Διάκος Αθανάσιος, o πρώτος μάρτυρας του Αγώνα


Μερικά χρόνια πριν από την εθνεγερσία του 1821, στη βόρεια πλαγιά των Βαρδουσιών, στον Κόρακα, γεννήθηκε ένα σπάνιο δείγμα ελληνικής ομορφιάς, ανδρείας και αρετής: ο Αθανάσιος Διάκος. Ο ήρωας της Επανάστασης με το υψηλό πατριωτικό φρόνημα, ο μάρτυρας της ελευθερίας με τη μορφή που αγγίζει τα όρια του θρύλου, έδειξε στους Ελληνες πώς να πολεμούν με ανδρεία και, το βασικότερο, πώς να πεθαίνουν για την πατρίδα και τα ιδανικά τους. Επρόκειτο για ένα μεγάλο παράδειγμα αυτοθυσίας, που έδωσε πνοή στην Ελληνική Επανάσταση και ιδιαίτερο νόημα στο σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος».

Αθανάσιος Διάκος

Η ομορφιά, το θάρρος, η παληκαριά του, η ευσέβεια, η αρετή και η σεμνότητα κατέστησαν τον Αθανάσιο Διάκο κορυφαία μορφή στο πάνθεον των ηρώων του 1821. Τα στοιχεία στον φάκελλο των αρχείων του κράτους παρουσιάζουν πλήθος αντιθέσεων, οι δε θρύλοι είναι τόσο ωραίοι σε μερικά σημεία, ώστε κάποιος να μη θέλει να τους απομακρύνει και να τους αντικαταστήσει με την ιστορική πραγματικότητα. Οι θρύλοι που πλάστηκαν μερικά χρόνια μετά τον ηρωικό θάνατο του Διάκου επηρέασαν τη βιογραφία του. Ολοι σχεδόν αναφέρουν ως αιτία της αλλαγής της ζωής του, από Διάκο σε κλέφτη και αρματολό, τις ασέλγειες κάποιου Τούρκου αγά. Χρειάστηκαν 60 χρόνια, με επιτόπια έρευνα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, για να δοθεί στον θρύλο της ομορφιάς του η ιστορική του υπόσταση. «Σίγουρα υπάρχει αυτή η παράδοση», γράφει ο Καρκαβίτσας στον ΚΕ’ τόμο της «Εστίας» του 1888, με τίτλο «Ιστορικές Σημειώσεις». Στα χωριά της περιοχής αναφέρεται πως ο Φερχάτβεης το 1808, βλέποντας τον Διάκο στο μοναστήρι του, του επιτέθηκε και μετά βίας σώθηκε από τα χέρια του. Κατά μια άλλη εκδοχή, φονεύθηκε από τον Διάκο. Μια τρίτη διήγηση αναφέρει πως κάποιος δερβέναγας που πήγαινε στα χωριά του Δήμου Τολοφώνος για να εισπράξει το χαράτσι, άκουσε για την ονομαστή ομορφιά του Διακόνου της Μονής Προδρόμου. Ο δερβέναγας ήταν αιμοβόρος και αισχρός. Εστειλε τέσσερις Τσοχανταραίους Αλβανούς για να του φέρουν τον διάκονο της Μονής. Ο τελευταίος αντέδρασε ζητώντας την αιτία, αλλά στο τέλος υπάκουσε και τους ακολούθησε. Εφθασαν τη νύκτα στο χωριό Μάκρη του Δήμου Τολοφώνος και έμειναν στην οικία του προκρίτου. Από εκείνον πληροφορήθηκε ο Διάκος τις διαθέσεις του δερβέναγα και κρυφά, σπάζοντας τα δεσμά του, πήδηξε από το παράθυρο και διέφυγε στα βουνά. Κατά την έρευνά του ο Καρκαβίτσας εξακρίβωσε πως αυτή η παράδοση δεν ήταν γνωστή στην Αρτοτίνα, που απείχε μόλις ένα τέταρτο της ώρας από το μοναστήρι του Προδρόμου όπου υπηρετούσε ο Διάκος.

Σύμφωνα με τους συγγενείς του Διάκου, ο Αθανάσιος ήταν 16 ή 17 ετών όταν ο πατέρας του τον πήγε στο μοναστήρι του Ιωάννου του Προδρόμου για να μελετήσει, κοντά σε έναν γραμματισμένο μοναχό, την Οκτώηχο και το Ψαλτήρι. Εκείνη την εποχή τα παιδιά μάθαιναν γράμματα από τα ιερά βιβλία. Μια μέρα έτυχε να περιοδεύσει σε εκείνα τα μέρη ο δεσπότης του Λιδωρικίου και άκουσε τον Αθανάσιο να λέει τον Απόστολο κατά τη λειτουργία, όπως έκανε τακτικά. Ο ιεράρχης μαγεύτηκε από το ήθος, την ομορφιά και τη γλυκύτατη φωνή του και του πρότεινε να τον χειροτονήσει διάκο. Ο νέος δέχθηκε με μεγάλη χαρά. Εμεινε στο μοναστήρι και αφιερώθηκε στη διακονία. Υστερα από καιρό, μια Κυριακή, έγινε γάμος στην Αρτοτίνα. Γλεντούσαν και πυροβολούσαν, όπως συνηθιζόταν. Ηταν παρών και ο Διάκος με την «τσάγκρα» του. Μια αδέσποτη σφαίρα σκότωσε τον γιό της Κοντογιάννενας, που καταγόταν από ισχυρή οικογένεια της Κοσταρίτσας. Ο φόνος καταλογίστηκε από όλους, χριστιανούς και Τούρκους, στον Διάκο και ας μην ήταν καθόλου βέβαιο πως εκείνος, άθελά του, ήταν ο φονιάς. Ετσι αναγκάστηκε να κρυφτεί στα περίχωρα, επειδή τον αναζητούσαν τα τουρκικά αποσπάσματα. Τον Δεκαπενταύγουστο, κατά την εορτή της Παναγίας, οι Τούρκοι έστησαν ενέδρα και συνέλαβαν τον Διάκο και μαζί του κάποιον Καφέτζο που καταζητούσαν. Τους πήγαν δεμένους στον διοικητή του Λιδωρικίου και εκείνος τους έριξε σε μια μικρή φυλακή (ως το 1890 σώζονταν τα ερείπιά της). Ο Διάκος παρατήρησε πως τα σανιδένια «κάγκελα» της φυλακής ήταν σάπια. Ετσι τη νύκτα έσπασε δύο σανίδες και πήδηξε έξω. Ο Καφέτζος, όμως, δεν μπορούσε να γλιστρήσει από το μικρό άνοιγμα. Χρειάστηκε να τον τραβήξει ο Διάκος και να σπάσει τα δεσμά του, δείχνοντας για πρώτη φορά το θάρρος που θα τον χαρακτήριζε στη ζωή του. Οι δύο άνδρες ανέβηκαν στα βουνά και έφθασαν στο λημέρι του ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας Τσαμ Καλόγερου, ο οποίος διέθετε ένα σώμα 70 ανδρών. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν δύο πρωτοπαλήκαρα, ο Γούλας και ο Σκαλτσοδήμος.

