνδυασμένη αιφνιδιαστική αποβατική ενέργεια και ρίψη Αλεξιπτωτιστών στο αεροδρόμιο της Κω, που όμως αποκρούσθηκε από τις βρετανικές και τις ιταλικές δυνάμεις. Εντός της ημέρας, οι Γερμανοί έκαναν νέες προσπάθειες και ανάγκασαν τη φρουρά της νήσου να παραδοθεί, αιχμαλωτίζοντας περίπου 1.000 Βρετανούς και 5.000 Ιταλούς. Στη συνέχεια σταθεροποίησαν τις θέσεις τους στις Κυκλάδες αφού αντικατέστησαν τις ιταλικές φρουρές και κατέλαβαν, στις 12 Οκτωβρίου, τις Πάρο και Νάξο και στις 15 του μηνός τη Σύμη.

Η άμυνα της Λέρου, αρχικά, στηριζόταν στην ιταλική φρουρά, που είχε δύναμη 5.500 αξιωματικούς και ναύτες, καθώς και σε μερικές λιμενικές μονάδες. Επίσης, υπήρχαν αμυντικές οργανώσεις και κωλύματα, εκατό περίπου πυροβόλα, (από τα οποία πολλά αντιαεροπορικά) με διακόσιες χιλιάδες βλήματα, αρκετά πολυβόλα σε ζωτικά σημεία των ακτών με άφθονα πυρομαχικά και ένα αντιτορπιλικό παλαιού τύπου.

Οι προπαρασκευές των Γερμανών για την ανακατάληψη της Λέρου είχαν αρχίσει στις 26 Σεπτεμβρίου και εντάθηκαν μετά την κατάληψη της Κω, με συνεχείς αεροπορικές επιδρομές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη βύθιση των πλωτών μέσων που βρίσκονταν στη νήσο, την καταστροφή των εγκαταστάσεων της ναυτικής βάσεως, την αχρήστευση του μεγαλύτερου μέρους των πυροβόλων και την κατανάλωση, για την απόκρουση των αεροπορικών επιδρομών, περίπου εκατόν πενήντα χιλιάδων βλημάτων. Στο μεταξύ, η άμυνα της νήσου ενισχύθηκε με την ολοκλήρωση της μεταφοράς των τμημάτων της 234ης Βρετανικής Ταξιαρχίας. την ίδια περίοδο μεταφέρθηκε εκεί από τη Λεμεσό το απόσπασμα των πέντε Ιερολοχιτών.

Η κύρια επίθεση εναντίον της νήσου άρχισε το πρωί της 12ης Νοεμβρίου, με ταυτόχρονη απόβαση στις βόρειες, στις βορειοανατολικές και στις νότιες ακτές και σύγχρονη ρίψη αεραγημάτων. Αν και οι αμυνόμενοι προέβαλαν σθεναρή αντίσταση, οι Γερμανοί κατόρθωσαν -με την υποστήριξη της αεροπορίας και των πυρών αριθμού αντιτορπιλικών- να δημιουργήσουν προγεφυρώματα, να τα διευρύνουν εντός της ημέρας και αμέσως μετά να προωθηθούν στο κέντρο της νήσου, διαχωρίζοντας τους αμυνομένους σε δύο τομείς.

Οι μάχες συνεχίσθηκαν σκληρές, με εναλλασσόμενες φάσεις και τις επόμενες ημέρες. Στις 16 Νοεμβρίου, επειδή τα βρετανικά και ιταλικά τμήματα είχαν μεγάλες απώλειες, αναγκάσθηκαν να παραδοθούν. Ένα μικρό μέρος από αυτά και το απόσπασμα του Ιερού Λόχου διέφυγαν με διάφορα πλωτά μέσα και αποβιβάσθηκαν στις μικρασιατικές ακτές, απέναντι από τη Λέρο. Στη διάρκεια των μαχών αυτών τραυματίσθηκαν ο επικεφαλής του αποσπάσματος και ένας ακόμη Ιερολοχίτης.

Στις 12 Νοεμβρίου, όταν η κατάσταση στη Σάμο βελτιωνόταν, έγινε γνωστό ότι οι Γερμανοί είχαν επιτεθεί εναντίον της Λέρου και η φρουρά της είχε ανάγκη από άμεση ενίσχυση. Αφού εξασφαλίσθηκε πλωτό μέσο, ένας βρετανικός λόχος αναχώρησε τη νύχτα της 13ης του μηνός και το υπόλοιπο της βρετανικής δυνάμεως (δύο λόχοι) μεταφέρθηκε με αντιτορπιλικό τη νύχτα 15/16 του ίδιου μηνός.