Οι δύο δραπέτες ζήτησαν από τους κλέφτες να τους δεχθούν στην ομάδα τους. Ο Διάκος δεν άργησε να αποδείξει τη μεγάλη δύναμη και την ανδρεία του. Στη Ζελίτσα, ένα μικρό χωριό στα Κράβαρα, έγινε μεγάλη συμπλοκή με τους Τούρκους. Οι κλέφτες διασκορπίστηκαν επειδή ο εχθρός είχε πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Ο καπετάνιος, πληγωμένος βαριά στο πόδι, θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων αν ο Διάκος, ατρόμητος, δεν έμενε κοντά του να τον υπερασπιστεί. Με το σπαθί στο χέρι μπόρεσε να τον σηκώσει και να τον μεταφέρει ως τη Γραμμένη Οξυά, μια ψηλή ράχη, δύο ώρες από την Αρτοτίνα. Εκεί έφθασαν σε λίγο και οι άλλοι κλέφτες. Μπροστά τους ομολόγησε ο Τσαμ Καλόγερος την παληκαριά του Διάκου λέγοντας: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας». Σε λίγο οι κλέφτες αναγκάστηκαν να χωριστούν σε μπουλούκια (μικρές ομάδες), λόγω της καταδίωξης των Τούρκων. Ενα μπουλούκι δημιουργήθηκε από τον Διάκο, τον Γούλα και τον Σκαλτσοδήμο από την Αρτοτίνα, για τον οποίο οι ντόπιοι έλεγαν πως δεν προσκύνησε ποτέ τους Τούρκους.

Εκείνο τον καιρό ο Διάκος πληροφορήθηκε ότι είχαν πεθάνει ο πατέρας του και ένας από τους αδελφούς του, ο Απόστολος. Ο Διάκος είχε δύο αδελφούς, τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο (που τον έλεγαν και Μασσαβέτα), και δύο αδελφές, την Καλομοίρα και τη Σοφία. Ο πατέρας του με τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο είχαν προτιμήσει τη ζωή του βοσκού και τότε βρίσκονταν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά. Ενα τουρκικό απόσπασμα, καταδιώκοντας κάποιους κλέφτες, έφθασε στην καλύβα, συνέλαβε τον πατέρα και τον ένα γιό και τους οδήγησε δεμένους στο Πατρατσίκι, τη σημερινή Υπάτη (ο Κωνσταντίνος έτυχε να μη βρίσκεται εκεί και σώθηκε). Οι δύο άνδρες βρήκαν τον θάνατο στη φυλακή την ίδια νύκτα. Ο Διάκος ορκίστηκε να εκδικηθεί. Αποδεκάτιζε όποιο τουρκικό απόσπασμα έβρισκε στον δρόμο του. Από τότε άρχισε να επιδιώκει το αρματολίκι της περιοχής.

Μια μέρα οι κλέφτες, ορμώντας στα Μπαϊρια, θέση κοντά στην Αρτοτίνα, άρπαξαν την όμορφη Κρουστάλλω, κόρη του Μπαμπαλή, κοτζάμπαση της Δωρίδας. Επρόκειτο για το νεώτερο και ομορφότερο κορίτσι του Μπαμπαλή, αδελφοποιτή του Διάκου. Οι κλέφτες το πήγαν στην Καρυά, στο λημέρι τους. Ζήτησαν από τον Μπαμπαλή, αν το ήθελε πίσω, να πάει στο Λιδωρίκι και να ενεργήσει για να τους δώσει το αρματολίκι.

Οι κλέφτες σεβάστηκαν την Κρουστάλλω και την περιποιήθηκαν. Επειτα από δύο εβδομάδες ο πατέρας της κατάφερε να αναγνωρίσουν επίσημα οι Τούρκοι, στο Λιδωρίκι, τους κλέφτες ως αρματολούς. Η αρχηγία δόθηκε στον Σκαλτσοδήμο, ως μεγαλύτερο και πιο σεβαστό, ο οποίος πήρε την περιοχή προς τις εκβολές του Μόρνου. Ο Γούλας και ο Διάκος πήραν τις περιοχές που ακολουθούν το ρεύμα του ποταμού από τις δύο πηγές του, στις δύο πλευρές των Βαρδουσίων. Επί τρία χρόνια περίπου ζούσαν ήσυχοι ο καθένας στην περιοχή του και με σεβασμό στον Σκαλτσοδήμο, αναγνωρίζοντας την υπεροχή του. Υπήρχε όμως πάντα η έχθρα με τους Τούρκους και ήταν αδύνατο να μην εμπλέκονται κάθε τόσο με τα τουρκικά αποσπάσματα. Ο Σκαλτσοδήμος και οι αγάδες του Λιδωρικίου συνεννοήθηκαν ώστε τα αποσπάσματα να φυλάσσουν τα περάσματα και τα στενά και να μη συναντώνται με τους αρματολούς, απέχοντας δύο βολές τουφεκιού από αυτούς. Πολύ συχνά οι αρματολοί έμεναν στη θέση τους και οι Τούρκοι φρόντιζαν να φεύγουν δίνοντας τόπο στην οργή.

Εκείνη την περίοδο ο Αλή πασάς, στα Ιωάννινα, άρχισε να πραγματοποιεί σχέδια εναντίον του σουλτάνου και κάλεσε στην έδρα του όλους τους καπετάνιους, Αρβανίτες και χριστιανούς, για να εξακριβώσει τι μπορούσε να ελπίζει από αυτούς. Μεταξύ των άλλων κάλεσε και τον Σκαλτσοδήμο, ως αντιπρόσωπο των αρματολών του Λιδωρικίου. Εκείνος έστειλε στη θέση του τον Διάκο. Ο Διάκος υπηρέτησε επί δύο χρόνια, ως το 1816, στην Αυλή του Αλή πασά, στο μεγάλο αυτό στρατιωτικό σχολείο των οπλαρχηγών του 1821. Ελα6ε σημαντικά διδάγματα για την κατοπινή αρματολική του σταδιοδρομία και είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με πολλούς από τους κορυφαίους Ελληνες αρματολούς και κλέφτες οι οποίοι σε λίγο θα ετίθεντο επικεφαλής του μεγάλου αγώνα. Γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ο οποίος τον έκρινε άξιο να γίνει, αργότερα, πρωτοπαλήκαρό του. Ταίριαζε σε πολλά με αυτόν τον αρχηγό, αλλά διέφερε στην αγαθότητα της ψυχής. Μέσα στην εξαχρείωση, τη σκληρότητα και τη διαφθορά που μάστιζαν το περιβάλλον του εκφυλισμένου πασά, ο Διάκος μπόρεσε να διατηρήσει την αγνότητα της ψυχής του. Ο Αλής συστηματικά συνήθιζε να ρίχνει στη λάσπη κάθε αγνή ψυχή και να βεβηλώνει, έτσι υποπτεύθηκε την ευγενή στάση του Διάκου. Λέγεται πως ζήτησε μυστικά από τον Οδυσσέα να τον δολοφονήσει. Ο Ανδρούτσος όμως, παίρνοντας πάνω του την ευθύνη, ούτε τον Διάκο δολοφόνησε, ούτε του μίλησε ποτέ γι’ αυτή την υπηρεσία που του είχε προσφέρει.

Οταν ο Ανδρούτσος έφυγε από τον Αλή πασά και διορίστηκε αρχηγός στο αρματολίκι της Λιβαδειάς, ο Διάκος είχε κάπου να καταφύγει σε περίπτωση που ερχόταν σε σύγκρουση με τον Σκαλτσοδήμο. Και αυτό έγινε πολύ γρήγορα. Ο Διάκος, φεύγοντας από τον Αλή πασά, επέστρεψε στη Δωρίδα. Από τους πρώτους μήνες φάνηκε η υπεροχή του. Χριστιανοί και Τούρκοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Οι προεστοί στα χωριά επαινούσαν τους αψεγάδιαστους τρόπους του και την ανδρεία του. Τα παληκάρια του ήταν αφοσιωμένα, έτοιμα να θυσιαστούν στο όνομά του. Ο Σκαλτσοδήμος, επηρεασμένος από ραδιούργους, φοβήθηκε πως ο Διάκος ήθελε να τον σκοτώσει. Μετά από συνάντησή τους κατά την εορτή της Παναγίας, τον Αύγουστο του 1819, ο Διάκος αποφάσισε να φύγει παίρνοντας μαζί του ένα μόνο παληκάρι, τον Περλίγκα. Ο Ανδρούτσος, που είχε το αρματολίκι της περιοχής, τον δέχθηκε εγκάρδια και γνωρίζοντας την αξία του τον τοποθέτησε αμέσως πρώτο ανάμεσα στα επτά πρωτοπαλήκαρά του.

Το 1818 ο Ανδρούτσος έδωσε τον όρκο των Φιλικών και την ίδια εποχή ο Κωνσταντίνος Σακελλίωνος Κοκοσιώτης κατήχησε τον Διάκο και έδωσε κι εκείνος τον όρκο «Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» των Φιλικών. Οταν έγινε φανερή και οξύτατη η αντίθεση του Αλή πασά με τον σουλτάνο, ο Οδυσσέας δεν μπορούσε να μείνει στο αρματολίκι της Λιβαδειάς. Τα σουλτανικά στρατεύματα θα περνούσαν από την περιοχή του και βρίσκοντάς τον στον δρόμο τους θα τον κτυπούσαν. Εκτός από αυτόν τον ουσιαστικό λόγο, υπήρχε και κάτι άλλο που επέβαλλε τον χωρισμό του Οδυσσέα από τον Διάκο. Στον φάκελλο του Διάκου, στα αρχεία του κράτους, υπάρχει αποδελτιωμένη μαρτυρία για μια έντονη ρήξη ανάμεσά τους, έξω από ένα χωριό στη θέση Γεφυράκι. Ο Διάκος τιμούσε και θαύμαζε τον Ανδρούτσο, ωστόσο αγανακτούσε κάθε φορά που εκείνος επέβαλλε αυστηρές ή απάνθρωπες τιμωρίες σε όσους θεωρούσε εμπόδια στη δράση του. Η αγαθή ψυχή του Διάκου δεν συγχωρούσε τις σκληρές πράξεις και μια μέρα ξέσπασε. Ο Οδυσσέας, ασυνήθιστος να ακούει την αλήθεια, τράβηξε το όπλο να τον κτυπήσει. Ατάραχος ο Διάκος του είπε: «Τράβα μωρέ τουρκόπιστε και αν με σκοτώσεις, χαλάλι σου. Αλλιώς γλυτώνουμε από έναν τυραννόπιστο». Η ρήξη θα έφθανε σε βιαιότητες ίσως, αν δεν εμπλέκονταν ο Καλύβας, ο Μπακογιάννης και άλλα παληκάρια. «Ε, μωρέ σύντροφοι!», φώναξε ο Διάκος, «Εγώ δεν μπορώ να κάνω πια με αυτόν τον μπόγια. Οποιος από σας θέλει, ας έρθει κοντά μου». Ο Οδυσσέας έφυγε με τέσσερις. Ολοι οι άλλοι έμειναν με τον Διάκο και τον ανακήρυξαν ομόφωνα οπλαρχηγό της Λιβαδειάς. Οι προεστοί αναγνώρισαν πρόθυμα την εκλογή του και οι Τούρκοι την επικύρωσαν. Χαρακτηριστική ήταν η σφραγίδα του Διάκου, ως καπετάνιου, στο αρματολίκι που παρέλαβε. Είχε σχήμα ωοειδές, με τον δικέφαλο αετό των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και τον Τίμιο Σταυρό με τα τέσσερα κεφαλαία γράμματα Ο.Θ.Ν.Κ. (=Ο Θεός νικά).

Το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821, πλήθαιναν οι φήμες για επικείμενες μεγάλες εξελίξεις. Εγινε σύσκεψη του Διάκου, του Λογοθέτη, του Λάμπρου Νάκου και του Φίλωνος. Αποφάσισαν να στείλουν άνθρωπο στον Μοριά και να πληροφορηθούν την ημέρα που θα έπρεπε να αρχίσει η Επανάσταση. Στις 24 Μαρτίου έστειλαν τον έμπιστό τους, Βασίλη Μπούσγο. Ο τελευταίος, όταν πληροφορήθηκε όσα έγιναν στην Πάτρα, στην Καλαμάτα και σε άλλα μέρη, αποφάσισε να επιστρέψει στην Αράχωβα. Εκεί πληροφόρησε τους προκρίτους για τα γεγονότα στον Μοριά. Τα μεσάνυκτα της 25ης προς την 26η Μαρτίου στο στενό του Ζεμενού, στο ομώνυμο χάνι, σκότωσε έναν Τούρκο τάταρη (ταχυδρόμο) και έναν Τουρκαλβανό, που είχαν σταλεί από Τούρκους των Σαλώνων στους Τούρκους της Λιβαδειάς για ενημέρωση σχετικά με τα γεγονότα στον Μοριά.

Φθάνοντας στη Λιβαδειά ο Μπούσγος ειδοποίησε τον Διάκο και τους προεστούς. Ο βοεβόδας της

Λιβαδειάς, Χασάν αγάς, τους κάλεσε στο σαράι το πρωί της 26ης Μαρτίου. Ο Διάκος έδωσε θάρρος στους προεστούς. Πήρε μαζί του τον Μπούσγο και τους συνόδευσε στο σαράι. Ο βοεβόδας, αντικρίζοντας τον Μπούσγο, είπε αγριεμένος: «Πώς τολμάτε νε έρχεστε εδώ με τον Μπούσγο, που χθες σκότωσε τον τάταρη και τον Αρβανίτη στο χάνι;». Ο Διάκος τότε μπήκε μπροστά: «Αυτά είναι ψέματα, βοεβόδα μου, που αραδιάζουν οι εχθροί για να βάζουν σε υποψίες την κυβέρνηση. Εμαθα όμως ότι ο Λυσσέος (Οδυσσέας Ανδρούτσος) βγήκε στον Μοριά με δέκα χιλιάδες και αν έρθει κατά ‘δω αλλίμονο στον κόσμο, Τούρκους και Ρωμιούς». Ο βοεβόδας ταράχτηκε. «Καλά, εσύ δεν θα τον χτυπήσεις;», του είπε. «Και πώς μπορώ να τον χτυπήσω, αγά μου, με εκατό στρατιώτες που έχω;», αποκρίθηκε ο Διάκος. «Οι χωριάτες όλοι έχουν άρματα», συνέχισε ο βοεβόδας. «Αρματα μπορώ να συνάξω, μα πρέπει να έχω και μπουγιουρντί», απάντησε ο Διάκος. Ο βοεβόδας προθυμοποιήθηκε να του δώσει το μπουγιουρντί (έγγραφη άδεια). Ετσι ο Διάκος, εφοδιασμένος με διαταγή για εξοπλισμό των χωρικών, βγήκε αμέσως από την πόλη και άρχισε να στρατολογεί, φανερά πλέον, τους χωριάτες. Παράλληλα έστειλε ανθρώπους και στα πιο μακρινά μέρη της επαρχίας, με την εντολή οι ένοπλοι να συγκεντρωθούν στο μοναστήρι του Λυκούρεση, μιάμιση ώρα έξω από τη Λιβαδειά.