Στις 16 Νοεμβρίου, ενώ οι μάχες στη Λέρο συνεχίζονταν, ο Ιερός Λόχος διατάχθηκε να μεταφερθεί εκεί για ενίσχυση. Αφού συγκεντρώθηκε στους Μυτιληνιούς, μετακινήθηκε την ίδια ημέρα στο Πυθαγόρειο, όπου επιβιβάσθηκε σε βρετανικά αντιτορπιλικά, τα οποία απέπλευσαν στις 2200· όμως μισή ώρα αργότερα πήρε εντολή να επιστρέφει στη Σάμο, αφού η φρουρά της Λερού είχε στο μεταξύ καταθέσει τα όπλα(1) .

Η ανακατάληψη της Λέρου από τους Γερμανούς δημιούργησε πρόβλημα για την παραμονή των συμμαχικών στρατευμάτων στη Σάμο, γιατί η τελευταία ήταν τελείως απομονωμένη και αποκομμένη. Έτσι αναθεωρήθηκαν οι σχετικές αποφάσεις για τη σκοπιμότητα της κατοχής της. Το ΓΣΌΜΑ διέταξε το Βρετανό Στρατιωτικό Διοικητή Αιγαίου, αν δεχόταν εχθρική επίθεση και εφόσον έκρινε ότι η αντίσταση των ιταλικών στρατευμάτων θα ήταν αναποτελεσματική, να εκκενώσει τη νήσο, αφήνοντας τον Ιερό Λόχο και τους αντάρτες για τη συνέχιση της αντιστάσεωςί1) .

Αρχείο ΔΙΣ, Φ. 811/Γ/1, σελ. 18, Φ. 811/Α/2, σελ. 42, Φ. 805Α/Α/1, σελ. 58, Φ. 805Α/Α/2, σελ. 39-58.

Την επομένη, 17η Νοεμβρίου, ο Στρατιωτικός Διοικητής Αιγαίου κάλεσε σε σύσκεψη τους Διοικητές της Ιταλικής Μεραρχίας και του Ιερού Λόχου και αντιπρόσωπο των ανταρτών όπου αποφάσισαν, αν και η κατάσταση ήταν κρίσιμη, να προβάλουν αντίσταση. Ως πρώτη γραμμή άμυνας καθόρισαν την ακτή. Στην περίπτωση διασπάσεώς της, ως δεύτερη και κύρια τοποθεσία άμυνας όρισαν τις προσβάσεις του όρους Καρβούνης, όπου διατάχθηκε επειγόντως η μεταφορά των πυρομαχικών και η αποθήκευση τροφίμων για αγώνα σαράντα ημερών[251] .

Τις μεσημβρινές ώρες της 17ης Νοεμβρίου, ενώ συνεχιζόταν η σύσκεψη, άρχισε σφοδρός αεροπορικός βομβαρδισμός των πόλεων Βαθύ και Πυθαγόρειο. Γ ια τρεις περίπου ώρες, διαδοχικά κύματα είκοσι έως σαράντα αεροσκαφών το καθένα, βομβάρδιζαν αποκλειστικά τον άμαχο πληθυσμό, χωρίς να προσβάλουν κανένα στρατιωτικό στόχο της νήσου. Η καταστροφή συμπληρώθηκε με πυρκαγιά στο Πυθαγόρειο, από την ανάφλεξη των αποθηκών καυσίμων, με αποτέλεσμα να αποτεφρωθεί σχεδόν ολόκληρη η πόλη[252] .

Στις 2300 της ίδιας ημέρας, γερμανική τορπιλάκατος εισέπλευσε στο λιμένα της πρωτεύουσας Βαθύ και ζήτησε, με ανακοίνωση στην αγγλική και ελληνική γλώσσα, την παράδοση της νήσου. Η ανακοίνωση αυτή τόνιζε ότι σε περίπτωση μη παραδόσεως, ο αεροπορικός βομβαρδισμός θα επαναλαμβανόταν την επομένη πιο ισχυρός σε όλη τη νήσο[253] .