Ετσι άρχισε να εξοπλίζεται η επαρχία, ενώ έφθαναν και οι πρώτες ειδήσεις από τα Σάλωνα για τους επαναστατημένους Ελληνες και τις ταραχές που γίνονταν εκεί. Πανικόβλητοι ο βοεβόδας και οι Τούρκοι της Λιβαδειάς κλείστηκαν στο κάστρο, μαζί με 40 Αρβανίτες, γυναίκες και παιδιά. Κάποιοι άλλοι με τον πρώην βοεβόδα, Καρά Ισμαήλ αγά, κλείστηκαν στην ορεινή θέση της Ωρας. Ο Σουλεϊμάν Ποταμάς, ο Ιμπραήμ αγάς, ο Ζαήμ αγάς και άλλοι, που δεν ήθελαν να φύγουν ή δεν πρόλαβαν, έμειναν και οχυρώθηκαν στα σπίτια τους. Τα όπλα των Τούρκων της Λιβαδειάς ήταν 800. Ο βοεβόδας, Χασάν αγάς, πήρε στο κάστρο και τους προεστούς Γιάννη Λογοθέτη και Νικόλαο Νάκο, ως ομήρους, για να μη κινηθούν οι Ελληνες της Λιβαδειάς.

Μετά τα γεγονότα στα Σάλωνα ο Πανουργιάς παρακινούσε τον Διάκο να μη καθυστερήσει την επανάσταση στη Βοιωτία και παρακαλούσε να του στείλει βοήθεια το συντομότερο. Τότε συγκεντρώθηκαν στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά ο Διάκος, ο δεσπότης Σαλώνων Ησαϊας, οι περισσότεροι από τους προκρίτους των χωριών και ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος. Μετά από συμβούλιο ο Διάκος συνέστησε στους αρματωμένους χωρικούς να σκοτώσουν αμέσως τους Τούρκους σουμπασήδες (ενοικιαστές προσόδων) που βρίσκονταν στα χωριά τους. Ο ίδιος, πηγαίνοντας στο Δίστομο, συνέλαβε τον αδελφό του βοεβόδα της Λιβαδειάς, που ήταν εκεί ζαμπίτης (αστυνόμος), με όλα τα όργανά του. Ακόμα έστειλε στον Πανουργιά 200 Αραχωβίτες, για βοήθεια, με αρχηγό τον καπετάν Αναγνώστη Λαζαρή.

Τα μεσάνυκτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου ο Διάκος κατέλαβε την τοποθεσία στον λόφο του προφήτη Ηλία, απέναντι από το κάστρο της Λιβαδειάς, για να είναι έτοιμος για την εφόρμηση. Κάτω από τα μάτια των Τούρκων οι επαναστάτες έσφαζαν τους μουσουλμάνους των Θηβών που βρέθηκαν στη Λιβαδειά. Ο Διάκος αρχικά ελευθέρωσε τους ομήρους Νάκο και Λογοθέτη, ανταλλάσσοντάς τους με τον αδελφό του βοεβόδα και τη συνοδεία του. Τα μεσάνυκτα της 30/31 Μαρτίου μαζί με τον Λογοθέτη, τον Φίλωνα και τον Νάκο μπήκαν στα κυριότερα μέρη της πόλης. Μπροστά από τον Διάκο προχώρησαν ο Μπούσγος και ο Νικόλαος Σιμαρέσης, κρατώντας τη σημαία του Αγίου Γεωργίου. Με αυτούς ενώθηκαν και οι πολίτες της Λιβαδειάς, με τις σημαίες των συνοικιών τους, της Παναγίας, του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Νικολάου. Αμέσως έγινε στενός αποκλεισμός των Τούρκων στο κάστρο και των άλλων στο οχυρό της Ωρας, όπως και εκείνων που είχαν κλειστεί στα σπίτια τους.

Ο υπαρχηγός του Διάκου, Μπούσγος, πληγώθηκε όταν όρμηξε στο σπίτι του Σουλεϊμάν Ποταμά, ενώ ο Θανάσης Αντάρας έπεσε νεκρός. Τη νύκτα ο Τριαντάφυλλος Βουγιουκλής και ο Ανδριτσάκος Βέργος ανέβηκαν στο κάστρο, από το μονοπάτι του Μαντείου του Τροφωνίου. Κατά τη συμπλοκή πληγώθηκε ο Βουγιουκλής. Τα παληκάρια κυριάρχησαν τελικά. Οι Αρβανίτες που κρατούσαν την κάτω μικρή πύλη του κάστρου, υποσχέθηκαν να την παραδώσουν στον Διάκο και στον Λογοθέτη, αν και εκείνοι τους παρέδιδαν τον Δεμήρ 6έη Κοστούρη που ήταν κλεισμένος στο οχυρό της Ωρας. Ο Λογοθέτης και ο Διάκος συμφώνησαν για την ανταλλαγή. Οι Αρβανίτες παρέδωσαν την πύλη και βγήκαν ελεύθεροι και αρματωμένοι, φιλοξενούμενοι του Λογοθέτη. Αποκλεισμένοι στενά πλέον οι Τούρκοι του κάστρου και της Ωρας, χωρίς δυνατότητα τροφοδοσίας, παραδόθηκαν στις 31 Μαρτίου.

Η Λιβαδειά, ελεύθερη πλέον, σήκωσε τη σημαία της επανάστασης στις 4 Απριλίου στο κάστρο και στην Ωρα. Εγινε μεγάλο γλέντι στην Αγία Παρασκευή. Ο μητροπολίτης Διονύσιος έφθασε από την Αθήνα για να ευλογήσει το πανηγύρι της λευτεριάς. Συνοδευόταν από τους δεσπότες Νεόφυτο της Αταλάντης και Ησαϊα των Σαλώνων. Εφθασε εκεί και ο Διάκος. Πήδηξε από το άλογο, ασπάστηκε τα χέρια των δεσποτών και στάθηκε για τον αγιασμό. Παρόντες ήταν επίσης οι απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας Θανάσης Ζαρείφης και Δήμος Αντωνίου, που σύμφωνοι με τους προεστούς και τους δεσπότες διόρισαν «κονσόλους» της Ανατολικής Ελλάδος τον Νικόλαο Νάκο, τον Γιάννη Λογοθέτη και τον Γιάννη Φίλωνος. Ο Διάκος έγινε «κολονέλος» της Λιβαδειάς και «πεντακοσίαρχοι» έγιναν οι Βασίλης Μπούσγος, Γιάννης Λάππας, Μήτρος Τριανταφυλλίνας και Νικόλαος Σιμαρέσης. Οι Τούρκοι αφέθηκαν ελεύθεροι στην πόλη, ενώ οι ανώτεροι από αυτούς έμειναν με τις οικογένειές τους στα σπίτια των προεστών, για να είναι ασφαλισμένοι. Τα όπλα τους διανεμήθηκαν, τα καλύτερα από αυτά στα παληκάρια του Διάκου.

Πρώτο μέλημα του Διάκου στη συνέχεια ήταν να εξασφαλίσει την άμυνα του δρόμου που κατέβαινε από τη Λαμία στη Λιβαδειά. Οι εκεί Τούρκοι πήραν τα γυναικόπαιδα και κατευθύνθηκαν στο κάστρο της Χαλκίδας. Ο εξάδελφος του Διάκου, Αντώνης Κουντουσόπουλος, κατέβηκε στην Αταλάντη και πολιόρκησε τους Τούρκους και τους χάρισε τη ζωή όταν παραδόθηκαν. Ετσι ο Διάκος ξεκαθάρισε ολόκληρη εκείνη την περιφέρεια και ήταν εξασφαλισμένος από τον νότο.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΛΑΜΑΝΑΣ

Μόλις έγιναν γνωστές οι λεπτομέρειες του ξεσηκωμού στη Στερεά Ελλάδα, οι τουρκικές δυνάμεις στην Ηπειρο ήταν έτοιμες, μετά την επικείμενη εξόντωση του Αλή πασά, να εξορμήσουν. Εκείνες που θα στέλνονταν στην Πελοπόννησο προς ενίσχυση της πολιορκούμενης Τριπολιτσάς και των άλλων φρουρίων, θα διέρχονταν από τη Στερεά Ελλάδα. Ο Δράμαλης εξορμώντας από τη Λάρισα διεσκόρπισε τους επαναστάτες της Θεσσαλίας και του Πηλίου. Ο Χουρσίτ πασάς, εντεταλμένος του σουλτάνου για τα πράγματα της Ελλάδας, διέταξε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, δύο από τους ικανότερους στρατηγούς του, να εκστρατεύσουν με αντικειμενικό σκοπό την κατάπνιξη της επανάστασης σε Φθιώτιδα-Φωκίδα και Αττική-Βοιωτία και κατόπιν να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Ανέθεσε την αρχηγία στον Κιοσέ Μεχμέτ (ο Ομέρ Βρυώνης ήταν ικανότερος στρατηγός, αλλά η παλαιά του φιλία με τον Αλή πασά ενέπνεε κάποια δυσπιστία). Ο Χουρσίτ στηριζόταν στις ικανότητες του Ομέρ Βρυώνη, όχι άδικα. Ο αλβανικής καταγωγής πασάς του Βερατίου, ήταν πραγματικός στρατηγός και γνώριζε πολύ καλά τα εδάφη και τους Ελληνες οπλαρχηγούς, τους περισσότερους εκ των οποίων είχε γνωρίσει στην Αυλή του Αλή πασά. Μαζί με τους παραπάνω ήταν και οι Αρβανίτες αρχηγοί Τελεχά 6έης, Χασάν Τομαρίτσας και Μεχμέτ Τσαπάρας.

Ο Διάκος και ο Δυοβουνιώτης, πηγαίνοντας στο χάνι της Αλαμάνας, κοντά στο ιστορικό γεφύρι, κάλεσαν τον οπλαρχηγό του Πατρατσικίου, Δημήτρη Κοντογιάννη, να ενωθεί μαζί τους και να επιτεθούν κατά της Λαμίας, που ήταν σωστή «τουρκόπολη», όπως παρατηρεί ο Φιλήμων στο δοκίμιό του. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί και οι πρώτοι στρατολογημένοι Τούρκοι από τη Θεσσαλία, την Ηπειρο, την Αλβανία και τη Μακεδονία. Ο Κοντογιάννης, παλαιός αρματολός με αδιάκοπες και στενές σχέσεις με τους Τούρκους, σκεπτόταν μόνο να σώσει το αρματολίκι του και αρνήθηκε να ενωθεί με τους άλλους οπλαρχηγούς, αφήνοντας τους Τούρκους της Υπάτης να κινούνται ελεύθερα. Η αδράνειά του ζημίωσε πολύ εκείνες τις στιγμές του αγώνα.

Οι οπλαρχηγοί της ανατολικής ηπειρωτικής Ελλάδας πληροφορήθηκαν πως οι δύο Τούρκοι στρατηγοί βάδιζαν εναντίον τους με δύναμη 8.000 πεζών και 1.000 ιππέων. Αντιλήφθηκαν πως ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν σοβαρός και αποφάσισαν να αναχαιτίσουν την προελαύνουσα τουρκική δύναμη αναμένοντας τον εχθρό σε στενές διαβάσεις, όπου το ατομικό θάρρος και η ορμή θα εκμηδένιζαν την αριθμητική υπεροχή του. Θεώρησαν κατάλληλη θέση το στενό της Αλαμάνας, που δημιουργείται από τον Σπερχειό ποταμό. Πρόκειται για το ιστορικό στενό των Θερμοπυλών. Μολονότι οι γεωλογικές μεταβολές και οι μέθοδοι διεξαγωγής του πολέμου τότε περιόριζαν την παλαιά σημασία του, το στενό εξακολουθούσε να αποτελεί στρατηγική πύλη. Για να μπορέσουν απερίσπαστοι να αντιμετωπίσουν την τουρκική δύναμη, αποφάσισαν να απαλλαγούν από κάθε πλευρική απειλή των Τούρκων. Γι’ αυτό επιτέθηκαν κατά του Πατρατσικίου, το οποίο εξακολουθούσε να κατέχεται από δύναμη 800 Τούρκων.

Παρά τις εφόδους των Ελλήνων οι αμυνόμενοι, οχυρωμένοι στα σπίτια, κρατούσαν την πόλη. Στις 18 Απριλίου αποφάσισε να συμπράξει μαζί τους και ο Κοντογιάννης, όταν είδε να τον εγκαταλείπουν όλοι, ακόμα και τα ίδια του τα παληκάρια, λόγω της αρνητικής του στάσης. Ηταν όμως πολύ αργά. Οταν οι Ελληνες πληροφορήθηκαν πως είχαν καταφθάσει οι Κιοσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνης, εγκατέλειψαν το Πατρατσίκι και έλυσαν την πολιορκία, χωρίς να επιτύχουν να εκμηδενίσουν την εκεί τουρκική δύναμη.