Ο Βρετανός Στρατιωτικός Διοικητής, διαβλέποντας την επιδείνωση της καταστάσεως και έχοντας την έγκριση του ΓΣΌΜΑ, στο οποίο αναφέρθηκε σχετικά, διέταξε την άμεση εκκένωση της νήσου. Στην απόφαση αυτή, ο Διοικητής του Ιερού Λόχου προέβαλε αντίρρηση, αφού προηγουμένως επικοινώνησε με το Κάιρο και ζήτησε την έγκριση της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Το ΓΣΌΜΑ, όταν πληροφορήθηκε την άρνηση του Διοικητή του Ιερού Λόχου, τον ειδοποίησε προσωπικά να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του Στρατιωτικού Διοικητή Αιγαίου[254] .

Η εκκένωση της Σάμου από τους Βρετανούς και τον Ιερό Λόχο αποφασίσθηκε να γίνει στις 18 Νοεμβρίου, με ταυτόχρονη αποχώρηση της Ιταλικής Μεραρχίας, των ανταρτών και των άστεγων κατοίκων που διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο, με την ανακατάληψη της νήσου από τους Γερμανούς. Στολίσκος ιστιοφόρων και άλλων πλωτών μέσων, που συγκεντρώθηκαν από τη νήσο και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια, ανέλαβαν τη μεταφορά που άρχισε από το πρωί της 19ης του μηνός, με την προστασία βρετανικών τορπιλακάτων. την επομένη μεταφέρθηκαν στο Κουσάντασι της Τουρκίας όλοι οι Βρετανοί, ο Διοικητής της Ιταλικής Μεραρχίας, ο Διοικητής του Ιερού Λόχου και ο Μητροπολίτης Σάμου.

Τις επόμενες δύο ημέρες, 21η και 22η Νοεμβρίου, μεταφέρθηκαν περίπου 800 αντάρτες, 12.000 πρόσφυγες κάτοικοι της νήσου και 8.500 Ιταλοί. Με συμφωνία των τελευταίων καταστράφηκαν επιτόπου τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά και τα αυτοκίνητα και θανατώθηκαν τα κτήνη της Μεραρχίας Κούνιο, επειδή υπήρχε αδυναμία να μεταφερθούν και αυτά, ώστε να μη γίνουν λάφυρα των Γερμανών. Από την ιταλική φρουρά μόνο δύο τάγματα Μελανοχιτώνων παρέμειναν στη Σάμο(1) . Στις 22 του μηνός και ενώ ακόμη συνεχιζόταν η εκκένωση, γερμανικά τμήματα άρχισαν να αποβιβάζονται σε διάφορες περιοχές της νήσου.

Οι Ιερολοχίτες παρέμειναν στην περιοχή του Κουσάντασι μέχρι τις 25 Νοεμβρίου, παρακολουθώντας και συντονίζοντας την εκκένωση της νήσου από τους κατοίκους της και στη συνέχεια, μετά από συμφωνία της Τουρκικής Κυβερνήσεως με το ΓΣΌΜΑ, μεταμφιεσμένοι σε πολίτες, μεταφέρθηκαν δια μέσου της Συρίας και της Παλαιστίνης στο Στρατόπεδο Μπεν Γιουσέφ του Καίρου, το οποίο ορίσθηκε ως έδρα του Ιερού Λόχου. Οι αντάρτες και οι πρόσφυγες κάτοικοι της νήσου μεταφέρθηκαν σε διάφορα στρατόπεδα της Μέσης Ανατολής και κυρίως της περιοχής Νουζείράτ, νότια της Γάζας. Από αυτούς, αργότερα, μερικοί στρατολογήθηκαν για τον Ελληνικό Στρατό Μέσης Ανατολής[255] [256] .

Μέχρι το τέλος Νοεμβρίου 1943, οι Γερμανοί έγιναν κύριοι του Αιγαίου Πελάγους και οι επίμονες και πεισμώδεις προσπάθειες που κατέβαλαν οι Βρετανοί, για την απελευθέρωση και τη διατήρηση της κατοχής των νήσων απέτυχαν, με αρκετές σε βάρος τους απώλειες κυρίως σε πολεμικά σκάφη. Παράλληλα, οι Γερμανοί, επειδή δεν είχαν εμπιστοσύνη στους Ιταλούς, αναγκάσθηκαν να διαλύσουν τρεις ιταλικές μεραρχίες που είχαν στις διαταγές τους και να μεταφέρουν σημαντικές δυνάμεις τους από την ηπειρωτική Ελλάδα για να ενισχύσουν τις φρουρές των κατεχόμενων από αυτούς Κυκλάδων και Δωδεκανήσων[257] .