Οι τρεις οπλαρχηγοί της ανατολικής ηπειρωτικής Ελλάδας, Διάκος, Πανουργιάς και Δυο6ουνιώτης, συσκέφθηκαν στις 20 Απριλίου στους Κομποτάδες. Η δύναμή τους ανερχόταν σε 1.500 άνδρες. Ο Δυο6ουνιώτης πρότεινε να μείνουν ενωμένοι και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό στο στενό των Θερμοπυλών. Ο Διάκος υπέδειξε να καταληφθούν οι τρεις δίοδοι του στενού και η γνώμη του έγινε αποδεκτή. Στις 23 Απριλίου ο Πανουργιάς κατέλαβε το Μουσταφάμπεη με 600 άνδρες. Ο Διάκος κατέλαβε τη γέφυρα της Αλαμάνας και την οδό προς τις Θερμοπύλες με 500 άνδρες, ενώ ο Δυοβουνιώτης, με 400 άνδρες, ανέλαβε την υπεράσπιση της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Μόλις κατέλαβαν τις θέσεις τους και πριν προλάβουν να οργανωθούν, φάνηκε ο τουρκικός στρατός να πλησιάζει από το Λιανοκλάδι. Ηταν η δύναμη του Ομέρ Βρυώνη, που κινήθηκε γοργά για να κτυπήσει τους Ελληνες και ιδιαίτερα τον Διάκο. Για να είναι το κτύπημα αποτελεσματικό, έπρεπε πρώτα να διαλυθούν τα τμήματα του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη, που υπεράσπιζαν τα δύο πλευρά. Ο Δυοβουνιώτης, αντιλαμβανόμενος πως ήταν αδύνατο να αντισταθεί στην επερχόμενη μεγάλη δύναμη πεζικού και ιππικού, υποχώρησε ταχύτατα και κατέλαβε φύσει οχυρές θέσεις, όπου λόγω του ανώμαλου εδάφους θα ήταν αδύνατο να δράσει το τουρκικό ιππικό. Ο Βρυώνης πλησίασε στο Μουσταφάμπεη και έστειλε τον Χασάν Τομαρίτσα και τον Μεχμέτ Τσαπάρα να επιτεθούν στους οχυρωμένους στο χωριό. Οι αξιωματικοί του Πανουργιά, παπα-Ανδρέας και Τράκας, είχαν οχυρωθεί στα σπίτια και στην εκκλησία και κρατούσαν γερά. Ο ίδιος ο Πανουργιάς με άλλη δύναμη είχε καταλάβει τη Χαλκομάτα. Ο Βρυώνης έκρινε ότι η επίθεση κατά του Μουσταφάμπεη θα ήταν επιζήμια και δεν κινήθηκε αποφασιστικά, από φόβο μήπως αλλοιωθεί το γενικό σχέδιο της μάχης. Προτίμησε να στραφεί προς τη Χαλκομάτα, όπου βρισκόταν ο Πανουργιάς, και προς τη γέφυρα της Αλαμάνας, πριν καταφθάσει ο Μεχμέτ και κερδίσει αυτός τη μάχη. Διαίρεσε τη δύναμή του σε τρία τμήματα. Το ένα επιτέθηκε κατά της Χαλκομάτας, το άλλο κατά της Αλαμάνας, ενώ το τρίτο κατέλαβε θέσεις στα διπλανά υψώματα για να καταδιώξει τους Ελληνες όταν θα αναγκάζονταν να υποχωρήσουν. Η δύναμη του Πανουργιά κάμφθηκε μπροστά στην επίθεση των υπέρτερων εχθρικών δυνάμεων, ενώ ο ίδιος, μαχόμενος στην πρώτη γραμμή, τραυματίστηκε σοβαρά. Ετσι οι υπερασπιστές της Χαλκομάτας αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μαχόμενοι, με πολλές απώλειες. Εκεί βρήκε ηρωικό θάνατο, ανάμεσα στα άλλα παληκάρια, και ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαϊας και ο αδελφός του Παπαγιάννης. Το σώμα του Δυοβουνιώτη δέχθηκε τόσο ισχυρή επίθεση ώστε δεν μπόρεσε να αντέξει. Τα παληκάρια λύγισαν και διασκορπίστηκαν άτακτα προς το Δέμα.

Στην Αλαμάνα διεξαγόταν σκληρή μάχη, με σφοδρές αντεπιθέσεις. Μετά την εξουδετέρωση του Πανουργιά, ο Βρυώνης ενέπλεξε όλες του τις δυνάμεις κατά των υπερασπιστών της Αλαμάνας. Στο μεταξύ κατέφθασε και η δύναμη του Κιοσέ Μεχμέτ. Ο Διάκος μαχόταν με 500 άνδρες, 200 από τους οποίους υπό τον Μπακογιάννη και τον Καλύβα βρίσκονταν στη γέφυρα. Ο ίδιος με τους υπόλοιπους κατείχε τα Ποριά, εξαπολύοντας επιθέσεις κατά του εχθρού για να ανακουφίσει τους μαχόμενους στην Αλαμάνα. Ο Κιοσέ Μεχμέτ ξεχύθηκε κατά των σωμάτων του Καλύβα και του Μπακογιάννη αλλά στάθηκε απέναντι τους, εκτός βολής, για να τους κρατάει στις θέσεις τους και έτσι να μη μπορούν να δώσουν βοήθεια στον Διάκο. Η πίεση του εχθρού γινόταν συνεχώς εντονότερη. Οι άνδρες του Διάκου τον συμβούλευσαν να υποχωρήσει επειδή η συνέχιση της μάχης θα σήμαινε την καταστροφή όλων. Ο Δυοβουνιώτης είχε αποσυρθεί και η δύναμη του Πανουργιά είχε συντριβεί. Η εμμονή θα σήμαινε αυτοκτονία. Ο φίλος του Διάκου, Βασίλης Μπούσγος, τον παρακαλούσε να συλλογιστεί την αξία της ζωής του για τον αγώνα και διέταξε να φέρουν το άλογο του Διάκου, για να φύγει ο αρχηγός. «Ο Διάκος δεν φεύγει, ούτε εγκαταλείπει τους συντρόφους του», είπε υπερήφανα ο ήρωας. Στη γέφυρα πολλοί έπεφταν από τα εχθρικά πυρά, ενώ άλλοι άρχισαν να φεύγουν. Στον Διάκο απέμεναν πλέον 48 παληκάρια, αποφασισμένα να πεθάνουν μαζί του. Οι εχθροί επιτίθεντο από παντού. Τότε έπεσε και ο αδελφός του Διάκου, ο Κωνσταντίνος (ο επονομαζόμενος και Μασσαβέτας). Ο γενναίος ήρωας της Αλαμάνας δεν έπαψε να μάχεται. Χρησιμοποιώντας για κάλυψη το σώμα του αδελφού του, κατόρθωσε να φθάσει μέχρι τα Μανδροστάματα της μονής της Δαμάστας, όπου υπήρχαν βράχοι για να οχυρωθεί. Ωστόσο του έμεναν μόνο δέκα άνδρες. Οι υπόλοιποι ήταν νεκροί. Οι ελάχιστοι επιζώντες Ελληνες αντιμετώπισαν με αφάνταστο ηρωισμό αναρίθμητους εχθρούς ο καθένας, σε μια συμπλοκή σώμα με σώμα, έως ότου έπεσαν δίπλα στον ηρωικό αρχηγό τους. Ο Διάκος, με αχρηστευμένο δεξί χέρι λόγω τραυματισμού στην κλείδωση του ώμου, κρατούσε το σπασμένο σπαθί του με το αριστερό και μαχόταν με πείσμα. Δεν του έμενε παρά μόνο η λαβή. Τότε έπεσαν πάνω του οι Αλβανοί. Συνελήφθη και αναγνωρίστηκε. Από τη δύναμη του Διάκου διέφυγε, μεταξύ άλλων, και ο Βασίλης Μπούσγος, ενώ στο πεδίο της μάχης παρέμειναν ο Καλύβας και ο Μπακογιάννης με δύο άνδρες, οχυρωμένοι σε ένα χάνι. Ο Διάκος τους αντιλήφθηκε ενώ μεταφερόταν δέσμιος από τους Τούρκους και φώναξε: «Καλύβα, Μπακογιάννη, 10.000 με κρατούν». Οι τέσσερις γενναίοι άνδρες άνοιξαν την πόρτα του χανιού, τράβηξαν τα σπαθιά τους και όρμησαν διά μέσου των Τούρκων προς τον αρχηγό τους, για να πέσουν σχεδόν αμέσως νεκροί.

Ο Διάκος μεταφέρθηκε στο Ζητούνι (Λαμία), όπου οδηγήθηκε μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη. Διασώθηκε ο διάλογός τους. «Εσύ είσαι ο Διάκος;», ρώτησε ο Βρυώνης, που δεν τον γνώρισε όπως ήταν χλωμός και καταματωμένος. «Εγώ», απάντησε εκείνος. «Πώς σε έπιασαν ζωντανό;». «Αν ήξερα ότι δεν θα σκοτωνόμουν, θα κρατούσα ένα φουσέκι για τον εαυτό μου». Υστερα τον πήγαν στον Κιοσέ Μεχμέτ. «Ποιος είναι ο σκοπός που πιάσατε τα άρματα;», ρώτησε ο πασάς. «Ολοι οι χριστιανοί έχουν ξεσηκωθεί να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν», είπε ο Διάκος. Ο Βρυώνης και ο Μεχμέτ θαύμασαν τη γενναιότητα του Διάκου. Πρότειναν να του χαρίσουν τη ζωή και να τεθεί στην υπηρεσία τους. «Ούτε σε δουλεύω, ούτε σε ωφελώ, αν σε δουλέψω», απάντησε ο Διάκος στον Μεχμέτ. Προσφέρθηκαν να του δώσουν βαθμό ανώτερου αξιωματικού του οθωμανικού στρατού, αν ασπαζόταν το Ισλάμ. Εκείνος αρνήθηκε. «Πάτε κι εσείς και η πίστη σας, Μουρτάτες, να χαθείτε. Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Οταν τον απείλησαν πως θα τον θανατώσουν, ο ήρωας της Αλαμάνας απάντησε: «Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους». Ο Ομέρ Βρυώνης μίλησε με συμπάθεια στον Μεχμέτ για τον Διάκο, επειδή θα μπορούσε να τους φανεί χρήσιμος στο δοβλέτι (κυβέρνηση). Εκείνη τη στιγμή όμως έπεσε στα πόδια του πασά ο πρόκριτος της Λαμίας Χαλήμπεης, εξορκίζοντάς τον να θανατώσει τον αρχηγό της ανταρσίας. «Χάλασε τον πασά μου. Είναι αυτός που έδωσε διαταγή να σφάξουν όλους τους Τούρκους σε αυτό το βιλαέτι, αφού τάχα τους άφησε ελεύθερους και υπέγραψαν συμφωνία και έδωσαν τα άρματά τους. Χάλασέ τον να γίνει παράδειγμα».

Οι Τούρκοι αποφάσισαν να τον θανατώσουν με ανασκολοπισμό. Μάλιστα έδωσαν στον ίδιο να κρατάει τον πάσσαλο. Τότε, όπως μας παραδίδεται, ο Διάκος αυτοσχεδίασε λέγοντας τους εξής στίχους: «Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γη χορτάρι…». Αναλογίστηκε για μια στιγμή το μαρτύριο που τον περίμενε και στρεφόμενος προς τους Αρβανίτες που τον συνόδευαν είπε: «Δεν βρίσκεται ανάμεσά σας κανένα παληκάρι να με σκοτώσει με μια πιστολιά, να με γλυτώσει από τους Χαλδούπηδες;». Δεν βρέθηκε κανένας,.. Η φοβερή θανατική ποινή εκτελέστηκε στο Ζητούνι στις 24 Απριλίου, την επομένη της μάχης στην Αλαμάνα. Μετά τον θάνατό του οι Τούρκοι πέταξαν το λείψανό του σε ένα κοντινό χαντάκι. Οι χριστιανοί βγήκαν κρυφά τη νύκτα και τον έθαψαν, στον χώρο όπου αρχίζει σήμερα η οδός Ησαϊα. Ο τόπος της ταφής του είχε λησμονηθεί και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη το 1881. Το 1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνό του και τοποθετήθηκε η προτομή που διατηρείται ως σήμερα. Σημειώνεται εδώ ότι η Επιτροπή Εκδουλεύσεων παλαιότερα τον είχε αναγνωρίσει ως ανώτατο αξιωματικό πρώτης τάξεως και είχε επιδικάσει ισόβια μηνιαία σύνταξη στην αδελφή του (απεβίωσε το 1873).

Η μάχη της Αλαμάνας αποτελεί σταθμό για την Επανάσταση του 1821 και τον νεώτερο Ελληνισμό. Διεξήχθη στην τοποθεσία της μάχης των Θερμοπυλών και υπήρξε, όπως και εκείνη, παράδειγμα ηρωισμού και αυτοθυσίας. Ο Διάκος είχε τη δυνατότητα και τον χρόνο να διαφύγει. Θυσιάστηκε στον βωμό του χρέους και απέδειξε πως δεν είχαν πάψει να γεννιούνται ήρωες στην ελληνική γη. Η απόφαση του Διάκου να μείνει και να πολεμήσει μέχρι τέλους, βοήθησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, που πολιορκούσε την Τριπολιτσά, να κερδίσει μερικές ημέρες, αφού ο Ομέρ Βρυώνης καθυστέρησε την προέλασή του μέχρι τις 7 Μαϊου, για να ανασυντάξει και να ενισχύσει με νέα δύναμη τον στρατό του. Ο τελευταίος είχε πληροφορηθεί ότι υπήρχε μεγαλύτερη δύναμη Ελλήνων στον Μοριά και αντιλήφθηκε, μετά το ηρωικό παράδειγμα του Διάκου, πως η κατάσταση ήταν πλέον σοβαρή και δεν επρόκειτο για μικρά κινήματα αλλά για γενικευμένη επανάσταση.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δεν παρουσιάζεται εκείνες τις ημέρες του Αγώνα, οπότε η βοήθειά του θα ήταν σημαντική. Εμφανίζεται μετά τη μάχη της Αλαμάνας, επειδή δεν πρόλαβε ή για κάποιον άλλο λόγο. Πρέπει να αναλογιστούμε και τη ρήξη του με τον Διάκο παλαιότερα, αλλά και την κακή σχέση του με τον Πανουργιά (όταν ο Ανδρούτσος ήταν υπό τις διαταγές του Αλή πασά, τον μετέφερε δέσμιο στα Ιωάννινα, ζητώντας από τον Αλή να του χαρίσει τη ζωή). Η έχθρα μεταξύ τους φαίνεται πως έσβησε μετά τη μάχη της Αλαμάνας. Ετσι αντιστάθηκαν μαζί επί μια ολόκληρη ημέρα στο χάνι της Γραβιάς, καθυστερώντας περισσότερο την προέλαση του Ομέρ Βρυώνη στην Πελοπόννησο. Το παράδειγμα του Διάκου, που ενέπνευσε πολλούς, θα ακολουθούσε και ο Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας) κατά την ηρωική αντιμετώπιση του Ιμπραήμ στο Μανιάκι, στις 20 Μαϊου 1825.

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ

Οι ιστορικοί διαφωνούν ως προς τον χρόνο και τον τόπο γέννησης του Αθανασίου Διάκου. Τοποθετούν τη γέννησή του περί το 1788 ή το 1791 στην Ανω Μουσουνίτσα Παρνασσίδας ή στην Αρτοτίνα Δωρίδας. Πιθανότατα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αρτοτίνα, όπως και όλα τα αδέλφια του. Είχε δύο αδελφές, την Καλομοίρα και τη Σοφία, που παντρεύτηκαν με τους Αρτοτινούς Κώστα Σταμάτη και Κώστα Κούστα αντίστοιχα, και δύο αδελφούς, τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο (τον επονομαζόμενο και Μασσαβέτα, που εσφαλμένα αναφέρεται μερικές φορές ως «Δήμος» ή «Μήτρος»). Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στην Αρτοτίνα. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Ανω Μουσουνίτσα, όταν υιοθετήθηκε από την άτεκνη θεία του Στάμω, σύζυγο του Γιάννη Μασσαβέτα.

Ο πατέρας του Διάκου ονομαζόταν Γεώργιος. Το όνομα αυτό και το επώνυμο «Ψυχογυιός» καταγράφηκε από τον Κρέμο κατά την επίσκεψή του στην Αρτοτίνα, τη δεκαετία του 1870, όπου ζούσαν παιδιά και εγγόνια των αδελφών του Διάκου. Ολοι οι απόγονοι φέρονται ως κάτοικοι Αρτοτίνας, με εξαίρεση εκείνους του Κωνσταντίνου Μασσαβέτα, που φέρονται ως κάτοικοι Ανω Μουσουνίτσας, όπου προφανώς γεννήθηκαν.

Η πλευρά της Ανω Μουσουνίτσας προβάλλει την άποψη, με το μοναδικό επιχείρημα που ουσιαστικά προκύπτει, ότι ο Διάκος γεννήθηκε στην Ανω Μουσουνίτσα και είχε το επώνυμο Μασσαβέτας, αφού από εκεί καταγόταν ο αδελφός του Κωνσταντίνος Μασσαβέτας.

Η πλευρά της Αρτοτίνας παραθέτει, στην κατηγορία των επίσημων στοιχείων και κατά χρονολογική σειρά, την επίσημη αναφορά, προς το Υπουργείο Παιδείας, του Ηπειρώτη δασκάλου Φ. Παπαδόπουλου (1858), το Πιστοποιητικό του Δημάρχου Κροκυλίου, τις μαρτυρίες στον ιστορικό Κρέμο και τις αναμνήσεις του γιατρού Κώστα Κούστα (1858-1946), εγγονού της αδελφής του ήρωα Σοφίας. Ο νεαρός Κούστας αναζητήθηκε και βρέθηκε. Ως απόγονος του Αθανασίου Διάκου προσκλήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε με δαπάνη του κράτους. Μάλιστα του άλλαξαν το επώνυμο σε Διάκος, προς διάσωσή του. Ο γιατρός Κώστας Διάκος έζησε στην Αρτοτίνα μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ολα τα επίσημα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Αρτοτίνα είναι ο τόπος όπου είδε το φως της ζωής και μεγάλωσε ο μεγάλος ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης Αθανάσιος Διάκος. Βέβαια ο μεγάλος αυτός άνδρας ανήκει σε ολόκληρη την Ελλάδα. Οπως υποστηρίζει και ο Παπαρρηγόπουλος, «…ανήκει εις την παράδοσιν άμα και την ιστορίαν και είναι κτήμα του λαού μάλλον ή της επιστήμης».

Η «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ» ΠΥΛΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ

Στο όρος Οίτη, στην περιοχή των Θερμοπυλών, επέλεξε κατά τη μυθολογία μας να τελειώσει τη ζωή του ο Ηρακλής, βασανιζόμενος από τον δηλητηριασμένο χιτώνα του κενταύρου Νέσσου. Ζήτησε να μεταβεί εκεί και να καεί ζωντανός για να γλυτώσει από το μαρτύριο που του κατέτρωγε τις σάρκες. Ο Δίας, βλέποντας τον γιό του στην πυρά, έριξε κεραυνό και δημιούργησε τον Γοργοπόταμο για να τον δροσίσει. Επειτα τον τύλιξε με ένα σύννεφο και τον μετέφερε στον Ολυμπο.

Ομως και στη φάση της καταγεγραμμένης Ιστορίας το σημείο των Θερμοπυλών δεν έπαψε να συνοδεύει σημαντικές στιγμές της πορείας του ελληνικού έθνους.

Αρχικά συναντούμε τους Σπαρτιάτες, τους Θεσπιείς, τους Λοκρούς και άλλους Ελληνες που κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων υπερασπίστηκαν με αυτοθυσία τα στενά των Θερμοπυλών, το 480 π.Χ. Στη συνέχεια βλέπουμε τον Μακεδόνα Αντίπατρο, διάδοχο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και τον Αθηναίο Λεωσθένη, ηγέτη των πόλεων της νότιας Ελλάδας, που είχαν εξεγερθεί κατά των μακεδονικών φρουρών. Μετά τη μάχη κοντά στις Θερμοπύλες, στην Ηράκλεια του Σπερχειού, ο Αντίπατρος, ηττημένος, οχυρώθηκε στη Λαμία, που έδωσε έτσι το όνομά της στον πόλεμο (Λαμιακός Πόλεμος, 323-322 π.Χ.). Το 279 π.Χ. έγινε μάχη με τους Γαλάτες του Βρένου. Στις Θερμοπύλες αμύνθηκαν 7.000 πεζοί και ιππείς και 790 ελαφρά οπλισμένοι υπό τρεις στρατηγούς, τον Πολύαρχο, τον Πολύφρονα και τον Λαοκράτη. Στο πλευρό τους έσπευσαν Βοιωτοί, Φωκείς, Οπούντιοι Λοκροί, Μεγαρείς και Πατρινοί. Αρχηγός ορίσθηκε ο Αθηναίος Κάλλιπος. Η εχθρική δύναμη ήταν 40.000 πεζοί και 800 ιππείς. Οι Ελληνες αιφνιδίασαν τον αντίπαλο στη γραμμή που ενώνει την Οξιά με τον Τυμφρηστό, κοντά στις πηγές του Κρικελλιώτικου ποταμού. Από τη μάχη δεν επέστρεψαν στη βάση τους ούτε οι μισοί Γαλάτες. Τα οστά υπήρχαν επί χρόνια στην επιφάνεια της γης και η θέση ονομάσθηκε «Κοκκάλια» (το όνομα διατηρείται ως σήμερα). Οι Γαλάτες κατάφεραν να περάσουν στους Δελφούς.

Αργότερα όμως, θέλοντας να επιστρέψουν στο στρατόπεδο των Θερμοπυλών, καταστράφηκαν πλήρως στον Σπερχειό ποταμό.

Ο Νικηφόρος Ουρανός, στρατηγός του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου, κοντά στα Λουτρά Υπάτης αιφνιδίασε και συνέτριψε τις δυνάμεις των Βουλγάρων του Σαμουήλ κατά τη λεγάμενη μάχη του Σπερχειού, το έτος 995.

Τον Απρίλιο του 1941, αυστραλιανές και νεοζηλανδικές δυνάμεις αντιμετώπισαν, υποχωρώντας, τα γερμανικά στρατεύματα τα οποία εκινούντο προς την Αθήνα. Ακολούθως, στις 24-11-1942, Βρετανοί και Ελληνες αντάρτες ανατίναξαν τη γέφυρα του Γοργοπόταμου. Οι αρχές κατοχής επικήρυξαν τον Ναπολέοντα Ζέρβα ως «ληστή», έναντι 100 εκατ. δρχ. της εποχής.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΠΟΠΗΣ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΕΥΧΟΣ 128, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2007

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • ΝΕΑ ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, Απέργη & ΣΙΑ, ΑΙήνα, 1975.
  • Σπύρου Μελά: ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΡΑΣΑ, Εκδόσεις Μπίρη, ΑΙήνα, 1979.
  • ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «ΗΛΙΟΥ», Ιωάννου Πασσά, ΑΙήνα, 1975.
  • Κ. Παπαρρηγόπουλου: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Εκδόσεις Καρολίδου, ΑΙήνα.
  • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, Εκδόσεις Χάρη Πάτση, ΑΙήνα, 1967.
  • ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Εκδοτική ΑΙηνών, ΑΙήνα, 197
  • Ι. Φιλήμων: ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, ΑΙήνα, 1959-61.
  • ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΓΕΣ/ΔΙΣ, ΑΙήνα, 1989.
  • Ν. Διαμαντόπουλος – Α. Κυριαζόπουλος: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ, ΟΕΔΒ, 1980.
  • Brewer David: THE GREEK WAR OF INDEPENDENCE, The Overlook Press, 2001.
  • Paroulakis Peter H.: THE GREEKS: THEIR STRUGGLE FOR INDEPENDENCE, Hellenic International Press, 1984.